1. Η υφαντική στην Αράχωβα.
Μεταξύ των περιοχών στις οποίες άνθισε η υφαντική σαν οικιακή και εργαστηριακή τέχνη (Ήπειρος, Θεσσαλία, Σουφλί, Καλαμάτα) ήταν και η Αράχοβα, όπου οι γυναίκες ενδιαφέρθηκαν για τον αργαλειό μετά το 1850. Ενδεικτικές πληροφορίες για αυτή την γυναικεία απασχόληση δίνει η Ρουμάνα περιηγήτρια Dora d’Istria που φιλοξενήθηκε εκεί και επαινεί τα εξαιρετικά υφαντά της περιοχής. Ο λογοτέχνης Τιμολέων Αμπελάς επίσης εξαίρει από την πλευρά του την προσφορά της Αραχωβίτισσας τόσο στην επένδυση και διακόσμηση των εσωτερικών χώρων του σπιτιού όσο και στην ενδυμασία ανδρών και γυναικών.
Από το 1927 που η Αγγελική Χατζημιχάλη και η Εύα Πάλμερ- Σικελιανού, θέλοντας να συνδυάσουν τις Δελφικές γιορτές με τη νεοελληνική παράδοση, οργάνωσαν έκθεση λαϊκής τέχνης στο χωριό των Δελφών και στην Αράχοβα, τονώθηκε η αγάπη για τα γνήσια λαϊκά έργα και προβλήθηκαν τα εγχώρια υφαντά. Από τότε καλλιεργήθηκε ο επαγγελματισμός, άρχισαν να δέχονται παραγγελίες από την ευρύτερη περιοχή και η υφαντική απετέλεσε μέσο βιοπορισμού. 2. Υφάντρα-αργαλειός
Πρωταγωνίστρια του εγχειρήματος η άοκνη και πολυπράγμων Αραχοβίτισσα νοικοκυρά, η οποία από κορίτσι 15 ετών με την καθοδήγηση και επίβλεψη της μητέρας εμυείτο στην τέχνη της αρχικά σε σχέδια απλά. Με την πάροδο του χρόνου και την εξάσκηση προόδευε και ετοίμαζε προικιά-καλλιτεχνήματα. Το πάθος του αργαλειού καλλιέργησε την άμιλλα μεταξύ τους για την αναζήτηση πολύπλοκων σχεδίων και αρμονικού συνδυασμού χρωμάτων. Από το σύνολο διακρίθηκαν κάποιες που ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την υφαντική και αμείβονταν ανάλογα με το σχέδιο (απλό ή περίτεχνο). 3. Επεξεργασία πρώτων υλών
Βασική υφαντική ύλη ήταν τα μαλλιά που προμηθεύονταν από τον τσοπάνη μετά τον ανοιξιάτικο «Κούρο». Οι νοικοκυρές αφού έπλεναν το μαλλί σε καυτό νερό, το κτυπούσαν με τον ξύλινο κόπανο για να φύγει η , το ξέβγαζαν με άφθονο νερό και το άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσει. Στη συνέχεια «έξαιναν» (άνοιγαν) το μαλλί στο χέρι για να γίνει αφράτο και το για να γίνει τουλούπα έτοιμη για γνέσιμο. Με την ομορφοπελεκημένη ρόκα (έργο τέχνης των ποιμένων του Παρνασσού) οι επιδέξιες ώριμες γυναίκες αλλά και κοπέλες που ετοίμαζαν την προίκα τους αξιοποιώντας κάθε χρονική στιγμή, μεταμόρφωναν με ποιητικές, αρμονικές κινήσεις την τουλούπα σε νήμα, το οποίο τύλιγαν στο αδράχτι και στη συνέχεια με τον «» το νήμα και ξετυλίγοντάς το από το αδράχτι έφτιαχναν «κούκλες» έτοιμες για βάψιμο. (Από την δεκαετία του 1970 προμηθεύονταν εριονήματα από την αγορά.) 4. Βαφική
Ακολουθούσε η βαφή των γνεμάτων, δηλαδή των νημάτων, διαδικασία που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή όχι μόνο για να επιτύχουν τον ακριβή χρωματικό τόνο, αλλά και χρώματα ανεξίτηλα. Παλιότερα οι βαφές ήταν φυτικές και προέρχονταν από φύλλα, άνθη και καρπούς της τοπικής χλωρίδας, που τα έριχναν σε νερό που έβραζε σε τεράστιο καζάνι. Συγκεκριμένα: το ριζάρι έδινε κόκκινο χρώμα, τα σπαρτολούλουδα αποχρώσεις του κίτρινου, το κονιζό λαδί, η γαλαξίδα λαχανί-μουσταρδί, τα βελανίδια γκρί, η λαπαθόριζα γαλάζιο, τα καρυδόφλουδα μπεζ-καφέ-σοκολατί, τα κρεμυδόφυλλα και τα αμυγδαλόφλουδα σάπιο μήλο κ. α. Αργότερα τις φυτικές βαφές τις αντικατέστησαν χημικές χρωστικές ουσίες συνδυαζόμενες με διάφορα προστύμματα για την εξασφάλιση χρωματικής σταθερότητας. Μετά την ολοκλήρωση της βαφικής διαδικασίας άπλωναν τα βαμμένα νήματα να στεγνώσουν. 5. Ύφανση-προϊόντα
Με τον αργαλειό στημένο και πλήρως εξοπλισμένο η υφάντρα άρχιζε την ύφανση και παρήγε ποικιλία δημιουργημάτων που διέφεραν ως προς τη χρήση, την τεχνική και το σχέδιο. Και ήταν πάμπολλα· όλα χρηστικά αλλά και δείγματα φιλοκαλίας: τόσο φορεσιές όσο και καλύμματα «σπιτίσια». Τα τελευταία διακρίνονταν σε: α) στρωσίδια του ύπνου (κουβέρτες, μπατανίες, τσέργες, μαλλινοσέντονα, μαξιλάρια), και β) στρωσίδια εσωτερικών χώρων: ντιβανόπανα και για την κρεβατοκάμαρα, διακοσμητικά μαξιλάρια για τα και παντοειδή χαλιά, τα ονομαστά καρπίτια. Αυτά διακρίνονταν ανάλογα με την τεχνική ύφανσης σε «σκέτα», τελείως επίπεδα, και σε «φλιωτά» με φλόκο ή θηλιές. Τα αραχωβίτικα καρπίτια ήταν κατά κανόνα διακοσμημένα. Τα πιο απλά και εύκολα στην κατασκευή ήταν τα ριχτά ή σκέτα, διακοσμημένα με παράλληλες πολύχρωμες ζώνες. Σε βαθμό δυσκολίας ακολουθούσαν τα ταλαντνέικα, είδος ριχτών με διακόσμηση μέσα στις ζώνες. Τα πολύπλοκα διακοσμημένα με πλουμίδια και ξόμπλια κυριολεκτικά κεντημένα ήταν τα ονομαζόμενα «πλεχτά»· στην κατηγορία αυτή διακρίνουμε το «σύμπλεγμα» (καρπίτια γεμάτα σχέδια) και τον «αφαλό», όταν το κεντρικό διακοσμητικό θέμα εξαίρεται με την βοήθεια ενός περιγράμματος ή διακοσμητικού πλαισίου (μπορντούρες). Συχνά η υφάντρα για να αποφύγει το μεγάλο κενό που της εξασφάλιζε η «απλωσιά» κατέφευγε στη χρήση συναφών-παραπληρωματικών περιθωριακών θεμάτων στις απέναντι πλευρές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι βασική προϋπόθεση επιτυχίας ήταν το δέσιμο σχεδίου και χρωμάτων. Το χρώμα του «κάμπου» (φόντου) επηρέαζε τόσο τη χρωματική σύνθεση των διακοσμητικών θεμάτων όσο και την πυκνότητά τους (π. χ ανοιχτόχρωμο φόντο –πυκνά θέματα). Ενώ στις αρχές του υφαντικού εγχειρήματος τα σχέδια ήταν περιορισμένα και τα μοναδικά χρώματα το κόκκινο και το μαύρο, με την πάροδο του χρόνου τα πλουμίδια πολλαπλασιάστηκαν και οι απαιτήσεις για τις ζωηρές αντιθέσεις χρωματικών τόνων, καθώς και για διάλογο θερμών και ψυχρών χρωμάτων έγιναν εντονότατες.
Τα διακοσμητικά μοτίβα ήταν άλλοτε απλά γεωμετρικά σχήματα και άλλοτε πάλι σχηματοποιημένες μορφές φυτών, ζώων και αντικειμένων, με κυρίαρχα τα λουλούδια, που τα προσάρμοζε η υφάντρα στην τεχνική που απαιτούσε το «κέντημα» στον αργαλειό και έδινε εύοσμες καλλιτεχνικές δημιουργίες.
Αναγκαία η μνεία κάποιων σχεδίων που κληροδοτούσαν οι μανάδες στις κόρες μέσα στην κλειστή κοινωνία της Αράχοβας: κάβουρας, ρόκες, γραφτό, κλαρί, πλάτανος, κλειδιά, ήλιος, οκτάκτινο άστρο, κουραμπαλίνα, κοδέλλα, γέρος, δασονόμος, Κατσαντώνης, γιατρίνα, πολυέλαιος, δόντια, ποτήρια και τα νεότερα φιούμπα και τσαρούχι.
Σημειωτέον ότι όλες οι γυναίκες αντλούσαν από το κοινό καλλιτεχνικό απόθεμα του τόπου τους και προκειμένου να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό συνδύαζαν περισσότερα τυπικά θέματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο απέφευγαν την ενοχλητική ομοιομορφία των δημιουργημάτων. Ενίοτε αγόραζαν σχέδια από προικισμένους και καλλιτεχνικά ευαίσθητους σχεδιαστές που αφομοίωναν τα ξένα πρότυπα και τα παρέδιδαν ενσωματωμένα στην τοπική παράδοση. 6. Αργαλειός: εθιμολογία και παραδοσιακός λόγος
Η υφαντική, γυναικεία απασχόληση της παραδοσιακής κοινωνίας, συνδέεται με εκδηλώσεις του λαϊκού βίου, όπως είναι η ύφανση των προικιών (έναρξη τη Δευτέρα, ποτέ την Τρίτη ως αποφράδα ημέρα και το Σάββατο), το κέρασμα συγγενών και φίλων, όταν η μελλόνυμφη ύφαινε το σαλοκάρπιτο και τέλος η έκθεση των προικιών την παραμονή του γάμου. Τη σοβαρότητα της ενασχόλησης μαρτυρούν ευχές τόσο σε νέα κορίτσια: «Την ευχή μου κόρη μ΄, να ’χεις / αργαλειό να μάθεις/ χέρια πόδια να κουνάς,/ τη σαΐτα να πετάς», όσο και στις υφάντρες: «καλορίζικο˙ η ώρα η καλή», «Σαν το νερό», «Οσο περβάτησα να βγάνεις», αλλά και οι κατάρες: «Ώρα κακή και κοντοδιάστρα», «Θε μου, να τσακιστεί τ’ αντί, να ραγιστεί το χτένι/ και να κοπούν πολλές κλωστές, να κάθεται να δένει». Τέλος η ειρωνεία για την κακή υφάντρα: «Σα δεν ήξερες να υφάνεις, τα μασούρια τι τα βάνεις;/ χέρια πόδια να κουνάς, τη σαΐτα να περνάς;», και το παροιμιώδες δίστιχο «Το κέντισμα ’ναι γλέντισμα, κι η ρόκα είναι σεργιάνι, /κι η ξαναμμένη σε(α)ρμινιά είναι σκλαβιά μεγάλη».
7. Επίλογος
Όταν άρχισε η τουριστική ανάπτυξη της χώρας μας, οι 1000 περίπου αργαλειοί που ηχούσαν στην Αράχοβα παρήγαν χειροτεχνήματα, σημαντικό μέρος των οποίων απορροφούσαν οι επισκέπτες και η ξένη αγορά.
Για την κάλυψη οικιακών αναγκών πολλές γυναίκες ύφαιναν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70, ενώ οι νεότερες περιόρισαν την υφαντική δραστηριότητα.
|