1. Εισαγωγή Οι ανασκαφές σε αρκετές περιοχές της Βοιωτίας, αλλά κυρίως στην πόλη της Θήβας, που από τη δεκαετία του 1980 διεξάγονται συστηματικότερα για τα βυζαντινά στρώματα, έφεραν στο φως ένα πλήθος κεραμικών αντικειμένων που αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών για την παραγωγή, την κατανάλωση, το εμπόριο και την οικονομία, αλλά και για τις καθημερινές δραστηριότητες. Εκτός από τις ανασκαφές συμβολή στη μελέτη της μεσαιωνικής κεραμικής στη Βοιωτία αποτελούν και οι συστηματικές αρχαιολογικές επιφανειακές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες 1980 και 1990 από Πανεπιστήμια της Ολλανδίας και της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας επισημάνθηκαν 74 συνολικά θέσεις με κεραμικά ευρήματα μεσαιωνικής περιόδου. Ο μεγάλος αυτός αριθμός φανερώνει ότι υπήρχε στη Βοιωτία μία ενδοχώρα που είχε μία συνεχή ζήτηση προϊόντων και επομένως και πήλινων σκευών. Παραγωγή τέτοιων σκευών γινόταν και στην ύπαιθρο, όπως διαπιστώθηκε για χύτρες και κυψέλες, όμως το καλό οδικό δίκτυο και τα λιμάνια της Βοιωτίας εξυπηρετούσαν στη μεταφορά των προϊόντων. 2. Κεραμική πρώιμης βυζαντινής περιόδου (10ος – τέλη 11ου αι.) Στην πρώιμη κεραμική της εξεταζόμενης περιόδου ανήκει εκείνη των λεγόμενων μεταβατικών χρόνων (7ος -8ος αι.) που έχει εντοπιστεί, σε πολύ μικρές βέβαια ποσότητες, στη Θήβα και στο λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου, νοτιοδυτικά της αρχαίας Τανάγρας. Με την εγκατάσταση στη Βοιωτία ήδη από τον 9ο αι., βυζαντινών αξιωματούχων από την Κωνσταντινούπολη, όπως ο βασιλικός κανδιδάτος Βασίλειος, που έκτισε το 871/2 τον ναό του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου στη Θήβα και ο Λέων που ένα χρόνο αργότερα έκτισε το ναό της Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό, έφθασαν στη Θήβα κυρίως, κεραμικά με λευκό πηλό, που είναι βέβαιο ότι αποτελούν προϊόντα εργαστηρίου της Πρωτεύουσας. Από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα είναι τρία εφυαλωμένα υψίποδα πινάκια, με ανάγλυφο διάκοσμο αετού, όμοιου σε αγγεία της Κωνσταντινούπολης, που αποκαλούνται συμβατικά «φρουτιέρες» και ένα σκεύος με κάλυμμα, το λεγόμενο σαλτσάριο ή γαράριο. Είναι ένα σύνθετο σκεύος στο κάτω μέρος του οποίου τοποθετούσαν τη φωτιά, που διατηρούσε ζεστή τη σάλτσα στο ρηχό πιάτο, που αποτελούσε το πάνω μέρος του σκεύους. Η σάλτσα αυτή κατασκευαζόταν από τα εντόσθια ενός ψαριού, του γάρου. Η χρήση των σκευών αυτών ήταν περιορισμένη και ως προς τον αριθμό, γιατί ήταν είδη πολυτελείας, αλλά και ως προς τη χρονική διάρκεια, που χονδρικά τοποθετείται από τον 9ο έως τον 11ο αι. Από τον 10ο αι. εμφανίζεται στη Θήβα ένας αμφορέας που προέρχεται από την Απουλία, χαρακτηρίζεται όμως ως τύπος Οτράντο, επειδή βρέθηκε εκεί. Το Οτράντο μάλιστα είναι γνωστό ότι αποτελούσε από τον 9ο αι. και εξής το πιο σημαντικό λιμάνι μεταξύ της αυτοκρατορίας και της νότιας Ιταλίας. Εκτός από τη Θήβα ο αμφορέας αυτός έχει επισημανθεί σε πέντε τουλάχιστον περιοχές της Βοιωτίας. 3. Κεραμική κυρίως βυζαντινής περιόδου (τέλη 11ου – 13ος αι.) Από τα τέλη του 11ου αι. που καταργείται το σαλτσάριο, που ήταν σκεύος για κοινή χρήση, εμφανίζονται στα τραπέζια τα κύπελλα, τα πινάκια και οι κούπες που προορίζονταν για ατομική χρήση. Είναι μονόχρωμα, πολύχρωμα ή με την τεχνική sgraffito. Τα τελευταία κυριαρχούν από τα μέσα του 12ου αι. και ο διάκοσμος δεν περιορίζεται σε ανεικονικά μόνο θέματα, αλλά και στην απόδοση εικονιστικών θεμάτων με ανθρώπινες μορφές, πουλιά, ψάρια, ζώα κ.ά. Το διαιτολόγιο περιλαμβάνει αυτή την περίοδο λαχανικά, φρούτα και ελαιόλαδο. Από τα τέλη του 12ου - αρχές 13ου αι. αφθονούν σε όλη τη Βοιωτία τα και τα κεραμικά. Τα τελευταία παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με της Κορίνθου. Μικρότερη διάδοση έχουν τα υψηλής ποιότητας αγγεία που ονομάζονται τύπου Ζευξίππου, επειδή αυτός ο τύπος εντοπίστηκε για πρώτη φορά και μελετήθηκε στο ανασκαφικό υλικό των Λουτρών του Ζευξίππου στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός όμως από τα εισηγμένα υπήρξαν και ντόπιες απομιμήσεις. Από τις αρχές του 13ου αι., εξαιτίας της συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας μετά τη λατινική κατάκτηση, υπάρχει μια ευρύτερη κίνηση αποκέντρωσης εργαστηρίων εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της παραγωγής φαίνεται πως έπαιξε ένας νεωτερισμός στον τρόπο ψησίματος των εφυαλωμένων αγγείων με τη χρήση τριποδίσκων. Έτσι χωρίς το φόβο να κολλήσουν κατά το ψήσιμο, στοιβάζονταν στο καμίνι κατά στήλες και όχι ένα-ένα όπως γινόταν προηγουμένως, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής. Η πρόσφατη ανεύρεση σε ένα οικόπεδο της Θήβας πήλινων τριποδίσκων, όχι μόνο παρέχει για πρώτη φορά απτή απόδειξη της ύπαρξης ενός τέτοιου θηβαϊκού εργαστηρίου, αλλά δίνει και τη δυνατότητα αναγνώρισης των προϊόντων από τα «σκάρτα» που πετάχθηκαν, πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία ψησίματος. Προϊόντα τοπικών εργαστηρίων αποτελούν οι χύτρες, ο μεγάλος αριθμός των οποίων είναι αξιοσημείωτος σε σχέση με την σπανιότητα των τηγανιών, τα οποία είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για την παρασκευή του σφουγγάτου, είδος ομελέτας με διάφορα λαχανικά, κυρίως κρεμμύδια. Επίσης τα φλασκία ή ασκοδάβλες που αποτελούσαν ατομικά δοχεία μεταφοράς πόσιμου νερού ή κρασιού. Μεγάλος επίσης είναι και ο αριθμός και η ποικιλία των εφυαλωμένων λυχναριών, που τοποθετούνταν είτε απευθείας σε μια επίπεδη επιφάνεια ή σε λυχνοστάτη. Απαραίτητα σε κάθε σπίτι ήταν και το δοχείο νυκτός και ο κουμπαράς, που το σχήμα και των δύο δεν διαφέρει από τα αντίστοιχα σκεύη των νεωτέρων χρόνων. Οι κυψέλες κατασκευάζονταν στην ύπαιθρο, κομμάτια τους όμως έχουν βρεθεί και στην πόλη της Θήβας. Από την περιοχή του Ακραιφνίου τέλος προέρχεται ένα ιδιαίτερα σπάνιο δοχείο για το άρμεγμα της κατσίκας, που ονομάζεται αμούργκι ή αρμεός. 4. Περίοδος Φραγκοκρατίας 4.1. Εισηγμένη εφυαλωμένη κεραμική (13ος – 15ος αι.) Στους Φράγκους κατακτητές του 1204 αλλά και στις άλλες νέες κοινωνικές ομάδες που κατέλαβαν στη συνέχεια τη Βοιωτία, στους Καταλανούς το 1311 και στους Φλωρεντινούς Ατζαγιόλι το 1380, οφείλεται η εισαγωγή νέων προϊόντων από τη Δύση, όπως για παράδειγμα τα μαγιόλικα, πορώδη κεραμικά με ζωγραφικό διάκοσμο πάνω σε . Από αυτά πολύ διαδεδομένα κατά το τέλος του 13ου αι. είναι τα πινάκια και οι κούπες με το σχαρωτό διάκοσμο που κατασκευάζονταν πιθανότατα στην Απουλία. Στον 13ο-14ο αι. ανήκει και ένα άλλο δοχείο που βρέθηκε στη Θήβα. Λέγεται albarello από την περσική λέξη «el barrani» που σημαίνει δοχείο μπαχαρικών. Μετά την εισαγωγή του στην Ευρώπη, μέσω Βενετίας και Ισπανίας, διαδόθηκε σε πολλές χώρες και χρησιμοποιήθηκε για φάρμακα και αρώματα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και ως ιερό σκεύος. Αυτή τη χρήση πρέπει να είχε και εδώ αφού βρέθηκε κοντά στην Παναγία Λόντζια, μητρόπολη των Φράγκων. Από την Ισπανία και μάλιστα από εργαστήριο της Μάλαγας προέρχεται ένα διακοσμητικό αγγείο μεγάλων διαστάσεων με «πτερόσχημες λαβές», μοναδικό ίσως στον ελλαδικό χώρο. Αγγεία του τύπου αυτού χαρακτηρίζονται ως «Alhambra vases» και το πιο γνωστό, χρονολογούμενο στο β΄ μισό του 14ου αι., βρίσκεται στο παλάτι Αλάμπρα της Γρανάδας. Άλλα δύο βρίσκονται στο παλάτι του Παλέρμο και στο Μουσείο Σεβρών. Η σχέση επομένως του αγγείου αυτού με την καταλανική παρουσία στη Θήβα, όπου βρέθηκε, είναι προφανής. Στη Θήβα επίσης εντοπίστηκαν αγγεία από την Αίγυπτο, του 14ου-15ου αι., που έως τώρα είχαν βρεθεί μόνο στη Ρόδο. Οι μαρτυρίες που υπάρχουν για εξαγωγή θηβαϊκών μεταξωτών στην Αίγυπτο κατά τον 14ο αι. αποτελούν τεκμήρια για την επικοινωνία μεταξύ τους. Η Συρία επίσης θεωρείται ο τόπος καταγωγής ορισμένων αγγείων. Μια μικρή μάλιστα κανάτα με μπλε και μαύρο διάκοσμο, που καλύπτεται με εφυάλωση κασσίτερου έχει ομοιότητες ως προς τον διάκοσμο με κεραμικά σε γαλλικά μουσεία και συλλογές χρονολογούμενα στον 13ο-14ο αι. Η απεικόνιση της «ωραίας κυρίας», σε ένα άλλο θραύσμα από πινάκιο, είναι από τα αγαπημένα θέματα στο τέλος του 15ου αι. του εργαστηρίου της Faenza, στην περιοχή της Τοσκάνης. Η αναγραφή τέλος του ονόματος Gualterius στο στόμιο μιας κανάτας ή η απεικόνιση ενός θυρεού στην εσωτερική επιφάνεια μιας κούπας δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα δύο αυτά σκεύη ήρθαν στη Θήβα μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή του δυτικού κατόχου τους. Στην επίδραση του δυτικού τρόπου διατροφής αλλά και στις οικονομικές συνθήκες της εποχής της φραγκοκρατίας έχουν αποδοθεί οι αλλαγές στο σχήμα των αγγείων, που γίνονται μικρότερα και βαθύτερα κατάλληλα για σούπες και ζωμούς. Το διαιτολόγιο αυτή την εποχή προσδιορίσθηκε από λιπαρές δίαιτες, οι οποίες είχαν ως βάση τους την κατανάλωση περισσότερης ποσότητας κρέατος. Στο τραπέζι εμφανίζονται κανάτες και ποικιλία σκευών για ατομική χρήση. Η αλλαγή αυτή κράτησε ως τον 16ο αι. 5. Κεραμική πρώιμης οθωμανικής περιόδου Η ευημερία της πρώιμης οθωμανικής περιόδου που οφείλεται στην πολιτική ασφάλεια, την οικονομική ευμάρεια, τη χαμηλή φορολογία και την επιεική διακυβέρνηση, αποτυπώνεται στην ποικιλία ντόπιων και εισηγμένων κεραμικών από την Ανατολή, κυρίως τη Νίκαια και την Κιουτάχεια, και από τη Δύση, κυρίως την Ιταλία (μονόχρωμα εγκάρακτα και ύστερα μαγιόλικα). Από την εποχή αυτή επανέρχεται ο κοινοβιακός σιτισμός, ο οποίος εισήχθηκε πιθανότατα από μία νέα ελίτ, προερχόμενη από την Ανατολή και βασίστηκε σε ισλαμικά έθιμα και ισλαμικές παραδόσεις σχετικά με την τροφή και τα έθιμα διατροφής. Όσο για το διαιτολόγιο έχει γίνει γνωστό ότι βασίστηκε κυρίως σε σούπες, ρύζι και βούτυρο, ο τραχανάς μάλιστα ήταν το κυριότερο φαγητό για τους πληθυσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κάμψη της αυτοκρατορίας που άρχισε στο τέλος του 17ου αι. διαπιστώνεται και από την κατώτερη ποιότητα της κεραμικής με τη λεπτή εφυάλωση που φθείρεται εύκολα και που περιορίζεται στη μονοχρωμία. |