Βοιωτική νομισματοκοπία (Αρχαιότητα)

1. Αρχαϊκοί χρόνοι

Η Βοιωτία ξεκινά, όπως φαίνεται, την έκδοση κοινού νομίσματος, με βάση τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα, μέσα στο προχωρημένο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ., εφόσον προϋποτίθεται η ύπαρξη μιας βοιωτικής ένωσης, πριν ακόμη από το 520 π.Χ. Η βοιωτική ασπίδα, με το ωοειδές περίγραμμα, την κυρτή επιφάνεια και τα κοίλα συμμετρικά ανοίγματα στα πλάγια, γίνεται το σύμβολο της ένωσης και την ίδια στιγμή αποτελεί και το έμβλημα της βοιωτικής νομισματοκοπίας, ως υπομνηστικό του τεντωμένου δέρματος του βοός, απ’όπου κατά μίαν εκδοχή πήρε το όνομά του το έθνος των Βοιωτών.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι η πρωιμότερη απεικόνιση της βοιωτικής ασπίδας απαντά σε νόμισμα, κομμένο με βάση τον ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα. Πρόκειται για ένα πολύ σπάνιο αργυρό τετράδραχμο, με τη βοιωτική ασπίδα στη μπροστινή όψη που επιγράφεται με το γράμμα Χ του χαλκιδικού αλφαβήτου (Ψ), και τον τετράκτινο τροχό μέσα σε έγκοιλο στην πίσω. Δύο μόνον κομμάτια, ένα στο Παρίσι και ένα στο Βερολίνο, είναι μέχρι σήμερα γνωστά. Η προταθείσα απόδοση της κοπής στη σύμπραξη Βοιωτών και Χαλκιδέων εναντίον των Αθηναίων το έτος 507 π.Χ. (Ηρόδοτος V 74 κε.) δεν θεωρείται βέβαιη, δεδομένου ότι τα πολεμικά αυτά γεγονότα δεν προϋποθέτουν κατ’ανάγκη την έκδοση κοινού νομίσματος.

Οι πρώτες βεβαιωμένες σειρές των βοιωτικών νομισματικών εκδόσεων (αργυρές δραχμές και υποδιαιρέσεις τους [τριώβολα, οβολοί]), με την ασπίδα στη μπροστινή και το έγκοιλο με τα οκτώ τριγωνικά διάχωρα –τέσσερα κοίλα εναλλάξ με τέσσερα ανάγλυφα– στην πίσω όψη, ξεκινούν πριν από το 520 π.Χ. Τρία νομισματοκοπεία είναι τα πρωτοπόρα: της Τανάγρας, της Αλιάρτου και πιθανότατα των Θηβών. Τα αρχικά Τ-Τ ή Τ-Α και Η-Η —τα ανεπίγραφα νομίσματα αποδίδονται στο νομισματοκοπείο της Θήβας—, αντίστοιχα χαράσσονται στα ανοίγματα της ασπίδας.

Περί τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. τα ενεργά νομισματοκοπεία γίνονται επτά: εκτός των προηγούμενων, στην έκδοση νομισμάτων συμμετέχουν και η Ακραιφία, η Κορώνεια, η Μυκαλησσός και οι Φαρές. Τώρα κόβονται για πρώτη φορά μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας αργυρά νομίσματα, οι στατήρες (δίδραχμα), αλλά και οι υποδιαιρέσεις τους, δηλ. δραχμές, τριώβολα, οβολοί και ημιώβολα, στο κέντρο του εγκοίλου των οποίων χαράσσεται το αρχικό γράμμα του νομισματοκοπείου. Το έγκοιλο, αντίστοιχο των νομισμάτων της Αίγινας, διαιρείται σε πέντε τριγωνικά διάχωρα που θυμίζουν φτερά ανεμόμυλου.

Από τις πρώτες βοιωτικές εκδόσεις απουσιάζουν νομίσματα των Πλαταιών, εξαιτίας της συμμαχίας της πόλης με την Αθήνα (Ηρόδοτος VI 108), και των Θεσπιών. Ο Ορχομενός, από την άλλη, κόβει αργυρούς οβολούς και τριημιωβόλια με τον κόκκο του σταριού, λαλούν σύμβολο της παραγωγής της εύφορης πεδιάδας του, και τα αρχικά Ε ή ΕR στη μπροστινή όψη. Η ιδιαιτερότητα αυτή προέτρεψε ορισμένους να υποστηρίξουν ότι είχε ήδη ανεξαρτητοποιηθεί από την ηγεμονία της Θήβας.

2. Κλασικοί χρόνοι

Μετά τα Περσικά (479 π.Χ.) η Θήβα έχασε την ηγεμονική της θέση στο Βοιωτικό Κοινό και το γόητρό της επλήγη βαρύτατα (Ηρόδοτος ΙΧ 86-88). Αντίθετα, η Τανάγρα, μετά από παρότρυνση και των Αθηναίων, διεκδίκησε σημαίνουσα θέση στο Κοινό (Θουκυδίδης Ι 107-108). Η σημαντική αυτή στροφή αντικατοπτρίζεται στα νομίσματα της περιόδου 479-457 π.Χ., κατά την οποία η Τανάγρα κόβει αργυρούς στατήρες (δίδραχμα) με τα αρχικά Τ-Α ή Τ-Τ στα ανοίγματα της ασπίδας, και με έγκοιλο με φτερά ανεμόμυλου ή με τετράκτινο τροχό σε κυκλικό έγκοιλο στην πίσω όψη και τα αρχικά Β ή Β-Ο ή Β-Ο-Ι(ωτῶν) στα διάχωρα του ανεμόμυλου ή του τροχού αντίστοιχα.

Στο διάστημα 456-446 π.Χ., με την κυριαρχία των Αθηναίων στη Βοιωτία και την απαγκίστρωση των πόλεων από τη Θήβα, πολλές βοιωτικές πόλεις επιχειρούν να κόψουν δικό τους νόμισμα. Η βοιωτική ασπίδα διατηρείται στη μπροστινή όψη των στατήρων και των υποδιαιρέσεών τους (τριωβόλων, οβολών, ημιωβόλων), για την πίσω όψη, όμως, επιλέγεται ένας ιδιαίτερος τύπος, που συνοδεύεται από τα αρχικά του νομισματοκοπείου· για την Ακραιφία ο κάνθαρος, σύμβολο της τοπικής λατρείας του Διονύσου (Παυσανίας ΙΧ 23,5)· για την Κορώνεια το γοργόνειο, σύμβολο της λατρείας της Αθηνάς Ιτωνίας και της ιέρειάς της Ιοδάμας, που απολιθώθηκε βλέποντάς το στο σκοτάδι (Παυσανίας ΙΧ 34,2)· για την Αλίαρτο ο αμφορέας ή ο κάνθαρος· για την Τανάγρα το πρόσθιο ημίτομο αλόγου, πιθανότατα σύμβολο της πρώιμης λατρείας των ντόπιων ηρώων Λεύκιππου και Έφιππου και της σύνδεσής τους με την ιππική τέχνη και τη γεωργία· για τη Θήβα ο αμφορέας.

Από το 446 π.Χ. ως τα τέλη του αιώνα, μετά την ήττα των Αθηναίων στην Κορώνεια και την αποχώρησή τους από τη Βοιωτία, ανατέλλει πλέον το άστρο της Θήβας. Για μισό αιώνα το βοιωτικό νόμισμα ταυτίζεται με το νόμισμα της ίδιας της Θήβας. Οι πρώτες σειρές των αργυρών στατήρων, που κόβονται στα 446-426 π.Χ., είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στον ήρωα της πόλης, τον Ηρακλή, και φέρουν τις επιγραφές ΘΕΒΑΙΟΝ ή ΘΕΒΑΙΟΣ. Ο ημίθεος, που στο πρόσωπό του αντανακλάται η σύγχρονη φειδιακή πνοή των μετοπών του Παρθενώνα, απεικονίζεται σε ποικίλες στάσεις, όπως να πνίγει τα φίδια (δρακοντοπνίγων), να γονατίζει για να τραβήξει το τόξο, να κλέβει το δελφικό τρίποδα από τον Απόλλωνα. Η επιλογή του πνιγμού των φιδιών, είναι συμβολική, προκειμένου η Θήβα να προπαγανδίσει την αποκατεστημένη ηγεμονία της επί της Ομοσπονδίας. Η καθιστή γυναικεία μορφή με το κράνος στα χέρια, που συνοδεύεται από την επιγραφή ΘΕΒΑ, στην πίσω όψη μιας δεύτερης σειράς στατήρων, ταυτίζεται είτε με τη Θήβη, επώνυμη νύμφη της πόλης και σύζυγο του Ζήθου (Παυσανίας ΙΧ 5,6), είτε με την Αρμονία, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, σύζυγο του βασιλιά Κάδμου (Παυσανίας ΙΧ 5,2).

Τρεις σειρές στατήρων εκδίδονται στο νομισματοκοπείο της Θήβας από το 426 π.Χ. ως τα πρώτα έτη του 4ου αι. π.Χ.: α) με την κεφαλή του Ηρακλή, β) με την κισσοστεφή κεφαλή του Διονύσου και γ) με αμφορέα· όλες επιγράφονται με τα αρχικά Θ-Ε μέσα στο έγκοιλο τετράγωνο. Στα μικρότερης ονομαστικής αξίας αργυρά νομίσματα απεικονίζονται σύμβολα του θεού και του ημίθεου, όπως ο κάνθαρος στα τριώβολα, και το ρόπαλο ή το τσαμπί σταφύλι στους οβολούς.

Η κυριαρχία της Σπάρτης στα πράγματα της Ελλάδας, στα αμέσως επόμενα του Πελοποννησιακού πολέμου χρόνια (395-387 π.Χ.), ώθησε τη Θήβα να πρωτοστατήσει στη δημιουργία αντι-σπαρτιατικής συμμαχίας. Η εισροή του περσικού χρυσού, ή ορθότερα του ηλέκτρου –φυσικού κράματος χρυσού και αργύρου– στην Ελλάδα από τον σατράπη Τιθραύστη με σκοπό τη στήριξη της συμμαχίας, είχε ως αποτέλεσμα την περιορισμένη κοπή από τη Θήβα τριωβόλων και οβολών από ήλεκτρο με τον κισσοστεφή Διόνυσο μπροστά και τον Ηρακλή-παιδί να πνίγει τα φίδια και τα αρχικά Θ-Ε πίσω.

Στο διάστημα 387-374 π.Χ., εξαιτίας της διάλυσης του Κοινού, ως συνέπεια της Ανταλκιδείου Ειρήνης ή «Ειρήνης του Βασιλέως» (387/6 π.Χ.), οι ομοσπονδιακές κοπές, που επιγράφονταν με το εθνικό ΒΟΙΩ(τῶν), σταματούν και κάθε πόλη κόβει δικό της νόμισμα. Η βοιωτική ασπίδα παραμένει στη μπροστινή όψη, χωρίς όμως να έχει κάποια ουσιαστική σχέση με το παλαιό σύμβολο της Ομοσπονδίας. Μόνον η Αλίαρτος, η Τανάγρα, οι Θεσπιές και ο Ορχομενός συνεχίζουν να κόβουν στατήρες και υποδιαιρέσεις (οβολούς, ημιώβολα, τεταρτημόρια), με τύπους σχετικούς με τις τοπικές λατρείες. Ο γυμνός Ποσειδώνας που χτυπάει με την τρίαινα στα δίδραχμα της Αλιάρτου με την επιγραφή ARIARTΙΟΝ, παραπέμπει στο λατρευτικό άγαλμα του θεού, στημένου στο ιερό του στη γειτονική Ογχηστό. Το πρόσθιο ημίτομο αλόγου με δάφνινο στεφάνι στο λαιμό και τα αρχικά Τ-Α στους στατήρες της Τανάγρας συνεχίζει τον γνωστό τύπο του 5ου αι. π.Χ. Η κεφαλή της μελαινίδος Αφροδίτης με το διπλό μηνίσκο και την επιγραφή ΘΕΣΠ-ΙΚΟΝ στους στατήρες των Θεσπιών παραπέμπει στη λατρεία της θεάς ως προστάτιδας των νεκρών (Παυσανίας ΙΧ 27,5). Το άλογο και ο αμφορέας εικονίζονται στους στατήρες του Ορχομενού, οι οποίοι επιγράφονται με τα αρχικά ΕΡΧ ή ΕΡ-ΧΟ.

Όλες οι άλλες πόλεις κόβουν αποκλειστικά μικρής ονομαστικής αξίας αργυρά νομίσματα (τριώβολα, διώβολα, οβολούς, ημιώβολα, τεταρτημόρια). Ξεχωρίζει η κεφαλή της Ήρας στα νομίσματα των Πλαταιών, που παραπέμπει στο μαρμάρινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς, έργο του Αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλη (Παυσανίας ΙΧ 2,7)· ο κεραυνός στα διώβολα της Λεβάδειας, που παραπέμπει πιθανόν στο άγαλμα του Υέττιου Δία, που ήταν στημένο μέσα στο άλσος του Τροφωνίου (Παυσανίας ΙΧ 39,4)· η πλώρη ή η μισή πλώρη πλοίου στις σειρές των οβολών και των ημιώβολων της Τανάγρας, που παραπέμπει στο λιμάνι της Αυλίδας στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο.

Αναμφισβήτητα, όμως, η σημαντικότερη έκδοση του βοιωτικού Κοινού τον 4ο αι. π.Χ. είναι οι θηβαϊκοί στατήρες με τα ονόματα των αρχόντων. Φέρουν στην πίσω όψη εκατέρωθεν αμφορέα, ακρωνύμια ονομάτων, με τέσσερα συνήθως γράμματα, συνοδευόμενα από πλήθος συμβόλων. Έχουν διαβασθεί περί τα 43-45 διαφορετικά ονόματα αρχόντων ή κρατικών λειτουργών επιφορτισμένων, για προκαθορισμένη χρονική περίοδο, μάλλον ετήσια, με τον έλεγχο του νομισματοκοπείου. Μία έκδοση μάλιστα με το ακρωνύμιο ΕΠΠΑ/ΕΠΑΜ(Ι) αποδίδεται στον γνωστό Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα. Η σειρά αρχίζει το αργότερο περί τα 395/390 π.Χ. και ολοκληρώνεται, με ασυνέχειες –στο διάστημα 387-374 π.Χ.–, το 335 π.Χ., όταν η Θήβα καταστρέφεται από τον Μέγα Αλέξανδρο.

Οι θηβαϊκοί στατήρες αποτέλεσαν το τρίτο σημαντικότερο «διεθνές νόμισμα», που κόπηκε με βάση τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα στη Νότια Ελλάδα, μετά τις χελώνες της Αίγινας, που κυκλοφορούν τον 6ο και τον 5ο αι. π.Χ., και τους στατήρες της Σικυώνας, που κυριαρχούν στον ύστερο 5ο και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ.

Παράλληλα με τις αργυρές εκδόσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της βοιωτικής νομισματοκοπίας, κόβονται τώρα και χάλκινα νομίσματα για την κάλυψη των καθημερινών συναλλαγών. Φέρουν την κεφαλή του Ηρακλή στη μπροστινή όψη και ονόματα αρχόντων, αντίστοιχα με των σύγχρονων αργυρών εκδόσεων, στην πίσω, συνοδευόμενα από σύμβολα.

3. Ελληνιστικοί χρόνοι

Μετά την ήττα των συνασπισμένων Ελλήνων από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) η Θήβα έχασε για τρίτη φορά την αίγλη της, ιδιαίτερα μετά την ισοπέδωσή της από τον Μέγα Αλέξανδρο το 335 π.Χ.

Στο διάστημα 338-315 π.Χ. καμία έκδοση δεν αποδίδεται με βεβαιότητα στη Θήβα, ενώ η κοπή τριωβόλων και οβολών με την επιγραφή ΒΟ-Ι(ωτῶν) εκατέρωθεν κανθάρου χρεώνεται στις Θεσπιές, εξαιτίας του μηνίσκου, συμβόλου της μελαινίδος Αφροδίτης, στα δεξιά του αγγείου. Αξιόλογη είναι η χάλκινη νομισματοκοπία στο διάστημα αυτό. Σημαντική υπήρξε η παραγωγή βαρύτερων χάλκινων εκδόσεων από την Αλίαρτο, τις Θεσπιές, τη Λεβάδεια, τον Ορχομενό, τις Πλαταιές και την Τανάγρα, που επιγράφονται αντίστοιχα με τα αρχικά ΑΡΙ, ΘΕΣ, ΛΕΒ, ΟΡΧ, ΠΛΑ, ΤΑΝ στην ελαφρώς κοίλη πίσω όψη τους. Η απουσία του ονόματος της Θήβας από τις εκδόσεις αυτές ενισχύει τη χρονολόγησή τους στο διάστημα κατά το οποίο η πόλη δεν υφίστατο.

Το 316/5 π.Χ. ο Κάσσανδρος ξεκινά, με την συνδρομή ελληνικών και κυπριακών πόλεων, τη σταδιακή ανοικοδόμηση της Θήβας. Η μακεδονική κυριαρχία της Θήβας αποτυπώνεται σε μία σειρά αργυρών τετραδράχμων, που κόβονται με βάση τον αττικό σταθμητικό κανόνα, και τύπους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μια μικρή βοιωτική ασπίδα στην πίσω όψη λειτουργεί ως αναγνωριστικό σύμβολο του νομισματοκοπείου.

Το διάστημα 288-244 π.Χ. σηματοδοτεί μια περίοδο ανασυγκρότησης του Κοινού μετά την απόδοση στους Θηβαίους της πολιτείας τους από τον Δημήτριο Πολιορκητή (Πλούταρχος, Δημήτριος 46,1) και την εκ νέου προσχώρηση της Θήβας στο Κοινό παρά τις αντιρρήσεις των πόλεων. Το σπανιότατο αυτόνομο αργυρό τετράδραχμο με την κεφαλή του Ποσειδώνα μπροστά και τον καθισμένο σε θρόνο θεό που κρατά δελφίνι και τρίαινα πίσω, κομμένο με τον αττικό κανόνα, χρονολογείται το 287 π.Χ. και συνδέεται με την ανεξαρτησία της Θήβας από τους Μακεδόνες και την εκ νέου είσοδό της στο Κοινό.

Παράλληλα, κόβονται τρεις χάλκινες εκδόσεις: δύο βαρύτερες με την κεφαλή της Αθηνάς εμπρός και το τρόπαιο πίσω, και με την κεφαλή του Ηρακλή εμπρός και την Αθηνά, φτερωτή, με κεραυνό και αιγίδα πίσω, και μια ελαφρύτερη, με την κισσοστεφή κεφαλή του Διονύσου εμπρός και τον καθιστό Απόλλωνα, πίσω, με τόξο και τρίαινα.

Στο διάστημα (244-224/3 π.Χ.) που ακολουθεί την ήττα των Βοιωτών και της Αχαϊκής Συμπολιτείας από τους Αιτωλούς στη Χαιρώνεια (245 π.Χ.), πιθανότατα δεν κόβονται καθόλου νομίσματα στη Βοιωτία, εφόσον κυκλοφορούν ευρέως οι χάλκινες μακεδονικές κοπές. H μαζική τους κυκλοφορία στη Βοιωτία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ήταν τα νομίσματα του Μακεδόνα βασιλέα Αντίγονου Β΄ Γονατά, του τύπου Ηρακλής/ιππέας, που επικόπηκαν αργότερα με τους βοιωτικούς τύπους, Κόρη-Περσεφόνη/Ποσειδών, και την επιγραφή ΒΟΙΩΤΩΝ, τη μεγαλύτερη σε παραγωγή βοιωτική έκδοση των ελληνιστικών χρόνων. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Αντίγονος Δώσων χρηματοδότησε με τα επικεκομμένα αυτά νομίσματα τους Βοιωτούς, προκειμένου να συμμετάσχουν στο «Συμμαχικό πόλεμο» εναντίον του Κλεομένους Γ΄ της Σπάρτης (224/3 π.Χ.). Την ίδια εποχή κόβονται αντίστοιχα προς τις χαλκές και ελαφριές αργυρές δραχμές με την κεφαλή της Κόρης-Περσεφόνης μπροστά και τον όρθιο Ποσειδώνα που κρατάει δελφίνι στην πίσω όψη.

Την ήττα του Μακεδόνα βασιλέα Φιλίππου Ε΄ από τον Ρωμαίο ύπατο Φλαμινίνο στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) ακολούθησε η διακήρυξη της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων. Από τώρα και έως την ουσιαστική διάλυση του Κοινού το 171 π.Χ., μετά την καταστροφή της Αλιάρτου, της Θίσβης, και της Κορώνειας, και την τυπική του διάλυση από τους Ρωμαίους, το 146 π.Χ., το Κοινό κόβει μία ύστατη σειρά αργυρών δραχμών με την κεφαλή του Ποσειδώνα μπροστά και τη φτερωτή Νίκη με στεφάνι και τρίαινα πίσω· την επιγραφή ΒΟΙΩΤΩΝ πλαισιώνουν σύμβολα και ποικίλα μονογραφήματα. Οι όψιμες αυτές δραχμές δε λείπουν σχεδόν από κανένα «θησαυρό» αργυρών, που καταχώθηκε στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. στη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, στοιχείο που υποδηλώνει τη δυναμική που διατηρούσαν ακόμη τα νομίσματα του Κοινού.

4. Ρωμαιοκρατία

Παλαιότερες μελέτες αποδίδουν, χωρίς μεγάλη βεβαιότητα, χάλκινες εκδόσεις στη Λεβάδεια (με κεφαλή Αθηνάς), τον Ορχομενό (με προτομή Ήρας), τη Θήβα (με βοιωτική ασπίδα μπροστά και πίσω Νίκη με τρίαινα) και τις Θεσπιές (με γυναικεία κεφαλή μπροστά και λύρα πίσω η μία έκδοση και Αθηνά και Άρτεμη κυνηγέτιδα η άλλη) και τις χρονολογούν συνήθως στο διάστημα 146-27 π.Χ.

Στους αυτοκρατορικούς χρόνους τρεις μόνο πόλεις (Θήβα, Θεσπιές, Τανάγρα) κόβουν με βεβαιότητα χάλκινο νόμισμα με βάση τον ρωμαϊκό σταθμητικό κανόνα. Η Θήβα κόβει νόμισμα αποκλειστικά κατά την 7μηνη διακυβέρνηση του Γάλβα (68-69 μ.Χ.), με την επιγραφή ΘΗΒΑΙΩΝ και τη Νίκη πάνω σε πλώρη πλοίου με στεφάνι και κλαδί φοίνικα ή το Διόνυσο με κάνθαρο.
Οι Θεσπιές κόβουν νόμισμα αποκλειστικά επί Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.), δύο υποδιαιρέσεων, με την επιγραφή ΘΕΣΠΙΕΩΝ: α) με Απόλλωνα κιθαρωδό, όρθιο ή καθιστό και β) με Αφροδίτη και με μία μικρότερη γυναικεία μορφή. Η δεύτερη αυτή έκδοση παραπέμπει στο λατρευτικό άγαλμα της θεάς μέσα στο ναό της στις Θεσπιές και στο άγαλμα της Φρύνης, που λατρευόταν ως σύνναος, αμφότερα διάσημα έργα του Αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλη (Παυσανίας ΙΧ 27,5).

Η Τανάγρα, είναι η μόνη πόλη της Βοιωτίας που κόβει νόμισμα έως την εποχή του Κομμόδου (180-192 μ.Χ.), με ενδιάμεση διακοπή επί Φλαβίων (69-96 μ.Χ.). Αρχικά οι εκδόσεις επιγράφονται με το εθνικό ΤΑΝΑΓΡΑΙΩΝ και αργότερα με το συντετμημένο ΤΑΝΑ. Ποικίλοι τύποι εικονίζονται, που σχετίζονται είτε με διάσημα γλυπτά της πόλης είτε με τοπικούς μύθους και λατρείες: ο Απόλλων με τόξο και κλαδί δάφνης σε νομίσματα του Γερμανικού και του Δρούσου και αργότερα του Τραϊανού· η προτομή του Ποιμάνδρου, μυθικού ιδρυτή της πόλης· ο ποτάμιος θεός Ασωπός· ο Ερμής Κριοφόρος (Παυσανίας ΙΧ 22,1), έργο του γλύπτη Κάλαμι και ο Ερμής Πρόμαχος (Παυσανίας ΙΧ 22,2)· ο Διόνυσος, άγαλμα του γλύπτη Κάλαμι, σε νομίσματα του Αντωνίνου Ευσεβούς. Κάτω από το άγαλμα εικονίζεται το περίφημο ταναγραίο κήτος (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί ΧΙΙ 551), που ήταν πιθανότατα ταριχευμένο (Αιλιανός, Περί ζώων ιδιότητος 13,21)· το λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδος, ως κυνηγέτιδος, με δάδες στα χέρια μέσα στο ναό της στο Δήλιο, εικονίζεται σε νομίσματα του Κομμόδου.