Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Σύντομη Περιγραφή

arrow

Μεθοδολογία

arrow

Συντελεστές

 
 

Δρόμοι και λιμάνια στη βυζαντινή Βοιωτία

      Δρόμοι και λιμάνια στη βυζαντινή Βοιωτία (8/4/2011 v.1) Routes and harbours in Byzantine Boeotia (8/4/2011 v.1)
line

Συγγραφή : Ντάφη Ευαγγελία (1/3/2011)

Για παραπομπή: Ντάφη Ευαγγελία, «Δρόμοι και λιμάνια στη βυζαντινή Βοιωτία», 2011,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12883>

 
 

1. Χερσαίοι δρόμοι στο Βυζάντιο

Κατά το Μεσαίωνα, τα χερσαία μεταφορικά μέσα ήταν αργά και ανασφαλή. Η χερσαία μεταφορά φορτίων και εμπορευμάτων πρέπει να ήταν σχετικά ακριβή, ενώ κατά περιόδους ήταν περιορισμένη, λόγω των πολέμων. Επιβαρυνόταν πολύ από τα ακριβά διόδια, ενώ ο διαρκής κίνδυνος της ληστείας δυσχέραινε την κατάσταση.

Η μαρτυρία των μοναστηριακών αρχείων του Άθω, περιγράφει όμως ένα εξαιρετικά πυκνό χερσαίο δίκτυο τοπικών δρόμων κατά τη βυζαντινή περίοδο, ενδεικτικό και για την περιοχή της Βοιωτίας. Οι τοπικοί δρόμοι ιεραρχούνταν, ανάλογα με τη χρήση και σημασία τους, π.χ. το αγελοδρόμιον, ο αμαξηγός (δρόμος), η των ξυλοφόρων οδός, το μονοπάτιον, και η πλακωτή οδός. Όσον αφορά τη δημοσία οδό, ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε την ευθύνη για την οργάνωση της, ο οποίος και ανέθετε τη συντήρησή της απευθείας στο λογοθέτη του δρόμου.

2. Σημαντικοί δρόμοι της Βοιωτίας

2.1. Η οδός που διέσχιζε την κοιλάδα του Κηφισού

Η Βοιωτία γενικά διέθετε ένα καλό οδικό δίκτυο που συνέδεε τις νότιες με τις βόρειες ακτές της και οδηγούσε στην Αθήνα και στην Κόρινθο, στα νότια και ανατολικά, και στους Δελφούς και τη Λαμία, στα δυτικά και βόρεια. Την τελευταία αυτή σύνδεση πραγματοποιούσε η -ήδη από την αρχαιότητα- πολυσύχναστη οδός που περνούσε από την κοιλάδα του Βοιωτικού Κηφισού και αποτελούσε τη βασικότερη δημοσία οδό της κεντρικής και ανατολικής Στερεάς Ελλάδας.

Ο δρόμος αυτός, ξεκινώντας από την περιοχή των Θερμοπυλών, περνούσε μέσα από την ευρεία κοιλάδα του Κηφισσού, προχωρούσε κοντά στη Δαύλεια, και στη συνέχεια πήγαινε στη Χαιρώνεια και στη Λιβαδειά. Από εκεί οδηγούσε στη Θήβα, κατά μήκος της βόρειας πλαγιάς του Ελικώνα και της νοτιοδυτικής ακτής της Κωπαΐδας, κοντά στην Κορώνεια. Μετά προχωρούσε από νότια του Σφίγγιου Όρους στη Θηβαϊκή πεδιάδα. Από τη Θήβα κατευθυνόταν νότια, αφήνοντας τις Πλαταιές στα δυτικά, και προχωρούσε από ορεινό δρόμο του Κιθαιρώνα στις Ελευθερές. Μετά, διχοτομούνταν: η δυτική οδός οδηγούσε στα Μέγαρα και στην Κόρινθο και η ανατολική προς την Ελευσίνα και την Αθήνα. Υπήρχε και απευθείας δρόμος από τη Θήβα προς την Αθήνα, που περνούσε από σημαντικές θέσεις των Δερβενοχωρίων, όπως τα Σκούρτα, η Ζωοδόχος Πηγή και το Πάνακτον.

Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας, οι ταξιδιώτες χρησιμοποιούσαν τον χαμηλότερο δρόμο από τη Λιβαδειά προς τη Θήβα μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, που υπήρχε ξηρασία. Ο χειμερινός δρόμος ακολουθούσε τους πρόποδες των λόφων στην ενδοχώρα από την Κορώνεια προς την Άσκρη, και κατέληγε στη Θήβα. Οι παράδρομοι του δρόμου του Κηφισού και οι τοπικοί δρόμοι βασίζονταν στον κεντρικό άξονα και στη γεωμορφολογία της Κωπαΐδας. Οι σημαντικότεροι ήταν οι εξής:

2.2. Ο δρόμος από τη Θήβα προς το λιμάνι του Ευρίπου

Ο δρόμος που οδηγούσε από τη Θήβα προς το λιμάνι του Εύριπου ή Negroponte (σημερινή Χαλκίδα) ανήκε στην κατηγορία της δημόσιας στράτας, όπως αναφέρεται στο Κτηματολόγιο των Θηβών του 11ου αιώνα. Ο δρόμος αυτός προχωρούσε νότια της Μονής Σαγματά και, κάτω από τη σημερινή Εθνική οδό, από το πέρασμα της Ριτσώνας. Εναλλακτικά υπήρχε δρόμος βόρεια της Θήβας που οδηγούσε στον Εύριπο από το Μουρίκι, την Παραλίμνη και από το λιμάνι της Ανθηδώνας (Λουκίσια). Ο δρόμος από τον Εύριπο προς την Αθήνα περνούσε από την Ευβοϊκή ακτή και την Αυλίδα, απο την οποία πιθανότατα ξεκινούσε δρόμος για το Σχηματάρι και την Τανάγρα.

2.3. Ο δρόμος που συνέδεε τη βοιωτική ενδοχώρα με τον Κορινθιακό Κόλπο

Ο δρόμος αυτός, από τους πρώϊμους βυζαντινούς χρόνους, περνούσε από τις Θεσπιές και την κοιλάδα των Μουσών προς τη Θίσβη οδηγώντας στον όρμο της Δομβραίνας. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο σημαντικός ήταν ο βραχύτερος δρόμος που περνούσε από το Καπαρέλλι προς το λιμάνι της Λιβαδόστρας (Riva d’ Ostria).

2.4. Η οδική σύνδεση του Κόλπου της Αντίκυρας με τη Βοιωτική ενδοχώρα

Ο δρόμος αυτός έφτανε μέχρι τη Λιβαδειά, όπου ενωνόταν με τον οδικό άξονα της κοιλάδας του Κηφισού. Οδηγούσε από το βορειότερο σημείο του Κόλπου της Αντίκυρας προς την Άμβροσσο (σημ. Δίστομο) και τη Λιβαδειά, ενώ είναι βέβαιο πως η Μονή του Οσίου Λουκά κατά τη βυζαντινή περίοδο είχε τη δική της οδική σύνδεση. Σημαντική ένδειξη για την ύπαρξη της τελευταίας αποτελεί η ύπαρξη μετοχίου του Οσίου Λουκά στην Αντίκυρα, το οποίο κατεδαφίστηκε τον 20ό αιώνα. Δεν φαίνεται να υπήρχε όμως απευθείας χερσαία σύνδεση ανάμεσα στην Άμβροσσο και τον όρμο της Κρίσσας (σημ. Ιτέα) μέσω Δεσφίνας, λόγω της ιδιαίτερα δύσβατης περιοχής, αλλά νότια του Παρνασσού, μέσα από τον οικισμό της Αράχωβας και τους Δελφούς (Αυτή τη διαδρομή, αντίστροφα, πρέπει να είχε ακολουθήσει και ο Ρογήρος Β΄ το 1147/48, για να κατευθύνει το στράτευμά του στη Θήβα.)

Πρέπει επίσης να υπήρχε οδός σύνδεσης του κόλπου της Λάρυμνας με το Κωπαϊδικό πεδίο, που περνούσε από τον οικισμό του Κόκκινου και την Καρδίτσα (Ακραίφνιο) που θα συνδεόταν με το δρόμο του Κηφισού προς τη Θήβα. Στην Κωπαΐδα οδηγούσε λογικά και δρόμος από το λιμάνι της Αταλάντης, ο οποίος προσέγγιζε πιθανόν και τον Άγιο Νικόλαο στα Καμπιά, για να φτάσει στον Ορχομενό και από εκεί στη Λιβαδειά.

3. Θαλάσσιοι δρόμοι και επικοινωνία

Κατά τη Βυζαντινή εποχή, οι υδάτινες μεταφορές ήταν σημαντικότερες από τις χερσαίες, κυρίως στα δρομολόγια μεγάλων αποστάσεων. Η μεταφορά δια θαλάσσης ήταν λιγότερο ακριβή, αν και επικίνδυνη (καταιγίδες, πειρατεία) και περιορισμένη χρονικά, δια νόμου, ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Οκτώβριο.

Τα λιμάνια της Βοιωτίας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, έδιναν τη δυνατότητα σύνδεσης της περιοχής με την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, προς τα ανατολικά, και με τα Ιόνια νησιά, τις Ιταλικές πόλεις και τις Δαλματικές ακτές στα Δυτικά, αλλά και με την Κρήτη στα νότια. Με την παραχώρηση εμπορικών προνομίων στη Βενετία από τα τέλη του 11ου αι. κ.ε., οι σχέσεις με τους Βενετούς και το εμπόριό τους αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, ενώ από το 1204 οι Βενετοί πρακτικά είχαν τον έλεγχο της ακτοπλοΐας της παράλιας περιοχής της Βοιωτίας. Η ναυσιπλοΐα του Αιγαίου σε εποχές ανασφάλειας περιοριζόταν στα περάσματα των κλειστών θαλασσών, όπως του Βόρειου και Νότιου Ευβοϊκού, του κόλπου των Πεταλιών και του Κορινθιακού Κόλπου. Οι πορτολάνοι αναφέρουν τον Εύριπο και την Αταλάντη, ως σταθμούς στην θαλάσσια διαδρομή προς τη Θεσσαλονίκη.

3.1. Λιμάνια

3.1.1. Εύριπος

Στους μεσοβυζαντινούς χρόνους τα σημαντικά κέντρα του Ελλαδικού χώρου μετακινήθηκαν προς το βορρά. Έτσι, Στη θέση του Πειραιά, οι λιμενικές εγκαταστάσεις και τα ναυπηγεία των κρατικών πλοίων βρίσκονταν πλέον στον Εύριπο, που αποτελούσε σημαντικό λιμάνι για τον βασιλικό στόλο (βασιλικόν πλώιμον) και όπου συγκέντρωναν οι Βενετοί μετά το 1082 τη θαλάσσια δύναμή τους για το Αιγαίο. Επιπλέον, αποτελούσε το κύριο λιμάνι της Κεντρικής Ελλάδας για τη σύνδεση με άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας και σημαντικό σταθμό στη διαδρομή από τη Δύση προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ διατηρούσε εμπορικές διασυνδέσεις ανάμεσα στην ενδοχώρα της Βοιωτίας μέσω της Θήβας με τις Κυκλάδες, την Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη. Διέθετε, σύμφωνα με τον J. Koder, ένα βόρειο λιμάνι, που πιθανώς χρησιμοποιούνταν για τοπική διακίνηση εμπορευμάτων, και ένα νότιο λιμάνι που χρησίμευε κυρίως ως αποθήκη και ενδιάμεσος σταθμός ανάμεσα σε μεγάλες πόλεις. Σύμφωνα όμως με τον D. Jacoby, ο Εύριπος διέθετε μόνο ένα λιμάνι.

Άλλα λιμάνια σημαντικά για τη Βοιωτία, στη βρίσκονταν στη βόρεια ακτή της, στη Λάρυμνα, στην Ανθηδώνα, και, ανατολικά, στην Αυλίδα. Ανασκαφές στο λιμάνι της Ανθηδώνας έχουν χρονολογήσει τα ορατά κατάλοιπα του λιμανιού στον 4ο – 7ο αιώνα, ενώ τα ευρήματα βυζαντινής κεραμικής του 12ου αιώνα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το λιμάνι χρησιμοποιούνταν και στη μεσοβυζαντινή περίοδο (τα σημερινά Λουκίσια).

3.1.2. Λιμάνια στον Κορινθιακό Κόλπο

Στο βόρειο Κορινθιακό, στους πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους, σημαντικό λιμάνι ήταν η Αντίκυρα, που αναφέρεται ως Στείρι σε υστεροβυζαντινούς Πορτολάνους. Ο όρμος της Δομβραίνας (Γιανίτσι), κοντά στη Θίσβη, διατήρησε τη σημασία του και στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ μετά το 1204 απόκτησε ιδιαίτερη σημασία για τις επαφές με τη Δύση το λιμάνι της Λιβαδόστρας (RivadOstria). Στην ίδια ακτογραμμή υπήρχαν και άλλα, μικρότερα λιμάνια, που εξυπηρετούσαν το τοπικό εμπόριο και την ανθρώπινη διακίνηση. Οι θέσεις αυτές διέθεταν παράλληλα και χώρους αποθήκευσης αγροτικών και άλλων προϊόντων, όπως κρασί, σταφίδες, σιτηρά, κερί, μέλι, αλάτι, παστό ψάρι, τα οποία διοχετεύονταν στη συνέχεια στις αγορές της ενδοχώρας ή στα εμπορικά πλοία για εξαγωγή από τη Βοιωτία.

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU