Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Σύντομη Περιγραφή

arrow

Μεθοδολογία

arrow

Συντελεστές

 
 

Εβραίοι και εμπόριο μεταξιού στη βυζαντινή Θήβα

      Εβραίοι και εμπόριο μεταξιού στη βυζαντινή Θήβα (8/4/2011 v.1) Jews and silk trade in Byzantine Thebes (8/4/2011 v.1)
line

Συγγραφή : Κοιλάκου Χαρίκλεια (2/11/2011)

Για παραπομπή: Κοιλάκου Χαρίκλεια, «Εβραίοι και εμπόριο μεταξιού στη βυζαντινή Θήβα», 2011,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=14505>

 
 

1. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας του μεταξιού στη Θήβα

Στα μέσα του 11ου αι. η Θήβα αποτελεί ένα σπουδαίο διοικητικό και εμπορικό κέντρο. Η οικονομική σημασία της προσελκύει πολλούς ξένους, όπως Βενετούς εμπόρους και Αρμένιους, με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού και την επέκταση της πόλης. Εκτός από την εκμετάλλευση της εύφορης πεδιάδας της, κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή, για δύο τουλάχιστον αιώνες, αποτέλεσε η ανάπτυξη της βιοτεχνίας μεταξιού. Η συστηματική καλλιέργεια της μουριάς στον Μωρεόκαμπο, που απλωνόταν βόρεια της πόλης, συνέβαλε στην ανάπτυξη της σηροτροφίας, και κατά συνέπεια στην παραγωγή ακατέργαστου μεταξιού στα πλαίσια μιας οικιακής βιοτεχνίας. Μεγάλο πλεονέκτημα αποτελούσαν επίσης τα άφθονα νερά της. Εκτός από τις πηγές της, δύο ποτάμια περιέβαλαν το λόφο της Καδμείας όπου κτίστηκε η πόλη, η Δίρκη δυτικά και ο Ισμηνός ανατολικά. Η περιεκτικότητα των νερών σε ασβέστιο και μαγνήσιο, όπως έχει διαπιστωθεί, ήταν εκείνη που έκανε υψηλή την ποιότητα των υφασμάτων της, σύμφωνα και με τους στίχους του Ιωάννη Τζέτζη : «φύσει τῶν σφῶν ὑδάτων διαύγειαν καὶ στῖλψιν δὲ καὶ πολὺ τὸ λεῖον δωροῦνται τοῖς ὑφάσματι τῆς ἐν Θηβῶν τῇ χώρᾳ.»

Τα φυτά τέλος από όπου προέρχονταν οι βαφές, όπως το πρινοκόκκι και το ριζάρι αφθονούσαν στην περιοχή. Η βαφή με την πορφύρα, αυτή την πανάκριβη ουσία που παράγεται από τον αδένα μαλακίων διαφόρων ποικιλιών, δεν είναι γνωστό πότε άρχισε. Η αναφορά πάντως τέσσερις φορές του επιθέτου Βλαττάς (από τα βλαττία, δηλαδή μεταξωτά υφάσματα βαμμένα με πορφύρα) στο καταστατικό της θρησκευτικής αδελφότητας της «Θεοτόκου της Ναυπακτιωτίσσης», που συντάχθηκε στη Θήβα στα 1048, φανερώνει ήδη από τότε την ενασχόληση με το είδος αυτό.

Η μεταφορά της πορφύρας στη Θήβα πιστεύεται ότι γινόταν από την Αθήνα, όπου μάλιστα έχει βρεθεί και η παλαιότερη μνεία ενός κογχαλάριου (αλιέα πορφύρας) σε επιγραφή με χρονολογία 1061. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί πάντως και η περίπτωση της μεταφοράς της από τις παράκτιες βοιωτικές περιοχές του Κορινθιακού κόλπου, παρόλο που δεν υπάρχουν πληροφορίες για την περίοδο που εξετάζουμε. Την εποχή του Παυσανία πάντως (2ος αι. μ.Χ) οι περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της αρχαίας Βούλιδας, κτισμένης σε ύψωμα πάνω από τον όρμο της Ζάλτσας, ήταν αλιείς οστράκων πορφύρας. Στη Θίσβη, 38 χλμ. νοτιοδυτικά της Θήβας, εντοπίστηκε πρόσφατα ένα χωράφι το οποίο βρίθει από όστρεα πορφύρας. Το πόσο πολύτιμη ήταν η πορφύρα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δώδεκα χιλιάδες όστρεα παράγουν τόση βαφή όση χρειάζεται μόνο για τον περίγυρο ενός απλού ενδύματος. Γι’ αυτό και τα υφάσματα που βάφονταν με πορφύρα υφαίνονταν σε εργαστήρια που προορίζονταν αποκλειστικά για αυτοκρατορική χρήση.

2. Η παρουσία των Εβραίων στη Θήβα

Στη βαφή και την επεξεργασία του ακατέργαστου μεταξιού είχαν εξαιρετική επίδοση από πολύ παλιά και οι Εβραίοι. Ήδη από τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ. ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης γράφει στη Χριστιανική Τοπογραφία του : «και την υάκινθον την πορφύραν και το κόκκινον το νηστόν...έως της σήμερον ημέρας τας πλείστας των τεχνών τούτων παρά Ιουδαίους ως επί το πλείστον ευρήσεις».

Για τη μετανάστευση Εβραίων από την Αίγυπτο στη Θήβα η παλαιότερη μαρτυρία προέρχεται από μία επιστολή από την Geniza της Αιγύπτου, χρονολογούμενη γύρω στα 1135 μ.Χ. Κατά το 12ο αιώνα η Θήβα ξεπέρασε σε φήμη ως κέντρο μεταξοπαραγωγής και την ίδια τη βασιλεύουσα. Οι βυζαντινές πηγές της εποχής, ο Νικήτας Χωνιάτης και ο Ιωάννης Τζέτζης μιλούν με θαυμασμό για την «ιστουργικήν κομψότητα» των υφαντών όσο και για το «χρωματουργείν ευφυώς», αναφερόμενοι στις θηβαίες τεχνίτριες.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά την επιδρομή των Νορμανδών της Σικελίας στη Θήβα, το 1147, την αρπαγή, μαζί με τα χρυσούφαντα υφάσματα και των ειδικευμένων τεχνιτριών αλλά και των Εβραίων μεταξοτεχνιτών, όπως μαρτυρούν μόνο δυτικές πηγές. Η βιοτεχνία μετάξης υπήρχε στη Σικελία και ήδη από τις αρχές του 11ου αι. εξήγαγε μεταξωτά προϊόντα. Αυτή η βίαιη όμως μεταφορά στόχευε στην ποιοτική βελτίωση της εγχώριας παραγωγής.

Παρά τη νορμανδική λεηλασία όμως η Θήβα συνήλθε πολύ γρήγορα και η μεταξοβιοτεχνία της συνέχισε να ακμάζει, με τη συμβολή των Εβραίων.

Γύρω στο 1160 έχουμε την μαρτυρία του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν του εκ Τουδέλης, ο οποίος ξεκίνησε από την Ισπανία για μια περιοδεία στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία, με σκοπό του ταξιδιού του πιθανότατα τον εντοπισμό των εβραϊκών κοινοτήτων στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Γράφει λοιπόν στο «Οδοιπορικό» του : «Από εκεί (από την πόλη της Κορίνθου) είναι ταξίδι δύο ημερών για τη μεγάλη πόλη των Θηβών, όπου ζουν δύο χιλιάδες Ιουδαίοι. Αυτοί είναι οι πιο επιδέξιοι τεχνίτες στο μετάξι και στην πορφύρα σε όλη την Ελλάδα. Έχουν λογίους που γνωρίζουν καλά τη Μισνά και το Ταλμούδ, όπως επίσης και άλλους εξέχοντες άνδρες με πρώτους ανάμεσά τους τον αρχιραβίνο Κούτι και τον αδελφό του, Μωυσή, καθώς και τους ραβίνους Χίγια, Ηλία Τιρουζότ και Γιοκτάν και όμοιοί τους δεν υπάρχουν σε όλο τον ελληνικό χώρο, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη».

Η μαρτυρία εξάλλου του Νικήτα Χωνιάτη για την απαίτηση αργότερα, το 1196-7, του εμίρη της Άγκυρας από τον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο που επιχειρούσε ανακωχή, να του παραχωρούνται ετησίως, όπως και έγινε, 40 μεζούρες μεταξωτών υφασμάτων «από εκείνα που ετοιμάζονταν στα εργαστήρια των επταπύλων Θηβών αποκλειστικά για αυτοκρατορική χρήση», είναι ενδεικτική της εξαιρετικής ποιότητας των θηβαϊκών μεταξωτών.

3. Το εμπόριο του μεταξιού

Μετά τη φραγκική κατάκτηση η βιοτεχνία του μεταξιού πέρασε από τα χέρια της τοπικής αριστοκρατίας στους έμπειρους βενετούς εμπόρους αλλά και στους γενουάτες. Η δραστηριότητα των τελευταίων στη Θήβα άρχισε μόνο απ’ αυτή την περίοδο και εξής, μετά τη συνθήκη που υπέγραψε το 1240 η Γένουα με τον Guy I de la Roche, άρχοντα Αθηνών και Θηβών, για ελεύθερη εξαγωγή μεταξωτών υφασμάτων. Τα προϊόντα της Θήβας και κυρίως τα εξάμιτα, ήταν τα μόνα απ’ όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία που προσδιοριζόταν ο τόπος προέλευσης.

Αυξημένη ζήτηση όμως υπήρχε και στο εσωτερικό από τον τρόπο ζωής της ιπποτικής τάξης. Για τη στέψη π.χ. του νεαρού δούκα των Αθηνών Guy ΙΙ de la Roche, που έλαβε χώρα στην Παναγία Λόντζια στη Θήβα το 1294, οι προσκεκλημένοι, κλήρος, βαρόνοι και ιππότες είχαν ειδοποιηθεί 6 μήνες πριν για να ετοιμάσουν πολύτιμα ενδύματα για τον εαυτό τους και την ακολουθία τους. Αλλά και τα είκοσι τεμάχια εξάμιτο που ο Guy έστειλε το 1300 στην παπική αυλή στη Ρώμη ήταν προφανώς θηβαϊκό προϊόν.

Η παραγωγή και εξαγωγή θηβαϊκού μεταξιού στη Δύση ακόμη δε και στην Αίγυπτο συνεχίστηκε και μετά την καταλανική κατάκτηση του 1311. Η τελευταία μαρτυρία είναι του 1387 για κόκκινα παραπετάσματα από σατέν (δηλαδή μετάξι και βαμβάκι) που στάλθηκαν στη Γαλλία για τα δωμάτια του βασιλιά Καρόλου VI.

Η τεχνολογία που αναπτύχθηκε μετά τον 14ο αι. στη Δύση και κυρίως οι βιομηχανίες της Βενετίας και της Lucca έθεσαν εκτός συναγωνισμού τη Θήβα.

4. Τα εργαστήρια των Εβραίων

Μια περιοχή δυτικά της Καδμείας, όπου επιβιώνει ακόμη η ονομασία Εβραίικα, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για να τη συνδέσουμε με την επεξεργασία και βαφή του μεταξιού από τους Εβραίους. Κατ’ αρχήν η θέση της έξω από τον οικισμό, σε ύψωμα και δίπλα στο ρέμα της Δίρκης συμφωνεί με τους περιοριστικούς όρους που προβλέπονται για τα εργαστήρια βαφέων στην Εξάβιβλο.

Το άφθονο νερό που απαιτείται εξασφαλίζεται όχι μόνο από έναν κτιστό αγωγό στο βόρειο άκρο του χώρου, αλλά και από τα πολλά πηγάδια. Το πλήθος των λαξευμένων στο βράχο δεξαμενών, κυκλικού κυρίως σχήματος, με υδατοστεγή επένδυση ή και χωρίς, φανερώνει τα διαδοχικά στάδια της επεξεργασίας του μεταξιού ή της βαφής, ώσπου να καθαρίσει στη μία περίπτωση ή να επιτευχθεί η επιθυμητή απόχρωση στην άλλη. Εστίες, σε μερικές από τις οποίες βρέθηκαν και οι χύτρες, χρησίμευαν προφανώς για το βράσιμο των προστυμάτων ή της βαφής. Τα νήματα απλώνονταν στη συνέχεια για να στεγνώσουν, όπως φανερώνουν οι τρύπες στο βράχο από τις πασσαλόπηκτες κατασκευές. Όμοιας σχεδόν μορφής εγκαταστάσεις ελληνιστικής περιόδου βρέθηκαν στη θέση Ράχη της Ισθμίας και χαρακτηρίστηκαν ως βαφεία, ενώ στη μεσαιωνική πόλη Fez του Μαρόκου λειτουργούν έως σήμερα πλάι σε τρεχούμενο νερό.

Η λειτουργία του χώρου, σύμφωνα με τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής και κυρίως τα νομίσματα, καλύπτει ένα χρονικό διάστημα από τις αρχές του 11ου έως το 1382, με μεγαλύτερη παρουσία κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Το διάστημα αυτό συμπίπτει απόλυτα με τις πληροφορίες των πηγών για την παραγωγή του θηβαϊκού μεταξιού που, παρά τις ιστορικές περιπέτειες της πόλης, συνέχισε μέχρι το τέλος σχεδόν του 14ου αιώνα.

Ό,τι έχει απομείνει σήμερα στην πόλη από το πέρασμα των Εβραίων είναι μόνο επτά επιτάφιες επιγραφές. Η πρώτη χρονολογείται στη δεκαετία του 1330, η δεύτερη το 1337/8, οι δύο επόμενες, που ανήκουν σε δύο αδέλφια, παιδιά του Absalom, το 1554, η πέμπτη του μικρού Ηλία, γιού του ραβίνου Yuda Manidi, το 1537, ενώ οι δύο τελευταίες είναι αχρονολόγητες.

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU