Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Σύντομη Περιγραφή

arrow

Μεθοδολογία

arrow

Συντελεστές

 
 

Βοιωτική κεραμική (Αρχαιότητα)

      Βοιωτική κεραμική (Αρχαιότητα) (6/4/2011 v.1) Boeotian Pottery (Antiquity) - προς ανάθεση
line

Συγγραφή : Καλλιγά Κυριακή , Σαμπετάι Βικτωρία , Αβρονιδάκη Χριστίνα (10/4/2012)

Για παραπομπή: Καλλιγά Κυριακή, Σαμπετάι Βικτωρία, Αβρονιδάκη Χριστίνα, «Βοιωτική κεραμική (Αρχαιότητα)», 2012,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12972>

 
 

1. Η βοιωτική κεραμική κατά τη γεωμετρική περίοδο και τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους

1.1. Πρώιμη και Μέση γεωμετρική περίοδος

Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη βοιωτική κεραμική των πρώτων φάσεων της γεωμετρικής περιόδου (Πρώιμη και Μέση) είναι ιδιαίτερα αποσπασματικές και περιορίζονται σε ελάχιστα ταφικά σύνολα από τη βόρεια Βοιωτία και το Ακραίφνιο με έντονη αττική επιρροή.

Η εικόνα φαίνεται να διαφοροποιείται κατά την ύστερη γεωμετρική φάση, έπειτα από πρόσφατες ανασκαφές, οι οποίες εμπλούτισαν τις γνώσεις μας για τη συγκεκριμένη περίοδο. Η κυριότερη είναι η ανασκαφή του ιερού του Ηρακλή στη Θήβα, ακριβώς έξω από το νότιο άκρο της Καδμείας ακρόπολης. Έως πρόσφατα οι γνώσεις μας περιορίζονταν κυρίως σε μεγάλα ταφικά αγγεία από λαθρανασκαφές του 19ου αι. στην περιοχή του Πυρίου (ΒΔ της Θήβας) που εμπλούτισαν τις συλλογές μεγάλων μουσείων του εξωτερικού αλλά και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. Ακόμη και σήμερα όμως οι πληροφορίες που διαθέτουμε παραμένουν επιλεκτικές, καθώς προέρχονται είτε από ταφικά σύνολα είτε από λατρευτικές θέσεις, ενώ δεν υπάρχει ακόμη δημοσιευμένη κεραμική από γεωμετρικό οικισμό.

1.2. Ύστερη γεωμετρική περίοδος

Ο βοιωτικός ύστερος γεωμετρικός ρυθμός ξεκινά το 750 π.Χ. περίπου υπό την ισχυρή επίδραση της αττικής κεραμικής, σταδιακά όμως αυτή μειώνεται και αντικαθίσταται από την ολοένα αυξανόμενη επιρροή του κορινθιακού και του ευβοϊκού εργαστηρίου. Η παρουσία ξένων στοιχείων στη βοιωτική παραγωγή δεν περιορίζεται ωστόσο στη μηχανική αντιγραφή. αντίθετα, οι Βοιωτοί κεραμείς υιοθέτησαν επιλεκτικά όσα χαρακτηριστικά προκαλούσαν το ενδιαφέρον τους, άλλοτε αυτούσια και άλλοτε τροποποιημένα, δημιουργώντας έναν ιδιότυπο κεραμικό χαρακτήρα.

Η χρήση των αγγείων για ταφικούς ή λατρευτικούς σκοπούς παρουσιάζει κάποια εξειδίκευση: τους νεκρούς συνόδευαν μεγάλου συνήθως μεγέθους αγγεία όπως αμφορείς, κρατήρες, μεγάλες οινοχόες, πυξίδες και σπανιότερα αγγεία πόσης, κάνθαροι και κύπελλα. Συχνά ορισμένα από αυτά -όπως οι αμφορείς και οι πίθοι- χρησιμοποιήθηκαν για τον εγχυτρισμό του νεκρού, δηλ. για την τοποθέτηση σε αυτό του νεκρού σώματος ή ως τεφροδόχοι, δηλ. για την τοποθέτηση της τέφρας του νεκρού. Αντίθετα, στα ιερά είναι σαφής η προτίμηση για αγγεία συμποσίου, κρατήρες, μικρού και μεσαίου μεγέθους οινοχόες, άφθονα κύπελλα, κάνθαροι, σκύφοι και πυξίδες. Υποθέτουμε ότι πολλά από τα παραπάνω σχήματα –με απλοποιημένη ίσως διακόσμηση- ήταν σε χρήση και σε οικιακά σύνολα, ικανοποιώντας τις καθημερινές ανάγκες.

Η ποικιλία των διακοσμητικών εικονιστικών θεμάτων της βοιωτικής γεωμετρικής κεραμικής είναι αξιοπρόσεκτη. Κυνήγια, επίθεση αγρίων ζώων, χοροί με συνοδεία αυλητών, πυγμαχίες, πρόθεση νεκρού και νεκρικές τελετές, πολεμιστές με ή χωρίς τη συνοδεία αλόγων, αλλά και μοναδικά θέματα όπως η «Πότνια Θηρών» αποτελούν μέρος των σκηνών που κοσμούν τα βοιωτικά υστερογεωμετρικά αγγεία. Ισάξιες πρέπει να θεωρηθούν και οι παραστάσεις μεμονωμένων έμβιων όντων τακτοποιημένων σε μετόπες, όπως άλογα, μόνα τους ή σε ζεύγη, λιοντάρια, ψάρια, μεγαλόσωμα πτηνά και λαγοί, αλλά και ελάφια που βόσκουν σε σειρές ή πτηνά που βαδίζουν προς την ίδια κατεύθυνση.

Σε σχέση με την αττική γεωμετρική παραγωγή, η οποία θεωρείται κορυφαίας ποιότητας, τα βοιωτικά αγγεία υστερούν ελαφρά στην τεχνική, συγκεκριμένα παρουσιάζουν αμελέστερο ψήσιμο των αγγείων στον κλίβανο και αραιότερο γάνωμα, αλλά την ανταγωνίζονται ως προς τη ζωντάνια των εικονιστικών παραστάσεων και τη συχνά πρωτότυπη θεματολογία. Η ποικιλία της βοιωτικής κεραμικής έχει ερμηνευτεί και ως αποτέλεσμα των διαφορετικών κέντρων παραγωγής από τα οποία το σπουδαιότερο θεωρείται της Θήβας. Γύρω στο 700 π.Χ. η αγγειογραφία της Βοιωτίας φτάνει στο απόγειό της, γεγονός που ίσως πρέπει να συνδεθεί με την αυξανόμενη ευημερία της.

1.3. Πρώιμη αρχαϊκή εποχή

Στο πρώτο ήμισυ του 7ου αι. π.Χ. εξακολουθεί να παράγεται στη Βοιωτία ένας υπογεωμετρικός ρυθμός, ο οποίος περιορίζεται σε τυποποιημένα γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα ή πρόχειρα αποδοσμένες εικονιστικές σκηνές δίχως ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις. Ωστόσο, τα πολύ πρόσφατα ευρήματα από το ιερό του Ηρακλή στη Θήβα μαρτυρούν ότι οι Βοιωτοί κεραμείς δεν περιορίστηκαν στον υπογεωμετρικό ρυθμό, αλλά οι καλύτεροι από αυτούς δημιούργησαν μεγάλου μεγέθους αγγεία, διακοσμημένα με πρωτότυπες και προσεκτικά αποδοσμένες μυθολογικές παραστάσεις, συχνά ισάξιες των πρωτοπόρων Αθηναίων συναδέλφων τους. Σε αυτόν τον πρώιμο αρχαϊκό κόσμο τα βοιωτικά διακοσμητικά θέματα χάνουν τη γεωμετρική ακαμψία τους ή αντικαθίστανται από φυτικά, γεμάτα ευλυγισία και ζωντάνια κοσμήματα ενώ, όπου υπάρχουν ανθρώπινες μορφές, δεσπόζουν στις παραστάσεις. Τις αλλαγές επιβεβαιώνουν και οι διαφοροποιήσεις στην τεχνική, καθώς οι σκιαγραφημένες μορφές της γεωμετρικής περιόδου εμπλουτίζονται συχνά με περίγραμμα (στο πρόσωπο, τα πέλματα, τα ενδύματα κτλ) και εγχάραξη (για τη διαφοροποίηση των μελών του σώματος, των βοστρύχων κλτ), ενώ η χρήση λευκού χρώματος επιτείνει την πολυχρωμία των παραστάσεων.

Οι αλλαγές αυτές θα αποτελέσουν τους πρώτους πειραματισμούς που θα οδηγήσουν σταδιακά στη γένεση του βοιωτικού μελανόμορφου ρυθμού.

(Κυριακή Καλλιγά)

2. Βοιωτική μελανόμορφη κεραμική αρχαϊκών και κλασικών χρόνων

Στα αρχαϊκά χρόνια διαδίδεται κι επικρατεί στη Βοιωτία ο μελανόμορφος ρυθμός, ο οποίος έχει μεγάλη διάρκεια ζωής και φτάνει μέχρι και το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, η βοιωτική κεραμική παραγωγή περιλαμβάνει και κατηγορίες αγγείων σε τεχνική ημιμελανόμορφη και σκιαγραφίας, ενώ χαρακτηρίζεται από την πληθώρα των μελαμβαφών αγγείων μικρού και μεσαίου σχήματος. Δημοφιλέστερα σχήματα ήταν ο κάνθαρος, η λεκάνη, το εξάλειπτρο και η κύλικα. Κεραμικά εργαστήρια διακοσμημένης και μελαμβαφούς κεραμικής υπήρχαν σε διάφορες πόλεις της Βοιωτίας, κυρίως στην Θήβα, την Τανάγρα, την Ακραιφία και τις Θεσπιές. Τα αγγεία ανατίθενταν στα ιερά και συνόδευαν τους νεκρούς ως ταφικά δώρα. Δεν απαντούν συχνά εκτός Βοιωτίας, αλλά μερικά έχουν βρεθεί στην Αττική και τη Μακεδονία.

2.1. Κατηγορίες διακοσμημένης κεραμικής

2.1.1. Μελανόμορφα αγγεία

Πρόκειται για ολιγάριθμη παραγωγή πολυτελών αγγείων μεσαίου και μικρού μεγέθους, κυρίως κανθάρων, λεκανών, εξαλείπτρων, σκύφων και κυλίκων. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν ορισμένα σπάνια σχήματα, όπως τα αγγεία για τεχνάσματα (trick vases) και τα πλαστικά με μορφή ζώου. Προέρχονται κυρίως από τους τάφους των νεκροπόλεων της Μυκαλησσού, της Ακραιφίας και της Τανάγρας. Στον 6ο αιώνα π.Χ. διαπιστώνονται στυλιστικές επιρροές από την Ανατολική Ελλάδα, την Αττική και την Κόρινθο, ενώ από τις δύο τελευταίες πιστοποιούνται και εισαγωγές αγγείων. Μετανάστες από την Αττική και την Κόρινθο εργάστηκαν στη Βοιωτία επηρεάζοντας τους ντόπιους τεχνίτες, αλλά και ενσωματώνοντας εν μέρει το ντόπιο καλλιτεχνικό ιδίωμα: ο αττικός «Ζωγράφος της Λεκανίδας της Δρέσδης» σταδιοδρόμησε ως «Ζωγράφος του Ιππαλεκτρυώνα», ενώ ο Τεισίας υπέγραψε ως Αθηναίος τους μελαμβαφείς, βοιωτικής έμπνευσης, κανθάρους του. Πρωιμότερος όλων είναι ο «Ζωγράφος της Ισταμπούλ» (590-580 π.Χ.) ο οποίος θα πρέπει να μαθήτευσε σε έναν από τους Αθηναίους πρωτοπόρους του μελανόμορφου ρυθμού, τον «Ζωγράφο των Γοργόνων». Το θεματολόγιο περιλαμβάνει σκηνές από τον κόσμο των θεών, των ηρώων και των ανθρώπων. Από τους θεούς ιδιαίτερη παρουσία έχουν ο Απόλλων και η Αθηνά, ενώ ο Θηβαίος Διόνυσος απαντά λιγότερο συχνά∙ από τους ημίθεους χαρακτηριστικός είναι ο Αρισταίος, ενώ αγαπημένος ήρωας και πρότυπο των Βοιωτών αριστοκρατών ήταν ο Ηρακλής. Από τους άθλους του ξεχωρίζει η πάλη του με τον Απόλλωνα για τον Δελφικό τρίποδα και αυτή με τον θαλασσινό Νηρέα. Απαντούν επίσης επεισόδια από τον Τρωϊκό κύκλο και το Κυνήγι του Μελεάγρου (Αταλάντη), καθώς και μια σπάνια σκηνή του Θησέα εναντίον του Μινώταυρου. Οι παραστάσεις από τον κόσμο των θνητών είναι αριθμητικά περισσότερες από τις μυθολογικές: απεικονίζονται συμπόσια, θυσίες, κυνήγια, πομπές, κωμαστές, αθλητές, πολεμιστές και γυναίκες σε ασχολίες χαρακτηριστικές του κοινωνικού φύλου τους. Δημοφιλείς ήταν και οι απεικονίσεις ζώων και μιξογενών όντων (λιοντάρια, λαγοί, σκύλοι, πουλιά, σάτυροι, γοργόνες, σειρήνες, σφίγγες, γρύπες, Μέδουσα, Πήγασος, Χίμαιρα, Τρίτων). Μια διαμφισβητούμενη κατηγορία σκύφων που κοσμούνται με γοργόνειο ίσως είναι βοιωτική. Ορισμένα βοιωτικά μελανόμορφα αγγεία φέρουν γραπτές και χαρακτές επιγραφές (υπογραφές καλλιτεχνών, «καλός», ονόματα κατόχων κι αναθετών). Η βοιωτική εικονογραφία των αρχαϊκών χρόνων χαρακτηρίζεται από διάθεση εορταστικής ευωχίας, ενώ ένα παιγνιώδες πνεύμα αποτυπώνεται σε σκηνές με γκροτέσκο χιούμορ (ιθυφαλλικοί σάτυροι και ερωτικές σκηνές). Στον 5ο αιώνα αντιγράφονται ενίοτε έργα του αττικού Εργαστηρίου του Αίμονα.

2.1.2. «Κύλικες με Πουλιά»

Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ντόπια κατηγορία «λαϊκής τέχνης», η οποία εμπνέεται και συνεχίζει την προηγούμενη «ανατολίζουσα» περίοδο διατρέχοντας μεγάλο μέρος του 6ου αιώνα π.Χ. (560-500/480 π.Χ.).

Χαρακτηριστικό σχήμα είναι ένα ανοιχτό σκυφοειδές αγγείο πόσης με δύο ή τέσσερεις οριζόντιες λαβές, ενίοτε και με πόδι, που μοιάζει με φρουτιέρα. Το σχήμα είναι τυπικά βοιωτικό, θυμίζει όμως ανατολικά πρότυπα.

Διακοσμείται με την τεχνική του περιγράμματος και το κύριο θέμα του είναι πουλιά που πετούν κοιτώντας ανάποδα. Το ρεπερτόριο του εργαστηρίου περιλαμβάνει επίσης κανθάρους, σκύφους και ειδώλια. Βρίσκονται κυρίως σε τάφους.

2.1.3. «Γεωμετρίζοντα» αγγεία

Πρόκειται για κατηγορία μικροσκοπικών κυρίως αγγείων που παράγονται στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Οι μορφές τους γίνονται με την τεχνική της σκιαγραφίας και θυμίζουν ανάλογες της γεωμετρικής εποχής, αλλά οι συνθέσεις με μορφές που μάχονται ή συμμετέχουν σε λατρευτικές πομπές εμφανίζει αττικές επιδράσεις. Το σχηματολόγιο περιλαμβάνει μικκύλες και, σπανιότερα, μεσαίου μεγέθους λεκάνες και σκύφους, κανθαρίσκους, πυξιδίσκες, ληκύθια και υδρίσκη. Το θεματολόγιο αποτελείται από μυθολογικά και λατρευτικά θέματα εμπλουτισμένα με παραπληρωματικά μοτίβα, κυρίως πουλιά. Έχουν συνδεθεί ιδιαίτερα με την περιοχή της Κορώνειας.

2.1.4. Καβιρικά αγγεία

Αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία που σχετίζεται με το Ιερό των Καβίρων, αν και μερικά βρέθηκαν σε τάφους. Χρονολογούνται από το 450 π.Χ. ως τον 4ο αιώνα π.Χ. και το σχηματολόγιο περιλαμβάνει κυρίως άποδες σκυφοειδείς κανθάρους. Το θεματολόγιο εγγράφεται στη σφαίρα της παρωδίας και της γελοιογραφημένης απόδοσης θεών, ηρώων κι ανθρώπων. Τα εικονογραφικά σχήματα που παρωδούνται αναφέρονται στον αθλητισμό, το συμπόσιο, το κυνήγι, την καθημερινή ζωή, τη θυσία, το γάμο, το βίο του Κάδμου, του Οδυσσέα, του Βελλεροφόντη, του Κέφαλου, του Αχιλλέα και του Πάρι. Απαντούν επίσης η μάχη Πυγμαίων και Γερανών, πουλιά και κισσόφυλλα. Τα καβιρικά αγγεία ήταν πρωτίστως αναθήματα∙ κάποια πιθανόν να συνδέονταν με τα τελετουργικά δρώμενα (ίσως καρναβαλικής μορφής) που εικάζεται ότι λάμβαναν χώρα στα Μυστήρια των Καβίρων.

2.1.5. Ανθεμωτά αγγεία

Πρόκειται για κατηγορία κεραμικής με διακοσμητικό χαρακτήρα που δημιουργείται μετά το 450 π.Χ. και διαρκεί ως τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά έχει τις ρίζες της στα ύστερα Αιμώνεια αγγεία που εισάγονται μαζικά στη Βοιωτία κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Το σχηματολόγιο περιλαμβάνει κυρίως κύλικες και σταμνοειδείς πυξίδες που διακοσμούνται με σκιαγραφημένα ανθέμια. Εργαστήρια ανθεμωτών αγγείων υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της Βοιωτίας (Θήβα, Τανάγρα, Χαιρώνεια) με διάδοση στην Εύβοια, Λοκρίδα και Φωκίδα.

2.2. Μελαμβαφής κεραμική

Παράγεται σε μεγάλες ποσότητες από τα αρχαϊκά ως τα υστεροκλασσικά χρόνια. Χαρακτηριστικότερο σχήμα είναι ο κάνθαρος και ακολουθεί ο σκύφος και το εξάλειπτρο. Ορισμένα μελαμβαφή αγγεία φέρουν παραστάσεις με επίθετο λευκό ή άλλο χρώμα (τεχνική της πολυχρωμίας και του «Σιξ»). Οι βοιωτικοί κάνθαροι συνδέονται με την ηρωολατρεία και τον Ηρακλή, ενώ απαντούν –συχνά ενεπίγραφοι– σε ιερά (Καβίριο κ.α.), και στους τάφους.

(Βικτωρία Σαμπετάι)

3. Βοιωτική ερυθρόμορφη κεραμική του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ.

3.1. 5ος αιώνας π.Χ.

Γύρω στο 440 π.Χ. γεννήθηκε στη Βοιωτία ο τοπικός ερυθρόμορφος ρυθμός, ο οποίος αναπτύχθηκε κυρίως σε θηβαϊκά εργαστήρια, αλλά και σε άλλα, μικρότερα, κεραμικά κέντρα. Ο ρυθμός αυτός εξελίχθηκε παράλληλα με την καβιρική κεραμική και τα ανθεμωτά αγγεία, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να τα εκτοπίσει στις τοπικές προτιμήσεις.

Δύο τάσεις χαρακτηρίζουν τη βοιωτική ερυθρόμορφη κεραμική: η πρώτη είναι η προσκόλληση στα αττικά πρότυπα, που αγγίζει μερικές φορές τα όρια της αντιγραφής: έτσι, oι αττικοί Zωγράφοι του Αχιλλέα, του Κάδμου, του Δίνου, της Κενταυρομαχίας του Λούβρου, καθώς και η Ομάδα του Πολυγνώτου βρήκαν πιστούς μιμητές στους Βοιωτούς αγγειογράφους. H δεύτερη τάση είναι απελευθερωμένη από την αττική αγγειογραφία και εν μέρει εξαρτημένη από τη σύγχρονη βοιωτική μελανόμορφη παραγωγή. Οι αγγειογράφοι που την εκπροσωπούν χρησιμοποιούν την αττική τεχνική, τα σχήματα και επιμέρους εικονογραφικά στοιχεία ως απλά μέσα έκφρασης της «επαρχιακής» καλλιτεχνικής τους γλώσσας.

Τέσσερις είναι οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του ερυθρόμορφου ρυθμού του 5ου αι. π.Χ. στη Βοιωτία: ο Ζωγράφος του Άργου, ο Ζωγράφος της Κρίσης του Πάρη, ο Ζωγράφος του Χορεύοντος Πανός και ο Ζωγράφος του Μεγάλου Αθηναϊκού Κανθάρου.

Παραγωγικότερος όλων, και με μακρά καλλιτεχνική δραστηριότητα από το 440 π.Χ. περίπου μέχρι το τέλος του 5ου αι. π.Χ., ο Ζωγράφος του Άργου προήλθε από το αττικό κεραμικό εργαστήριο του Ζωγράφου του Αισχίνη. Διακόσμησε κυρίως κωδωνόσχημους κρατήρες, σκύφους και κανθάρους, μία από τις ελάχιστες ερυθρόμορφες πυξίδες «βοιωτικού τύπου» και δύο από τους τρεις σωζόμενους ερυθρόμορφους καβιρικούς σκύφους. Ο Ζωγράφος του Άργου συνεργάστηκε με το καβιρικό κεραμικό εργαστήριο του Ζωγράφου των Μυστών, και έτσι πολλά από τα θέματα των αγγείων του σχετίζονται με τη μύηση των νέων που πιθανότατα λάμβανε χώρα στο καβιρικό Ιερό, καθώς και με τη μύηση στα Βακχικά Μυστήρια. Ωστόσο δεν λείπουν σκηνές από το μύθο (π.χ. ο φόνος του Άργου και η παράδοση του νεογέννητου Διονύσου στις Νύμφες ή η καταδίωξη της Ωρείθυιας από τον Βορέα) και την καθημερινή ζωή.

Γύρω στο 430-420 π.Χ. χρονολογούνται τα σωζόμενα έργα (δύο σκύφοι και δύο καλυκωτοί κρατήρες) του Ζωγράφου της Κρίσης του Πάρη, ενός αγγειογράφου έντονα επηρεασμένου από τον αττικό Ζωγράφο της Κενταυρομαχίας του Λούβρου και συνεργαζόμενου με ένα σημαντικό μελανόμορφο βοιωτικό εργαστήριο, το Εργαστήριο van Branteghem. Τα θέματα που απεικονίζει είναι μυθολογικά, με πιο αγαπητή την Κρίση του Πάρη που του έδωσε και το όνομά του.

Ο Ζωγράφος του Χορεύοντος Πανός δραστηριοποιήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και διακόσμησε ποικιλία σχημάτων (σκύφους, κωδωνόσχημους κρατήρες, έναν καλυκωτό, καθώς και μία από τις ελάχιστες σωζόμενες ερυθρόμορφες βοιωτικές σταμνοειδείς πυξίδες), δείχνοντας προτίμηση σε θέματα που σχετίζονται με τη ζωή των γυναικών.

Τέλος, ο Ζωγράφος του Μεγάλου Αθηναϊκού Κανθάρου είναι ίσως ο μόνος από τους προαναφερθέντες γύρω από τον οποίο σχηματίστηκε ένα εργαστήριο, η δραστηριότητα του οποίου φαίνεται να ξεκίνησε γύρω στο 430 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα. Στο εργαστήριο αυτό διακοσμήθηκαν κυρίως κάνθαροι, κωδωνόσχημοι και λίγοι καλυκωτοί κρατήρες, ελάχιστες πυξίδες και ένας καβιρικός σκύφος. Οι μεγάλων διαστάσεων κάνθαροι, που κάποτε φτάνουν σε ύψος σχεδόν τα 50 εκατοστά, διακοσμούνται συχνά με το θεό Κάβιρο και θέματα σχετιζόμενα με την εφηβική μύηση, συνδέοντας έτσι το εργαστήριο με το καβιρικό Ιερό. Το θεματολόγιο εμπλουτίζεται επίσης με μυθολογικές παραστάσεις, όπως π.χ. η Δανάη και η χρυσή βροχή ή η Σκύλλα, ενώ λιγότερες είναι οι σκηνές που εμπνέονται από την καθημερινή ζωή.

Με το εργαστήριο του Ζωγράφου του Μεγάλου Αθηναϊκού Κανθάρου σχετίζεται και η πολυπληθής ομάδα των αγγείων που κοσμούνται με γυναικεία κεφάλια (και σπανιότερα με ανδρικά). Πρόκειται για μια ομάδα κωδωνόσχημων, κυρίως, κρατήρων που διακοσμείται με γυναικείες κεφαλές σε κατατομή προς τα αριστερά με ποικιλμένα καλύμματα κεφαλής (σάκκους). Λιγότεροι είναι οι καλυκωτοί κρατήρες, οι κύλικες, οι λεκάνες, τα πώματα (κρατήρων και λεβήτων) και οι πυξίδες της ομάδας, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι στρόβιλοι (σβούρες), καθώς και οι «φιάλες-κύλικες», ένα καθαρά βοιωτικό σχήμα πινακίου-φιάλης με λαβές κύλικας που καλύπτονται από ορθογώνια πλακίδια. Παρόλο που τα αγγεία του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μεγάλου Αθηναϊκού Κανθάρου δεν φαίνεται να ξεπέρασαν χρονολογικά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., εκείνα που κοσμούνται με γυναικεία κεφάλια επιβίωσαν μέχρι τουλάχιστον και τον πρώιμο 4ο αι. π.Χ.

Παράλληλα με τον αμιγή ερυθρόμορφο ρυθμό, την εποχή αυτή στη Βοιωτία απαντούν και δίγλωσσα αγγεία δύο τύπων: στον πρώτο χρησιμοποιείται σε μία όψη ή σε ένα τμήμα του αγγείου η ερυθρόμορφη τεχνική και στην άλλη όψη ή σε άλλο τμήμα του η μελανόμορφη (ή η ημιμελανόμορφη). Στον δεύτερο τύπο αναμιγνύεται στην ίδια όψη του αγγείου η ερυθρόμορφη με την ημιμελανόμορφη τεχνική, έχοντας ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μικρής ομάδας αγγείων όπου οι μορφές παριστάνονται με απλοϊκό τρόπο ανάμεσα σε πλούσια δενδρύλλια.

Εκτός από τα αγγεία που φέρουν εικονιστικές παραστάσεις, στα βοιωτικά εργαστήρια κατασκευάστηκε επίσης στην τελευταία τριακονταετία του 5ου αι. π.Χ. μια ολιγάριθμη κατηγορία αγγείων που αποτελείται από κανθάρους μικρού μεγέθους με ερυθρόμορφα φυτικά κοσμήματα, κυρίως κλαδιά δάφνης.

3.2. 4ος αιώνας π.Χ.

Περιορισμένες είναι οι γνώσεις μας για την εξέλιξη του ερυθρόμορφου ρυθμού στη Βοιωτία κατά τον 4ο αι. π.Χ., καθώς η σύγκλιση της βοιωτικής με την αττική αγγειογραφία την περίοδο αυτή καθιστά δυσχερή τη διάκριση των βοιωτικών αγγείων από τα αντίστοιχα αττικά. Εκτός από τις εύκολα αναγνωρίσιμες ομάδες των κρατήρων με τα γυναικεία κεφάλια των αρχών του αιώνα και κάποιων δίγλωσσων αγγείων, έχουν ταυτιστεί και λίγοι βοιωτικοί κρατήρες του πρώτου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ., οι οποίοι διαφέρουν από τους αντίστοιχους αττικούς μόνο ως προς τις εικονογραφικές τους ιδιαιτερότητες και τα ιδιάζοντα παραπληρωματικά τους κοσμήματα.
Στο β’ τέταρτο του αιώνα δραστηριοποιήθηκε στο βοιωτικό χώρο ο λεγόμενος Ζωγράφος των Αθηνών 14627, ένας αγγειογράφος που μέχρι πρόσφατα θεωρείτο Αθηναίος. Διακόσμησε κρατήρες, κυρίως καλυκωτούς και λιγότερους κωδωνόσχημους, αλλά και δύο αγγεία ασυνήθιστα μικρού μεγέθους, ένα δίνο με υποστατό και ένα γαμικό λέβητα. Αγαπημένα του θέματα είναι ο Διόνυσος, Σάτυροι και Μαινάδες (συχνά συνοδευόμενες από τον Έρωτα), αν και έχει επίσης απεικονίσει τον Ποσειδώνα με την Αμυμώνη και τον Ηρακλή.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα, βοιωτική είναι και η λεγόμενη Ομάδα των Ύστερων Καλυκωτών Κρατήρων, που χρονολογείται στο γ’ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Όπως προδίδει το όνομά της, η συντριπτική πλειονότητα των αγγείων της είναι οι καλυκωτοί κρατήρες, αν και στην παραγωγή της εντάσσονται και κάποιοι κωδωνόσχημοι κρατήρες, πελίκες, δίνοι με υποστατό, γαμικοί λέβητες και οινοχόες. Αγαπημένα θέματά της είναι ο Διόνυσος, περιστοιχιζόμενος συνήθως από το θίασό του και Έρωτες, συχνά μαζί με την Αριάδνη, ενώ δεν λείπουν ο Ηρακλής και η Αθηνά, ο Θησέας, ο Πάρης, η Νίκη και ο Ερμής. Κύριοι εκπρόσωποι της Ομάδας αυτής είναι ο Ζωγράφος της Ερωτοστασίας, ο Ζωγράφος των Αθηνών 1375 και ο Ζωγράφος του Μονάχου 2391.

(Χριστίνα Αβρονιδάκη)

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU