Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Σύντομη Περιγραφή

arrow

Μεθοδολογία

arrow

Συντελεστές

 
 

Νομίσματα από τη βυζαντινή Βοιωτία

      Νομίσματα από τη βυζαντινή Βοιωτία (23/9/2010 v.1) Coinage from Byzantine Boeotia - προς ανάθεση
line

Συγγραφή : Γαλάνη-Κρίκου Ασημίνα (9/7/2012)

Για παραπομπή: Γαλάνη-Κρίκου Ασημίνα, «Νομίσματα από τη βυζαντινή Βοιωτία», 2012,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12689>

 
 

1. Εισαγωγή

1.1. Οι ανασκαφές

Οι σωστικές ανασκαφές που έδωσαν κατά βάση νομίσματα «μέσων» χρόνων επικεντρώνονται στις δεκαετίες 1980, 1990 και 2000 και τις διεξήγαγε η 1η ΕΒΑ υπό την εποπτεία της Χαρ. Κοιλάκου. Την ευθύνη της ταύτισης των νομισμάτων είχε η υπογράφουσα Μ. Γαλάνη–Κρίκου. Οι ανασκαφές δεν περιορίσθηκαν στην πόλη της Θήβας και την ευρύτερη περιφέρειά της αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές όπως στο Ακραίφνιο, την Αλίαρτο, την Ξηρονομή, τον Ορχομενό, την Κωπαΐδα, την Τανάγρα, τη μονή Οσίου Λουκά, και αλλού, σε θέσεις δηλαδή από όλη την έκταση της Βοιωτίας που επιτρέπουν να δημιουργηθεί μία εικόνα συνόλου ως προς το νόμισμα που κυκλοφορούσε τον μεσαίωνα σε όλη την περιφέρεια αυτή ακριβώς που κατέχει μέρος από τον κεντρικό κορμό της Ελλάδας.

1.2. Στόχος της έρευνας

Στόχος και σκοπός της έρευνας των νομισμάτων είναι να συμβάλει στο να ιχνηλατηθεί η φυσιογνωμία ενός αστικού κέντρου και της περιφέρειάς του στους μέσους χρόνους, φυσιογνωμία η οποία λίγο παλαιότερα ήταν πολύ ἀχνή. Τα νομισματικά δεδομένα από τα μεσαιωνικά στρώματα της Θήβας, από όπου το δείγμα βέβαια είναι και αριθμητικά μεγαλύτερο, είναι ανάλογα με αυτά της Αθήνας και της Κορίνθου, γεγονός σημαντικό διότι το υλικό της Θήβας έρχεται να συμπληρώσει με συνέπεια την εικόνα για τα αστικά κέντρα του νοτιοελλαδικού χώρου κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Τα νομίσματα που έχουν ανασκαφεί ανέρχονται σε εκατοντάδες τεμάχια και είναι σχεδόν όλα χάλκινα. Το γεγονός αυτό δεν εκπλήσσει γιατί η απώλεια νομισμάτων από ευγενές μέταλλο, όπως είναι ο χρυσός και ο άργυρος, είναι πάντοτε σπανιότερη με την έννοια ότι αυτά τα νομίσματα φυλάσσονταν καλύτερα, αποθησαυρίζονταν και γενικά δεν προορίζονταν για τις καθημερινές συναλλαγές. Τα χάλκινα, από την άλλη μεριά, κυκλοφορώντας ελεύθερα και άνετα στην καθημερινή ζωή ήταν πιο ευάλωτα στο να απολεσθούν. Ελάχιστες εξαιρέσεις αφορούν σε ένα χρυσό του Ηράκλειου, ένα του Θεόφιλου και από ένα υπέρπυρο του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (τα τρία τελευταία από τη Θήβα, ενώ το πρώτο από το Γλαρονήσι στον Ευβοϊκό).

Τα νομίσματα στη Βοιωτία βρέθηκαν είτε ως μεμονωμένα ή μέσα σε σύνολα--θησαυρούς. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα τα νομίσματα δεν ανήκουν στην ίδια εκδίδουσα αρχή, δηλαδή το βυζαντινό κράτος, αλλά αποτελούν προϊόντα και άλλων, ξένων ή αναζητούμενων ακόμα από την έρευνα αρχών.

2. Παλαιοχριστιανική εποχή

Δυναμική είναι η παρουσία υστερορρωμαικών κοπών 4ου και 5ου αιώνα. Από τα μέσα του 5ου αιώνα, αρχίζοντας από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό (450-457) μέχρι τα τέλη του 6ου αι. (Μαυρίκιος, 582-602 ), εκδίδονται οι «μικρές χάλκινες υποδιαιρέσεις 5ου-6ου αι.» ή νούμμια, τα λεγόμενα και minimi από το πολύ μικρό μέγεθος και το μικρό βάρος, συνήθως πολύ λιγότερο του ενός γραμμαρίου, και την ιδιαίτερα μικρή διάμετρο. Κυρίως ενδιαφέροντα γραμμικά μονογραφήματα του ονόματος των αυτοκρατόρων χαράχθηκαν στην ιδιαίτερα μικρή επιφάνεια του νομίσματος αλλά και άλλα θέματα, όπως σταυρός, αστέρι, λέων, έως και φοινικόδενδρο. Άφθονες «μικρές χάλκινες υποδιαιρέσεις 5ου -6ου αι.» έχουν ταυτισθεί στη Βοιωτία εν γένει αλλά και στη Θήβα.

2.1. Η έναρξη της βυζαντινής νομισματοκοπίας

Η νομισματική μεταρρύθμιση του Αναστασίου στα 498 σηματοδοτεί την έναρξη της βυζαντινής νομισματοκοπίας. Τότε εγκαινιάζεται η κοπή μεγάλων βαρέων χάλκινων νομισμάτων σε αντίθεση με τα minimi. Βασικό νέο νόμισμα είναι η φόλλις (follis) ή τεσσαρακοντανούμμιο, διαμέτρου από 2,5 έως 4,5 εκ. και βάρους μέχρι περ. 25 γρ. με την ένδειξη Μ (=40) και τις υποδιαιρέσεις της: ευδιάκριτα χαράζεται το Κ (=20), το ΙS (=16), τo Ιβ (=12,) το Ι (=10), το Ε (=5) αλλά και πολλές άλλες πληροφορίες επάνω στην οπίσθια όψη αυτών των νέων νομισμάτων, όπως το νομισματοκοπείο, π.χ. CON (=Κων/λις), TES (=Θεσ/νίκη), ΝΙΚΟ (=Νικομήδεια), ΚΥΖ (=Κύζικος) κλπ., ο ακριβής χρόνος κοπής του με την αναγραφή του έτους βασιλείας του αυτοκράτορα και άλλα στοιχεία, πολύτιμα για να μπορέσει να χρονολογηθεί το ίδιο το νόμισμα και κατ' επέκταση και όλη η ανασκαφή. Αυτές οι χάλκινες μεταρρυθμιστικές εκδόσεις όλων των αυτοκρατόρων του 6ου αιώνα, καθώς και άφθονα minimi, έχουν ταυτισθεί στα βοιωτικά χώματα είτε ως μεμονωμένα είτε μέσα σε θησαυρούς. Πολλές φορές μάλιστα απαντούν και τα δύο είδη νομισμάτων στον ίδιο θησαυρό.

2.2. Οι Σλάβοι

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι σλαβικές εισβολές στην δεκαετία του 580 ψηλαφώνται άμεσα μέσα από τους θησαυρούς που οι κάτοχοί τους είχαν αποκρύψει με αφορμή την ταραχή και τις συνθήκες ανασφάλειας που σκορπούσαν οι εισβολείς στο πέρασμά τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι όσον αφορά τη Θήβα τα νομίσματα του 5ου και 6ου βρέθηκαν μέσα στην ακρόπολή της, την Καδμεία, όπου φαίνεται ότι είχαν συσπειρωθεί οι κάτοικοι, γεγονός που δεν ίσχυσε σε άλλες εποχές, όπως θα δούμε παρακάτω. Τα νομίσματα κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων που είχαν έντονη οικονομική δραστηριότητα και διήγαν αστικό βίο, σύμφωνα και με άλλες αρχαιολογικές ενδείξεις της εποχής, όπως είναι οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές, τα ψηφιδωτά δάπεδα κ.ά.

3. Σκοτεινοί χρόνοι

Μετά τις σλαβικές επιδρομές και από το τέλος του 6ου αιώνα ο πληθυσμός μέσα στην Καδμεία φαίνεται ότι μειώθηκε και οι δραστηριότητες των κατοίκων μεταφέρθηκαν στην ύπαιθρο σε αγροτικές περιοχές αλλά ακόμη και σε μικρά νησιά στον Κορινθιακό και τον Ευβοϊκό. Το φαινόμενο είναι γενικότερο, καθώς έχουμε περάσει πλέον στους λεγομενους «σκοτεινούς χρόνους» (μέσα 7ου - μέσα 9ου αι.) με κύριο χαρακτηριστικό τη συρρίκνωση του αστικού βίου και του εμπορίου, τη στροφή στην κλειστή, ανταλλακτική αγροτική οικονομία και στην αυτάρκεια των αγαθών στην ύπαιθρο. Επομένως και στην απουσία κυκλοφορίας νομίσματος. Χαρακτηριστικό ότι στην άλλοτε ευημερούσα Καδμεία της Θήβας νόμισμα δεν έχει εντοπισθεί ανάμεσα στον 7ο και μέχρι τις αρχές του 9ου αι. Από τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ένα χάλκινο του Κώνσταντα Β΄ του 642-648, έξω από την Καδμεία, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.


4. Δυναστείες Αμορίου και Μακεδόνων: Η Ανάκαμψη

Η εξοδος από τους «σκοτεινούς χρόνους», την αγροτική διαβίωση και την ανταλλακτική οικονομία σηματοδοτείται και στη Βοιωτία με κοπές της δυναστείας του Αμορίου. Συνήθως εντοπίζονται σποραδικά κοπές του Θεόφιλου. Στη Βοιωτία ταυτίσθηκε ένα χρυσό νόμισμα του Θεόφιλου αλλά κυρίως βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα (φόλλεις) με τη γλαφυρή μάλιστα επιγραφή στα ελληνικά ΘΕΟΦΙΛΕ ΑΥΓΟΥΣΤΕ ΣΥ ΝΙΚΑΣ. Παλαιότερα είχε προταθεί ότι η ίδια η Θήβα υπήρξε έδρα νομισματοκοπείου ορισμένων τύπων χάλκινων εκδόσεων του Θεόφιλου. Αν και αυτή η θέση σήμερα τείνει να απορριφθεί, δηλώνει όμως τη σπουδαιότητα που απέκτησε στους μέσους χρόνους η Βοιωτία και ιδιαιτέρως η Θήβα, στη δραστήρια αγορά της οποίας υπήρχε χερσαία πρόσβαση από τη λεγόμενη «δημοσία οδό» που κατέβαινε από τη Θεσσαλία, αλλά και από θαλάσσιους δρόμους από τον Κορινθιακό και τον Ευβοϊκό.

Η Θήβα από τα τέλη του 9ου μέχρι τα τέλη του 11ου αι. διάγει πλέον αστικό βίο με οικοδομική δραστηριότητα και θα γίνει πρωτεύουσα του θέματος Ελλάδος. Νομίσματα στο όνομα των μεγάλων μακεδόνων αυτοκρατόρων αλλά και της δυναστείας των Δουκών, και ιδιαιτέρως του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, έχουν βρεθεί διάσπαρτα σε όλη τη Βοιωτία αλλά και στην περιφέρεια της Θήβας πλέον, γιατί οι κάτοικοι δεν περιορίζονται τώρα μόνο στην Καδμεία, όπως παλαιότερα, αλλά με ασφάλεια έχουν εξαπλωθεί στην ευρύτερη περιοχή, από όπου μάλιστα έχει ανασκαφεί και αριθμός ανάλογων θησαυρών.
Πολύ περισσότερο από τις επώνυμες κοπές των Μακεδόνων ταυτίζονται οι λεγόμενες «ανώνυμες» φόλλεις διαφόρων κατηγοριών από Α μέχρι M, που καλύπτουν το διάστημα από την εποχή του Τζιμισκή (925-976) μέχρι το τέλος του 11ου αι.

5. Κομνηνοί: Η εποχή της ακμής

Η εποχή των Κομνηνών χαρακτηρίζεται από εμπορική άνθηση στη Βοιωτία, μεγάλο μέρος της οποίας οφείλεται στην παραγωγή της μέταξας. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός στα 1092 με τη μεγάλη νομισματική του μεταρρύθμιση εισήγαγε το χάλκινο τεταρτηρό, μικρό και ευέλικτο νόμισμα που κυκλοφόρησε έντονα και στη Βοιωτία. Η ίδια η Θήβα μάλιστα έχει προταθεί ως ή έδρα του λεγομένου «αβέβαιου ελλαδικού νομισματοκοπείου» των τεταρτηρών. Άφθονα τεταρτηρά όλων των Κομνηνών και λιγότερα των Αγγέλων έχουν ταυτισθεί παντού, με συχνότερα αυτά του Μανουήλ Α΄ και δημοφιλέστερο αδιαμφισβήτητα τον τύπο με το μονογράφημα του ονόματος του Μανουήλ και δεύτερον αυτόν με τον άγιο Γεώργιο. Τεταρτηρά βρέθηκαν και μεμονωμένα αλλά και μέσα σε θησαυρούς, όπως σε αυτόν από τις Θεσπιές του 1966 με 174 τεμάχια και σε εκείνον από τη Θήβα του 1992 από το οικόπεδο Κατσέλη με 152 τεταρτηρά. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η απόκρυψη αυτών των δύο θησαυρών σχετίζεται με την καταστροφική παρουσία στην περιοχή του νορμανδού ηγεμόνα της Σικελίας Ρογήρου Β΄ στα 1147.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οικονομική ιστορία αλλά και την καθημερινή ζωή στη Βοιωτία απηχούν τα δύο θησαυράρια 12ου - 13ου αι. Βρέθηκαν στη Θήβα με τη χαρακτηριστική σχισμή για τη ρίψη των κερμάτων και χωρίς νομίσματα μέσα.

6. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204

6.1. Λατινοκρατία

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είναι αυτονόητο ότι επίσημο βυζαντινό νόμισμα έπαυσε πλέον να εκδίδεται. Οι λατίνοι κυρίαρχοι, για να καλύψουν την έλλειψη νομίσματος, έκοψαν τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. στην Κων/λη και μάλλον και στη Θεσσαλονίκη τις γνωστές «απομιμήσεις». Πρόκειται για χάλκινα σκυφωτά κακότεχνα νομίσματα με ανύπαρκτες, ασαφείς ή κενές περιεχομένου επιγραφές, που μιμήθηκαν βυζαντινά πρότυπα του 12ου αι. Αυτά έφθασαν και στη νότιο Ελλάδα και κυκλοφόρησαν σε όλη τη Βοιωτία και στη Θήβα ειδικότερα, σε περιορισμένο αριθμό οι λεγόμενες «πιστές» και σε υψηλούς αριθμούς οι «λατινικές απομιμήσεις», γεγονός που ώθησε ορισμένους νομισματολόγους να προτείνουν και τη Θήβα ως μια τρίτη έδρα νομισματοκοπείου αυτών των «λατινικών απομιμήσεων».

Οι «λατινικές απομιμήσεις» κυκλοφόρησαν σε μεγάλο αλλά και σε μικρό κυρίως μέγεθος (large και small module), όπως έχουν ορισθεί οι τύποι τους, και έχουν διασκορπισθεί παντού αλλά και στη Βοιωτία, όπως ήδη αναφέρθηκε. Άλλοτε βρέθηκαν μεμονωμένες αλλά άλλοτε συγκροτούν θησαυρούς, όπως τον μεγάλο θησαυρό από τον συνοικισμό Πυρί της Θήβας του 1967 (οικόπεδο Ρούση) με 627 τεμάχια.

6.2. Το δουκάτο των Αθηνών: Η Θήβα πρωτεύουσα του δουκάτου και έδρα του νομισματοκοπείου του

Με τη «συνθήκη διανομής» μετά την 4η Σταυροφορία η Αττικο-βοιωτία είχε εκχωρηθεί στον Boniface de Montferrat. Στη συνέχεια πέρασε αβίαστα στον Otto de la Roche από τη Βουργουνδία που έθεσε τα θεμέλια του Δουκάτου των Αθηνών. Η Θήβα επελέγη ως πρωτεύουσα του δουκάτου η οποία κατά τα τέλη του 13ου αι. είχε μεγάλη άνθηση και είχε εξελιχθεί με όλους τους νέους δυτικούς κατοίκους που δέχθηκε σε «μικρή Γαλλία», όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί. Εκεί επίσης εγκαταστάθηκε και το νομισματοκοπείο του δουκάτου, σύμφωνα και με τις επιγραφές THEBE και ThEBANI CIVIS που είναι χαραγμένες πάνω στα ίδια τα νομίσματα. Οι πρώτες κοπές της Φραγκοκρατίας είναι τα λεγόμενα «deniers μικρής αξίας». Στη Βοιωτία ταυτίσθηκαν ελάχιστα και μάλιστα μεμονωμένα, όπως συνήθως γίνεται με αυτά. Γύρω στα 1285 κόπηκαν και στη Θήβα τα βασικά νομίσματα της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, τα πολύ γνωστά deniers tournois από κράμα χαλκού και αργύρου (σταυρός/σχηματοποιημένος ναός). Κόπηκαν σύμφωνα με δυτικά πρότυπα αλλά και σύμφωνα με αντίστοιχες εκδόσεις του λατινικού Πριγκιπάτου της Αχαΐας που μετά το 1267 είχε ήδη εκδώσει τα πρώτα deniers tournois στη Γλαρέντζα. Τα deniers tournois της Θήβας διακινήθηκαν αδιακρίτως μαζί με τα deniers της Αχαΐας και της Ναυπάκτου σε όλο το νότιο ελλαδικό χώρο άλλοτε ως μεμονωμένα και άλλοτε μέσα σε θησαυρούς. Το ίδιο συνέβη και στη Βοιωτία όπου βρέθηκαν μάλιστα μαζί με deniers tournois και άλλων μικρότερων νομισματοκοπείων όπως της Μεγ. Βλαχίας από την Υπάτη αλλά και του δεσποτάτου της Ηπείρου, από την Αρτα. Από την Αγ. Τριάδα της Θήβας μνημονεύεται ο θησαυρός του 1987 με 16 τεμάχια.

6.3. Παλαιολόγοι

Μόνο σποραδικά νομίσματα των Παλαιολόγων έφθασαν μέχρι τα βοιωτικά εδάφη. Συγκεκριμένα, αφορούν σε κοπές του Μιχαήλ Η΄ (1261-1282), του Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328) και του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (κοπή Λακωνίας, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα).

7. 14ος αι. : Καταλανοί και Βενετοί

7.1. Καταλανική Εταιρεία

Στις αρχές του 14ου αι. η βουργουνδική ηγεμονία των de la Roche καταλύθηκε από τους Καταλανούς σηματοδοτώντας συγχρόνως και το τέλος της λατινοκρατίας στην περιοχή. Φονική και αποφασιστική υπήρξε η μάχη στον Κηφισσό ή Αλμυρό στα 1311 που θεωρείται και η αιτία απόκρυψης του θησαυρού του 1987 από την Αγ. Τριάδα της Θήβας που αναφέρθηκε παραπάνω. Τα deniers tournois των δουκών της Θήβας με την παρουσία των καταλανών κατακτητών έπαψαν βέβαια πλέον να εκδίδονται. Οι πολεμοχαρείς Καταλανοί εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία, η οποία με την κατοχή τους διήνυσε μια δύσκολη εποχή. Η Θήβα «περιέπεσεν εις δουλείαν εσχάτην», η παραγωγή της μέταξας υποχώρησε και γενικά σημειώθηκε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι Καταλανοί παρέμειναν μέχρι το 1380 στη Θήβα, οπότε εξεδιώχθηκαν από τοον μισθοφορικό στρατό του φλωρεντινού Nerio Acciajuoli.

7.2. Βενετοί

Οι Βενετοί ενδιαφέρονταν πάντα να προσεγγίζουν τα λιμάνια του ελλαδικού χώρου και να εμπορεύονται προϊόντα ελεύθερα δασμού. Στη δεκαετία του 1330 έκοψαν τα soldini, μικρά νομίσματα από άργυρο και στα 1353, όταν είχαν πάψει να εκδίδονται πλέον και από το Πριγκιπάτο τα deniers tournois της Γλαρέντζας, εγκαινίασαν τα torneselli,ευέλικτα νομίσματα από κράμα που έφθαναν στην Ελλάδα σε μεγάλες ποσότητες μέσα σε σάκκους για να εξυπηρετούνται οι κτήσεις τους στον ελλαδικό χώρο. Εχουν βρεθεί άφθονα και από τα δύο είδη στον ελλαδικό χώρο. Οπωσδήποτε torneselli ταυτίσθηκαν και στην Βοιωτία. Υπάρχει μάλιστα και ο μικρός θησαυρός του 1995 από το Πολιτιστικό Κέντρο της Θήβας με torneselli του Andrea Contarini και του Αntonio Venier. Όμως ο αριθμός των torneselli από τη Βοιωτία δεν είναι ο αναμενόμενος, για την ώρα τουλάχιστον. Τα soldini είναι παντού λιγότερα, έτσι και εδώ. Ωστόσο το γεγονός είναι λίγο περίεργο. Αναμενόταν η βενετική παρουσία να ήταν εντονότερη γιατί η γειτονική Εύβοια ήταν κτήση της Βενετίας και το βοιωτικό λιμανάκι της Λιβαδόστρας στον Κορινθιακό χρησιμοποιούνταν από πλοία της Γαληνοτάτης. Οι ανασκαφές που έδωσαν τα νομίσματα ήταν σωστικού χαρακτήρα και δεν κάλυψαν ευρεία συνεχή έκταση, όπως έχει γίνει σε Κόρινθο και Αθήνα. Επιπλέον είναι γεγονός ότι η παρουσία των Καταλανών στην περιοχή τον 14ο αι. δεν δημιουργούσε οπωσδήποτε ευνοϊκό κλίμα για εμπορικές δραστηριότητες.

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU