1. Η ανατολική Στερεά Ελλάδα το καλοκαίρι του 1829 Από τα τέλη Μαΐου του 1829 ολόκληρη η δυτική και μεγάλο μέρος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας βρίσκονταν πλέον υπό ελληνική κυριαρχία μετά τις επιτυχημένες εκστρατείες του Richard Church στη δυτική, του Κίτσου Τζαβέλα στην κεντρική και του Δημήτριου Υψηλάντη στην ανατολική Στερεά. Οι Οθωμανοί κατείχαν ακόμη την Εύβοια, τις πόλεις της Αθήνας και της Θήβας και την περιοχή της Λαμίας βορείως των Θερμοπυλών. Ο αγώνας στην ανατολική Στερεά είχε επικεντρωθεί στην καμένη και ερειπωμένη Θήβα την οποία προσπαθούσε να καταλάβει ο στρατάρχης της Ανατολικής Ελλάδας, Δ. Υψηλάντης, επικεφαλής στρατευμάτων οργανωμένων σε χιλιαρχίες. Επρόκειτο για μα νέα δομή που εισήγαγε ο Ιωάννης Καποδίστριας προσπαθώντας να επιβάλει πειθαρχία, κεντρικό έλεγχο και σταθερή υπηρεσία στις άτακτες ένοπλες ομάδες των επαναστατών και να τις μεταβάλει σε εθνικό ημιτακτικό στρατό. Η σημασία της πλήρους ανακατάληψης της Βοιωτίας και Αττικής ήταν μεγάλη για δύο λόγους. Αφενός, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10/22 Μαρτίου 1829 οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να προτείνουν στην Πύλη ως βόρεια σύνορα του υπό αυτονόμηση ελληνικού κράτους τη γραμμή Βόλου-Άρτας. Αφετέρου, στον ρωσοτουρκικό πόλεμο που είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο 1828 ο ρωσικός στρατός πέρασε την οροσειρά του Αίμου τον Αύγουστο 1829 και προήλαυνε με ταχύτητα προς την Αδριανούπολη. Οι Οθωμανοί θα αναγκάζονταν σύντομα να ζητήσουν ανακωχή. Η συνθήκη ειρήνευσης ήταν βέβαιο ότι θα αφορούσε και το ελληνικό ζήτημα. Και στις δύο περιπτώσεις η αποδοχή από την Πύλη της συμπερίληψης της Στερεάς στο ελληνικό κράτος εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την de facto ελληνική κυριαρχία στην περιοχή. Ωστόσο, οι πολεμικές εξελίξεις στη Στερεά τον Αύγουστο 1829 έθεσαν σε κίνδυνο την ελληνική κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Στερεάς. Η καθυστέρηση του Καποδίστρια να καταβάλει τους χρωστούμενους μισθούς και σιτηρέσια τουλάχιστον έξι μηνών στις χιλιαρχίες της ανατολικής Ελλάδας και η συνακόλουθη ανεπάρκεια τροφής προκάλεσε έντονες δυσαρέσκειες και οδήγησε σε ανταρσία και διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Θήβας την 7η Αυγούστου 1829. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου ισχυρή οθωμανική δύναμη υπό τον Ασλάνμπεη Μουχουρντάρη προέλασε και ανακατέλαβε ανενόχλητη τις Θερμοπύλες, τη Βοδονίτσα (σημερινή Μενδενίτσα), τη Λιβαδειά, πέρασε στη Θήβα και την Αθήνα. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές ο Ασλάνμπεης είχε δύναμη 1.500 ανδρών, ενώ άλλες αναφέρουν 4.000-5.000, ωστόσο είναι σύνηθες φαινόμενο των ελληνικών πηγών να διογκώνουν τόσο τον αριθμό των εχθρικών δυνάμεων, όσο και των απωλειών του στις μάχες. Η επιχείρηση αυτή είχε διπλό στόχο: αφενός να συγκεντρώσει και να μεταφέρει τα τακτικά οθωμανικά στρατεύματα της ανατολικής Στερεάς στο ρωσοτουρκικό μέτωπο, όπου ο ηττώμενος οθωμανικός στρατός είχε μεγάλη ανάγκη ενισχύσεων, αναπληρώνοντας τα αποχωρήσαντα τμήματα με άτακτες δυνάμεις, και αφετέρου να επανακτήσει τον έλεγχο επίκαιρων στρατηγικών σημείων ώστε να διατηρήσει το δρόμο Αθήνας-Λαμίας ανοιχτό. 2. Η μάχη Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της ανατολικής Στερεάς και χάρη στις προσπάθειες του Υψηλάντη, αλλά και στην καταβολή από την κυβέρνηση στους στρατιώτες ορισμένων χρημάτων έναντι των χρεωστούμενων, μεγάλο μέρος των διαλυμένων χιλιαρχιών επανασυσπειρώθηκε γύρω από τον στρατάρχη. Έτσι ο Υψηλάντης, για να εμποδίσει την επιστροφή των Οθωμανών στη Λαμία, έπιασε την 6η Σεπτεμβρίου τα στενά της Πέτρας στη Βοιωτία, απωθώντας 300 άτακτους μουσουλμάνους Αλβανούς που επιχείρησαν επίσης να τα καταλάβουν. Η Πέτρα αποτελούσε μια στενή διάβαση δυτικά του ομώνυμου σημερινού χωριού, στο δρόμο Θηβών-Λιβαδειάς, ανάμεσα στους βόρειους πρόποδες του Ελικώνα και στις νότιες απολήξεις της Κωπαΐδας. Η στενή διάβαση, μήκους 12 χλμ. και μέγιστου πλάτους 2 χλμ., περνούσε από το βραχώδη και περιτριγυρισμένο από έλη και λιμνάζοντα νερά λόφο της Πέτρας (σημερινό Τιλφούσιο). Σε αυτή τη θέση λίγοι άντρες μπορούσαν να αντισταθούν σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό εχθρών. Ο πεντακοσίαρχος Κούστιας Μάκου φρόντισε την επιδιόρθωση παλαιότερων και την κατασκευή νέων προμαχώνων, έτσι ώστε οι φυσικές αμυντικές δυνατότητες της τοποθεσίας ενισχύθηκαν με έξι οχυρώματα. Η διάταξη των οχυρώσεων ήταν τέτοια ώστε η επίθεση σε ένα από αυτά να εκτίθεται στα πυρά και άλλων δύο οχυρωμάτων. Οι ελληνικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν στην Πέτρα αριθμούσαν περίπου 2.300 άντρες και κατανεμήθηκαν ως εξής: - στο οχύρωμα Ι, που βρισκόταν στην κορυφή της Πέτρας, τοποθετήθηκε ο χιλίαρχος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος με την Β΄ χιλιαρχία, - στο οχύρωμα ΙΙ, που βρισκόταν σε χαμηλό διάσελο (μέσα από το οποίο περνούσε υποχρεωτικά ο δρόμος), τοποθετήθηκε ο χιλίαρχος Γιαννάκης Στράτος με τα λείψανα της Γ΄ και της Ζ΄ χιλιαρχίας και της ανεξάρτητης εκατονταρχίας του πρόσφατα σκοτωμένου Μήτρου Λιακόπουλου και ο πεντακοσίαρχος Τόλιας Νικολάου με μια εκατονταρχία της Ε΄ χιλιαρχίας, - στο οχύρωμα ΙΙΙ, που βρισκόταν στα υψώματα πάνω από το διάσελο, τοποθετήθηκε ο πεντακοσίαρχος Γεώργιος Σκουρτανιώτης με το σώμα του, - στο οχύρωμα IV τοποθετήθηκε ο χιλίαρχος Γεώργιος Δυοβουνιώτης με την Δ΄ χιλιαρχία, - στο οχύρωμα V τοποθετήθηκε ο χιλίαρχος Νικόλαος Κριεζώτης με την Ε΄ χιλιαρχία, και - στο τελευταίο οχύρωμα VI τοποθετήθηκε ο χιλίαρχος Διονύσιος Ευμορφόπουλος με τα λείψανα της Η΄ χιλιαρχίας. Παράλληλα, ο Δ. Υψηλάντης με το επιτελείο και ένα μέρος της στραταρχικής φρουράς εγκαταστάθηκε στη μονή Αγίου Νικολάου που βρίσκεται ψηλότερα στο βουνό, ο πεντακοσίαρχος Σπυρομήλιος με το υπόλοιπο της στραταρχικής φρουράς σε εφεδρεία για να επέμβει όπου χρειαστεί, τοποθετήθηκε σε ύψωμα κοντά στο χωριό Βρασταμίτες (σημερινό Υψηλάντης), και ο πεντακοσίαρχος Γιάννης Μπαϊρακτάρης τοποθετήθηκε σε ένα πύργο πάνω από το χωριό Βρασταμίτες. Την 11η Σεπτεμβρίου το οθωμανικό στράτευμα πλησίασε στην Πέτρα, ειδοποίησε με συνθηματικό κανονιοβολισμό τους Οθωμανούς της Λιβαδειάς και στρατοπέδευσε στη θέση Σιάχου (σημερινό χωριό Πέτρα) μισή ώρα μακριά. Περιελάμβανε, σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του Υψηλάντη, τακτικό πεζικό (5.500 άνδρες), ιππικό (600 άνδρες), άτακτο πεζικό (1.500 μουσουλμάνοι Αλβανοί) και 4 κανόνια, με αρχηγούς τον Οτζάκαγα Οσμάν του τακτικού στρατού και τον Ασλάνμπεη των ατάκτων. Την αυγή της 12ης Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η οθωμανική επίθεση με σφοδρό κανονιοβολισμό. Το τακτικό πεζικό διαιρέθηκε σε δύο ισομεγέθεις φάλαγγες και επιτέθηκε στα οχυρώματα Ι και ΙΙΙ. Οι άτακτοι επιτέθηκαν στο οχύρωμα ΙΙ στο διάσελο. Το ιππικό έμεινε στους πρόποδες της Πέτρας, προφανώς σε άμεση εφεδρεία επειδή δύσκολα μπορούσε να επιχειρήσει έφιππο. Ένα μικρό τμήμα τριακοσίων ανδρών του τακτικού στρατού κατέλαβε το χωριό Βρασταμίτες. Μολονότι οι επιτιθέμενοι πλησίασαν απειλητικά τα οχυρώματα (περισσότερο μάλιστα οι άτακτοι Αλβανοί που έφτασαν στα δέκα βήματα από το οχύρωμα ΙΙ), δεν κατάφεραν να τα καταλάβουν διότι επενέβησαν οι Γ. Δυοβουνιώτης, Ν. Κριεζώτης, Γιάννης Μαμούρης και Ψαροδήμος με τα σώματα τους. Η μάχη μετατράπηκε σε σύγκρουση εκ του σύνεγγυς με σπαθιά, γιαταγάνια και ξιφολόγχες. Τελικά οι Έλληνες εξεδίωξαν και κυνήγησαν τους Αλβανούς και υποχρέωσαν σε υποχώρηση τα τακτικά τμήματα. Παράλληλα ο Σπυρομήλιος επιτέθηκε και εκδίωξε τους Οθωμανούς από τους Βρασταμίτες. Η οθωμανική φρουρά της Λιβαδειάς προωθήθηκε μέχρι το χωριό Καλάμι αλλά δεν κινήθηκε περισσότερο και δεν έλαβε μέρος στη σύγκρουση. Η μάχη κράτησε συνολικά 4 ώρες. Οι οθωμανικές απώλειες ανήλθαν σε 100 νεκρούς και αρκετούς αιχμαλώτους, ενώ οι ελληνικές περιορίστηκαν σε 3 νεκρούς και 12 τραυματίες. 3. Η συνθήκη Καθώς οι οθωμανοί αρχηγοί είχαν διαταγές να επιστρέψουν γρήγορα στη Λαμία για να σταλούν οι ενισχύσεις στην Κωνσταντινούπολη, ζήτησαν από τον Υψηλάντη να συνάψουν συνθήκη. Ο στρατάρχης δέχτηκε διότι ο δρόμος Κοκκίνου-Μαρτίνου-Αταλάντης ήταν αφύλακτος και οι Οθωμανοί θα μπορούσαν να επιστρέψουν από εκεί στη Λαμία. Στις σχετικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν (τον Υψηλάντη εκπροσώπησε ο γραμματέας του Ιωάννης Φιλήμων), συμφώνησαν να αποχωρήσουν οι οθωμανικές φρουρές από τη Λιβαδειά, το Χάνι Κατήκου και το Τουρκοχώρι (σημερινή Κάτω Τιθορέα), όμως ο Υψηλάντης επέμεινε και τελικά πέτυχε να αποχωρήσει και η φρουρά της Φοντάνας, ώστε να είναι δυσχερής η εκ νέου κάθοδος οθωμανικού στρατού στη Βοιωτία. Η υπογραφείσα στις 13 Σεπτεμβρίου συνθήκη όριζε ακόμη την ανταλλαγή των αιχμαλώτων, τη συνοδεία του οθωμανικού στρατεύματος από ελληνικό απόσπασμα μέχρι τη Βοδονίτσα, την ανταλλαγή αξιωματικών ως εγγυήσεων μέχρι τη Βοδονίτσα, και την αποφυγή οποιασδήποτε ζημίας στους κατοίκους των περιοχών που βρίκσκονταν στη διαδρομή από Πέτρα μέχρι Βοδονίτσα. Πράγματι η συνθήκη εφαρμόστηκε κατά γράμμα και το οθωμανικό στράτευμα αποχώρησε από τη Στερεά μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου. Η νίκη στην Πέτρα και η επακόλουθη συνθήκη κατέστησαν ανασφαλείς τις ολιγάριθμες οθωμανικές φρουρές της Θήβας, της Βοδονίτσας και των Θερμοπυλών με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη και αυτών των θέσεων μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου. 4. Η σημασία της μάχης Η νίκη της Πέτρας είχε αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας σε όλη την ανατολική Στερεά Ελλάδα με εξαίρεση την Αθήνα, την Εύβοια και τη Λαμία. Επιπλέον, επέτρεψε στον Καποδίστρια να διαπραγματευθεί με καλύτερες προϋποθέσεις τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα εφόσον σχεδόν ολόκληρη η Στερεά βρισκόταν de facto στα χέρια των Ελλήνων. Άλλωστε με τη ρωσο-οθωμανική συνθήκη της Αδριανούπολης που είχε υπογραφεί στο μεταξύ (2/14 Σεπτεμβρίου 1829) και με την οποία τερματίστηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, η Πύλη υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τη συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827 που προέβλεπε αυτόνομο ελληνικό κράτος και το πρωτόκολλο της 10/22 Μαρτίου 1829 που πρότεινε σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού. Όπως σημειώνουν πολλοί συγγραφείς, μια από τις συμπτώσεις της επανάστασης είναι ότι ένας Υψηλάντης (ο Αλέξανδρος) ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις της επανάστασης και ένας άλλος (ο Δημήτριος) τις τελείωσε. |