1. Γενική παρουσίαση και ιστορία του μουσείου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σχηματαρίου κτίστηκε το 1890 και είναι το παλαιότερο της Βοιωτίας. Ιδρύθηκε με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας για να στεγάσει ευρήματα, τα οποία προέρχονταν κυρίως από τις ταναγραϊκές νεκροπόλεις και είχαν συγκεντρωθεί από περισυλλογές και από τις πρώτες ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Πολλές επιτύμβιες στήλες ήταν ό, τι απέμεινε από τη σύληση αρχαίων τάφων στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Στόχος των λαθρανασκαφών ήταν τα εξαίρετης τέχνης πήλινα ειδώλια, οι «ταναγραίες», που διοχετεύονταν παράνομα στο εξωτερικό, κυρίως.
Το Μουσείο έκλεισε το 1983 για επισκευές και εκσυγχρονισμό. Στόχος ήταν η επαναλειτουργία του με νέα μορφή και με τον εμπλουτισμό της έκθεσης με τα ευρήματα των νεότερων σωστικών ανασκαφών.
Μέσα από τα ταφικά, κυρίως, ευρήματα της σημερινής μόνιμης έκθεσης του ανακαινισμένου Αρχαιολογικού Μουσείου Σχηματαρίου, το οποίο επαναλειτουργεί από το 2006 (εικ.1), ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη, διαμέσου των αιώνων, της ταναγραϊκής τέχνης, και να ενημερωθεί για την ιστορία και την μυθολογία του τόπου. Οι επιγραφές που εκτίθενται αποτελούν τα γνήσια και ζωντανά τεκμήρια της αρχαίας ιστορίας του τόπου και παρέχουν πληροφορίες για τις εορτές, την οικονομία, τη διοίκηση και για τις πολιτιστικές και εμπορικές επαφές με άλλες περιοχές. Οι πρόσφατες έρευνες παρέχουν επιπροσθέτως στοιχεία για την ιστορική και μνημειακή τοπογραφία της περιοχής.
Τα εκθέματα του αύλειου χώρου και των πέντε ενοτήτων του Μουσείου καλύπτουν το διάστημα από τους προϊστορικούς έως και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. 2. Αυλή
Στην αυλή, ανοίγονται δύο μεγάλες στοές, που φιλοξενούν διαφόρους τύπους επιτυμβίων μνημείων, αρχιτεκτονικά μέλη από δημόσια κτίσματα και ιερά, και δύο χριστιανικές επιγραφές, που αναφέρονται σε ταφικά έθιμα και δοξασίες για τη μεταθανάτια ζωή (εικ. 2 και 3).
3. Προθάλαμος
Στον προθάλαμο του Μουσείου υπάρχουν γενικά πληροφοριακά κείμενα, συνοδευόμενα από εποπτικό υλικό, για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Τανάγρας, τους μύθους, τις λατρείες και τα ιερά της, τα ταφικά έθιμα και τα επιτύμβια μνημεία της, την ιστορία των λαθρανασκαφών και των αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή. 4. Ενότητα προϊστορικών χρόνων
Στην ενότητα των προϊστορικών χρόνων υπάρχει ένα πληροφοριακό κείμενο για την Νοτιοανατολική Βοιωτία στους προϊστορικούς χρόνους και εκτίθενται ευρήματα από τις σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν δύο λάρνακες με ζωγραφικές παραστάσεις (εικ. 4), ειδώλια, αγγεία, κοσμήματα κ. ά. από τους θαλαμοειδείς τάφους στην περιοχή της σημερινής Τανάγρας (εικ. 5), και ο πώρινος κύβος με εγχάρακτες παραστάσεις πλοίων από την Παραλία Αυλίδος (αρχαία Υρίη;) (εικ. 6). 5. Ενότητα Αρχαϊκών χρόνων
Τα οικιστικά κατάλοιπα της πόλης των αρχαϊκών χρόνων δεν είναι ορατά. Στοιχεία, ωστόσο, της ευημερίας της προσφέρουν τα πλούσια ευρήματα των νεκροταφείων της, τα οποία χρονολογούνται από το 625-600 π.Χ. και αποδεικνύουν ότι αποτελούσε σημαντικό κέντρο κεραμικής και κοροπλαστικής παραγωγής, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα εκθέματα - επιτύμβια μνημεία, ειδώλια και αγγεία- προέρχονται αποκλειστικά από τις ταναγραϊκές νεκροπόλεις (εικ. 7, 8).
Πρωτότυπα είναι τα αρχαϊκά επιτύμβια μνημεία, όπως οι μικροί βωμοί, που μιμούνται πραγματικούς βωμούς, και το ιδιότυπο επιτύμβιο μνημείο του Δέρμυος και του Κιτύλου που εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείου και αντί αυτού έχει τοποθετηθεί στο Μουσείο του Σχηματαρίου μια μεγάλου μεγέθους φωτογραφία του (εικ. 9). 6. Ενότητα Κλασικών χρόνων
Η αρχαία Τανάγρα, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της κλασικής περιόδου, ήταν μια εύπορη πόλη με δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και ισχυρή οχύρωση. Οι κάτοικοί της φημίζονταν για την ευσέβειά τους και για την πνευματική τους καλλιέργεια και ασχολούνταν με τη γεωργία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Μία από τις δραστηριότητές τους ήταν και η παραγωγή και εξαγωγή κρασιού. Στην πόλη υπήρχαν δραστήρια εργαστήρια κοροπλαστικής, κεραμικής και γλυπτικής παραγωγής Μέχρι σήμερα, ελλείψει ανασκαφών στην πόλη, τα ευρήματα κλασικών χρόνων προέρχονται από νεκροταφεία.
Η ενότητα κλασικών χρόνων περιέχει σημαντικά επιτύμβια ανάγλυφα και ταφικά κτερίσματα (αγγεία, ειδώλια και μικροαντικείμενα) (εικ. 10, 11). Σημαντικό έκθεμα αποτελεί μία επιγραφή με τα ονόματα των Ταναγραίων που έπεσαν στη μάχη του Δηλίου. Η στήλη είχε τοποθετηθεί, πιθανότατα, σε δημόσιο πολυάνδριο (εικ. 12). 7. Διάδρομος
Στον διάδρομο που οδηγεί από την αίθουσα κλασικών στην αίθουσα ελληνιστικών χρόνων, εκτίθενται μικρού μεγέθους γλυπτά και επιτύμβια μνημεία κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (δύο μαρμάρινα αγαλμάτια Αφροδίτης, μία μικρογραφική ερμαϊκή στήλη, ένα αγαλμάτιο σκύλου, τμήματα ναϊσκόμορφων και ανάγλυφων επιτυμβίων στηλών κ.ά.) (εικ. 13). Στο τέλος του διαδρόμου έχει τοποθετηθεί πληροφοριακό κείμενο με την μακρά ιστορία των νομισματοκοπείων της Τανάγρας καθώς και σχέδια των σημαντικότερων και χαρακτηριστικότερων νομισματικών τους τύπων (εικ. 14). 8. Ενότητα Ελληνιστικών χρόνων
Η Τανάγρα γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή της από τα τέλη της κλασικής περιόδου μέχρι τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν οι επιγραφικές και φιλολογικές μαρτυρίες, καθώς και τα ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών, παλαιότερων και πρόσφατων, που διενεργήθηκαν στην αρχαία νεκρόπολη. Εκατοντάδες είναι επίσης τα επιτύμβια μνημεία που απόκεινται στο Μουσείο Σχηματαρίου και μεγάλος ο αριθμός των ειδωλίων και των αγγείων, που ως προϊόντα λαθρανασκαφών κατά τα τέλη του 19ου αιώνα έφθασαν στις ιδιωτικές συλλογές και τα Μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Η ενότητα ελληνιστικών χρόνων περιλαμβάνει προξενικά ψηφίσματα από την Τανάγρα (εικ. 15), ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες (εικ. 16), διαφόρων τύπων επιτύμβια μνημεία (εικ. 17, 18), «ταναγραίες», αγγεία και μικροαντικείμενα που προέρχονται από τάφους (εικ. 19), καθώς και ένα γνήσιο αντίγραφο μιας σημαντικής επιγραφής, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, ευγενής δωρεά του Καθηγητή D. Knoepfler (εικ. 20).
9. Ενότητα Ρωμαϊκών χρόνων
Η Τανάγρα διατήρησε την αίγλη της κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, ενώ έτυχε και διαφόρων προνομίων από τους κατακτητές. Στους αυτοκρατορικούς κυρίως χρόνους (από τον 1ο αι. π.Χ. μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ.) η θέση της πόλης ισχυροποιήθηκε και η Τανάγρα έχαιρε αυτονομίας και είχε τον έλεγχο ολόκληρης της Ταναγραϊκής. Το επίνειό της Δήλιον (σημερινό Δήλεσι) αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι με πλούσια εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα (4ος-6ος αι. μ.Χ.) τα τείχη της πόλης ενισχύθηκαν για να αντέξουν τις επιδρομές των βαρβαρικών φύλων. Όπως φανερώνουν οι αγροικίες που εντοπίστηκαν στη γύρω περιοχή, η εύφορη ταναγραϊκή γη καλλιεργείτο εντατικά. Κύριο προϊόν εξαγωγών από το λιμάνι του Δηλίου, όπου βρέθηκε πλήθος αμφορέων, ήταν το κρασί για το οποίο φημιζόταν. Η πόλη αποτέλεσε μία από τις δέκα επισκοπικές έδρες της Βορείου Ελλάδας.
Στην ενότητα ρωμαϊκών χρόνων υπάρχουν διάφοροι τύποι επιτυμβίων μνημείων, μεταξύ των οποίων μερικές ανάγλυφες στήλες με παραστάσεις ιερέων ή θιασωτών του Ερμή, του Διονύσου και της Ίσιδος (εικ. 21). Εντυπωσιακά εκθέματα αποτελούν και δύο μεγάλα γλυπτά: ένας ακέφαλος ανδριάντας και μία Καρυάτις (εικ. 22).
Στην προθήκη εκτίθενται ευρήματα από ρωμαϊκούς τάφους της περιοχής, καθώς και από κτίσματα εμπορικού χαρακτήρα του αρχαίου Δηλίου (σημερινό Δήλεσι) (εικ. 23). Τα εκθέματα συμπληρώνουν δύο σπουδαίες επιγραφές: η μία αναφέρεται στις εορτές των Σαραπείων της Τανάγρας (εικ. 24) και η άλλη είναι κατάλογος στρατευσίμων εφήβων και βρέθηκε στο Δήλεσι (εικ. 25). |