1. Η εποχή του Στα τέλη του 9ου αιώνα στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας βρίσκεται ο Λέων ο ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912), ικανότατος νομοθέτης και εισηγητής διοικητικών μεταρρυθμίσεων, του οποίου ωστόσο η βασιλεία σημαδεύτηκε από την αδυναμία να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ανανεωμένη βουλγαρική επιθετικότητα. Ταυτόχρονα οι Άραβες της Κρήτης και της Σικελίας σαρώνουν το Αιγαίο και τις παράκτιες περιοχές όλου του ελλαδικού χώρου. Παρ’ όλα αυτά το θέμα Ελλάδος με κέντρο τη Θήβα βιώνει μια σχετική ασφάλεια. Εδώ οι πλούσιοι αξιωματούχοι οικοδομούν τώρα ναούς (Γρηγορίου του Θεολόγου στη Θήβα και Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό: 872 και 874 αντίστοιχα), οι Σλάβοι έποικοι φαίνεται ότι έχουν σταδιακά αφομοιωθεί στον βυζαντινό πληθυσμό, οι δρόμοι ελέγχονται, η διακίνηση των εμπορευμάτων είναι ασφαλής. Εδώ καταφεύγουν οι πανικόβλητοι πληθυσμοί των νησιών του Αιγαίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον καταφθάνουν στα βόρεια παράλια του Κορινθιακού νέοι βυζαντινοί πρόσφυγες περί τα μέσα του 9ου αιώνα. 2. Οι πρόγονοι του Οσίου Λουκά Μεταξύ αυτών των προσφύγων είναι και οι προπάτορες του Οσίου Λουκά, προερχόμενοι από την Αίγινα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρες καλύβες στις απότομες ακτές της μεθορίου Βοιωτίας και Φωκίδας, στα ριζά ενός βουνού, του Ιωάννου, (ή Ιωαννίτζη) πιθανώς ανάμεσα στην Κίρρα και τη Δεσφίνα. Αλλά οι επανειλημμένες επιθέσεις των Αράβων μέχρι και μέσα στον Κορινθιακό τους ανάγκασαν να μετακινηθούν σε πιο ασφαλές περιβάλλον. Έτσι βρέθηκαν στο λιμανάκι Βαθύ, μεταξύ του σημερινού όρμου του Αι-Γιάννη και της παραλίας Αγ. Νικολάου της Δομβραίνας στη ΝΔ Βοιωτία. Εδώ έμειναν για μερικά χρόνια, ενώ στο μεταξύ γεννήθηκε ο πατέρας του Λουκά, Στέφανος. Και πάλι όμως οι συνθήκες ζωής στον απομακρυσμένο αυτό όρμο δεν ικανοποιούσαν τον ευφυή και δραστήριο παππού, οπότε όλη η οικογένεια μετακινήθηκε στο εσωτερικό της περιοχής, στην πόλη Καστόριον, σημερινή Θίσβη (Κάκοσι). Εδώ πλέον ρίζωσαν οι πρόσφυγες της Αίγινας. παρά τη μοχθηρία των ντόπιων που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν. Αλλά σύντομα η οικογένεια ένιωσε ασφαλής στην περιοχή. Ο γιος (Στέφανος) παντρεύεται, πιθανώς περί το 890, μια συμπατριώτισσά του, την Ευφροσύνη, και ακολουθεί η παιδοποιία. Επτά παιδιά στη σειρά: Θεόδωρος, Μαρία, Λουκάς (896), Καλή, Επιφάνιος και δυο ακόμα (ανώνυμα, πέθαναν νήπια). Στο σημείο αυτό ο βιογράφος του Οσίου Λουκά περνά στην προσωπική “περιπέτεια” του ήρωά του. 3. Η παιδική ηλικία - η αγωγή του Ο βιογράφος του οσίου δεν στέκεται πολύ στην παιδική ηλικία του Λουκά. Τον περιγράφει ως παιδί εξαιρετικά φιλότιμο, αγαθό και εσωστρεφές, τόσο μάλιστα που οι γονείς του τον μάλωναν, καθώς περίμεναν από αυτόν να είναι μαχητικός και προστάτης των οικογενειακών συμφερόντων. Αντίθετα, ο Λουκάς μοίραζε ό,τι είχε, δούλευε σκληρά στα κτήματα και το οικογενειακό κοπάδι περνώντας πολλές ώρες στην ερημιά. Η τάση του προς απομόνωση εξόργιζε τους γονείς του, παρά τις αντιδράσεις και τις τιμωρίες, όμως, ο Λουκάς υπήρξε ανυποχώρητος. Έτσι οι γονείς του συνθηκολόγησαν και «αφήκαν αυτώ του λοιπού πράττειν ό,τι βούλοιτο».
Ήταν ερωτευμένος με τον Θεό, μας λέει ο βιογράφος του. Τόσο, που σε ηλικία 14 ετών, επιχείρησε δυο αποδράσεις από το σπίτι του, αφού βέβαια είχε στο μεταξύ πεθάνει ο πατέρας του. Την πρώτη φορά έφυγε προς τα βόρεια της Βοιωτίας με κατεύθυνση τη Θεσσαλία, αλλά συνελήφθη από τους φρουρούς των στενών διαβάσεων και επεστράφη στους δικούς του. Λίγο αργότερα ακολούθησε δυο περαστικούς καλογήρους και κατέληξε στην Αθήνα όπου εκάρη μοναχός σε ένα αστικό μοναστήρι. Αλλά η αντίδραση της μητέρας του ήταν τόσο βίαιη, που τον επεισε να επιστρέψει κοντά της, αν και για πολύ λίγο. Ο έφηβος Λουκάς ήταν πλέον αποφασισμένος. Σύντομα αναχώρησε για να γίνει ερημίτης, αυτή τη φορά με την ευχή της μητέρας του. Είναι το έτος 911 και ο Λουκάς 15 ετών. 4. Η πρώτη φάση της μοναστικής του ζωής (911-946) Ως μικρόσχημος μοναχός ήδη, στήνει μια πρόχειρη καλύβα όσο μακριά του επέτρεπαν η ηλικία του και οι γνώσεις του: στο ερημικό παράλιο μέρος του βουνού του Ιωαννίτζη, δίπλα σε ένα ερημοκλήσι, των Αγίων Αναργύρων. Εγκαταστάθηκε στο ίδιο μέρος όπου μερικές δεκαετίες πριν είχαν αναζητήσει καταφύγιο οι πρόγονοί του, όπως θα του είχε ασφαλώς αφηγηθεί ο παππούς. Εδώ δημιουργεί ένα μικρό προσωπικό παράδεισο όπου φιλοξενούνται κατά διαστήματα περαστικοί ναυτικοί αλλά και περιοδεύοντες καλόγηροι. Από αυτούς θα λάβει κάποια στιγμή το μεγάλο μοναχικό σχήμα. Και βέβαια θα ασκηθεί στην αγιότητα. Η φήμη του συγκεντρώνει κοντά του κι άλλους μοναχούς, ενώ και η αδελφή του, η μοναχή πλέον Καλή, τον επισκέπτεται συχνά για να τον περιποιηθεί. Αλλά οι Βούλγαροι του Συμεών το 918 θα διακόψουν την άσκησή του και θα τον αναγκάσουν μαζί με τους πλησιόχωρους συμπατριώτες του να καταφύγει στην απέναντι πελοποννησιακή ακτή. Αποβιβάζεται στην Κόρινθο, όπου ετοιμάζεται να παρακολουθήσει μια (ιερατική;) σχολή. Αλλά πολύ σύντομα απογοητεύεται από την ασεβή συμπεριφορά των συμμαθητών του και φεύγει. Προτιμά την ευσεβή αμάθεια από την απώλεια της πίστης του. Πηγαίνει, λοιπόν, στο Ζεμενό Κορινθίας και βρίσκει ένα ερημίτη καλόγηρο, στυλίτη, στην υπηρεσία του οποίου θα παραμείνει σχεδόν μια δεκαετία. Εντωμεταξύ πέθανε ο τσάρος Συμεών και οι Βούλγαροι αποχώρησαν από τον ελληνικό χώρο. Οι Στερεοελλαδίτες πρόσφυγες επανέρχονται στις εστίες τους, και ο Λουκάς μαζί. Είναι το έτος 927. Ο Όσιος ξαναβρίσκει και ανανεώνει το ερημητήριό του στο βουνό του Ιωαννίτζη. Αλλά τώρα εδώ δημιουργείται μια αξιόλογη μοναστική εστία με πλήθος μόνιμων και παρεπιδημούντων μοναχών. Η φήμη του Οσίου απλώνεται και στις δυο πλευρές του Κορινθιακού. Τον επισκέπτονται άσημοι χωρικοί και διάσημοι αξιωματούχοι. Αλλά η ερημητική ζωή που ποθούσε ο Λουκάς έχει χαθεί. Γι’ αυτό και αποφασίζει να μετακινηθεί στο Καλάμιον (σημ. παραλία της Ζάλτσας). Είναι το έτος 940 και ο Λουκάς είναι 44 ετών, ήδη θαυματουργός και περιώνυμος. Στο Καλάμιον θα παραμείνει τρία χρόνια, αλλά θα αναγκαστεί να το εγκαταλείψει εξαιτίας νέων εχθρικών εισβολών, των Μαγιάρων Τούρκων (Ούγγρων) αυτή τη φορά. Θα αναζητήσει τη σωτηρία του στην Άμπελο, ένα πολύ μικρό ξερονήσι κοντά στην ακτή, μαζί με την αδελφή του και πολλούς συμπατριώτες του. Και παρότι οι Ούγγροι θα φύγουν σύντομα από την περιοχή και οι φυγάδες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους, αυτός θα προτιμήσει την ερημιά και τις κακουχίες του άγονου νησιού. Είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για άσκηση! Θα παραμείνει εδώ τρία χρόνια. Αλλά ο Όσιος είναι ήδη 49 ετών, άρα ένας γέροντας (για την εποχή του) που χρειάζεται περιποίηση και συμπαράσταση.Τον πείθουν λοιπόν όσοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν να ζητήσει ένα καλύτερο καταφύγιο άσκησης κοντά σε κατοικημένη περιοχή. Και του υποδεικνύουν τη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο μοναστήρι, πολύ κοντά στο Στείρι της Βοιωτίας. 5. Η δεύτερη φάση ως το θάνατο του Οσίου (946-953) Πράγματι, εδώ ο Όσιος μαζί με τους συμμοναστές του, τον Παγκράτιο, τον Γρηγόριο, τον Θεοδόσιο και άλλους πολλούς, θα δημιουργήσει μια συστηματική μοναστική κοινότητα. Η μονή αυτή και ο ιδρυτής της θα γίνουν διάσημοι πολύ γρήγορα. Οι στρατηγοί του θέματος Ελλάδος από τη Θήβα, πρώτα ο Πόθος και αργότερα ο Κρηνίτης, δεν παραλείπουν να την επισκεφθούν και να συστήσουν σταθερές σχέσεις με τον Όσιο. Ταυτόχρονα η μεγάλη οικογένεια των Λεωβάχων από τη Θήβα θα προμηθεύσει τη μονή με δικά της μέλη αλλά και με άφθονο χρήμα. Τώρα ο Όσιος μπορεί να σχεδιάσει την κατασκευή περίλαμπρου ναού: κτίζεται η Αγία Βαρβάρα αλλά και χώροι υποδοχής των επισκεπτών. Η πίστη των προσκυνητών αυτών γεννά θαύματα, αυτά προκαλούν αύξηση των εσόδων, το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις. Αλλά ο Όσιος Λουκάς προαισθάνεται το τέλος του. Στις 8 Φεβρουαρίου του 953 πεθαίνει. Η σορός του τοποθετείται στη βάση του κελιού του σε πρόχειρη λάρνακα και καλύπτεται από πλάκες. Η φήμη του θαυματουργού Οσίου επαυξάνεται. Ένας περαστικός Παφλαγόνας μοναχός, ο Κοσμάς, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Οσίου, υποδεικνύει την τεχνογνωσία οργάνωσης ενός προσκυνηματικού κέντρου. Με τις οδηγίες του ο τάφος μετατρέπεται σε “μαρτύριο”, σταυρόσχημο ναΐσκο, όπου μπορούν οι προσκυνητές να διανυκτερεύουν για να τύχουν της θαυματουργικής του συνδρομής. Σωματικώς και πνευματικώς ανάπηροι βρίσκουν εδώ την ίασή τους: κυρίως δαιμονισμένοι και όσοι έχουν οφθαλμολογικές ή δερματολογικές παθήσεις. 6. Μετά το θάνατο του Οσίου Η συνέχεια είναι πιο καταπληκτική: Το 955 ολοκληρώνεται ο ναός της Αγ. Βαρβάρας με τη συνδρομή των τοπικών αρχών. Το 963 ένας εξαιρετικά μορφωμένος μοναχός περνά από το μοναστήρι, εντυπωσιάζεται με το βίο και τα θαύματα του Οσίου και συγγράφει το Βίο του με βάση τις πληροφορίες των συμμοναστών του. Το μοναστήρι, και εξαιτίας του Βίου, γίνεται διάσημο, μέχρι και τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Γι’ αυτό και προς το τέλος του 10ου αιώνα και τις αρχές του επόμενου (11ου), ίσως λόγω κάποιων φυσικών καταστροφών, ίσως λόγω των βουλγαρικών αγριοτήτων του Σαμουήλ, οι νέοι φιλόδοξοι ηγούμενοι αποφασίζουν την εκ βάθρων ανακατασκευή του συγκροτήματος. Αρχικά κτίζεται ο σημερινός ναός της Παναγίας στη θέση του ναού της Αγ. Βαρβάρας και αργότερα (το 1011, κατά την ανακομιδή των λειψάνων του) το αυτοκρατορικής μεγαλοπρέπειας καθολικό της μονής, πάνω στον τάφο του Οσίου, αφιερωμένο στη μνήμη του. Παράλληλα το σωζόμενο μέχρι και σήμερα λείψανό του είχε τις δικές του περιπέτειες: μεταφέρθηκε στη Βενετία το 1463, όπου και παρέμενε μέχρι το 1986 που επεστράφη στη μονή. Η μνήμη του Οσίου γιορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου και στις 3 Μαϊου. |