1. Το γενικό πολεμικό κλίμα το Μάιο του 1944
Τον Μάιο του 1944 η Ομάδα Στρατιών Ε, ανώτατη στρατιωτική διοίκηση του ελληνικού χώρου, ανέθεσε την φρούρηση της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας στην 4η Αστυνομική Μεραρχία των Ες-Ες (4. SS Polizei Panzer-Grenadier Division). Η Μεραρχία είχε υποστεί μεγάλες απώλειες στο ανατολικό μέτωπο και βρισκόταν στην Ελλάδα από τα τέλη του 1943 για ανασυγκρότηση. Στις τάξεις της υπηρετούσαν βετεράνοι του ανατολικού μετώπου, αρκετοί νεοσύλλεκτοι αλλά και φανατικοί εθνικοσοσιαλιστές διοικητές, όπως ο περιβόητος για την σκληρότητά του απέναντι στους αμάχους συνταγματάρχης Καρλ Σίμερς (Karl Schümers). Το 7ο Σύνταγμα, το οποίο διοικούσε, επιλέχθηκε –καθόλου τυχαία– για την καταπολέμηση των ανταρτών της Βοιωτίας. Στις 30 Μαΐου 1944, η διοίκηση του Συντάγματος εγκαταστάθηκε στην Λαμία, το Ι Τάγμα με τον 1ο και 2ο Λόχο στην Λιβαδειά, ο 3ος λόχος στην Πετρομαγούλα και ο 4ος στον Αλίαρτο. Δυο πυροβολαρχίες κάλυψαν τον χώρο Γραβιάς-Αμφίκλειας, το ΙΙΙ Τάγμα διέσπειρε τους λόχους του σε Άμφισσα, Ιτέα και Αράχοβα. Αμέσως ξεκίνησαν αιματηρές, σχεδόν καθημερινές συμπλοκές με τον ΕΛΑΣ της δυτικής Βοιωτίας που είχαν ως με αποτέλεσμα, σε διάστημα μίας μόλις εβδομάδας από την άφιξή τους στη Ρούμελη, οι άνδρες των Ες-Ες να θρηνήσουν 20 νεκρούς και 36 τραυματίες. Η διάθεση εκδίκησης αξιωματικών και στρατιωτών θα φαινόταν πολύ σύντομα και με τον πιο απόλυτο τρόπο.
2. Τα γεγονότα που οδήγησαν στη σφαγή
Σάββατο, 10 Ιουνίου 1944. Το πρωί εκείνης της αποφράδας ημέρας, ο 2ος Λόχος του Ι/7 Τάγματος των Ες-Ες –με διοικητή τον ταγματάρχη Κούρτ Ρίκερτ (Kurt Rickert)– που στάθμευε στη Λιβαδειά έλαβε διαταγή «επιδρομής» (Überholung) στην ευρύτερη περιοχή του Διστόμου, που θεωρείτο «εχθρική ζώνη». Ως «δόλωμα» για τους αντάρτες εξέδραμε και ένα απόσπασμα της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (GFP) με πολιτική ενδυμασία και δύο επιταγμένα ελληνικά φορτηγά, ενώ ακολούθησαν πέντε ακόμη φορτηγά με στρατιώτες από την Άμφισσα. Οι δύο φάλαγγες συναντήθηκαν στη διασταύρωση Διστόμου-Αράχοβας και συνέχισαν την πορεία τους, ενώ συνέλαβαν και 12 άτομα που θέριζαν ανυποψίαστα στα χωράφια. Πλησιάζοντας στο Δίστομο οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα οτιδήποτε κινείτο χωρίς να κατεβούν από τα αυτοκίνητα –σκοτώνοντας συνολικά έξι άτομα– και έφτασαν στο χωριό λίγο πριν το μεσημέρι. Ο διοικητής του 2ου Λόχου ανθυπολοχαγός Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach) τοποθέτησε φυλάκια και ζήτησε πληροφορίες για τη δράση των ανταρτών. Ο ιερέας Σωτήρης Ζήσης και ο πρόεδρος Χαράλαμπος Κίνιας αρνήθηκαν πως είχαν δει αντάρτες τις τελευταίες μέρες (αν και μονάδες του ΕΛΑΣ δρούσαν στην περιοχή), ενώ οι Διστομίτες προσπάθησαν έντρομοι να περιποιηθούν τους εισβολείς, γνωρίζοντας την τύχη των έξι άτυχων συγχωριανών τους. Στις 12.30 τα επιταγμένα ελληνικά φορτηγά-δολώματα και τρία ακόμα οχήματα κατευθύνθηκαν προς το Στείρι αγνοώντας πως σε κοντινή απόσταση, κοντά στο εξωκκλήσι της Αγίας Ειρήνης, βρισκόταν ο 11ος λόχος του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ με διοικητή τον υπολοχαγό Χριστόφορο Τσιγαρίδα («Γερακοβούνης»). Οι 90 αντάρτες πήραν διάταξη μάχης με δύο βαριά πολυβόλα οργανώνοντας μια πετυχημένη ενέδρα.
3. Η σφαγή των αθώων
Ο ορυμαγδός της μάχης ακούστηκε στο Δίστομο από όπου κατέφθασαν ενισχύσεις στο σημείο απωθώντας τους αντάρτες. Τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν και 18 τραυματίστηκαν (οι τέσσερις αργότερα υπέκυψαν). Στις 16.00 οι εξαγριωμένοι άνδρες των Ες-Ες επέστρεψαν στο Δίστομο. Στο χωριό των 1.800 ψυχών είχαν απομείνει λιγότεροι από 300 κάτοικοι, αφού οι περισσότεροι είχαν φύγει φοβούμενοι αντίποινα. Οι Γερμανοί διέταξαν τους κατοίκους να κλειστούν στα σπίτια, εκτέλεσαν μπροστά στο δημοτικό σχολείο τους 12 αιχμαλώτους που μετέφεραν, και στη συνέχεια επιδόθηκαν σε μια απερίγραπτη σφαγή από σπίτι σε σπίτι, δολοφονώντας με «οργιαστικό» τρόπο άνδρες γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας. Η θηριωδία, ακόμα και για την απαίσια φήμη των Ες-Ες, ήταν πρωτοφανής:
«Φονεύουσι την Ευφροσύνην Σταθά και το θηλάζον βρέφος της, ηλικίας 7 μηνών, αποκόπτουσι τμήμα του μαστού της μητρός και το τοποθετούσι εις τον στόμα του νεκρού βρέφους. Του αβάπτιστου νηπίου του Ζάκα διανοίγουσιν την κοιλίαν, η δε Διαμαντή Ζάκα, έγκυος ούσα, ευρίσκετο ξεκοιλιασμένη [...]. Την σύζυγον Χαρ. Σφουντούρη ρίπτουσιν ζώσαν εις την πυράν. Ανέρχονται εις την οικίαν της Φωτ. συζ. Λουκά Λιάσκου, την φονεύουσι συντρίβοντας την κεφαλήν της αφού την εβίασαν, ξεκοιλιάζουσι και το νήπιον, όπως εκοιμάτο εις την κούνια του. Του Γεωργ. Μίχα διανοίγουσι την κοιλίαν και τα έντερα περιτυλίσσουσι εις τον λαιμόν του, του δε Ηρακλή Μίχα συντρίβουσι την κεφαλήν. Η οικογένεια του Μιλτ. Νικολάου εξετελέσθη καθ’ην στιγμήν προσηύχετο γονατιστή κάτω από τας αγίας εικόνας, διασωθείσης ως εκ θαύματος της θυγατρός των Νίτσας [...]. Δύο παιδάκια ηλικίας 5 και 8 ετών του Αναστ. Σταθά πηδήσαντα από το παράθυρον της οικίας των, όπου εξετελούντο οι γονείς των, κατεδιώχθησαν και εφονεύθησαν φεύγοντα». Τριάντα περίπου σπίτια-νεκροταφεία παραδόθηκαν στις φλόγες, 70 μουλάρια και άλογα εξοντώθηκαν, οικοσκευές, τιμαλφή και οικόσιτα ζώα αρπάγησαν. «Σφαγή, φωτιά, βιασμός, ληστεία. Όλη η τετραλογία της κτηνωδίας, προς δόξαν της φυλής των Αρείων» (εφ. Ελευθερία, 10.6.1945).
Ο φριχτός απολογισμός ήταν 223 δολοφονημένοι –συμπεριλαμβανομένων δέκα αθώων που εκτέλεσαν οι Γερμανοί εν ψυχρώ στον δρόμο της επιστροφής– και περίπου 20 επιζώντες που σώθηκαν κάτω από τα πτώματα συγγενών και συγχωριανών. Η τελευταία πινελιά της φρίκης δόθηκε στις γερμανικές υπηρεσιακές αναφορές, όπου γινόταν λόγος για «μάχη» και τα θύματα βαφτίστηκαν «συμμορίτες» και «υποστηρικτές συμμοριών».
4. Η σφαγή στο Καλάμι – «δεύτερο Διστομο»
Λίγοι γνωρίζουν πως ακολούθησε και «δεύτερο Δίστομο»: Την επομένη, ένα επίτακτο φορτηγό της γερμανικής φρουράς του Αλιάρτου, δέχτηκε επίθεση ανταρτών κοντά στην Κορώνεια. Δύο στρατιώτες τραυματίστηκαν και το αυτοκίνητο λαφυραγωγώθηκε. Λίγο μετά τις 18.00 μια διμοιρία του 4ου Λόχου του Ι/7 Τάγματος ξεκινούσε με δύο φορτηγά από τον Αλίαρτο διατεταγμένη να εξοντώσει κάθε τι ζωντανό στο δημόσιο δρόμο Αλιάρτου-Λιβαδειάς, ως το σημείο της ενέδρας. «Τα αυτοκίνητα δε στάθηκαν τυχερά. Ήταν Κυριακή κι οι Έλληνες δεν δούλευαν στα χωράφια [...] Μονάχα στο σταυροδρόμι προς τον Άι-Γιώργη συναντήσανε δύο. Τον Γιώργη Κατή, 45 ετών από τον Άι-Γιώργη και έναν έμπορο ταξιδιώτη από την Κοκκινιά, Γιάννη Παυλιδάκη. Σ’ αυτούς ξέσπασαν αδειάζοντας πάνω τους τα τουφέκια».
Τρία ακόμα φορτηγά και δυο μοτοσικλέτες ξεκίνησαν ταυτόχρονα από τη Λιβαδειά και έφτασαν τις βραδινές ώρες στον ολιγάνθρωπο συνοικισμό Καλάμι, με ομήρους τρεις διαβάτες. Από το ανθρωπομάζεμα που ακολούθησε, δεν εξαιρέθηκαν ούτε τα βρέφη. Οι τρεις μοναδικοί άνδρες κάτοικοι χωρίστηκαν από τα γυναικόπαιδα και εκτελέστηκαν στην είσοδο του χωριού μαζί με τους ομήρους. Ακολούθησαν σκηνές πρωτοφανούς αγριότητας:
«Τα γυναικόπαιδα τώρα πια καταλαβαίνουν πως έφτασε το τέλος τους. Αρχίζουν να κλαίνε με ξεφωνητά. Οι μάνες, με τα παιδιά στα χέρια, προσπέφτουν στους δολοφόνους τους, και τους θερμοπαρακαλάνε ν’ αφήσουν τα παιδιά τους να φύγουν κι αυτές ας τις σκοτώσουν [...] Η Ευαγγελία Σλατινοπούλου κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της τα δύο παιδιά της. Κλαίνε κι αυτά, χωρίς να ξέρουν τι τους προσμένει. Κάποιος από τους φονιάδες σέρνει τη λόγχη του κι ανάλγητα τα λογχίζει ένα-ένα στο λαιμό. Το αναπάντεχο που βλέπει και το ζεστό αίμα απ’ τα βρέφη, κάνουν τη μάνα Σλατινοπούλου έξω νου να στριγκλίζει, σφίγγοντας στην αγκαλιά τα μισοπεθαμένα παιδιά της. Άλλος φονιάς παρεκεί, [της] φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι». Τα πολυβόλα σκέπασαν τα ουρλιαχτά των υπόλοιπων γυναικών. Έξι άντρες και δεκαέξι γυναικόπαιδα δολοφονήθηκαν εκείνη τη νύχτα και τα πτώματά τους αποτεφρώθηκαν με τη βοήθεια εμπρηστικής σκόνης.
5. Το Δίστομο αιχμή διεκδικήσεων και τόπος συλλογικής μνήμης
Για δεκαετίες, το μαρτυρικό Δίστομο απασχολεί τον δημόσιο εθνικό και διεθνή λόγο λειτουργώντας έως τις ημέρες μας σαν «πολιορκητικός κριός» στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων, ενώ, ακόμα και για τους μη γνώστες της εποχής αποτελεί έναν πραγματικό και συμβολικό τόπο μνήμης μιας εκ των γνωστότερων τραγωδιών του Πολέμου και της Κατοχής στην Ελλάδα. Και είναι μάλλον συγκινητικό πως, μόλις πέντε μήνες μετά τη σφαγή, στην απελευθερωμένη Ελλάδα, ορισμένοι επιζώντες ήδη σκέφτονταν να οικοδομήσουν ένα μαυσωλείο στο καθημαγμένο χωριό, «το οποίο θα καταστή ο φάρος, όστις θα καταυγάζη και θα σαλπίζη ανά τους αιώνες το ανοσιούργημα του φασισμού». |