Ελληνικό και αρβανίτικο γλωσσάριο
Αποσπόρι: Μεταφορικά το τελευταίο παιδί της οικογένειας
Άρμετ: Προικιά
Ασκέρι: Μεταφορικά η μεγάλη οικογένεια
Βάτρε: Η εστία, το τζάκι, μεταφορικά η οικογένεια, το σόι
Βλαμιά: Αδελφοποία, αρβ. βλάμε (αδελφοποιτός)
Γηροκόμι: Μερίδιο που κρατούν οι γονείς για τα γηρατειά
Γκενταρί: Ασημικά, προγαμιαία δωρεά
Γκjak: Αίμα
Γκίου: Στήθος
Γκιρί: Συγγενείς
Θέκτε: Στολίδια μαλλιών
Κατούντ: Χωριό
Λίνjατε: Προικιά
Μπέσα: Πίστη, λόγος, υπόσχεση
Μπόλια: Κεφαλόδεσμος, βεν. imbolia
Πjες ε πλέικτετ: Το μερίδιο των γερόντων, το γηροκόμι
Πορταρίκια: Μορφή «εξαγοράς» της νύφης, όπου κλείνουν την πόρτα και ο γαμπρός πρέπει να πληρώσει για να την ανοίξουν
Ργκέντετε: Ασημικά, προγαμιαία δωρεά
Σεγκούνα: Εξωτερικό χοντρό γυναικείo ένδυμα χωρίς μανίκια, αρβ. sigun
Σμίχτες: Κτηνοτρόφοι που σμίγουν, ενώνουν τα κοπάδια τους υπό την ηγεσία ενός τσέλιγκα
Σόj: Γενιά, γένος
Στεπί: Σπίτι, μεταφορικά η οικογένεια
Τσέλιγκας: Αρχηγός κοινοπραξίας κτηνοτρόφων
Τσελιγκάτο: Κοινοπραξία/συνεταιρισμός κτηνοτρόφων υπό τον τσέλιγκα
Τάνετε: Συγγενείς
Φαμίλιε ε μάδε: Μεγάλη ή πολυπυρηνική οικογένεια
Φάρε: Σπόρος, γενιά, γένος