Αχαϊκή Συμπολιτεία, η
Ομοσπονδιακή οργάνωση των δώδεκα αχαϊκών πόλεων, με επίκεντρο τη λατρεία του Διός Αμαρίου. Η συμπολιτεία, που μαρτυρείται πρώτη φορά το 453 π.Χ., ανανεώθηκε το 281/280 π.Χ. και επεκτάθηκε σύντομα πέρα από την Αχαΐα. Με επικεφαλής τον Άρατο το Σικυώνιο ανέπτυξε επεκτατική αντιμακεδονική πολιτική περίπου από το 250 π.Χ., για να συνθηκολογήσει με τη Μακεδονία το 224 π.Χ. και να συμπλεύσει με την πολιτική της έως το 198 π.Χ.
|
κοίλο, το (cavea)
Το ομόκεντρο, συνήθως ημικυκλικό, πρανές του αρχαίου θεάτρου, όπου κάθονται οι θεατές.
|
ορχήστρα, η
Χώρος ανάμεσα στη σκηνή και το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγονται τα θεατρικά δρώμενα. Είναι συνήθως ημικυκλικού σχήματος και σπανιότερα κυκλικού.
|
πάροδος, η
Διάδρομος μεταξύ της σκηνής και των πλευρικών αναλημματικών τοίχων του κοίλου, από όπου έμπαινε ο χορός στην ορχήστρα του θεάτρου.
|
προσκήνιον, το (proscaenium)
Κιονοστοιχία που προστέθηκε μπροστά από τον τοίχο της σκηνής του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων ενίοτε κλείνονταν με θυρώματα ή γραπτούς πίνακες. Στα ρωμαϊκά θέατρα το προσκήνιο χαμηλώνει και φέρει αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.
|
σκηνή, η (scaena)
Αρχικά το μέρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Αργότερα αποτέλεσε το μόνιμο κτίσμα που έκλεινε τη μία πλευρά του θεάτρου και διέθετε βοηθητικούς χώρους για την προετοιμασία των ηθοποιών και τη φύλαξη των μηχανημάτων.
|