1. Το ευρύτερο πλαίσιο Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, μετά την κατάληψη της πρωτεύουσάς της από τους σταυροφόρους (1204), κατακερματίστηκε σε ποικίλης έκτασης λατινικά και ελληνικά κράτη: τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, την ελληνική αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά. Ασία, το ελληνικό “δεσποτάτο” της Ηπείρου, το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το λατινικό πριγκιπάτο της Πελοποννήσου, το φραγκικό δουκάτο των Αθηνών και Θηβών, ένα αντίστοιχο στο Αιγαίο, και τις βενετικές κτήσεις στην Κρήτη, την Εύβοια και αλλού. Μεταξύ όλων αυτών των δυνάμεων αναπτύχθηκε μια έντονη στρατιωτική και διπλωματική διαπάλη, μέσα από την οποία αναδιαμορφώθηκε και πάλι ο χάρτης, ιδιαίτερα μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 για λογαριασμό τού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου της Νίκαιας. Κυρίαρχη δύναμη αναδείχθηκε τελικά η παλινορθωμένη Βυζαντινή αυτοκρατορία των Παλαιολόγων. 2. Η Ανατολική Στερεά Ελλάδα στους Φράγκους Στο πλαίσιο των συμφωνιών των σταυροφόρων για τη διανομή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (), ο ελλαδικός χώρος επιδικάστηκε σ΄ έναν από τους ηγέτες της, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό. Η κατάκτηση του χώρου αυτού αποδείχτηκε ένας ένοπλος περίπατος. Ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά την περιοχή της Αττικοβοιωτίας, οι κάτοικοί της, προ πολλού ήδη εξαντλημένοι από τη ληστρική βυζαντινή φορολογική πολιτική, χωρίς φυσικούς ηγέτες και χωρίς καμιά στρατιωτική προετοιμασία, δέχτηκαν μάλλον με αδιαφορία ή και ανακούφιση την αλλαγή περί τα τέλη του 1204. «Ὑπὸ τῶν Καδμείων ἀσμένως προσδέχεται», σημειώνει ο Νικήτας Χωνιάτης. Έτσι ταχύτατα και αναίμακτα η περιοχή από το Σούνιο ως τη Λαμία έγινε ένα τεράστιο φέουδο της οικογένειας του βουργουνδού ιππότη Όθωνα Ντελαρός (Otto de la Roche). Στην ίδια περιοχή, όμως, δημιουργήθηκαν μικρότερες ένθετες ηγεμονίες, όπως της Βοδονίτσας και των Σαλώνων. Ο Όθων Ντελαρός κράτησε ως προσωπικά φέουδα την Αθήνα και το μισό της Θήβας, ενώ το υπόλοιπο μισό αυτής της πόλης το παραχώρησε στην οικογένεια των Σαιντομέρ (Saint Omer), τη δε Λιβαδειά στον παπικό απεσταλμένο καρδινάλιο Πελάγιο. Ο Όθωνας Ντελαρός αυτοπροσδιορίζεται ως DominusAthenarum (γαλλικά: Sired' Athènes, ελληνικά: "Megas Kyris" και λαϊκότερα: "Megaskyr" / "Μέγας Κυρ"). Έτσι, στα τέλη του 1204 η Βοιωτία ανήκει στο δουκάτο ή μεγαλοκυράτο των Ντελαρός, ενώ η Θήβα γίνεται έδρα αυτής της ηγεμονίας κυρίως εξαιτίας της νευραλγικής οικονομικής και στρατιωτικής της θέσης. 3. Οι εξελίξεις στην περιοχή στη διάρκεια του 13ου αιώνα Ήδη στα τέλη του 1204 η Βοιωτία και η Θήβα, αφού πρώτα δέχθηκαν την ληστρική επιδρομή του Λέοντα Σγουρού, περιέρχονται στον Όθωνα Ντελαρός. Τα έσοδα της πόλης της Θήβας και της Βοιωτίας θα μοιραστούν οι οικογένειες των Ντελαρός και Σαιντομέρ (Saint Omer). Η Λιβαδειά αρχικά δόθηκε ως φέουδο στον παπικό απεσταλμένο Πελάγιο, ενώ αργότερα πέρασε στην οικογένεια Σαιντoμέρ, για να καταλήξει και πάλι στους Ντελαρός. Το 1208/1209 είναι χρονιά ταραχών και χάους στη Θήβα: μια ομάδα Λομβαρδών ιπποτών επαναστατεί στη Θεσσαλονίκη και κατέρχεται νοτιότερα, καταλαμβάνει και λεηλατεί την πόλη. Θα εκδιωχθούν από τον Ερρίκο, λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο οι Έλληνες υποδέχονται με μουσικά όργανα ως απελευθερωτή: «Μπορούσατε να ακούσετε ένα δυνατό πολυχρόνιο από παπάδες και άρχοντες», σημειώνει ο Ερρίκος της Βαλανσιέν. Το 1225 ο Όθων Ντελαρός κληροδοτεί το δουκάτο και τη Θήβα στον ανιψιό του Γουίδωνα και αποσύρεται στην πατρίδα του, στη βορειοανατολική Γαλλία. Ο Γουίδων (Guy) Ντελαρός αναμειγνύεται στη διαμάχη (1256-1258) για τη διαδοχή των εναντίον του επικυρίαρχού του, του ηγεμόνα της Πελοποννήσου Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου. Ηττάται και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος (1258). Δικάζεται, αλλά απαλλάσσεται, ενώ μάλιστα του αποδίδεται ο τίτλος του δούκα (1259). Στο εξής θα υπογράφει ως DuxAthenarumetThebarum. Διάδοχος του Γουίδωνα μέχρι το 1280 είναι ο Ιωάννης Ντελαρός. Το σημαντικότερο γεγονός της αρχής του στάθηκε η συμμαχία του με τον Έλληνα ηγεμόνα της νότιας Ηπείρου και Μεγαλοβλαχίας (Θεσσαλίας), γνωστό ως Νόθο, τον Ιωάννη Άγγελο Δούκα Κομνηνό της Νεόπατρας: τον βοήθησε να συντρίψει τον Έλληνα αντίπαλό του Ιωάννη Παλαιολόγο της Θεσσαλονίκης το 1275. Αποτέλεσμα αυτής της ευφυούς συμμαχίας ήταν να περάσει ένας μέρος της νότιας Θεσσαλίας στο δουκάτο, ως προίκα από το γάμο του αδελφού και διαδόχου του, του Γουλιέλμου, με την κόρη του “Νόθου”, την Ελένη Κομνηνή Δούκαινα. Ο Γουλιέλμος Ντελαρός μετά το θάνατο του αδελφού του (1280) κυβέρνησε το δουκάτο από τη Θήβα με τη νέα του σύζυγο, την Ελένη Κομνηνή Δούκαινα, ως το 1287. Τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος τους Guy II (Γουίδων ή Γκιγιώ) ως το 1308, επιτροπευόμενος σε ένα αρχικό στάδιο από τη μητέρα του και το νέο σύζυγό της Ούγο de Brienne. Τα τρία τελευταία χρόνια του βουργουνδικού δουκάτου, η διακυβέρνηση βρισκόταν στα χέρια του ανιψιού του προηγούμενου, Gautier ή Walter de Brienne (1308-1311). Ο δούκας αυτός είχε την ατυχή έμπνευση να μισθώσει τις υπηρεσίες μιας περιβόητης εταιρείας μισθοφόρων, της Καταλανικής Εταιρείας, που λυμαινόταν χωρίς αντίπαλο επί μια πενταετία ήδη τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Όταν όμως αποφάσισε να απαλλαγεί από αυτούς, εκείνοι συνέτριψαν το στρατό του (στη μάχη του Αλμυρού την άνοιξη του 1311), κατέλαβαν το δουκάτο του και οικειοποιήθηκαν τα πλούτη και τα αξιώματα της φραγκικής αριστοκρατίας. 4. Οικονομική, κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή της περιοχής Πολύ πριν από τη λατινική κατάκτηση η πόλη της Θήβας και η ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας είχαν μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη. Ο γεωργικός πλούτος της υπαίθρου και η εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα της πόλης είχαν προσελκύσει πολλούς βυζαντινούς αξιωματούχους στην περιοχή, Εβραίους τεχνίτες αλλά και Γενουάτες ή Βενετούς εμπόρους. Η πόλη ήταν διάσημη σ’ όλη την Ανατολική Μεσόγειο για τη μεταξοβιοτεχνία της και την βαφή υφασμάτων με πορφύρα. Αυτή την πόλη λοιπόν κατέλαβαν οι σταυροφόροι. Και καθώς δεν υπήρξε καμιά βίαιη ανατροπή των κοινωνικών συνθηκών, οι ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν ομαλά. Πράγματι στην περιοχή συνεχίζεται τώρα η μεταξοπαραγωγή, αφού επανειλημμένα και φορτικά οι δυτικοί – εκκλησιαστικοί κυρίως – ηγέτες ζητούν από τους Ντελαρός της Θήβας την αποστολή μεταξωτών υφασμάτων. Τα έσοδα από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής επιτρέπουν στους Ντελαρός και τους Σαιντομέρ να ιδρύσουν νομισματοκοπείο (1260), να τειχίσουν την πόλη, να κτίσουν πύργους και πολυτελή καταλύματα και να διοργανώνουν πολυδάπανες τελετές. Στην ύπαιθρο οικοδομούνται πύργοι (π.χ. Αλίαρτο, Βρασταμίτες, Λιβαδόστρα, Παλαιοπαναγιά κ.α.) όπου διαμένουν οι φεουδάρχες των αντίστοιχων οικισμών. Τότε οικοδομείται ο ενμέρει σωζόμενος σήμερα πύργος του Σανταμέρη στη Θήβα και τελειοποιείται το περίφημο κάστρο της Λιβαδειάς που θα παίξει τόσο μεγάλο ρόλο αργότερα στην ιστορία της περιοχής. Η εκκλησιαστική οργάνωση της Βοιωτίας ακολουθεί τα βυζαντινά πρότυπα. Ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Θηβών δεν έχει υποκείμενες επισκοπές , επειδή εκείνες της Ζαράτοβας ( Παλαιοπαναγιάς;) και Καστορίου (Κακοσίου), είναι αυτόνομες καίτοι πάμπτωχες. Οι άλλες δύο επισκοπές, της Δαύλειας και της Κορώνειας, υπόκεινται στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Οι Έλληνες αρχιερείς έχουν εκδιωχθεί από τις έδρες τους, αλλά οι απλοί ιερείς εξακολουθούν το ποιμαντικό τους έργο, πληρώνοντας βέβαια το φόρο τους (ακρόστιχον). Ορισμένα μοναστήρια της περιοχής έχουν δοθεί κατά παραχώρηση από τους ίδιους του Ντελαρός σε δυτικά μοναχικά τάγματα, όπως του Οσίου Λουκά στους μοναχούς του Παναγίου Τάφου ή της Αγίας Φωτεινής (Santa Lucia) στη Θήβα στους Ναΐτες. Για το μοναστικό τάγμα των Ιεροκηρύκων (Ordo Praedicatorum) γνωρίζουμε απλώς ότι είχε έδρα τη Θήβα. 5. Οι συνέπειες στον ντόπιο πληθυσμό και την περιοχή Σ’ ό,τι αφορά τον ντόπιο πληθυσμό οι πηγές είναι απόλυτα σιωπηλές: Τι απέγιναν οι «θρασείς» (κατά τον Μιχαήλ Ακομινάτο) πραίτορες και φορολόγοι της Αττικοβοιωτίας ή η απόλεμη ντόπια αριστοκρατία; Ποια είναι η νομική υπόσταση του λαού; Ποια είναι η φορολογική του μεταχείριση; Ποιοι είναι ακριβώς οι οικισμοί της υπαίθρου; Ποια η δημογραφική εικόνα; Για όλα αυτά κυρίως εικασίες μπορούμε να κάνουμε, όσο η έρευνα σχετικά με την οικιστική εξέλιξη στην περιοχή βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι παλιότεροι βυζαντινοί “άρχοντες” ή θα εγκατέλειψαν την περιοχή ή θα προσαρμόστηκαν στην παρουσία των νέων κυριάρχων, ενώ οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου δεν θα πρέπει να αντιλήφθηκαν καμιά χειροτέρευση της θέσης τους, καθώς η περιοχή γνώρισε κατά την περίοδο αυτήν ευημερία. Γνωρίζουμε την ύπαρξη φέουδων με τα τοπωνύμια Νεοπλέους ή Νεοχώρι, Ρημόκαστρο, Καρδίτσα, Ζαγαράς, Παναγιά, Δαύλεια, Στείρι, Πέτρα, Κάπραινα. Η βοιωτική ύπαιθρος και η Θήβα λεηλατήθηκαν αρκετές φορές μέσα στην εκατονταετία της βουργουνδικής παρουσίας, όπως, π.χ., το 1209 από τους Λομβαρδούς ή το 1258 από τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουϊνο, αλλά σε γενικές γραμμές η ζωή ήταν εδώ πολύ πιο ειρηνική απ’ ό,τι σε πολλά άλλα μέρη του ελληνικού χώρου. Λίγα αλλά επιβλητικά σημάδια της βουργουνδικής παρουσίας στη Βοιωτία απέμειναν μέχρι σήμερα: δυο τρεις ναοί, κάποιοι μισογκρεμισμένοι πύργοι της υπαίθρου, τα επιβλητικά κάστρα της Λιβαδειάς και της Δαύλειας και ο πύργος “Σανταμέρη” της Θήβας. Ας προσθέσουμε και τις μνήμες λαμπρών τελετών περιβολής ιπποτών και ενηλικίωσης στα ανάκτορα των Ντελαρός και Σανταμέρη στη Θήβα που μας διέσωσαν χρονικογράφοι όπως ο Ramon Muntaner και ο στιχοπλόκος ιστορικός του Χρονικού του Μορέως. Τίποτε άλλο. |