αγελοδρόμιον (βυζ.)
Δρόμος που προοριζόταν για τη χρήση από κοπάδια ζώων.
|
αμαξηγός (δρόμος) ή αμαξηγή/ αμαξική (οδός):
Τοπικός δρόμος για άμαξες ή κάρα.
|
δημοσία/ δημοσιακή οδός
Γνωστή και ως βασιλική οδός και δημόσια στράτα, ήταν ο κεντρικός δρόμος του κρατικού οδικού δικτύου, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του λογοθέτη του δρόμου.
|
λογοθέτης του δρόμου, ο
Ανώτερο στέλεχος της αυτοκρατορικής διοίκησης με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, την υπηρεσία του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και ως ένα βαθμό για τις εξωτερικές σχέσεις της αυτοκρατορίας. Η οργάνωση τελετών, η προστασία του αυτοκράτορα, η συλλογή πληροφοριών και η υποδοχή ξένων αποστολών ήταν επίσης στα καθήκοντά του.
|
ξυλοφορικόν
(ενίοτε ως, των ξυλοφόρων οδός): δρόμος για τη μεταφορά ξυλείας.
|
πλακωτή οδός
Πλακόστρωτος δρόμος που προοριζόταν για οχήματα.
|
πορτολάνος, ο
Ναυτικό βιβλίο, είδος λιμενολογίου, επίτευγμα της ναυσιπλοΐας το 12ο αιώνα (από το λατινικό portus, λιμάνι). Παρείχε περιγραφή των ακτών και υποδείκνυε τα νηολόγια, ανάλογα με το λιμένα προορισμού. Επίσης, παρουσίαζε τα πιθανά αγκυροβόλια και τις γεωλογικές ιδιαιτερότητες.
|