1. Τοπογραφικά στοιχεία
Η Θίσβη ήταν σημαντική πόλη της νοτιοδυτικής Βοιωτίας, στις νότιες παρυφές του όρους Ελικώνα, δυτικά των Θεσπιών και σε κοντινή απόσταση από τον Κορινθιακό. Συγκεκριμένα βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, στην κοιλάδα του Περμησσού. Το σημερινό χωριό Θίσβη (πρώην Κακόσι) καταλαμβάνει, όπως φαίνεται, την ίδια θέση με την αρχαία πόλη, και συγκεκριμένα ένα κοίλωμα μεταξύ ενός οροπεδίου στα νότια και ενός κωνικού λόφου στα βόρεια. Και στα δύο αυτά υψώματα υπάρχουν ερείπια αρχαίων οχυρώσεων. Ο κωνικός λόφος στα βόρεια, το Παλαιόκαστρο, πλην μιας μικρής ένωσης με τον κύριο όγκο του όρους Ελικώνα, διαθέτει απότομες πλαγιές, γεγονός που τον καθιστά κατάλληλο για την ίδρυση ακρόπολης αρχαίας πόλης. Άλλωστε η θέση του είναι τέτοια που επιτρέπει την εποπτεία όλης της γύρω περιοχής. Από το μικρό οροπέδιο στα νότια, το σημερινό Νεόκαστρο, μόνο ένα τμήμα του έχει οχυρωθεί.
2. Ονομασία
Το όνομά της η αρχαία πόλη, σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, το πήρε από τη Θίσβη, νύμφη του τόπου και κόρη του ποταμού Ασωπού, ο οποίος πηγάζει από τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, περνά από τη Βοιωτία και την Αττική και χύνεται στον Ευβοϊκό κόλπο.
3. Ιστορικά στοιχεία
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β 502) την περιλαμβάνει μεταξύ των ελληνικών πόλεων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Εκεί την αναφέρει «πολυτρήρωνα Θίσβη», καθώς στο πετρώδες λιμάνι της υπήρχαν πολλά περιστέρια.
Διάσπαρτα μικροευρήματα και ίχνη κεραμικής μαρτυρούν την κατοίκηση της περιοχής ήδη από την Πρωτοελλαδική εποχή Ι και ΙΙ, τη Μεσοελλαδική εποχή και τη Μυκηναϊκή. Μάλιστα κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους υπήρξε εκεί σημαντική εγκατάσταση. Στα βορειοδυτικά του σημερινού χωριού τοποθετείται μυκηναϊκό νεκροταφείο με τρεις τουλάχιστον θαλαμοειδείς τάφους, που χρονολογείται το 13ο-14ο αι. π.Χ.
Η περιοχή συνέχισε να κατοικείται στους Αρχαϊκούς, τους Κλασικούς, τους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά και στη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία, το πιθανότερο όμως στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., η Θίσβη περιήλθε στη χωρική περιφέρεια της Θεσπικής. Την εποχή αυτή το ενδιαφέρον των Θεσπιών στράφηκε στα βόρεια-βορειοδυτικά, προς τη Θίσβη και τα λιμάνια Κρεύσις, Σίφαι και Κορσιαί στον Κορινθιακό κόλπο. Παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Θεσπιών σε όλη τη διάρκεια της Κλασικής εποχής, όπως η Εύτρηση, τα Λεύκτρα, η Άσκρη, η Νίσα, ο Κερησσός, οι Σίφαι, οι Κορσιαί, η Κρεύσις. Την περίοδο αυτή και έως το 371 π.Χ. η θεσπιακή επικράτεια έδωσε στο Κοινό των Βοιωτών, όπως και η Θήβα, δύο βοιωτάρχες και ακόμη 120 βουλευτές, ενώ για την οργάνωση του στρατού παρείχε 2.000 οπλίτες και 200 ιππείς. Η Θίσβη παρέμεινε υπό τη θεσπιακή κυριαρχία έως το 338 π.Χ. (μάχη της Χαιρώνειας). Στη συνέχεια αποτέλεσε αυτόνομη πόλη μέλος του Βοιωτικού Κοινού. Κατά την Ελληνιστική περίοδο η πόλη ανέπτυξε σχέσεις με τη Σικυώνα, τη Ναύπακτο, την Άμφισσα και τη Χαλκίδα, ενώ είχε συνάψει οικονομική συμφωνία με τις γειτονικές Κορσιές.
Το 172 π.Χ. η Θίσβη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά Περσέα, μαζί με την Αλίαρτο και την Κορώνεια, πολιορκήθηκε όμως και κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 171 π.Χ. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, το 170 π.Χ., οπότε και αναγκάστηκε να ανοίξει τις πόρτες της στο Φλαμινίνο, εσωτερικά θέματα της πόλης που αφορούσαν τα όρια της χώρας, το λιμάνι και την τείχιση της ακρόπολης ρυθμίστηκαν με απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου.
Στους λόφους Παλαιόκαστρο και Νεόκαστρο βρέθηκαν λαξευτοί τάφοι με αρκοσόλια της Παλαιοχριστιανικής περιόδου. Τους Βυζαντινούς χρόνους η Θίσβη μετονομάστηκε σε Καστόριο και ταυτίζεται με τον τόπο γέννησης του Οσίου Λουκά.
4. Οχύρωση
Η οχύρωση της Θίσβης πραγματοποιήθηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους και διακρίνονται τρεις κατασκευαστικές φάσεις. Η αρχική, η οποία έχει γίνει κατά το , δηλαδή ακανόνιστο πολυγωνικό, εντοπίζεται στην οχύρωση του Παλαιόκαστρου. Η δεύτερη χρονικά, η οποία αποτελεί και τη βασική οχύρωση της πόλης, είναι το που απαντά σε πολλές οχυρώσεις της βόρειας Βοιωτίας και τοποθετείται στον 4ο αι. π.Χ. Πολύ μεταγενέστερα έγιναν προσπάθειες επισκευής μέρους των τειχών με χρήση κονιάματος. Το συνολικό μήκος της οχύρωσης υπολογίζεται στα 2,5 χλμ., ενώ το πάχος του τείχους φτάνει τα 2,30 μ. Οι όψεις του έχουν χτιστεί με το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, με μεγάλους ορθογώνιους λίθους οι αρμοί των οποίων είναι κάθετοι συνήθως ή λοξοί και το εσωτερικό γέμισμα έχει γίνει από μικρότερους λίθους και χώμα.
5. Περιγραφή από τον Παυσανία
Ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφτηκε την πόλη το 2ο αι. μ.Χ. και αναφέρει ναό του Ηρακλή με μαρμάρινο άγαλμα, ενώ από επιγραφές είναι γνωστό ότι λατρεύονταν επίσης ο Απόλλωνας, η Αθηνά, η Αφροδίτη, η Δήμητρα, η Άρτεμη, ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος. Το άγαλμα του Ηρακλή τον παρίστανε σύμφωνα με τον Παυσανία όρθιο, ενώ γινόταν και στη Θίσβη Ηράκλεια, γιορτή προς τιμήν του ήρωα. Ωστόσο από επιγραφές είναι γνωστό ότι λατρεύονταν επίσης ο Απόλλωνας, η Αθηνά, η Αφροδίτη, η Δήμητρα, η Άρτεμη, ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος.
6. Επιγραφές
Πολλές είναι οι επιγραφές που προέρχονται από την αρχαία Θίσβη. Μία αρχαϊκή («…ἀνέθηκεν Ἀθάναι») μάς πληροφορεί πως υπήρχε στη Θίσβη λατρεία της Αθηνάς. Μία άλλη, μεγάλων διαστάσεων, αναφέρει τις αποφάσεις της ρωμαϊκής συγκλήτου στα 170 π.Χ. (μετά την ήττα του Περσέα). Καταγράφονται δηλαδή ρυθμίσεις σχετικά με τα όρια της περιοχής των Θισβέων, το λιμάνι και τις προσόδους, καθώς και η έγκριση τειχισμού της ακρόπολης αλλά όχι και της πόλης (IG VII 2225). Επίσης από μια αναθηματική επιγραφή («…Δευξίας Ἀσκλα[πιῦ κὴ] Οὑγίη», αριθ. 2231) πληροφορούμαστε πως υπήρχε λατρεία προς τον Ασκληπιό και την Υγεία, ενώ αρκετές είναι αυτές που αναφέρονται στην Άρτεμη Σώτειρα. Με μια άλλη επιγραφή απελευθερώνεται η δούλη Ζωπύρα, η οποία μάλιστα αποκαλείται «…ιερά της Αρτέμιδος Ειλειθυίας», έχοντας όμως την υποχρέωση να υπηρετεί τους κυρίους της Ευανδρίδα και Πασικρίτα για όσο θα βρίσκονται στη ζωή.
7. Ανάχωμα
Ο Παυσανίας αναφέρεται και σε ένα ανάχωμα το οποίο διέσχιζε την πεδιάδα στα νότια της Θίσβης, για τη διευκόλυνση της αγροτική ζωής των κατοίκων, που από ορισμένους μελετητές έχει ερμηνευτεί ως φράγμα τεχνητό, τμήμα αποστραγγιστικού έργου. Ερείπια αυτής της κατασκευής διατηρούνται σήμερα παράλληλα προς το δρόμο που οδηγεί από τη Θίσβη προς τον Άγιο Ιωάννη, αλλά οι απόψεις για τη χρονολόγησή του ποικίλλουν. Το περιγράφει ο Leake στα 1806 και ο Frazer στα 1897 σαν διάδρομο τον οποίο, εάν περπατήσει κανείς, θα φτάσει μέχρι το λιμάνι. Μάλιστα ο Leake θεωρεί πως υπήρξε και διάδρομος ανάμεσα στο βάλτο της πεδιάδας. Όπως όμως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, το ανάχωμα επέτρεπε από τα δύο ανοίγματα που διέθετε να διοχετεύεται το νερό άλλοτε στο ένα μέρος της πεδιάδας και άλλοτε στο άλλο. Με τον τρόπο αυτό ήταν δυνατό να καλλιεργηθεί τη μία χρονιά το ένα μέρος της πεδιάδας και την άλλη χρονιά το άλλο. |