1. Πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδος Κατά τους τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας (5ος – 6ος αιώνας μ.Χ.), οι οικισμοί στη Βοιωτία και στην κεντρική Ελλάδα γενικότερα οχυρώνονται κατά των βαρβαρικών επιδρομών με καινούρια οχυρωματικά έργα. Την ίδια στιγμή η αυξανόμενη δύναμη της Εκκλησίας συντελεί στον πολλαπλασιασμό των εκκλησιών τύπου βασιλικής τόσο εντός όσο και εκτός των οικισμών. Παρ’ όλα αυτά η αρχαιολογική έρευνα δείχνει ότι στην ύπαιθρο κυριαρχούν τα ιδιόκτητα κτήματα μεγάλης έκτασης, όπως φαίνεται και από την αφθονία αμφορέων για μεταφορές: η τοπική οικονομία φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό στα χέρια μιας τάξης πλούσιων γαιοκτημόνων, αλλά τα προϊόντα τους – κρασί και ιδιαίτερα λάδι – φαίνεται να στοχεύουν προς τις αγορές εκτός της περιοχής. Ο αγροτικός πληθυσμός, σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένος, κατοικεί στα παρακείμενα χωριά και σε συρρικνωμένες αρχαίες πόλεις. Σε αυτά τα αστικά κέντρα η κυρίαρχη τάξη χτίζει αρχοντικά με αξιόλογα ψηφιδωτά. Με την κατάληψη της περιοχής από σλαβικά φύλα κατά τον 7ο-8ο αιώνα μ.Χ., εκτός ίσως από τις παράκτιες ζώνες τις οποίες ο βυζαντινός στόλος μπορούσε να υπερασπιστεί από τους εισβολείς και τις αραβικές επιδρομές (η Ανθηδόνα πιθανώς αποτελούσε αυτοκρατορική βάση, ο τοπικός πληθυσμός ήταν μοιρασμένος ανάμεσα στους ντόπιους αγρότες και τους νέους φυλετικούς άρχοντες (οι τοπικοί άρχοντες πιθανώς κατέφυγαν στις μεγαλύτερες πόλεις που παρέμεναν υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορίας). Η πόλη της Τανάγρας συνέχισε να βρίσκεται υπό κατοχή μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, με περιορισμένο μέγεθος μέσα από ένα επανακατασκευασμένο τείχος, και τουλάχιστον δύο μεγάλες βασιλικές. Ωστόσο, στους επόμενους αιώνες έιναι πιθανό ότι ο πληθυσμός κατέφυγε σε ένα ήδη υπάρχον οχυρωμένο χωριό στην κορυφή του λόφου δύο χιλιόμεντρα μακριά, τον Άγιο Κωνσταντίνο (Εικ. 1). Μετά την ανάκτηση της περιοχής από τη βυζαντινή αυτοκρατορία τον 9ο αιώνα, παρατηρείται επιστροφή στη σταθερότητα, ενώ η οικονομική ανάπτυξη είναι εμφανής στις ιστορικές πηγές (π.χ. στο κτηματολόγιο της Θήβας), καθώς και με την εμφάνιση εκτεταμένων μικρών χωριών και οικισμών σε όλη την ύπαιθρο (Εικ. 2). Στο νέο τοπίο συνεχίζουν να κυριαρχούν οι μεσαιωνικές εκκλησίες, υπάρχουν όμως και μοναστήρια, καθώς και μετόχια που ενισχύουν τη νέα εικόνα ασφάλειας (Σκριπού, Άγιος Νικόλαος στα Καμπιά). Παρά το γεγονός ότι πολύ λίγες αρχαίες πόλεις επιβίωσαν, αλλά μόνο ως χωριά, η οικονομία συνέχισε να ευδοκιμεί στο τοπικό κέντρο, τη Θήβα, όπου η τοπική βιομηχανία περιλάμβανε ένα διάσημο εργαστήριο μεταξιού, του οποίου οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια νορμανδικής επιδρομής και μεταφέρθηκαν στη Σικελία για να ασκήσουν την τέχνη τους. 2. Η περίοδος της φραγκοκρατίας Παραδόξως, η ακμάζουζα αστική και αγροτική ζωή της Βοιωτίας γνωρίζει ακόμα μεγαλύτερη άνθιση με τον ερχομό του φραγκικού στρατού της Δ’ Σταυροφορίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Η Θήβα είναι το ένα από τα δύο κέντρα του Δουκάτου των Αθηνών και των Θηβών, ενώ οι πηγές μάς μιλούν για την πολυτελή δυτικού τύπου ζωή στην αυλή της. Ο πύργος στο κέντρο του Μουσείου της Θήβας αποτελεί ένα σπάνιο κατάλειπο της περιόδου, ενώ στην άλλη μεγάλη πόλη της φραγκικής περιόδου, τη Λιβαδειά, το μεγαλύτερο τμήμα του κάστρου πιθανώς ανήκει σε αυτούς τους αιώνες, ειδικά το 14ο αιώνα, όταν το Δουκάτο πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας. Η ύπαιθρος μάς παρέχει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία. Σε αντίθεση με την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, όπου η φραγκική εξουσία ήταν κατανεμημένη μεταξύ πολλών μεσαίων και μεγάλων φεουδαρχών, στο Δουκάτο των Αθηνών και της Θήβας, εκτός από τις ισχυρές δυναστείες των δύο μεγάλων κέντρων, υπήρχαν ελάχιστοι φεουδάρχες με τίτλο. έτσι τη γη μοιράζονταν πολλοί κατώτεροι άρχοντες. Επομένως η οικιστική εξέλιξη παρουσιάζει μεγάλες διαφορές: στη θέση μεγάλων και μικρότερων κάστρων με κάποιους περιφερειακούς πύργους, που συναντούμε σε άλλες περιοχές, το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών είναι οργανωμένο γύρω από δύο καστροπολιτείες με συνεχείς σειρές από πύργους (Εικ. 3). Οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι πύργοι αυτοί τοποθετούνταν κοντά σε υπάρχοντα βυζαντινά χωριά, ώστε να μπορούν να εκμεταλλευτούν το πλεόνασμά τους, και αποτελούσαν την οικία του γαιοκτήμονα ή του επιστάτη του. Η αρχιτεκτονική τους είναι ομοιόμορφη, με ένα υπόγειο χωρίς παράθυρα για την αποθήκευση της τοπικής παραγωγής και πρόσβαση στον πρώτο ή δεύτερο όροφο για την αποφυγή επιθέσεων. Ο ένας όροφος ήταν ο χώρος υποδοχής, που λειτουργούσε και ως το τοπικό δικαστήριο και απ’ όπου έχουν σωθεί αρκετές αξιόλογες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Ο άλλος όροφος είχε πιο ιδιωτική χρήση, ενώ οδηγούσε και σε μια επίπεδη επιφάνεια για προπονήσεις σε μάχη στην κορυφή. Η κάτοψη των αγροτόσπιτων της φραγκικής εποχής μας είναι λιγότερο γνωστή, με εξαίρεση τον πύργο στο Πάνακτο στην πεδιάδα της Σκούρτας, που έχει ήδη ανασκαφεί. Στην περίπτωση αυτή ανακτήθηκε μία κάτοψη χαρακτηριστική στους Πελοποννησιακούς υστεροβυζαντινούς και φραγκικούς οικισμούς: ένα εσωτερικο φυλάκιο με τον πύργο του άρχοντα και έναν εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο με διάσπαρτα απλά σπίτια για τους εξαρτημένους αγρότες. Πιο ασυνήθιστος είναι ένας μεμονωμένος φεουδαρχικός πύργος στις όχθες της λίμνης Υλίκης, στην Κλιματαριά, όπου μια αυλή περιβάλλεται από μικρά δωμάτια και λίγο πιο πέρα βρίσκεται μια σειρά από πιθανούς στάβλους. 3. Η οθωμανική και νεότερη περίοδος
3.1. Η μεταβατική περίοδος Κατά το 14ο αιώνα αυτοί οι οικισμοί και οι πύργοι τους σχεδόν εγκαταλείπονται, αν λάβουμε υπόψη την επιφανειακή κεραμική, καθώς και τα αρχεία των απογραφών των πρώτων οθωμανικών χωριών. Πολλοί είναι οι παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό: η πανώλη, οι οθωμανικές επιδρομές και ο πόλεμος ανάμεσα σε βυζαντινές και φραγκικές δυνάμεις. Είμαστε σε θέση να ξαναπιάσουμε το νήμα σχετικά γρήγορα, εφόσον οι οθωμανικές καταγραφές (defter) παρέχουν μια σχεδόν πλήρη καταγραφή της υπαίθρου της Βοιωτίας από το 1466 και εξής, στο πλαίσιο του οθωμανικού ελέγχου της ηπειρωτικής Ελλάδας (Εικ. 4). Επιφανειακή έρευνα έχει γίνει σε τμήμα των φορολογούμενων χωριών και έχει επιβεβαιωθεί πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στις γραπτές πηγές και την αρχαιολογική έρευνα. Τόσο οι ιστορικές πληροφορίες όσο και η τοπική παράδοση επιβεβαιώνουν ότι οι τελευταίοι Δούκες των Αθηνών και των Θηβών, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου, προσκάλεσαν Αλβανούς εποίκους για να κατοικήσουν στην εγκαταλελειμμένη περιοχή και να αποτελέσουν το νέο ιππικό για την προστασία της από τους οθωμανούς επιδρομείς. Παρ’ όλο που η πλειοψηφία των βοιωτικών χωριών επανιδρύθηκε από αρβανιτόφωνους πληθυσμούς, ένας μικρός αριθμός ελληνορθόδοξων κοινοτήτων επιβίωσε σε αυτή τη δύσκολη μεταβατική περίοδο. Οι νέες αποικίες είναι όλες πολύ μικρές, ενώ τα επιζώντα ελληνικά χωριά είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερα, κυρίως στην ενδοχώρα και τις ορεινές περιοχές τις οποίες οι Έλληνες αγρότες εγκατέλειψαν κατά τη διάρκεια των κρίσεων του ύστερου 14ου αιώνα. Η επιφανειακή έρευνα σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Παναγιά στην Κοιλάδα των Μουσών εξετάζει προσεκτικά τις οθωμανικές φορολογικές καταγραφές, τα οποία δείχνουν πώς τα ελληνικά χωριά της φραγκικής περιόδου επιβίωσαν κατά το 16ο και 17ο αιώνα, με ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό και οικονομική παραγωγικότητα στο πλαίσιο των πρώτων 150 ετών της "οθωμανικής ειρήνης". 3.2. Άνθηση και πτώση των αγροτικών οικισμών Η γενική ανάκαμψη μετά το 14ο αιώνα διαρκεί μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα. Τα φορολογικά κατάστιχα δείχνουν μια γενική αύξηση του πληθυσμού και της αγροτικής παραγωγής τόσο στις πόλεις όσο και σε πολυάριθμα χωριά της Κεντρικής Ελλάδας. Η χαμηλή φορολογία, η ανοχή στα τοπικά έθιμα και τη θρησκεία και ο αυστηρός έλεγχος της περιφερειακής ασφάλειας ενίσχυσαν την ευημερία της περιοχής στα πρώιμα οθωμανικά χρόνια. Ο πληθυσμός του χωριού Παναγιά, για παράδειγμα, αυξήθηκε, φτάνοντας τους 1000 κατοίκους, οι οποίοι ήταν αρκετά εύποροι, ώστε να χρηματοδοτήσουν την ανέγερση δύο μοναστηριών και δεκατριών νερόμυλων. τα ερείπια πολλών από αυτούς σώζονται ακόμα στην Κοιλάδα των Μουσών. Τα ελληνικά και αρβανίτικα χωριά σε μεγάλο βαθμό κατέβαλαν φόρους για να χρηματοδοτήσουν τους απόντες ιππείς του οθωμανικού στρατού (σπαχήδες), επομένως το οικιστικό τους σχέδιο μεταβλήθηκε ελάχιστα από τη φραγκική ή ακόμα και τη μέση βυζαντινή περίοδο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί κατόψεις για τις οικίες ή τη διάταξη των οικισμών αυτής της περιόδου, αφού σε γενικές γραμμές έχουν υπερκαλυφθεί από τα ορατά ερείπια της ύστερης οθωμανικής εποχής (για τα εγκαταλελειμμένα χωριά) ή από σύγχρονες κατοικίες (για περιοχές που κατοικούνται μέχρι σήμερα). Το ίδιο ισχύει και για σύγχρονα αστικά κέντρα, όπως η Θήβα και η Λιβαδειά. Το 17ο αιώνα η οθωμανική αυτοκρατορία έχει αρχίσει ήδη να παρακμάζει, ενώ η αδυναμία στο κέντρο επηρεάζει -αλλά και επηρεάζεται από- προβλήματα στις επαρχίες: αγροτικοί οικισμοί περιπίπτουν στην εξουσία των τοπικών γαιοκτημονικών ελίτ (ayan), οι οποίοι όλο και περισσότερο εκμεταλλεύονται τους αγρότες για να παραγάγουν καλλιέργειες που προορίζονται για εξαγωγές. Τα ανεξάρτητα χωριά μετατρέπονται ως επί το πλείστον σε τσιφλίκια (çiftlik), ενώ η στρατιωτική αδυναμία της πολιτείας ενθαρρύνει τη ληστεία, τις πειρατικές επιδρομές και την αυθαίρετη κακομεταχείριση των τοπικών πληθυσμών από συμμορίες ατάκτων στην υπηρεσία των ισχυρών γαιοκτημόνων. Επιπλέον ο πόλεμος στην Ελλάδα μεταξύ βενετικών και οθωμανικών δυνάμεων ενισχύει την πανευρωπαϊκή κρίση που έχουν προκαλέσει τα κρούσματα πανώλης και η κλιματική αλλαγή (μικρή εποχή των παγετώνων). Τόσο τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του ύστερου 16ου και 17ου αιώνα όσο και η επιφανειακή έρευνα σε εγκαταλελειμμένα χωριά της Βοιωτίας δείχνουν απότομη μείωση του πληθυσμού στις πόλεις και την ύπαιθρο, καθώς και παρακμή των συνθηκών διαβίωσης των αγροτών (Εικ. 5). Για παράδειγμα, το μεγάλο χωριό Παναγιά συρρικνώνεται στο ένα τρίτο του πληθυσμού του και διασπάται σε δεκατρία τσιφλίκια. Η επιφανειακή έρευνα δείχνει ότι αυτό σήμαινε μετακίνηση του πληθυσμού, μέρος του οποίου μεταφέρθηκε στην τοποθεσία του σύγχρονου οικισμού, ένα χιλιόμετρο μακριά, που υπάρχει ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, σύμφωνα με δυτικούς περιηγητές. Κεραμικά ευρήματα της ύστερης οθωμανικής περιόδου είναι πολύ σπάνια στην προηγούμενη τοποθεσία του οικισμού, γεγονός που συμφωνεί με τις γραπτές πηγές. Ένα από τα καινούρια τσιφλίκια που σχηματίστηκαν το 17ο αιώνα βρέθηκε τυχαία κατά τη διάρκεια επιφανειακής έρευνας στην αρχαία πόλη της Τανάγρας, στο οροπέδιο της ακρόπολης. Αποτελείται από τέσσερα μονόσπιτα (ή μακρινάρια που βρίσκονται στη σειρά. Πιθανώς πρόκειται για έναν από τους μικρούς οικισμούς με το όνομα Μπράτζι στα φορολογικά μητρώα. Σε άλλο οικισμό της ύστερης οθωμανικής περιόδου, βρίσκουμε μονόσπιτα χτισμένα διάσπαρτα κάτω από ένα μεγάλου μεγέθους πολυώροφο κτίριο, πιθανότατα την οικία του γαιοκτήμονα ή του επιστάτη (κονάκι/konak), μια διάταξη γνωστή από εθνοϊστορικές περιγραφές των βαλκανικών τσιφλικιών. Ένα ακόμα παράδειγμα προέρχεται από το Γκινοσάτι, στα περίχωρα του σύγχρονου χωριού Άγιος Θωμάς, όπου συναντάμε διάσπαρτα μονόσπιτα, ένα κονάκι, καθώς και μια αξιόλογη συλλογή κεραμικής της ύστερης οθωμανικής περιόδου, που καταλογογραφήθηκε και δημοσιεύτηκε από τον Αθανάσιο Βιώνη (Εικ. 7). Πράγματι, τα πολυάριθμα κατάλοιπα χωριών που εγκαταλείφθηκαν στην ύστερη οθωμανική περίοδο και στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το νέο ελληνικό κράτος δεν ήταν ακόμα σε θέση να αποτρέψει τους ληστές από το να τρομοκρατούν τα βοιωτικά χωριά, μας επέτρεψαν να έχουμε πλήρη εικόνα της αγροτικής ζωής στην Κεντρική Ελλάδα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η φωτογραφία αλλά και τα σωζόμενα ευρήματα έρχονται να προσθέσουν πληροφορίες (Εικ. 8). Απ’ ό, τι φαίνεται σχεδόν όλοι οι αγροτικοί οικισμοί από την πρώιμη οθωμανική περίοδο ώς τα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούνταν από σπίτια ενός ή ενάμιση ορόφου (μονόσπιτα), κτισμένα στη σειρά, με αρκετό χώρο ανάμεσά τους ώστε να επιτρέπουν εξωτερικές ασχολίες και με κατεύθυνση βορρά-νότου, ώστε να διευκολύνουν την ηλιοφάνεια και την προστασία από ανέμους. Μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου οι πλατείες των χωριών συνήθως απουσιάζουν, όπως είναι χαρακτηριστικό και για τους διαδόχους τους του 20ού αιώνα. Τα ατομικά περιουσιακά στοιχεία ήταν λιγοστά και συνήθως τα κατοικίδια ζώα μοιράζονταν το μονόσπιτο με την οικογένεια, η οποία έτρωγε από κοινές πιατέλες, καθισμένη στο πάτωμα ή σε χαμηλά σκαμνιά, γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι (Εικ. 9). Μέχρι τη δεκαετία του 1960, σε πολλά χωριά στη Βοιωτία υπήρχαν ακόμα πολλαπλά παραδείγματα τέτοιων σπιτιών και ίχνη του αρχικού σχεδίου του χωριού ήταν ακόμα ορατά (Εικ. 10). 3.3. Αστικά κέντρα Η αστική ζωή στη Βοιωτία στους οθωμανικούς χρόνους έχει αφήσει λιγοστά ίχνη. Τα ερείπια ενός τζαμιού στην οδό Στρατηγού Ιωάννη στη Λιβαδειά, καθώς και μια εξαιρετική απεικόνιση της Θήβας στα τέλη του 17ου αιώνα με ένα εντυπωσιακό τζαμί (Εικ. 11) υποδηλώνουν την ύπαρξη μεγάλων αλλά και μικρότερων δημοσίων κτιρίων. Ο ίδιος δρόμος στη Λιβαδειά, που τότε αποτελούσε τον στενό κεντρικό δρόμο που διέσχιζε την πόλη, απεικονίζεται συχνά σε σχέδια της εποχής, αλλά και μεταοθωμανικά. Περισσότερα στοιχεία, όμως, προέρχονται από τις εικόνες που συνοδεύουν τα βιβλία των δυτικών περιηγητών και τις γραπτές περιγραφές τους. Στη Λιβαδειά ήταν χαρακτηριστική η αφομοίωση του οθωμανικού τρόπου ζωής από τις τάξεις των πλούσιων εμπόρων και των γαιοκτημόνων, που ξεκινούσε με τα διώροφα ανατολικού ρυθμού σπίτια και περιλάμβανε την εσωτερική επίπλωση των σπιτιών, καθώς και τη χρήση οθωμανικού ενδύματος. Από αυτά τα παραδοσιακά αρχοντικά ανατολικού ρυθμού της οθωμανικής περιόδου, μόνο ένα επιβιώνει ως διατηρητέο μνημείο. Ανήκει στη γνωστή οικογένεια Λογοθέτη και σήμερα λειτουργεί ως καφετέρια, κοντά στη μητρόπολη. Εκτός του κέντρου της παλιάς πόλης, τα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού πιθανώς ζούσαν όπως οι σύγχρονοί τους στα χωριά, σε μονόσπιτα με έναν ή ενάμιση όροφο. Αυτός ο τύπος αγροτόσπιτου, που στην πραγματικότητα αποτελεί μονόσπιτο με αυλή, εντοπίζεται σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλά πιθανότατα σήμερα έχει εκλείψει εντελώς.
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι συνθήκες στην ύπαιθρο της Κεντρικής Ελλάδας αρχίζουν να βελτιώνονται. Οι από καιρό αναγκαίες αγροτικές μεταρρυθμίσεις και η αυξανόμενη ασφάλεια στην περιοχή έδωσε νέα ώθηση στην αγροτική ζωή. Παράλληλα, η ανάπτυξη των πόλεων και η μεγαλύτερη συμμετοχή τους σε ευρύτερες αγορές ενίσχυσε την άνοδο μιας τοπικής μεσαίας τάξης δημοσίων υπαλλήλων και εμπόρων. Στη Θήβα και ιδιαίτερα στη Λιβαδειά, τα σπίτια των πιο εύπορων κατοίκων υιοθέτησαν το δυτικοφερμένο νεοκλασικό ρυθμό, ενώ άτομα με εισοδήματα μεγαλύτερα από αυτά των αγροτών άρχισαν να οικοδομούν στα χωριά διώροφα σπίτια που συνδύαζαν το νεοκλασικό ρυθμό με παραδοσιακά στοιχεία. Έχουν καταγραφεί μερικά σωζόμενα δείγματα αυτού του τύπου, ο οποίος όμως τείνει να εκλείψει (Εικ. 12), μαζί με τα τελευταία δείγματα μονόσπιτων, που αντικαθίστανται με γοργούς ρυθμούς από διεθνούς τύπου κατοικίες. Οι πλατείες των χωριών τώρα κυρίως περιλαμβάνουν νέες κεντρικές εκκλησίες και δημόσια κτίρια, ενώ χαρακτηριστικά είναι πλέον και τα καταστήματα γύρω από αυτές. Στις πόλεις έγινε πλήρης αναδιάταξη, ενώ η Λιβαδειά άλλαξε τελείως προσανατολισμό από τον αρχικό μεσαιωνικό πυρήνα της πόλης γύρω από τις δύο όχθες του ποταμού Έρκυνα σε ένα νεό κέντρο με ανατολική κατεύθυνση. |