1. Μυθολογία
Σύμφωνα με ορισμένες αρχαίες πηγές, η πόλη αρχικά ονομαζόταν Κυπάρισσος, από τον πρώτο μυθικό ιδρυτή της, Κυπάρισσο, που ήταν γιός του Μινύα και αδελφός του Ορχομενού. Αυτή η αναφορά υποδηλώνει τη σχέση της Αντίκυρας με το Μυκηναϊκό κέντρο του Ορχομενού. Σύμφωνα με ένα άλλο μύθο, σίγουρα μεταγενέστερο, την πόλη είχε ιδρύσει ο Αντικυρέας, ένας ήρωας της εποχής του Ηρακλή, ο οποίος γιάτρεψε τον ημίθεο από τη μανία που του είχε στείλει η Ήρα χορηγώντας του ελλέβορο, που φύτρωνε στην περιοχή της Αντίκυρας.
Ο Όμηρος πάντως αναφέρει την πόλη ως Κυπάρισσο, αν και στην εποχή του ποιητή, σύμφωνα με τον Παυσανία, είχε ήδη μετονομαστεί σε Αντίκυρα. Ορισμένοι σύγχρονοι αρχαιολόγοι δε συμφωνούν με αυτή την ταύτιση και αναζητούν τον Κυπάρισσο στην περιοχή του Ζεμενού, όμως τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν συνάδουν. Ο Κυπάρισσος του Ομήρου θα πρέπει μάλλον να ταυτιστεί με το λιμάνι της Αντίκυρας, το καταλληλότερο για να συγκεντρωθεί ο στόλος των 40 πλοίων που έστειλαν οι Φωκείς στην Τρωική εκστρατεία. Αρχηγοί του στόλου ήταν τα αδέρφια Σχέδιος και Επίστροφος, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στον Πανοπέα. Ο Σχέδιος είχε σκοτωθεί στην Τροία, αλλά ο Επιστροφος μετέφερε τα οστά του πίσω στη γενέθλια γη. Λέγεται μάλιστα, ότι ο τάφος των δυο αδερφών βρισκόταν στην Αντίκυρα και τον περιγράφει ο Παυσανίας. 2. Προϊστορία
Πέρα ωστόσο από τους μύθους υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης στην περιοχή ήδη από τα Νεολιθικά χρόνια (Κάστρο της Βρουλιάς, στην ανατολική άκρη του κόλπου του Αγίου Ισιδώρου), αλλά και από την Πρωτοελλαδική (περιοχή σύγχρονου γηπέδου). Αξιόλογα είναι και τα ευρήματα της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής (Μυκηναϊκής) περιόδου και περιλαμβάνουν μια κατοικία στον τύπο του μεγάρου, κεραμική και ένα σφραγιδόλιθο με εγχάρακτη παράσταση πλοίου. 3. Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδος
Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός είχε σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Κόρινθο, με άλλες περιοχές της Βοιωτίας, και ακόμα με την Αθήνα. Οι επαφές με την Κόρινθο κατά τον 8ο, τον 7ο και ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. υπήρξαν καθοριστικές, όπως δείχνει η πλούσια παρουσία κορινθιακής κεραμικής στα νεκροταφεία της πόλης (οινοχόες και αρύβαλλοι κυρίως). Αλλά και ο ναός της Αθηνάς που έχει βρεθεί έξω από τα τείχη της πόλης, στην πλαγιά του λόφου Συρού, και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., φέρει έντονες κορινθιακές επιδράσεις. Σταδιακά από το 530-520 π.Χ. οι σχέσεις με την Κόρινθο υποχωρούν, αλλά δεν εξαλείφονται ποτέ στην ιστορία της Αντίκυρας, και αντίστοιχα ενδυναμώνεται η εμπορική παρουσία της Αθήνας.
Όταν οι Πέρσες, μετά τις Θερμοπύλες το 480 π.Χ., κινήθηκαν νότια, ένα απόσπασμα του στρατού του Ξέρξη κινήθηκε προς τους Δελφούς και στο δρόμο κατέστρεψε πολλές φωκικές πόλεις. Η Αντίκυρα, καθώς δεν ήταν στο δρόμο τους, φαίνεται ότι δεν υπέστη τότε καμιά ζημιά. 4. Κλασική περίοδος
Οι Φωκείς τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά διέθεταν πολιτική οργάνωση, το Κοινό των Φωκέων, η έδρα του οποίου ήταν το Φωκικό, ένα κτήριο βουλής που τοποθετείται στις παρυφές του δρόμου Δίστομο-Δαύλεια. Η Αντίκυρα έπαιζε προφανώς σημαντικό ρόλο στο κοινό αφού ήταν μια από τις τέσσερεις πόλεις που έκοβαν νομίσματα για λογαριασμό του. Το γεγονός της εγγύτητας με τους Δελφούς έφερε στη μοίρα της πόλης και θετικά και αρνητικά. Οι Δελφοί, εξαιτίας της τεράστιας επιρροής τους στον ελληνικό κόσμο, ήταν αντικείμενο έντονων συγκρούσεων μεταξύ των ισχυρών πόλεων της Ελλάδας για τον έλεγχό τους. Ως συνέπεια και η Αντίκυρα βρέθηκε συχνά στη δίνη αυτών των συγκρούσεων.
Όταν πια η Θηβαϊκή ηγεμονίαείχε αποδυναμωθεί και η Σπάρτη συνέχιζε να βρίσκεται σε κρίση (δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.), οι φωκικές πόλεις βρήκαν ευκαιρία να διεκδικήσουν εκείνες τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών και των πλούσιων προσόδων και αποθεματικών του. Αυτό οδήγησε στον λεγόμενο Τρίτο Ιερό πόλεμο μεταξύ 356 και 346 π.Χ. Ο πόλεμος έληξε με την επέμβαση του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, ο οποίος κατέστρεψε τις 22 φωκικές πόλεις, γκρέμισε τα τείχη τους, τους απαγόρευσε να έχουν πολιτική οργάνωση και να διατηρούν όπλα και άλογα, και τις υποχρέωσε να πληρώνουν βαρύ επανορθωτικό φόρο στο δελφικό ιερό για όσα είχαν σφετεριστεί από τους θησαυρούς του.
Οι πληροφορίες μας προέρχονται κυρίως από τον αθηναίο ρήτορα Δημοσθένη και τις επαναλαμβάνουν ο Στράβωνας και ο Παυσανίας. Ο Δημοσθένης, για πολιτικούς λόγους (για να ξεσηκώσει τους Αθηναίους εναντίον του Φιλίππου) ίσως να υπερβάλλει στις καταστροφές που αναφέρει. Τουλάχιστον η Αντίκυρα δε φαίνεται να καταστράφηκε ολοσχερώς το 346 π.Χ., αφού μόλις λίγα χρόνια αργότερα, περί το 330 π.Χ., καταφέρνει να χτίσει το ναό της Αρτέμιδος Ειλειθυίας στην Κεφαλή, και μάλιστα να παραγγείλει το λατρευτικό άγαλμα σε έναν από τους διασημότερους και πιο ακριβοπληρωμένους γλύπτες της εποχής, τον Πραξιτέλη. 5. Ελληνιστική περίοδος και ρωμαϊκή κατάκτηση
Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. η πόλη έχει σίγουρα ανανήψει εντελώς και είναι σε θέση να συμμετέχει στην αντίσταση των Φωκαίων ενάντια στην εισβολή ενός βαρβαρικού φύλου, των Γαλατών του Βρέννου, το 279 π.Χ. Έχει βρεθεί μάλιστα η επιτύμβια επιγραφή ενός πολίτη της, του Αρίσταρχου, ο οποίος σκοτώθηκε πιθανότατα σε κάποια από τις μάχες με τους Γαλάτες. Στα επόμενα χρόνια μια νέα δύναμη έρχεται στο προσκήνιο. Είναι οι Αιτωλοί της περιοχής της Ναυπάκτου. Σιγά-σιγά κερδίζουν επιρροή και τελικά παίρνουν στον έλεγχό τους ολόκληρη τη Φωκίδα, μαζί και την Αντίκυρα, το αργότερο το 245 π.Χ.
Οι πόλεμοι που ακολούθησαν περιγράφονται αναλυτικά από τον ιστορικό Πολύβιο. Έτσι ξέρουμε ότι η Αντίκυρα πέρασε στην επικυριαρχία του Φίλιππου Ε΄ της Μακεδονίας το αργότερο το 224 π.Χ. Το 210 π.Χ. όμως ανακαταλήφθηκε από τους Αιτωλούς υπό το στρατηγό Σκόπα, οι οποίοι είχαν ζητήσει τη συνδρομή των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίο εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία να επέμβουν στα ελληνικά πράγματα, έστειλαν το στρατηγό Βαλέριο Λεβίνο. Η πόλη καταστάφηκε και ο πληθυσμός εξανδραποδίστηκε. Πάντως και πάλι η καταστροφή δεν μπορούσε να είναι ολοκληρωτική αφού το 208 π.Χ. την ανακατέλαβε ο Φίλιππος Ε΄ για να παραδοθεί τελικά, μετά από σκληρή πολιορκία, το 198 π.Χ., στο ρωμαίο στρατηγό Τίτο Κουίντο Φλαμινίνο. Ο Φλαμινίνος τη μετέτρεψε σε έδρα του στόλου του κι έμεινε εκεί ως το 196 π.Χ., καθώς το λιμάνι της ήταν κατάλληλο για μεταφορά εφοδίων προς την Ελάτεια, όπου είχε το στρατηγείο του για τις μάχες με τους Μακεδόνες. Από το 195 ως το 192 π.Χ. φαίνεται πως η Αντίκυρα ήταν υπό τη διοίκηση ενός νέου απεσταλμένου της Ρώμης, του στρατηγού Οτίλιου Μανκίνιου, και λίγο αργότερα, το 191 π.Χ., ο στρατηγός Μάνλιος Ακίλιος Γλαβρίων, ξαναχάραξε τα σύνορα της πόλης με την «ιερή γη» των Δελφών που την είχαν σφετεριστεί οι Αιτωλοί. Έτσι μαθαίνουμε ότι ολόκληρη η επικράτεια του σύγχρονου (προ Καλλικράτη) δήμου Δεσφίνας ήταν η ιερή γη των Δελφών. Τα σύνορα ξεκινούσαν από το ακρωτήρι Οπούς, ανέβαιναν από το ρέμα στο υψίπεδο του Μεσόκαμπου και στις υπώρειες της Κύρφης και εκεί ήδη συναντούσαν τα σύνορα της Αμβρόσου.
Στη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. η πόλη ξαναχτίστηκε και ξαναδυνάμωσε. Οι πολίτες της ήσαν αρκετά πλούσιοι για να απελευθερώνουν κάποιους από τους δούλους τους, όπως φαίνεται σε τρεις επιγραφές από τους Δελφούς. Σε μια μάλιστα από αυτές γίνεται αναφορά και στο ημερολόγιο της Αντίκυρας καθώς η απελευθέρωση του δούλου έγινε το μήνα που ονομαζόταν «Διονύσιος». 6. Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή περίοδος
Το λιμάνι της Αντίκυρας, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, χρησιμοποιήθηκε το 31 π.Χ. από τον Μάρκο Αντώνιο για να φορτωθεί το σιτάρι που είχε κατασχέσει από την κεντρική Ελλάδα, λίγο καιρό πριν την αποφασιστική ναυμαχία στο Άκτιο, κοντά στην Πρέβεζα. Η ναυμαχία αυτή, νικητής της οποίας βγήκε ο Οκταβιανός, αποτελεί το ορόσημο για την αρχή της Αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής περιόδου. Στη διάρκειά της, και της ειρήνης που την χαρακτήρισε για περίπου δυόμισι αιώνες, η Αντίκυρα γνώρισε πολύ σημαντική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Πιθανόν καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της πόλης να υπήρξε το γεγονός ότι είχε γίνει σταδιακά από τα Ελληνιστικά ήδη χρόνια, ένα διεθνούς φήμης θεραπευτικό κέντρο χάρις στον ελλέβορο, στο οποίο συνέρρεαν πλούσιοι συγκλητικοί από τη Ρώμη και εύποροι πολίτες από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Έτσι στο 2ο αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφτηκε ο περιηγητής Παυσανίας, ήταν μια πόλη με πλούσια δημόσια κτήρια, με μια περίλαμπρη αγορά στολισμένη με πολλούς χάλκινους ανδριάντες (των οποίων τα ενεπίγραφα βάθρα έχουν βρεθεί), με δυο γυμναστήρια, με μια μεγάλη δημόσια και στεγασμένη κρήνη, με ένα τάφο των μυθικών ηρώων της Σχεδίου και Επίστροφου, και με τουλάχιστον δυο ναούς, έναν του Ποσειδώνα μέσα στην πόλη, και έναν της Αρτέμιδος Ειλειθυίας στη χερσόνησο Κεφαλή.
Για τους ανδριάντες ξέρουμε ότι αρκετοί ήταν αφιερωμένοι σε επιφανείς πολίτες της Αντίκυρας και έχουν βρεθεί τα ενεπίγραφα βάθρα τους. Ένας μάλιστα ήταν του αθλητή Ξενόδαμου, ο οποίος νίκησε στο παγκράτιο το 67 μ.Χ. στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους συμμετείχε και ο αυτοκράτορας Νέρωνας. Οι υπόλοιποι ανδριάντες, σύμφωνα με τα ανευρεθέντα βάθρα, τιμούσαν τους ρωμαίους αυτοκράτορες Καλλιγούλα, Αντωνίνο Πίο, Κόμμοδο, Σεπτήμιο Σεβήρο, Καρακάλλα, Μαξιμίνο, Κωνστάντιο Χλωρό, καθώς και τη γυναίκα του Σεπτήμιου Σεβήρου, Ιουλία Δόμνα. 7. Ύστερη αρχαιότητα
Σύμφωνα με μια πρόσφατη επανερμηνεία ενός χωρίου του «Θεοδοσιανού Κώδικα» ο αυτοκράτορας Γρατιανός βρισκόταν στην Αντίκυρα κατά τον Απρίλιο του 380 μ.Χ. Δε γνωρίζουμε το λόγο της παρουσίας του, ή έστω της διέλευσής του, αλλά οπωσδήποτε μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι η πόλη ήταν αρκετά σημαντική για να τον φιλοξενήσει. Κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. η πόλη ήταν επισκοπή σύμφωνα με διάφορες πηγές της εποχής.
Άλλωστε αυτό συνάδει και με την ίδρυση της μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής με το ψηφιδωτό δάπεδο, τμήμα της οποίας έχει έρθει στο φως. Την εικόνα μιας πλούσιας κι ευημερούσας πόλης ενισχύουν και τα ευρήματα μεγάλων πολυτελών οικιών. Μια από αυτές θεωρείται επισκοπικό μέγαρο, ενώ μια άλλη περιλαμβάνει μικρό τρίκογχο λουτρό με υπόκαυστο.
Η Αντίκυρα φαίνεται ότι επλήγει από πολύ ισχυρούς σεισμούς το 521 και το 543 μ.Χ. στο βορειοανατολικό Κορινθιακό κόλπο, ενώ ακολούθησε και άλλος το 552 μ.Χ. στην ανατολική Λοκρίδα. Η καταστροφή της πόλης ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, αν και τα αρχαιολογικά τεκμήρια φανερώνουν ότι η ζωή συνεχίστηκε στα ερείπια για λίγο ακόμη, περίπου ως το τέλος του 7ου αιώνα μ.Χ. 8. Ο ελλέβορος
Η Αντίκυρα υπήρξε διάσημη ανά τους αιώνες χάρις σε ένα φυτό, τον ελλέβορο, ο οποίος στην αρχαιότητα θεωρούταν φάρμακο για διάφορες ασθένειες, κυρίως του ψυχισμού και του νευρικού συστήματος, όπως η μελαγχολία, η τρέλα και η επιληψία.
Το συσχετισμό του ελλέβορου με την Αντίκυρα κάνει πρώτος σε κείμενο ο Θεόφραστος λέγοντας ότι η καλύτερη ποικιλία λευκού ελλέβορου φυτρώνει στην Οίτη, αλλά ο καλύτερος μαύρος ελλέβορος προέρχεται από την Αντίκυρα και τον Ελικώνα. Αναλυτικά στον ελλέβορο αναφέρονται τόσο ο Πλίνιος όσο και ο Διοσκορίδης, γιατρός και βοτανολόγος της εποχής του Νέρωνα. Ήταν ήδη γνωστό από τότε και επιβεβαιώνεται σήμερα ότι ο λευκός έχει εμετικές και ο μαύρος καθαρτικές ιδιότητες.
Πάντως στην Αντίκυρα παρασκευαζόταν ένα φάρμακο πολύ αποτελεσματικό βασισμένο στο μαύρο ελλέβορο και σε ένα σησαμοειδές. Το φάρμακο αυτό ήταν η μεγάλη αποκλειστικότητα των γιατρών της Αντίκυρας, σε σημείο μάλιστα να ονομάζεται το παρασκεύασμα «ελλέβορος αντικυρικός». Επίσης η πολύ προσεκτική διαδικασία χορήγησης (αφού ο ελλέβορος είναι συγχρόνως και πολύ ισχυρό δηλητήριο) που ακολουθούταν στην Αντίκυρα ονόμαζόταν «ελλεβορισμός». Πολλοί ακόμα γιατροί της Ρωμαϊκής περιόδου αναφέρθηκαν στον ελλέβορο, όπως ο Γαληνός και ο Ορειβάσιος.
Εκτός από τις καθαρά ιατρικές αναφορές υπάρχουν και πολλές ανεκδοτολογικές. Ο Αριστοφάνης, ο Λυσίας, ο Μέναδρος, αλλά και ο Πλούταρχος αναφέρονται σε εταίρες που είχαν το όνομα «Αντίκυρα» εννοώντας ότι ξετρέλαιναν τους άντρες! Αν κάποιος έλεγε ανοησίες η συνηθισμένη αντίδραση ήταν «Πίθ’ελλέβορον» ή «Αντικύρας σοι δει», δηλαδή «Πιές ελλέβορο να συνέλθεις» και «Σου χρειάζεται Αντίκυρα», κάτι αντίστοιχο με τη νεότερη έκφραση «είσαι για το Δαφνί».
Αυτές οι κάπως σκωπτικές, αλλά συγχρόνως διαφημιστικές αναφορές στην Αντίκυρα, συνεχίστηκαν και από τους σημαντικότερους ρωμαίους ποιητές όπως ο Οράτιος, ο Βιργίλιος και ο Ιουβενάλης. Με δυο λόγια η Αντίκυρα ήδη από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και τουλάχιστον ως τον 3ο αιώνα μ.Χ. χρησίμευε στον καθημερινό λόγο ως μετωνυμία της θεραπείας από την τρέλα και την ανοησία. 9. Ο ναός της Αθηνάς
Το αρχαιότερο κτίσμα, του οποίου μπορεί κανείς να δει ερείπια σήμερα στην Αντίκυρα, είναι ο ναός της Αθηνάς. Βρίσκεται στην πλαγιά του λόφου του Συρού, στην περιοχή που οι ντόπιοι ονομάζουν Πελάτια (Παλάτια). Δεν αναφέρεται από τον Παυσανία, πιθανόν γιατί –όπως δείχνουν και τα ευρήματα- είχε καταστραφεί πολλούς αιώνες πριν περάσει ο περιηγητής από την περιοχή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας ντόπιος αγρότης παρέδωσε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ένα χάλκινο αγαλματίδιο Αθηνάς και υπέδειξε το σημείο που το βρήκε, όπου η αρχαιολογική υπηρεσία διενέργησε ανασκαφή το 1954. Εκεί αποκαλύφθηκε ένα μετρίου μεγέθους κτίσμα (10,5 Χ 5 μέτρα) από το οποίο σώζονται μόνο οι βάσεις των τοίχων. Οι τοίχοι αυτοί ήταν χτισμένοι με το λεγόμενο πολυγωνικό σύστημα, χαρακτηριστικό για τη Φωκίδα του 6ου αιώνα π.Χ. Επίσης ανακαλύφθηκαν αρκετά πήλινα κορινθιακά ακροκέραμα με παραστάσεις της Γοργούς, τα οποία οδήγησαν στη χρονολόγηση του ναού μεταξύ 575 και 550 π.Χ.
Κοντά στον δυτικό του τοίχο σώζεται ακόμα ένα μεγάλο τετράγωνο λίθινο βάθρο με ίχνη από πέλματα, δίχως άλλο το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος της Αθηνάς. Τα ίχνη φωτιάς σε ορισμένα ευρήματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά κάπου προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. Λίγο αργότερα ανοικοδομήθηκε αισθητά μικρότερος όμως (περίπου 4,5 Χ 4 μέτρα). Ωστόσο καταστράφηκε εκ νέου, πιθανόν σε κάποια από τις πολιορκίες της Αντίκυρας το 210 ή το 198 π.Χ. Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται χάλκινα κοσμήματα και φιάλες, δυο χάλκινα αγαλματίδια, κορινθιακή κεραμική και αρκετά πήλινα ειδώλια. 10. Ο ναός της Αρτέμιδος Ειλειθυίας
Σύμφωνα με τον Παυσανία, σε απόσταση δυο σταδίων από την Αντίκυρα, στη χερσόνησο της Κεφαλής, βρισκόταν ένας ναός της Αρτέμιδος. Ο ναός αυτός εντοπίστηκε το 1888 από το γερμανό αρχαιολόγο Lolling. Πρόκειται για έναν ασυνήθιστο ναό με κατεύθυνση βορρά-νότο, είσοδο από βόρεια και αντί για νότιο τοίχο χρησιμοποιεί ένα φυσικό βράχο της Κεφαλής. Στο βράχο αυτό σώζονται μέχρι σήμερα οι λαξεύσεις που φανερώνουν το ύψος και το πλάτος του ναού (5,7 και 6,45 μ. αντίστοιχα), ενώ το αρχικό μήκος του ναού υπολογίζεται ότι θα ήταν 9-10 μέτρα.
Πάντοτε σύμφωνα με τον Παυσανία στο ναό υπήρχε μαρμάρινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς στον εικονογραφικό τύπο που ταιριάζει με την Ειλείθυια, ήταν έργο του διάσημου αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλη και χρονολογείται περί το 330 π.Χ. Μια ιδέα για το πώς θα ήταν μας δίνει η απεικόνισή του στη μια όψη χάλκινου νομίσματος που έκοψε η Αντίκυρα προς τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ.
11. Η λατρεία του Ποσειδώνα και της Αρτέμιδας Δίκτυννας
Ο Παυσανίας περιγράφοντας τα ιερά της Αντίκυρας αναφέρεται σε δυο ακόμη ναούς, για τους οποίους δεν υπάρχει ως τώρα ανασκαφική επιβεβαίωση.
Ο πρώτος βρισκόταν στην καρδιά της αρχαίας πόλης, κοντά στο λιμάνι και ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα. Μέσα στο ναό υπήρχε ένα χάλκινο άγαλμα στον τύπος που είναι γνωστός ως «Ποσειδώνας του Λατερανού», στόλιζε το λιμάνι Λέχαιο στην Κόρινθο και αποδίδεται στο Λύσιππο. Πιθανόν ο Ποσειδώνας της Αντίκυρας να ήταν ένα ελληνιστικό ή ρωμαϊκό αντίγραφο του έργου του Λυσίππου.
Ο δεύτερος ναός βρισκόταν αρκετά έξω από την πόλη, και μάλιστα πιο κοντά στην Άμβροσσο, και ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμη Δίκτυννα. Ο Παυσανίας είχε δει μέσα σε αυτόν ένα άγαλμα της θεάς από μαύρο λίθο που το απέδιδε σε αιγινήτη τεχνίτη. Η Άρτεμις Δίκτυννα λατρευόταν κυρίως στη δυτική Κρήτη, αλλά και στην Αθήνα, τη Φώκαια της Μικράς Ασίας και τη Μασσαλία. Παρόλο λοιπόν που ο ναός ήταν κοντά στην Άμβροσσο, τουλάχιστον στα ρωμαϊκά χρόνια φαίνεται πως βρισκόταν στον έλεγχο της Αντίκυρας, καθώς οι ιέρειες ήσαν Αντικυριώτισες.
12. Η οχύρωση της Αντίκυρας
Στην περιοχή Πελάτια (Παλάτια) στις υπώρειες του λόφου του Συρού ο καθαρισμός κάποιων σκαλοπατιών που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «θέατρο» απέδειξε ότι επρόκειτο για τμήμα της οχύρωσης της πόλης. Τα συγκεκριμένα σκαλοπάτια οδηγούσαν σε ένα τετράγωνο οχυρωματικό πύργο διαστάσεων 6,60 Χ 6,60 μέτρα, χτισμένο από κοκκινωπό ντόπιο πωρόλιθο. Το τείχος ήταν χτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, χαρακτηριστικό για την ύστερη κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Στο καλύτερα διατηρημένο τμήμα του το τείχος σώζεται σε ύψος 4 δόμων που αντιστοιχούν περίπου σε 1,56 μέτρα. Αποτελούταν από δυο «πρόσωπα» χτισμένα με ισοδομικό σύστημα και με γέμιση από χώμα και μικρές πέτρες ανάμεσά τους, με συνολικό πλάτος περί τα 3 μέτρα. Από το σωζώμενο πλάτος το αρχικό ύψος μπορεί να υπολογιστεί μεταξύ 6 και 8 μέτρα. Τμήματα τείχους έχουν εντοπιστεί και σε διάφορες σωστικές ανασκαφές, αλλά η συνολική χάραξή του δεν είναι ακόμα διακριτή. Η χρονολογία κατασκευής του δεν είναι βεβαιωμένη με πιθανότερες περιόδους είτε το 354-350 π.Χ., όταν οι φωκικές πόλεις με χρήματα που είχαν αντλήσει από τους θησαυρούς του Δελφικού ιερού, ενίσχυαν την οχύρωσή τους, είτε λίγο πριν τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) όταν η Αθήνα και η Θήβα συμμάχησαν με τις πόλεις της Φωκίδας ενάντια στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, και τις βοήθησαν να ανακάμψουν από την καταστροφή που εκείνος τους είχε προκαλέσει. 13. Η νομισματοκοπία της Αντίκυρας Το πρώτο νόμισμα που γνωρίζουμε από την πόλη είχε κοπεί για λογαριασμό του Κοινού των Φωκαίων, ήταν χάλκινο και παρίστανε στη μια πλευρά την κεφαλή του Απόλλωνα με την επιγραφή «ΦΩΚΑΙΩΝ», και στην άλλη κεφαλή ταύρου με τα αρχικά της πόλης «ΑΝ». Αντίστοιχα νομίσματα με την ίδια παράσταση έκοβαν και άλλες πόλεις της Φωκίδας, με τα δικά τους βέβαια αρχικά, «ΛΙ» για τη Λιλαία, «ΕΛ» για την Ελάτεια και «ΛΕ» για τον Λέδωνα. Χρονολογικά τοποθετείται είτε στη διάρκεια της φωκικής ηγεμονίας (356-346 π.Χ.), είτε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, μεταξύ 208 και 198 π.Χ., η Αντίκυρα έκοψε δικό της αυτόνομο νόμισμα σε πτολεμαϊκό μετρικό κανόνα. Ήταν και πάλι χάλκινο και από τη μια πλευρά απεικόνιζε την κεφαλή του Ποσειδώνα με τρίαινα, ενώ από την άλλη την Άρτεμη με δάδα στο ένα χέρι και τόξο στο άλλο, φαρέτρα στον ώμο, και δίπλα της ένα σκύλο. Εκατέρωθεν της θεάς είναι μοιρασμένη η επιγραφή «ΑΝΤΙΚΥ-ΡΕΩΝ». |