1. Γεωγραφική θέση Η Ελληνορωμαϊκή πόλη εκτείνεται σε μια μεγάλη, εύφορη πεδιάδα που περιλαμβάνει και λόφους, ανάμεσα από τις κορυφογραμμές του όρους Ελικώνα προς βορρά, δύση και νότο, ενώ έως το 19ο μ.Χ. αιώνα συνόρευε με τη Λίμνη Κωπαΐδα στα ανατολικά της (Εικ. 1). Καταλαμβάνει έναν απότομο, περίοπτο και απομονωμένο λόφο. Μαζί με την τριγύρω περιοχή αποτελεί λοιπόν μια απομακρυσμένη φυσική οικιστική μονάδα ή Siedlungskammer όπως θα την περιέγραφαν οι γερμανοί ιστορικοί γεωγράφοι. 2. Τοπογραφία και αρχαιολογικά υπολείμματα Οι παλαιότερες έρευνες από δυτικούς περιηγητές, τους οποίους ακολούθησαν κλασικοί τοπογράφοι και αρχαιολόγοι απέδωσαν μια μάλλον ανεπαρκή εικόνα για την εξέλιξη της ανθρώπινης παρουσίας στο χώρο της πόλης. Κάποια προϊστορικά όστρακα παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός πρώιμου οικισμού, και παρόλο που αναφέρεται ως πόλη στον ομηρικό «Κατάλογο Νεών», τα ελάχιστα ευρήματα (επιφανειακά και αρχαιολογικά) δεν επαρκούν για να αποδοθεί στην πόλη σημαντικός ρόλος κατά την εποχή του Χαλκού, ούτε καν για τη Γεωμετρική περίοδο. Δομικά μέλη στις ανατολικές και δυτικές άκρες της κορυφής του λόφου από το πολυγωνικής λιθοδομής τείχος της ακρόπολης χρονολογούνται στην ύστερη Αρχαϊκή εποχή ή ακόμη στην πρώιμη Κλασική περίοδο (Εικ. 2). Πολλοί περιηγητές κατά το 19ο αιώνα εντόπισαν ιστάμενα υπολείμματα του τείχος της κάτω πόλης, ιδιαίτερα πάνω στις χαμηλότερες, νότιες πλαγιές του λόφου, αλλά και απομεινάρια από δημοσιά κτίρια (συμπεριλαμβανομένου και ενός ναού) πάνω στις ψηλότερες νότιες πλαγιές του λόφου. Σε ένα βαθύ κοίλωμα στο νοτιοανατολικό χαμηλότερο λόφο, μελετητές υπέθεσαν την ύπαρξη θεάτρου. Πάνω στο υψηλότερο σχεδόν σημείο της κορυφής του λόφου πολύ μεγάλες θολωτές κατασκευές δομημένες με ανάμεικτες τεχνικές, που τυπικά παραπέμπουν στη Ρωμαϊκή ή την Ύστερη Ρωμαϊκη περίοδο θεωρήθηκαν τμήματα λουτρού, και έτσι η ακρόπολη πήρε το όνομα «Λουτρό». Τέλος, πάνω σε ένα χαμηλό ύψωμα στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του λόφου διασώζονται τα υπολείμματα ενός μεσαιωνικού πύργου (Εικ. 3).
Περιορισμένες ανασκαφές στη νοτιοδυτική γωνία της ακρόπολης (αδημοσίευτες) έφεραν κάποια στιγμή στο φως τοίχους της Ύστερης Αρχαιότητας κατασκευασμένους από υλικό σε δεύτερη χρήση (spolia). Κατά καιρούς, θεωρήθηκε ότι αυτοί οριοθετούν μια εκκλησία της Πρώιμης Χριστιανικής περιόδου. Ο Lauffer (1986) εντόπισε ίχνη ενός ρωμαϊκού υδραγωγείου της Αυτοκρατορικής περιόδου που τροφοδοτούσε την πόλη με τρεχούμενο νερό από μεγάλες πηγές που βρίσκονταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά, πάνω στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ελικώνα, κοντά στο σύγχρονο χωριό της Κορώνειας. 3. Ιστορία Ιστορικές πηγές και νομίσματα προσθέτουν λίγες ακόμα πληροφορίες. Η πόλη υπήρχε και ήταν ένα σημαντικό κέντρο από τους ύστερους Αρχαϊκούς χρόνους έως την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, ενώ συχνά έκοβε δικά της νομίσματα. Δεν ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βοιωτίας, έλαβε δε μόλις το ένα τρίτο από μία από τις έντεκα περιφέρειες στις οποίες διαιρέθηκε η Βοιωτική Ομοσπονδία για τους σκοπούς της στρατιωτικής και πολιτικής οργάνωσης. Όντας επί μακρόν εχθρική απέναντι στις ρωμαϊκές επεμβάσεις στα ελληνικά πράγματα, ο πληθυσμός της εξανδραποδίστηκε και η πόλη λεηλατήθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ, αλλά η Σύγκλητος έδειξε επιείκεια, αποκατέστησε τους πολίτες της και επέτρεψε την επισκευή των τειχών της, μόνο στην ακρόπολή της όμως. Ακολούθησε παρακμή, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Βοιωτίας, ωστόσο σε επιγραφικά ευρήματα καταγράφονται θετικές πρωτοβουλίες που βοήθησαν την πόλη. Αυτά μαρτυρούν τη λειτουργία του θεσμού της πατρωνίας κατά την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο, όπως κονδύλια για την επισκευή των φραγμάτων που προστάτευαν τα εδάφη της πόλης από τις πλημμύρες της λίμνης Κωπαΐδας, και τη δωρεά ενός υδραγωγείου. Ένας καταστροφικός σεισμός τον 6ο αιώνα μ.Χ. δεν σήμανε το τέλος για την όποια κοινότητα υπήρχε τότε, καθώς παραδίδονται ονόματα επισκόπων και μετά από αυτήν την ημερομηνία. Παρόλα αυτά δεν είναι βέβαιο ότι ο πληθυσμός εξακολουθούσε να κατοικεί στο χώρο της αρχαίας πόλης, δεδομένου ότι ακόμη και σήμερα υφίσταται επίσκοπος της Κορώνειας τη στιγμή που ο αρχαίος λόφος έχει εγκαταλειφθεί από τον ύστερο Μεσαίωνα. 4. Το πρόγραμμα «Αρχαίες πόλεις της Βοιωτίας» (Ancient Cities of Boeotia) και οι πληροφορίες για την Κορώνεια Το 2006 στο πλαίσιο του προγράμματος «Ancient Cities of Boeotia» των πανεπιστημίων του Leiden και της Ljubljana, υπό τη διεύθυνση του συγγραφέως και του Bozidar Slapsak, εγκαινιάστηκε μία διεξοδική μελέτη για το λόφο της αρχαίας πόλης (βλ. τους ετήσιους προκαταρκτικούς απολογισμούς στο περιοδικό Pharos, από τον τόμο 14 του 2007 μέχρι σήμερα). Μετά τη θερινή περίοδο του 2010 συλλέξαμε επιφανειακά ευρήματα (κεραμική) και καταγράψαμε αρχιτεκτονικά μέλη σε 841 τετράγωνα καννάβου, το καθένα με εμβαδόν 400 τετραγωνικών μέτρων περίπου, σε όλη την πόλη εκτιμώντας ότι καλύψαμε έκταση 30 εκταρίων από τα 40 εκτάρια της τειχισμένης πόλης. Η διαγνωστική κεραμική από κάθε τετράγωνο θα μας επιτρέψει να αναλύσουμε την επέκταση και τη συστολή του οικισμού στην πάροδο του χρόνου. Ήδη είμαστε σε θέση να δώσουμε μια πρόχειρη εικόνα της γενικής εξέλιξης της αρχαίας πόλης. Στους προϊστορικούς χρόνους η δραστηριότητα είναι ελάχιστη και διάσπαρτη υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός χωριού ή αγροτικής κατοίκησης και την παρουσία περιορισμένου πληθυσμού στο λόφο. Το ίδιο ισχύει για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ενώ σταδιακά η κοινότητα αρχίζει να μεταμορφώνεται σε πραγματική πόλη μόλις στα τέλη των Γεωμετρικής και την Αρχαϊκή περίοδο. Ιδιαίτερα τον 6ο αιώνα η πόλη-κράτος φαίνεται να έχει εξελιχθεί σε σχετικά μεγάλο τοπικό κέντρο, πιθανώς δε αυτήν την περίοδο η ακρόπολη να ενισχύθηκε με το πολυγωνικό τείχος. Την Κλασσική και Ελληνιστική περίοδο η πόλη μάλλον λαμβάνει τη μέγιστη έκτασή της, φτάνοντας έως τους πρόποδες του λόφου στην ανατολική και νοτιοανατολική πλευρά του αλλά καταλαμβάνει πιθανόν μόνο τη μισή έκταση προς τα κάτω ή ψηλότερα στις άλλες πλευρές του λόφου. Ίχνη από το τείχος της κάτω πόλης έχουν βρεθεί σε δύο ξεχωριστές εκτάσεις στους βορειοανατολικούς πρόποδες του λόφου, ενώ μια σειρά από ενσφράγιστες επίσημες κεραμίδες, που φέρουν έναν αρχαίο τύπο γραφής, συντείνουν σε μια χρονολόγηση του τείχους στην ύστερη Κλασσική περίοδο το αργότερο. Επιβεβαιώνοντας τις μαρτυρίες των παλαιότερων περιηγητών εντοπίσαμε δύο πλατώματα στις νότιες πλαγιές του λόφου με πληθώρα αρχιτεκτονικών μελών από δημόσια οικοδομήματα, έτσι θεωρήθηκε ότι εκεί υπήρχε η αρχαία αγορά. Περιμετρικά του τείχους της κάτω πόλης στο νοτιοανατολικό μέρος του εντοπίστηκαν διάφορα νεκροταφεία και ένα μικρό ιερό που χρονολογούνται από την ύστερη Αρχαϊκή έως την Ελληνιστική περίοδο, ενώ τα ρωμαϊκά αρχιτεκτονικά μέλη φανερώνουν τη συνεχιζόμενη χρήση αυτών των νεκροπόλεων. Όμως τα επιφανειακά ευρήματα από την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο υποδηλώνουν ότι η κατοικούμενη περιοχή ήταν μικρότερη, η οποία μικραίνει δε ακόμα περισσότερο στους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους. Σε αυτή την περίοδο πιθανόν να χρονολογούνται τα υπολείμματα ενός νέου τείχους με κονίαμα που περιέβαλε την ακρόπολη. Εντός του περιβόλου αυτού υπάρχουν ερείπια οικιών πρόχειρης κατασκευής που ενσωματώνουν υλικό σε δεύτερη χρήση (spolia) και ίσως να παραπέμπουν σε μια αλλαγή του χαρακτήρα του οικισμού, που μετατράπηκε σε μικρό κάστρο ή οχυρωμένο χωριό-καταφύγιο για την περιοχή την περίοδο του 5ου-7ου αιώνα και ίσως κατά τη διάρκεια των «Σκοτεινών Χρόνων» που ακολούθησαν. Μολαταύτα, το ογκώδες σύμπλεγμα θολωτών κατασκευών κοντά στην κορυφή της ακρόπολης φαίνεται κατόπιν πρόσφατης επανεξέτασης να αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κτίσμα του 6ου αιώνα μ.Χ., ίσως ένα επισκοπικό μέγαρο. Διάσπαρτα όστρακα βυζαντινής κεραμικής είναι οι μόνοι μάρτυρες ενός υποθετικού κοντινού οικισμού που ενδέχεται να υπήρχε από τον 9ο έως το 12ο αιώνα μ.Χ., ωστόσο τον 13ο αιώνα πάνω σε ένα λοφίσκο στη βάση του λόφου της πόλης κατασκευάστηκε το κέντρο ενός φράγκικου υποστατικού που είχε ως εστιακό σημείο του έναν πύργο και ίσως να συνδεόταν με ένα χωριουδάκι έξω από τα τείχη. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν αυτός ο οικισμός φιλοξενούσε έλληνες χωρικούς υποτελείς του φεουδάρχη ή Φράγκους που υπηρετούσαν τους ενοίκους του πύργου. Ο χώρος και, γενικότερα, ολόκληρος ο λόφος εγκαταλείπονται τον 14ο αιώνα μ.Χ. 5. Η επιβίωση της Κορώνειας στους νεότερους χρόνους Η διαθεσιμότητα τοπικών οθωμανικών φορολογικών καταστάσεων ήδη από το 1466 επιβεβαιώνει την καταγωγή των σύγχρονων χωριών από το χώρο της αρχαίας Κορώνειας. Το σημερινό χωριό της Κορώνειας κατά βάση αποτελεί μια αλβανική-αρβανίτικη αποικία που χρονολογείται από το 1400 μ.Χ. (πρώην Κουτουμουλάς ή Κοντομουλάς), ενώ οι απόγονοι των μεσαιωνικών αγροτών της Κορώνειας που κατοικούσαν στο χώρο της αρχαίας πόλης πιθανότατα μετακόμισαν την περίοδο αυτή στο σημερινό χωριό του Αγίου Γεωργίου, το οποίο στο πρώτο οθωμανικό φορολογικό μητρώο περιγράφεται σαν ένα από τα σπάνια ελληνικά χωριά. Σε αυτό το χωριό καταγράψαμε αρκετά παραδοσιακά (επιμήκη) σπίτια που κατά τα φαινόμενα αντιπροσωπεύουν μια τοπική τεχνοτροπία κατασκευής οικιών, η οποία ανάγεται στις απαρχές αυτών κοινοτήτων τον 15ο αιώνα. |