1. Tί είναι εθνοτικό μωσαϊκό;
Η έννοια του εθνοτικού μωσαϊκού διατυπώθηκε πριν από μερικές δεκαετίες από τους κοινωνικούς–πολιτισμικούς επιστήμονες για να δηλώσει την παρουσία σε έναν ενιαίο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο περισσότερων ομάδων, των οποίων τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η εθνοτική διαφοροποίηση. Λέγοντας εθνοτικήδιαφοροποίηση εννοούμε την κοινωνική ή πολιτισμική (γλωσσική, θρησκευτική), επαγγελματική κλπ. διαφοροποίηση που αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση σε ένα τέτοιο επίπεδο της ετερότητας. Ειδικότερα, οι ομάδες αυτές που συχνά αλληλοεισδύουν η μια στην άλλη και έχουν ξεχωριστές ταυτότητες, αναπαριστάμενες στο χάρτη θα έμοιαζαν με ένα μωσαϊκό, όπου κάθε ψηφίδα με το δικό της χρώμα θα αντιπροσώπευε και μια τοπική εγκατάσταση ή συγκέντρωση μιας ιδιαίτερης ομάδας.
Πέρα όμως από τις εθνοτικές υπάρχουν και οι λεγόμενες υποεθνοτικές ή εθνοειδείς ομάδες. Αν εθνοτικές ομάδες είναι εκείνες οι ομάδες που έχουν μια ειδοποιό σημαντική διαφορά, π.χ. διαφορετική γλώσσα ή διαφορετική θρησκεία, τότε ως υποεθνοτικές ή εθνοειδείς ομάδες εννοούμε αυτές που η διαφορά τους ως προς τη γλώσσα έγκειται σε μια διαφορετική διάλεκτο ή, ως προς τη θρησκεία, σ’ ένα διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα (καθολικοί, ορθόδοξοι κλπ.) ή ακόμα σε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, π.χ. νομαδική κτηνοτροφία έναντι τηςγεωργίας (πρβ. τους Σαρακατσάνους). Η υποεθνοτική ή εθνοειδής ομάδα δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη φυλή (tribu) με την πολιτική/πολιτισμική και όχι τη φυσική σημασία του όρου.
Οι ομάδες συμβιώνουν συχνά χωρίς κανένα σοβαρό πρόβλημα στον ενιαίο χώρο. ΄Ερχονται κατά κανόνα σε επαφή και επικοινωνία για οικονομικούς λόγους, π.χ. ανταλλαγές προϊόντων, ενοικίαση βοσκοτόπων κλπ., αλλά δεν έρχονται αρχικά σε επιγαμίες ή άλλες στενότερες σχέσεις. Αν και συχνά, επειδή υπάρχει ένα σύστημα ιεραρχίας και μια καθορισμένη δομή εξουσίας, οι ομάδες έρχονται αρκετές φορές σε άλλους είδους τελετουργικές σχέσεις, όπως είναι η αδελφοποιία και η πνευματική συγγένεια. Οι τελετουργικές σχέσεις συνενώνουν κατά κάποιο τρόπο τις ομάδες δημιουργώντας ένα είδος ευρύτερης αλληλεγγύης και εξάρτησης, αλλά δεν τις συγχωνεύουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο, όπως θα συνέβαινε αν είχαν γενικευθεί οι επιγαμίες. 2. Εθνοτικές και υποεθνοτικές ομάδες
2.1. Αρβανίτες
Μία από τις πλέον σημαντικές εθνοτικές ομάδες που συνεχίζει να είναι εγκαταστημένη στη Βοιωτία είναι οι Αρβανίτες, οι οποίοι στη γλώσσα τους αυτοπροσδιορίζονται και ως ΄Αρμπεροι. Οι Αρβανίτες είναι εγκαταστημένοι κυρίως στα χωριά της περιοχής που συνορεύει με την Αττική, καθώς και στις ανατολικές περιοχές του νομού (βλ.χάρτη στη φωτοθήκη του λήμματος). Σήμερα είναι δίγλωσσοι, διατηρούν την ξεχωριστή τους αρβανίτικη ταυτότητα, ενώ έχουν ισχυρότατη εθνική ελληνική συνείδηση.
Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία προς το τέλος της βυζαντινής περιόδου, προερχόμενοι από τη Βόρειο Ήπειρο και την κεντρική Αλβανία. Ειδικά, το μεγαλύτερο κύμα των Αρβανιτών της Βοιωτίας ήλθαν στη περιοχή μέσω Θεσσαλομαγνησίας, όπου στο μεταξύ είχαν επεκταθεί οι Σέρβοι, ενώ ένα άλλο ήλθε από την Άρτα και την Ακαρνανία μέσω Φωκίδας. Ουσιαστικά ήρθαν ως καλλιεργητές και πολεμιστές (προνοιασμένοι) στην υπηρεσία των δυτικών ξένων κατακτητών και συγκεκριμένα το 1383 μετά από πρόσκληση του Καταλανού Δούκα Αθηνών και Υπάτης Ραμόν ντε Βιλλανόβα. Αν και φαίνεται ότι υπήρχαν και παλαιότερες εγκαταστάσεις Αρβανιτών στη Βοιωτία, όπως δηλώνουν τα αρβανίτικα τοπωνύμια Κάπραινα (Ζαρκαδού) για τη Χαιρώνεια και Σκριπού (Αλμυρός) για τον Ορχομενό που αναφέρονται στο Χρονικόν του Μορέως. Οι κυρίαρχοι τούς πρόσφεραν γεωργική και κτηνοτροφική γη και απαλλαγή από τη φορολογία για ένα χρονικό διάστημα.
Στην προσπάθειά του να προστατέψει τη Βοιωτία, ο Ραμόν ντε Βιλλανόβα εγκατέστησε τους Αρβανίτες στα βόρεια και ειδικά στη Λοκρίδα, στα χωριά Λιβανάτες, Τραγάνα, Μάζι, Μαρτίνο, Μαλεσίνα, Λάρυμνα και στα δυτικά και νότια (Ελικώνα), για να προστατέψει τη παραλία της Λιβαδόστρας και το δρόμο από την Άμφισα (Δελφούς), στα χωριά Κυριάκι, Ζερίκι, Χώστια, Δόμβραινα, Σουληνάρι και σε τριάντα περίπου άλλους οικισμούς της υπόλοιπης Βοιωτίας (βλ. χάρτη στη φωτοθήκη).
Ο τρόπος εγκατάστασής τους έχει μελετηθεί από σημαντικούς ιστορικούς και αρχαιολόγους, όπως ο Ολλανδός Machiel Κiel και ο ΄Αγγλος John Bintliff. Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε αμιγείς μικροοικισμούς, τις κατούνες (στη γλώσσα τους κατούντ) σε πεδινές και αργότερα σε ορεινές περιοχές του νομού (π.χ. Ελικώνα), στις παρυφές των χωριών. Κατόπιν, βαθμηδόν εισήλθαν και στους μεγαλύτερους οικισμούς–χωριά, τα οποία προϋπήρχαν στην πεδινή και ορεινή ζώνη. Αυτό προκύπτει από τις απογραφές των Οθωμανών των μέσων του 15ου αιώνα, μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Σ’ αυτή την απογραφή, που έγινε για φορολογικούς λόγους, τα ορεινά χωριά, τα οποία σήμερα θεωρούνται αρβανίτικα, στο τέλος του 15ου αιώνα καταγράφηκαν ως χωριά Ρουμ, δηλ. ελληνικά, σε αντίθεση με τα πεδινά που ονομάζονται κατούνες και χαρακτηρίζονται ως αρβανιτοχώρια (Aρναούτκιοϊ).
Η ακριβής έκταση των εγκαταστάσεων των Αρβανιτών δεν ήταν πάντα σταθερή. Γενικά όμως απέφευγαν να εγκατασταθούν κοντά στην Κωπαΐδα ή στις όχθες του Κηφισού, όπου κατά κανόνα δεν υπάρχουν αρβανίτικα χωριά, φοβούμενοι τα κουνούπια και την ελονοσία. Αλλά και αμιγείς αρβανίτικοι οικισμοί αλλοιώθηκαν ή εξαφανίστηκαν με τις εγκαταστάσεις πληθυσμών, κυρίως κτηνοτροφικών από άλλες περιοχές της Ελλάδας, Βλάχων, Σαρακατσάνων κ.ά. H διαδικασία πάντως της ανάμειξης / αφομόιωσης των διάφορων ομάδων είναι μια πολύ παλιά ιστορία στην περιοχή. Η διαφορά έγκειται στο ότι τότε ήταν πιο αργή, ενώ σήμερα ταχύτατη. 2.2. Σαρακατσάνοι
Μια άλλη πολύ σημαντική υποεθνοτική ομάδα, καθόσον το κριτήριο το οποίο τη διαχωρίζει είναι ο τρόπος ζωής του, είναι οι νομάδες ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι. Αυτοί μέχρι σήμερα είναι εγκαταστημένοι με τις καλύβες τους γύρω από τους μεγαλύτερους οικισμούς, όπως έχει επισημάνει από το 1957 η Αγγελική Χατζημιχάλη, αλλά έχει επιβεβαιώσει και η πρόσφατη έρευνα του Γιώργου Καββαδία και της Λαμπρινής Ράικου. Προέρχονται κατά κανόνα από την περιοχή των Αγράφων της Ευρυτανίας, όπως δείχνουν τα γραπτά στοιχεία και οι προφορικές πληροφορίες που διαθέτουμε (δημοτολόγια, μητρώα και γενεαλογικά δέντρα).΄Ερχονται όμως και από άλλες περιοχές, π.χ. τον ΄Ολυμπο. Είναι εγκατεστημένοι σε μόνιμες μικροεγκαταστάσεις αλλά και σε προσωρινές θερινές και χειμερινές (χειμαδιά). Μια ματιά στο χάρτη των μόνιμων και προσωρινών εγκαταστάσεών τους (βλ. φωτοθήκη του λήμματος) μας βεβαιώνει ότι στη Βόρεια, Νότια και Δυτική Βοιωτία, σχεδόν δίπλα σε κάθε χωριό, αρβανιτοχώρι ή άλλο, υπάρχει και μια σαρακατσάνικη εγκατάσταση.
Οι Σαρακατσάνοι έχουν κάνει και μεγαλύτερες μόνιμες εγκαταστάσεις στα αμιγή χωριά Διόνυσο και Τσουκαλάδες, καθώς και στον οικισμό Πλατανάκι της Θήβας, όπου άλλωστε έχουν εγκατασταθεί και πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η εξέλιξη αυτή ξεκίνησε από το 1918, όταν η κυβέρνηση επέβαλε το ενοικιοστάσιο στους βοσκοτόπους, οπότε οι κτηνοτρόφοι, και ιδιαίτερα οι Σαρακάτσανοι, που δεν διέθεταν μόνιμους βοσκοτόπους, με τον καιρό αγόρασαν τις εκτάσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαν. ΄Οσοι δεν μπόρεσαν, αγόρασαν σπίτια στις πόλεις και τα χωριά όπου και εγκαταστάθηκαν. Οι Σαρακατσάνοι μέχρι πρόσφατα ήταν φυλετικά απόλυτα ενδογαμικοί. Σήμερα διατηρούν μια κάπως περιορισμένη ενδογαμία. Κρατούν περισσότερο τη συλλογική πολιτισμική τους ταυτότητά με την οργάνωση συλλόγων, πανηγυριών κλπ. Η υποεθνοτική αυτή ομάδα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ξεχωριστή ελληνική φυλή (tribu), παρόλο που έχει σε μεγάλο μέρος εγκαταλείψει την κτηνοτροφία, εντούτοις δέχεται δυσκολότερα τις άλλες πολιτισμικές επιδράσεις από τους γειτονικούς πληθυσμούς (Αρβανίτες ή Ελληνοφώνους), όσον αφορά τα έθιμα και την ιδεολογία. Μακροπρόθεσμα όμως, λόγω της μονογλωσσίας τους, προβλέπεται να είναι ευκολότερη η ένταξή τους στην ευρύτερη βοιωτική κοινωνία και η αφομοίωσή τους. 2.3. Βλάχοι
Μια άλλη εθνοτική ομάδα η οποία όμως τουλάχιστον σήμερα δεν υφίσταται γλωσσικά είναι οι Βλάχοι. Η ομάδα αυτή αναφέρεται ήδη στα οθωμανικά αρχεία για τη Βοιωτία το 15ο αιώνα, ενώ διαθέτουμε ιστορικές πληροφορίες ότι Βλάχοι υπήρχαν στην περιοχή από την έναρξη της Φραγκοκρατίας, οι οποίοι συγκεκριμένα έρχονταν από τα ορεινά (Καρδίτσα) της Θεσσαλίας για να ξεχειμάσουν στη Βοιωτία (στην ομώνυμη Καρδίτσα ή Ακραίφνιο). Ο Weigand εξάλλου επισήμανε κατά την έρευνά του στο τέλος του περασμένου αιώνα μεγάλο αριθμό Βλάχων (50 οικογένειες) εγκατεστημένους στη Θήβα και προερχόμενους από τον Ασπροπόταμο της Πίνδου, οι οποίοι όμως είχαν χάσει ή δεν μιλούσαν τη γλώσσα τους, τα Βλάχικα, αλλά τα κατανοούσαν. Άλλωστε, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι Βλάχοι σε όλη την ιστορία τους ήταν δίγλωσσοι. Αυτοί οι Βλάχοι στη Θήβα, ως προερχόμενοι από τον Ασπροπόταμο, πρέπει να ήταν Κουτσόβλαχοι. 2.4. Αρβανιτόβλαχοι
Εκτός όμως από αυτή την εθνοτική ομάδα των Βλάχων, στη Βοιωτία κοντά στα σύνορα με την Λοκρίδα πρέπει να υπήρχε και μια άλλη υποεθνοτική ομάδα Βλάχων, οι Καραγκούνηδες (Αρβανιτόβλαχοι), όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που μας δίνει ο περιηγητής d'Εichtal ότι προς τα μέσα του περασμένου αιώνα ένας αρχηγός (τσέλιγκας) Καραγκούνηδων (Αρβανιτόβλαχων σκηνιτών) αγόρασε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας (σημ. Πύργο κοντά στο Παύλο ), για να παραμένουν εκεί και το χειμώνα. Τους εγκαταστημένους κτηνοτρόφους Βλάχους στο χωριό Παύλο, που θεωρείται νεότερο (τέλος 18ου αιώνα), τους ονομάζουν οι ντόπιοι Αρβανίτες στη γλώσσα τους Ρ(ου)μ(ού)ρ (κατά τον αρβανίτικο τόσκικο ρωτακισμό), δηλ. Ρουμούνους / Αρωμούνους. Γενικά οι εγκαταστάσεις των διάφορων ομάδων Βλάχων μόνιμα ή σε πρόχειρους καταυλισμούς (κατασκηνώσεις) πρέπει να εξετάζονται σε συνάρτηση πάντα με τη γειτονική Θεσσαλία.
Πάντως οι Αρβανίτες δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένοι, όταν οι κτηνοτρόφοι και ιδιαίτερα οι Βλάχοι προσπαθούσαν να παρατείνουν την παραμονή τους καλοκαίρι και χειμώνα και να αποκτήσουν μόνιμη εγκατάσταση (οικισμό). Είχαν γίνει μάλιστα επεισόδια και βιαιότητες για να τους εκδιώξουν. 2.5. Ντόπιοι κάτοικοι
Μια άλλη συμπαγής ομάδα είναι οι ελληνόφωνοι ντόπιοι κάτοικοι, κυρίως γεωργοί, αν και η έννοια του ντόπιου είναι πολύ συζητήσιμη, καθώς ορισμένοι μελετητές θεωρούν πως οι ντόπιοι γεωργοί προέρχονται από εγκαταστημένους, κατά διαστήματα, μόνιμα στο απώτερο παρελθόν Σαρακατσάνους. Κατά πόσο όμως αυτοί είχαν διαφορετικά έθιμα από τους σημερινούς Σαρακατσάνους, είναι ένα ερώτημα. Η γλώσσα τους πάντως έχει πολλά κοινά στοιχεία.
Πράγματι υπάρχουν ορισμένα μεγάλα χωριά, όπως ο Άγιος Γεώργιος του Ελικώνα μέσα στην αρβανίτικη ζώνη, που οι κάτοικοί του σήμερα είναι απόλυτα ελληνόφωνοι. Το χωριό αυτό, το οποίο δεν φαίνεται να υπήρχε κατά τη Ελληνική Επανάσταση, σχηματίστηκε από κονάκια κτηνοτρόφων ακαθόριστης καταγωγής. Αλλά και από άλλες περιοχές εκτός Βοιωτίας έχουμε εγκαταστάσεις σε ορισμένα χωριά, π. χ. στην Ασκραία αναφέρονται εγκαταστάσεις από την ορεινή Φθιώτιδα, τα Γρεβενά και το Λεπενό της Αιτωλοακαρνανίας, που χρονολογούνται από το 1810-1835. 2.6. Παλιότερες εθνοτικές ομάδες
Εκτός από αυτές τις ομάδες υπήρξαν στην περιοχή κατά την παλαιότερη ιστορία βέβαια και άλλες μικρότερες ηγετικές ομάδες, όπως οι Φράγκοι και οι Καταλανοί, οι οποίοι άφησαν σήμερα μόνο τα αρχαιολογικά τους υπολείμματα (πύργους, κάστρα) στο χώρο και ελάχιστες λέξεις. Γι’ αυτό λόγω του μικρού τους αριθμού δεν μπορεί να γίνει ιδιαίτερος λόγος. Σημειώνω πάντως ότι την περίοδο της φράγκικης κατοχής υπήρχε και λατίνος αρχιεπίσκοπος Θηβών. Λατίνοι αναφέρονται ότι υπήρχαν ως τα μέσα του 17ου αιώνα στη Λιβαδειά από τον Οθωμανό ταξιδευτή Εβλιά Τσελεμπή. Ο ίδιος μας αναφέρει ότι στην πόλη της Λιβαδειάς οι Ρωμιοί (ελληνορθόδοξοι), Λατίνοι και Αρμένιοι κατοικούσαν όλοι ανάμεικτοι σε έξι μαχαλάδες.
Ακόμα μας λέει ότι στη Θήβα υπήρχαν τότε έξι μουσουλμάνικοι μαχαλάδες, δεκαεφτά των Ρωμιών και ένας τσιφούτικος (εβραϊκός). Για Εβραίους, οι οποίοι έφθαναν τις δύο χιλιάδες, κάνει λόγο και ο Εβραίος ραββίνος Βενιαμίν στα μέσα του 12ου αιώνα στη Θήβα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, αυτοί είχαν στα χέρια τους τη βιομηχανία και το εμπόριο της μετάξης και της πορφύρας.
Στη Βοιωτία, όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχαν και Τσιγγάνοι, άλλοι μόνιμα εγκατεστημένοι και άλλοι μετακινούμενοι. Σήμερα τέτοιες εγκαταστάσεις (σε σκηνές και σπίτια) υπάρχουν γύρω από τη Θήβα (Μαυρόκαμπος, Πυρί, Κοντίτο, ΄Αγιοι Θεόδωροι) καθώς και σε ιδιαίτερο μαχαλά του Ορχομενού. Ασχολούνταν και ασχολούνται με τη μουσική και τη σιδηρουργία, ενώ τα τελευταία χρόνια με αγροτικές εργασίες (ημερομίσθιο στη συλλογή καρπών. όπως της πατάτας, των σταφυλιών, της βιομηχανικής τομάτας κλπ.) και το εμπόριο. Οι Τσιγγάνοι παρά την οικονομική τους ενσωμάτωση, είναι η πιο δύσκολα προσαρμοζόμενη εθνοτική ομάδα στο χώρο. 3. Μετακινήσεις στα αστικά κέντρα: Θήβα, Λιβαδειά
Μια σημαντική διαπίστωση είναι οι συχνές μετακινήσεις των πληθυσμών. Αν αφήσουμε τη μόνιμη εγκατάσταση των Αρβανιτών της πεδινής ζώνης στα ορεινά παλαιότερα, πέρα από τις εποχικές μετακινήσεις τους στα χειμαδιά με τα κοπάδια, μπορούμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε και μια αντίστροφη διαδικασία. Πολλοί Αρβανίτες από τα ορεινά κατέρχονται και εγκαθίστανται μόνιμα στα πεδινά ή στα μεγάλα αστικά κέντρα, Θήβα και Λιβαδειά, και σε άλλους οικισμούς, αναμιγνυόμενοι κατά κάποιο τρόπο με άλλης προέλευσης κατοίκους, π.χ. Σαρακατσάνους ή ελληνόφωνους ντόπιους.
Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και με τους Σαρακατσάνους και τους άλλους ελληνόφωνους γεωργούς. Σημειώνω ότι και οι Σαρακατσάνοι βαθμηδόν έχουν εγκαταλείψει τις κτηνοτροφικές δραστηριότητές τους και έχουν γίνει γεωργοί ή ασκούν άλλα επαγγέλματα, σχετικά με την κτηνοτροφία, στα αστικά κέντρα, όπως γαλατάδες, κρεοπώλες κλπ.
Επομένως στα σύγχρονα αστικά κέντρα και στα πεδινά χωριά έχουμε αφομοιωτικές διαδικασίες που οδηγούν στην ανάμειξη των πολιτισμικών στοιχείων, λαογραφικών κ.ά., αν και θα έπρεπε να επισημάνουμε ότι ο λαϊκός πολιτισμός βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση σε όλη την περιοχή, όπως βέβαια και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. ΄Ετσι η εξοικείωση γίνεται με έθιμα και πρακτικές που βαθμηδόν ουσιαστικά εξαφανίζονται. Θα έλεγε κανείς ότι η πορεία προς έναν εθνικό λαϊκό πολιτισμό, μια εθιμογραφική πανελλήνια ή τοπική ενοποίηση, αφήνει ορισμένα πολιτισμικά στοιχεία να απορριφθούν, ώστε το φορτίο να είναι ελαφρότερο.
Βέβαια η εθιμογραφική ενοποίηση δεν δηλώνει ότι οι ομάδες αυτές προχωρούν και στην ενοποίηση των βαθειών δομών του πολιτισμικού τους συστήματος και της κοινωνίας τους. Κι αυτό γιατί οι γλώσσες παραμένουν διακριτές, καθώς και οι συλλογικές ταυτότητες. Φαίνεται πάντως ότι ευκολότερα θα αφομοιωθούν οι Σαρακατσάνοι, στους οποίους το γλωσσικό στοιχείο δεν αποτελεί εμπόδιο, αν και οργανωτικά οι Σαρακατσάνοι με τους συλλόγους τους φαίνονται περισσότερο συντηρητικοί. |