1. Οι Πλαταιές στη μυθολογία
Αν και οι Πλαταιές βρέθηκαν στο ιστορικό προσκήνιο με την ομώνυμη μάχη του 479 π.Χ., η πόλη αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο (ως Πλάταια), στον Νηών κατάλογο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην ακρόπολη δείχνουν ότι η θέση κατοικούνταν ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, ενώ το όνομα της πόλης αποδιδόταν κατά παράδοση στην Πλάταια, κόρη του μυθικού βασιλιά Ασωπού. Σύμφωνα με έναν από τους πολλούς μύθους σχετικά με τις απιστίες του Δία και τη ζήλια της Ήρας, ο Δίας διέδωσε κάποτε ότι επρόκειτο να παντρευτεί τη Πλάταια για να προκαλέσει κάποια αντίδραση της Ήρας, που τον είχε εγκαταλείψει και είχε καταφύγει στην Εύβοια. Πράγματι η Ήρα έσπευσε να διαπιστώσει την αλήθεια της φήμης. Προσπάθησε λοιπόν να αιφνιδιάσει τη νύφη στην άμαξα που τη μετάφερε και να την αποκαλύψει, μόνο και μόνο για να βρεθεί μπροστά σε ένα γυναικείο ομοίωμα. Διασκεδασμένη από το τέχνασμα του Δία, τον συγχώρησε και ξαναγύρισε κοντά του. Η Ήρα θεωρείτο πολιούχος των Πλαταιών και προς τιμήν της εορτάζονταν ανα 7 χρόνια τα μικρά Δαίδαλα, ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία υπήρχε στην πόλη κι ένα άγαλμα της Ήρας Νυμφευομένης, έργο του γλύπτη Καλλίμαχου, που μνημόνευε το μυθικό επεισόδιο της συμφιλίωσής της με το Δία.
2. Η αρχαία πόλη των Πλαταιών και ο ανταγωνισμός με τη Θήβα
Οι Πλαταιές βρίσκονταν στις βόρειες υπώρειες του Κιθαιρώνα, σε θέση στρατηγικής σημασίας ως προς το πέρασμα από τη Βοιωτία προς την Αττική και την Πελοπόννησο. Το φυσικό περιβάλλον, με την εύφορη πεδιάδα του Ασωπού και τους πλούσιους υδάτινους πόρους, δημιουργούσε ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση της πόλης, ενώ η θέση της στις υπώρειες του βουνού καθιστούσε ασφαλέστερη την οργάνωση της άμυνάς της.
Εξαιτίας ωστόσο της ίδιας αυτής της στρατηγικής σημασίας της, η πόλη των Πλαταιών βρέθηκε στη δίνη των ανταγωνισμών ανάμεσα στην Αθήνα, τη Θήβα και τη Σπάρτη, που έριζαν για τη συμμαχία της ή την επιβολή της επιρροής τους επάνω της. Το 519 π.Χ. οι Πλαταιές, ήδη σε άνθηση και επιδιώκοντας να αποσπαστούν από την ηγεμονία που ασκούσε η Θήβα πάνω στις βοιωτικές συμμάχους τους πόλεις, αποζήτησαν την προστασία της Αθήνας, με την οποία σύναψαν συμμαχία. Έκτοτε οι Πλαταιείς είχαν δικαιώματα Αθηναίων πολιτών στην Αθήνα. Στους Περσικούς πολέμους ο ανταγωνισμός με τη Θήβα, που είχε μηδίσει, και η ειδική σχέση με την Αθήνα εκφράστηκαν από την επιλογή των Πλαταιέων να συνταχθούν με τη δεύτερη στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) και στη συνέχεια, το 480 π.Χ., να συμμετάσχουν στην επάνδρωση του ελληνικού στόλου στη ναυμαχία του Αρτεμισίου. Μετά την αναχώρηση του στόλου από το Αρτεμίσιο όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους, η οποία και καταστράφηκε από το στρατό του Ξέρξη. Την επόμενη χρονιά, σε μικρή απόσταση από την ερειπωμένη πόλη, δόθηκε η μάχη που έκρινε την οριστική έκβαση των Περσικών πολέμων. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Παυσανίας και οι συμμαχικές ελληνικές πόλεις θριάμβευσαν, η μάχη έμεινε στην ιστορία ως μάχη των Πλαταιών και η πόλη αναβίωσε υπό ειδικό καθεστώς προστασίας που εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της. Μετά τη νίκη τους οι Έλληνες ανήγειραν βωμό προς τιμήν του Δία Ελευθερίου. Στα κατοπινά χρόνια καθιερώθηκε η γιορτή των Ελευθερίων, που διατηρήθηκε μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, παρά τη συρρίκνωση της πόλης. Τα Ελευθέρια εορτάζονταν κάθε 4 χρόνια και ολοκληρώνονταν με αγώνα δρόμου οπλιτών που διέτρεχαν την απόσταση ανάμεσα στο βωμό του Ελευθερίου Διός και το τρόπαιο που είχε στηθεί στο πεδίο της μάχης (15 στάδια, σχεδόν 3 χλμ).
Τις επόμενες δεκαετίες οι Πλαταιές γνώρισαν νέα άνθηση και συμμετείχε στο Κοινό των Βοιωτών, μέχρι τις παραμονές του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε η Θήβα προσπάθησε δια της βίας να αποκαταστήσει τον έλεγχό της πάνω στην πόλη με τη βοήθεια ορισμένων Πλαταιέων ολιγαρχικών. Οι Πλαταιές αντιστάθηκαν και η Αθήνα έσπευσε να συνδράμει στην οργάνωση της άμυνας και στην εκκένωση των πολιτών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος βρήκε τις Πλαταιές στο πλευρό των Αθηναίων και τη Θήβα σύμμαχο των Σπαρτιατών. Το 429 π.Χ. οι Σπαρτιάτες, επιδιώκοντας να αποκόψουν την Αθήνα από τη βάση της στη Βοιωτία, έθεσαν τις Πλαταιές υπό πολιορκία, η οποία κατέληξε στην παράδοση της εναπομείνασας φρουράς μετά από δύο χρόνια αποκλεισμού. Το 426 π.Χ οι Θηβαίοι κατέστρεψαν ξανά την πόλη και εγκατέστησαν εκεί Μεγαρείς. Λίγοι Πλαταιείς παρέμειναν εκεί, ενώ οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στην Αθήνα, όπου είχαν δικαιώματα Αθηναίων πολιτών, αν και μετά το 421 οι Αθηναίοι τους παραχώρησαν τη γη των Σκιωνέων.
Ο Κορινθιακός πόλεμος (395-387 π.Χ.) ένωσε τη Θήβα και την Αθήνα σε ενιαίο αντι-σπαρτιατικό μέτωπο. Μετά τη λήξη του με την Ανταλκίδειο ειρήνη, και με τη Θήβα να έχει στραφεί εναντίον τους, οι Σπαρτιάτες επανίδρυσαν τις Πλαταιές το 386, στο πλαίσιο της στρατηγικής τους στη Βοιωτία. Οι Πλαταιείς μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πόλη τους, εκδιώχθηκαν όμως και πάλι από τους Θηβαίους το 374/3 π.Χ. Η νίκη των Θηβαίων επί των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) σφράγισε τη μοίρα των Πλαταιέων οι οποίοι, χωρίς τη βοήθεια κάποιου ισχυρού προστάτη, βρέθηκαν σε εξορία μέχρι το 338 π.Χ, οπότε μπόρεσαν να επανέλθουν οριστικά στην πόλη τους μετά την ήττα των Θηβαίων και των Αθηναίων από τους Μακεδόνες στη Χαιρώνεια. Τον 3ο π.Χ. αιώνα πλέον ο ποιητής Ποσείδιππος έγραφε για τις Πλαταιές ότι γίνονται πόλη μόνο με αφορμή τον εορτασμό των Ελευθερίων, ενώ τον υπόλοιπο καιρό ερημώνουν.
2.1. Αρχαιολογικά κατάλοιπα
Από τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, καλύτερα διατηρημένες είναι οι οχυρώσεις. Το αρχαιότερο τμήμα είναι το τείχος της ακρόπολης, που χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ., αν και δεν είναι σαφές αν είναι προγενέστερο ή μεταγενέστερο της καταστροφής του 480 π.Χ από τους Πέρσες. Ο ευρύτερος περίβολος της πόλης, ενισχυμένος κατά διαστήματα με πύργους, είναι μεταγενέστερος και φαίνεται ότι ανάγεται στα χρόνια της επανίδρυσης της πόλης από τον Φίλιππο Β΄ και μετά την καταστροφή της Θήβας το 335 π.Χ., οπότε ο Αρριανός αναφέρει ότι αποφασίστηκε η οχύρωση των Πλαταιών. Ακόμα μεταγενέστερο είναι το ελληνιστικό νότιο διατείχισμα, που άφηνε εκτός το νοτιότερο τμήμα του περιβόλου του 4ου αιώνα, και που σήμερα τέμνεται από το σύγχρονο δρόμο που οδηγεί από τη νέα πόλη των Πλαταιών στις Ερυθρές. Στο εσωτερικό του οχυρωματικού περιβόλου σώζονται τα κατάλοιπα της ελληνιστικής πόλης. Ξεχωρίζουν σε κεντρικό σημείο της πόλης τα λείψανα ενός μεγάλου δημόσιου κτιρίου και τα ερείπια ενός δωρικού ναού, σε θέση που, σύμφωνα με τα ευρήματα, ήταν σε λειτουργία ήδη κατά τον 4ο αι. π.Χ., αν και θα βρισκόταν τότε εκτός των τειχών. Μια αναφορά του Ηροδότου στο ναό της Ήρας, που βρισκόταν μπροστά από την πόλη των Πλαταιών, ενισχύει την εικασία αυτή. Στο ναό της Ήρας αναφέρεται και ο Παυσανίας, καθώς εκεί βρίσκονταν δύο σημαντικά αγάλματα, της Ήρας Τελείας και της Ρέας, έργα του Πραξιτέλη. Ο άλλος ονομαστός ναός στην πόλη, αυτός της Αρείας Αθηνάς, περίφημος για τα έργα του ζωγράφου Πολύγνωτου που κοσμούσαν τους τοίχους του, δεν έχει ταυτιστεί με κάποια αρχιτεκτονικά λείψανα. Στα νοτιοδυτικά της ακρόπολης, εκτός των τειχών, έχει ανασκαφεί αρχαίο νεκροταφείο, ενώ μια άλλη συγκέντρωση ταφών στα βορειοανατολικά της ακρόπολης είχε ερμηνευτεί ως θέση του τύμβου των πεσόντων στη μάχη των Πλαταιών· κάποια λίθινα θεμέλια στη θέση εκείνη αποδόθηκαν από τον ανασκαφέα στο βωμό του Δία Ελευθερίου.
3. Οι Πλαταιές στους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους
Η κατοίκηση στο χώρο της αρχαίας πόλης μαρτυρείται αδιάκοπη στη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων. Στη Ύστερη Αρχαιότητα ο οχυρωμένος οικισμός είχε περιοριστεί πλέον στο χώρο της ακρόπολης, όπου εντοπίζονται τμήματα τείχους του 3ου αιώνα μ.Χ. Σε επιγραφές που έχουν έρθει στο φως από την περίοδο αυτή καταγράφεται μεταξύ άλλων η εβραϊκή παρουσία στην πόλη, καθώς και η εξάπλωση του Χριστιανισμού. Η αγροτική και πληθυσμιακή αναγέννηση της Βοιωτίας πάντως από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και εξής φαίνεται ότι είχε αντίκτυπο και στις Πλαταιές. Έδρα επισκοπής κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ., εκπροσωπήθηκε μεταξύ άλλων και στην (451 μ.Χ.). Σε μιαν από τις επιγραφές που βρέθηκαν στην περιοχή αναφέρεται και ένας από τους επισκόπους της, ονόματι Διονύσιος (IG VII. 1683). Από τα επιγραφικά ευρήματα των Πλαταιών ξεχωρίζουν δύο τμήματα του «Περί τιμών» εδίκτου του Διοκλητιανού (διάταγμα που καθόριζε τις τιμές των προϊόντων, 301 μ.Χ.). Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεχομένως ενδείξεις ενός περιφερειακού διοικητικού ρόλου της πόλης κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Στα χρόνια του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), ο Προκόπιος αναφέρει νέες επισκευές στα τείχη της πόλης. Τα κατάλοιπα δέκα εκκλησιών, που χρονολογούνται από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους μέχρι την περίοδο της Φραγκοκρατίας, είχαν ανασκαφεί στην περιοχή ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, στις πρώτες ανασκαφές στο χώρο, ενώ στα ανατολικά του οικισμού ανασκάφηκαν παλαιοχριστιανικές ταφές και μικρά κτίρια.
4. Οικιστική εξέλιξη στην ύπαιθρο κατά τη Φραγκοκρατία και την πρώιμη οθωμανική περίοδο
Μετά την κατάκτησή της από τους ιππότες της Δ΄Σταυροφορίας, η Βοιωτία συμπεριλήφθηκε στο Δουκάτο των Αθηνών και Θηβών (1205), και η ύπαιθρος διαιρέθηκε σε φεουδαρχικού τύπου γαιοκτησίες. Οι μεμονωμένοι πύργοι που ανάγονται στην περίοδο αυτή, όπως ο φράγκικος πύργος του Μελισσοχωρίου (στο δρόμο από το Μελισσοχώρι προς το Καπαρέλι), αποτελούσαν μάλλον κατοικίες φεουδαρχών από τις οποίες έλεγχαν τις γαιοκτησίες τους μάλλον, παρά τμήματα ενός ενιαίου αμυντικού συστήματος του Δουκάτου. Η επιλογή του κατάλληλου σημείου για την ανέγερση πύργου μπορούσε να σημαίνει και την μετακίνηση του εξαρτώμενου οικισμού. Κατά την τελευταία περίοδο της Φραγκοκρατίας, το β΄ μισό του 14ο και το α΄ μισό του 15ου αιώνα, η επιδημία πανώλης και οι διαρκείς ανταγωνισμοί και συγκρούσεις ανάμεσα στους Καταλανούς και στη συνέχεια Φλωρεντίνους ηγεμόνες, το αδύναμο βυζαντινό στοιχείο και τις δυνάμεις των Οθωμανών που έμελλε τελικά να κυριαρχήσουν, οδήγησαν σε τρομακτική ερήμωση του πληθυσμού της υπαίθρου. Την ίδια εποχή πολυπληθείς ομάδες αλβανικών πληθυσμών οργανωμένες σε φατρίες άρχισαν να εισρέουν και να εγκαθίστανται στα εδάφη του Δουκάτου. Οι αρχές του Δουκάτου προσκαλούσαν τους εποίκους και ενθάρρυναν την εγκατάστασή τους στην περιοχή, αποβλέποντας σε ενίσχυση του αγροτικού πληθυσμού αλλά και των αξιόμαχων δυνάμεών τους απέναντι στις επεκτατικές κινήσεις των Οθωμανών.
Στην περιοχή των Πλαταιών η κινητικότητα αυτή τεκμηριώνεται από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα, στα οποία καταγράφονται τα χωριά Λουτα (Λουτουφί), Κόκλα (Ν. Πλαταιές), Καπαρέλι, Παραπούγγια (Λεύκτρα) και Μπάλτσα (Μελισσοχώρι), καθώς και οι πληθυσμοί τους. Με εξαίρεση το Μελισσοχώρι, όλα αυτά τα χωριά, που στο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος συναποτέλεσαν το δήμο Πλαταιών, με πρωτεύουσα το Καπαρέλι, καταγράφονται ήδη στο παλαιότερο οθωμανικό κατάστιχο του 1466. Στο κατάστιχο του 1506 τα Κόκλα (Κόκλα-Μάζη) καταγράφονται πλέον ως χωριό και όχι ως και αποτελούν τον πολυπληθέστερο αρβανίτικο οικισμό της περιοχής. Η σύνδεση του τόπου με τις αρχαίες Πλαταιές καταγράφηκε τον 17ο αιώνα, όταν περιηγητής George Wheler ταύτισε τον αρχαιολογικό χώρο κοντά στο χωριό Κόκλα με την αρχαία πόλη. Στην Επανάσταση, Κοκλαίοι πολεμιστές υπό την ηγεσία του Ιωάννη Φίλη συμμετείχαν μεταξύ άλλων στην προσωρινή απελευθέρωση της Θήβας τον Απρίλιο του 1821 και στην κατάληψη του Ανηφορίτη, απ’ όπου διενεργούσαν επιδρομές εναντίον των Τούρκων της Θήβας μετά την ανακατάληψη της πόλης από τους δεύτερους.
5. Τα Λεύκτρα και ο αρχαιολογικός χώρος της Εύτρησης
Το 371 π.Χ. οι Θηβαίοι με στρατηγό τον Επαμεινώνδα, που εφάρμοσε νέες τακτικές ως προς τη διάταξη των οπλιτών και τη χρήση του ιππικού, κέρδισαν στα Λεύκτρα την περιφανή νίκη τους εναντίον των Σπαρτιατών, που σήμανε και την εδραίωση της θηβαϊκής ηγεμονίας. Το βάθρο στο οποίο είχε στηθεί το τρόπαιο της μάχης έχει εντοπιστεί και αναστηλωθεί επί τόπου από τον Αναστάσιο Ορλάνδο. Έξω από τα Λεύκτρα διατηρείται επίσης ο μικρός βυζαντινός ναός των Αγ. Πέτρου και Παύλου, ο οποίος, παρά τις μετατροπές από την αναστήλωση του 1886, διασώζει κατά σημεία κεραμοπλαστικό διάκοσμο και μορφολογικά στοιχεία που επιτρέπουν τη χρονολόγηση του αρχικού κτίσματος στον 12ο αιώνα.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο στην περιοχή των Λεύκτρων αναδείχτηκε η θέση Λιβαδόστρα σε κύριο βοιωτικό λιμάνι στον Κορινθιακό και επίνειο της μεσαιωνικής Θίσβης / Καστορίου, πόλης που γνώρισε οικονομική άνθηση ως κέντρο συνδεδεμένο με την μεταξοβιοτεχνία στη Βοιωτία. Η Λιβαδόστρα ήταν ένα μικρό λιμάνι που όμως εξασφάλιζε ταχύτερη επικοινωνία με τη νότια Ιταλία. Ο μεσαιωνικός πύργος που το προστάτευε έχει αναχθεί στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, ενώ έχουν έρθει στο φως και τμήματα οχυρώσεων από τον 4ο αι. π.Χ. Η Λιβαδόστρα έχει ταυτιστεί με την αρχαία Κρεύσιδα, επίνειο της Θίσβης στην αρχαιότητα, την οποία περιλαμβάνει κατά τον 6ο αι. μ.Χ. ο Στέφανος Βυζάντιος στον κατάλογό του ως «πόλη».
Περίπου 2 χλμ βορειοανατολικά των Λεύκτρων βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Εύτρησης. Οι ανασκαφές έχουν δείξει ότι η θέση κατοικήθηκε ήδη κατά τους νεολιθικούς χρόνους, ενώ κατά τους πρωτοελλαδικούς βρισκόταν σε άνθηση και επεκτάθηκε σημαντικά. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οχυρώθηκε, αλλά στη συνέχεια φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε μέχρι τον 6ο αι. π.Χ., οπότε εποικίστηκε από τους Θεσπιείς. Παρότι περιορισμένης κατοίκησης, η κλασική Εύτρηση ήταν γνωστή για το ιερό και το μαντείο του Απόλλωνα Ευτρησίτη. Η θέση κατοικούνταν και κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όπως δείχνουν τα ευρήματα που έχουν ανασκαφεί (τμήματα βυζαντινού τείχους, μεσαιωνικός πύργος, καθώς και τα θεμέλια μιας βυζαντινής εκκλησίας). |