Θηβαϊκή ηγεμονία (371-362 π.Χ.) και οι μάχες Λεύκτρων και Μαντίνειας

1. Ιστορικό

Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο του 5ου αιώνα, οι συμμαχίες μεταξύ των πόλεων-κρατών εξελίχθηκαν σε εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από πολλές πόλεις για να ενισχύσουν τη θέση τους. Στις αρχές του 4ου αιώνα, ο Κορινθιακός Πόλεμος (395-387) αντιπροσωπεύει το απόγειο αυτών των ανατροπών στις σχέσεις μεταξύ των πόλεων, με τη Σπάρτη να είναι αντιμέτωπη με μια αναπάντεχη συμμαχία στην οποία συμμετείχαν η Θήβα, η Αθήνα, η Κόρινθος και το Άργος. Στο τέλος του πολέμου, η Ανταλκίδειος ειρήνη του 387/6 ουσιαστικά κατέστησε την Σπάρτη απόλυτο ρυθμιστή και εγγυητή της ειρήνης μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Ένας από τους όρους της ειρήνης αυτής ήταν η διάλυση όλων των υφιστάμενων συμμαχιών και ομοσπονδιών μεταξύ των πόλεων-κρατών. Έτσι, με πρόσχημα την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων, από τη σύναψη της ειρήνης έως το 371 π.Χ. η Σπάρτη άρχισε να εστιάζει στη διάλυση των συμμαχιών που συνιστούσαν στρατιωτική απειλή γι’ αυτήν. Σε αυτό το πλαίσιο διαλύθηκε και η Βοιωτική Ομοσπονδία, ο επικεφαλής της οποίας βρισκόταν στη Θήβα.

2. Η άνοδος της Θήβας

Το 382, η Σπάρτη κινήθηκε προς τα βόρεια με σκοπό να διαλύσει τη Χαλκιδική Ομοσπονδία. Καθ’ οδόν οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τη Θήβα και εγκατέστησαν στρατιωτική φρουρά και ολιγαρχική κυβέρνηση στην Καδμεία, ενώ εξόρισαν τους αντιπάλους τους. Ταυτόχρονα η Σπάρτη εγκατέστησε σπαρτιάτες διοικητές και σε άλλες πόλεις-κράτη της Βοιωτίας με στρατηγική σημασία. Η Ανταλκίδειος Ειρήνη δεν προέβλεπε τέτοιες προμελετημένες επιθετικές ενέργειες, οι οποίες ουσιαστικά την παραβίαζαν.

Το 379, εξόριστοι Θηβαίοι που πλέον ζούσαν στην Αθήνα σχεδίασαν επανάσταση κατά της σπαρτιατικής κατοχής. Μεταξύ των επαναστατών ήταν και ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας, δύο από τις πλέον σημαίνουσες ηγετικές μορφές της Θήβας κατά τον τέταρτο αιώνα. Ο Πελοπίδας έφτασε τη Θήβα μαζί με τις δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει και κατόρθωσε να εισέλθει στην πόλη. Ο Επαμεινώνδας τον συνάντησε επικεφαλής κι άλλων επαναστατών. Μετά από σκληρές συγκρούσεις στις οποίες έχασαν τη ζωή τους πολλοί σπαρτιάτες ηγέτες και φιλοσπαρτιάτες Θηβαίοι, η Σπάρτη επέστρεψε την πόλη της Θήβας στους Θηβαίους. Σύμφωνα με τις πηγές, το 378 ο Πελοπίδας συνέβαλε στην εγκαθίδρυση ενός -πιθανώς ριζοσπαστικού- δημοκρατικού καθεστώτος στη Θήβα ενώ, ως βοιωτάρχης, βοήθησε στην ανασύσταση της Βοιωτικής Ομοσπονδίας υπό την ηγεσία της Θήβας με αναθεωρημένο «σύνταγμα». Μία από τις συνεισφορές της Θήβας στην ιστορία των πολιτικών σχηματισμών ήταν αυτό το νέο στυλ δημοκρατικού φεντεραλισμού το οποίο προέβλεπε άμεση ομοσπονδιακή υπηκοότητα.

Το επόμενο έτος (378), η Αθήνα συμμάχησε με τη Θήβα ισχυριζόμενη ότι η Σπάρτη είχε παραβιάσει την Ανταλκίδειο ειρήνη με την επίθεσή της εναντίον του Πειραιά. Μέσα στα επόμενα χρόνια η Αθήνα διαδραμάτισε καίριο ρόλο και βοήθησε τη Θήβα να αποδυναμώσει την Σπάρτη πλήττοντας το σπαρτιατικό πολεμικό ναυτικό, ενώ οι Θηβαίοι επικεντρώθηκαν στην εκδίωξη των Σπαρτιατών που είχαν απομείνει στη Βοιωτία.

Μετά το 375, ο Πελοπίδας ανέλαβε τη διοίκηση (λοχαγός) του νεοσυσταθέντος Ιερού Λόχου, ενός επίλεκτου σώματος θηβαίων οπλιτών, την οργάνωση του οποίου οι πηγές αποδίδουν στο Γοργίδα (Πλούταρχος, Πελοπίδας 18-19). Ο Πελοπίδας φέρεται να ήταν αρχηγός του Λόχου από την εποχή αυτή έως και το θάνατό του το 364.

Οι Θηβαίοι και οι βοιωτοί σύμμαχοί τους επικεντρώθηκαν στην εκδίωξη διάφορων ομάδων Σπαρτιατών από τη Βοιωτία και το 375 κέρδισαν μια αποφασιστική νίκη εναντίον της Σπάρτης στη μάχη της Τεγύρας (κοντά στον Ορχομενό). Μολονότι επρόκειτο για μια σχετικά ήσσονα αψιμαχία, στην Τεγύρα οι Θηβαίοι νίκησαν χάρη στη στρατηγική του Πελοπίδα, ο οποίος παρέταξε τον νέο Ιερό Λόχο απέναντι σε δύο αποσπάσματα Σπαρτιατών οπλιτών υπό την προστασία των συντονισμένων κινήσεων του θηβαϊκού ιππικού. Η Τεγύρα σηματοδοτεί την πρώτη περίπτωση στην ιστορία όπου μια αριθμητικά υποδεέστερη δύναμη νίκησε έναν πολυπληθέστερο στρατό Σπαρτιατών. Όπως και για άλλα γεγονότα της Βοιωτίας του τέταρτου αιώνα, ο Πλούταρχος αποτελεί την κυριότερη πηγή για τη μάχη αυτή (Πελοπίδας 16ff). Αυτός θεωρούσε τη μάχη της Τεγύρας ως προανάκρουσμα της διασημότερης μάχης των Λεύκτρων, όπως σημειώνει όμως ο Beck (2008), αυτές οι δύο μάχες δεν έχουν πολλά σημαντικά κοινά σημεία. Η ομοιότητά τους συνίσταται κυρίως στο γεγονός ότι και στις δύο ο Πελοπίδας θριάμβευσε έχοντας απέναντί του υπέρτερες αριθμητικά σπαρτιατικές δυνάμεις.

Με την ενθάρρυνση των Περσών, την περίοδο 375-372 π.Χ. η Σπάρτη, η Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την Ανταλκίδειο ειρήνη. Για τη Θήβα αυτή η αναθεωρημένη ειρήνη θα ισοδυναμούσε με μια δεύτερη διάλυση της Βοιωτικής Ομοσπονδίας και θα έδινε τέλος στις προσπάθειες της να εμπεδώσει την εξουσία της στη Βοιωτία, όπως π.χ. με την βίαιη προσάρτηση των Πλαταιών, μιας βοιωτικής κοινότητας που είχε μια μακραίωνη ιστορία αποχής από τις ομοσπονδιακές διεργασίες στη Βοιωτία. Για την ακρίβεια η Θήβα κατέστρεψε τις Πλαταιές το 372 π.Χ. και γκρέμισε τα τείχη των Θεσπιών, μιας πόλης-κράτους της δυτικής Βοιωτίας. Σε μια ειρηνευτική σύνοδο το 371, τόσο η Σπάρτη όσο και η Αθήνα συμφώνησαν στην ειρήνη, αλλά αρνήθηκαν να επιτρέψουν στον Επαμεινώνδα να προσυπογράψει την ειρήνη εκ μέρους των υπόλοιπων Βοιωτών.

3. Η μάχη των Λεύκτρων

Εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής στάσης των Θηβαίων εντός της Βοιωτίας, η Σπάρτη και η Αθήνα αποφάσισαν να επιτεθούν στη Θήβα και έστειλαν σπαρτιατικές δυνάμεις υπό τον Κλεόμβροτο στη Βοιωτία, όπου ένας αριθμητικά υποδεέστερος θηβαϊκός στρατός κατήγαγε θριαμβευτική νίκη στη νότια Βοιωτία κοντά στα Λεύκτρα, σε μια μάχη που έγινε μία από τις διασημότερες στρατιωτικές εμπλοκές του τέταρτου αιώνα (Πλούταρχος, Πελοπίδας 19-23). Οι λεπτομέρειες γύρω από τους σχηματισμούς μάχης είναι αμφιλεγόμενες. Οι σύγχρονοι μελετητές συχνά αποδίδουν τα εύσημα στον Επαμεινώνδα για τις καινοτόμες τακτικές του στα Λεύκτρα, π.χ. για τη χρήση φάλαγγας με βάθος πολλών σειρών, το λοξό μέτωπο επίθεσης και τη συνδυασμένη χρήση του ιππικού. Ο Hanson αμφισβητεί τις καινοτομίες αυτές αναλύοντας την πρότερη εξέλιξη αυτών των τακτικών μάχης κατά τον αιώνα πριν την εμφάνιση του Επαμεινώνδα (Hanson 1988).

Παρ’ όλα αυτά, η κλασική, παραδεδομένη περιγραφή της μάχη και των σχηματισμών που χρησιμοποιήθηκαν έχει ως εξής: ο Επαμεινώνδας παρέταξε τη φάλαγγά του με βάθος πενήντα γραμμών στην αριστερή πτέρυγα ακριβώς απέναντι από τον Κλεόμβροτο και τους Σπαρτιάτες μαχητές του, που βρίσκονταν στη δεξιά πτέρυγα της αντίπαλης πλευράς. Έτσι έφερε αντιμέτωπα τα ισχυρότερα στρατεύματα των δύο πλευρών. Ο Ιερός Λόχος υπό τον Πελοπίδα πιθανότατα βρισκόταν ως μονάδα «επικεφαλής της πτέρυγας του Επαμεινώνδα» (Beck 2008). Οι υπόλοιποι Βοιωτοί ήταν αντιμέτωποι με τους συμμάχους της Σπάρτης. Στην αρχή της μάχης το θηβαϊκό ιππικό έτρεψε σε φυγή αυτό των Σπαρτιατών και η υποχώρηση του ιππικού μέσα από τις γραμμές των Σπαρτιατών προκάλεσε σύγχυση. Ο Επαμεινώνδας είχε χρησιμοποιήσει το ιππικό του για να δημιουργήσει ιδανικές συνθήκες για μαζική επίθεση του πεζικού. Ο Πελοπίδας και ο Ιερός Λόχος έσπευσαν να επιτεθούν στη φάλαγγα του Κλεόμβροτου προτού αυτή ανασυνταχθεί και δεν επέτρεψε στη σπαρτιατική γραμμή να κλείσει τα κενά της. Ο θάνατος εκατοντάδων Σπαρτιατών αλλά και του ίδιου του βασιλιά Κλεόμβροτου προκάλεσε περισσότερο πανικό και η Σπάρτη ηττήθηκε από τη Θήβα. Ανεξαρτήτως των τακτικών και των καινοτομιών που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη, το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: οι Σπαρτιάτες είχαν τραπεί σε φυγή από μια δύναμη αριθμητικά κατά πολύ μικρότερη και οι φήμη τους -όπως και αυτή των Θηβαίων- είχε αλλάξει μια για πάντα. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Beck, τα Λεύκτρα ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αντιστάθηκε με επιτυχία εναντίον των Σπαρτιατών ως εποπτών της κοινής συνθήκης ειρήνης.

Είναι ενδιαφέρον ότι στην εξιστόρηση της μάχης των Λεύκτρων ο Πλούταρχος διασώζει ένα θρύλο για την αυτοκτονία μιας ομάδας ανύπαντρων κοριτσιών της περιοχής που είχαν πέσει θύμα βιασμού από μια ομάδα περαστικών Σπαρτιατών. Λέγεται ότι το περιστατικό αυτό είχε συμβεί αιώνες πριν τη μάχη των Λεύκτρων. Σύμφωνα με το θρύλο, ο πατέρας των κοριτσιών (ήταν όλες αδελφές) καταράστηκε τους Σπαρτιάτες για το έγκλημά τους και αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο τους. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι την παραμονή της μάχης τα πνεύματα των κορών εμφανίστηκαν σε όνειρο στον Πελοπίδα και τον παρότρυναν να θυσιάσει ένα νεαρό θηλυκό πριν τη μάχη. Το ιδανικό θύμα βρέθηκε το επόμενο πρωί όταν μια φοραδίτσα εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή. Αυτές οι ιστορίες θα πρέπει να πολλαπλασιάστηκαν στους αιώνες μετά τη μάχη, ιδιαίτερα στην περιοχή των Λεύκτρων όπου ο πάλαι ποτέ φοβερός και τρομερός σπαρτιατικός στρατός γνώρισε συντριπτική ήττα. Σήμερα ένα μνημείο του τρίτου π.Χ. αιώνα (τρόπαιον) σημαδεύει το πεδίο της μάχης.

4. Η θηβαϊκή «ηγεμονία»

Η νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα εγκαινιάζει την περίοδο της αποκαλούμενης «θηβαϊκής ηγεμονίας» ή, κατά τον Buckler, μια περίοδο που ορθότερα θα μπορούσε να περιγραφεί ως «θηβαϊκή κυριαρχία», δεδομένου ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου η Θήβα δεν ασκούσε απευθείας έλεγχο σε μεγάλο αριθμό ελληνικών πόλεων-κρατών (Buckler 1980).

Για την ακρίβεια, μία από τις σημαντικότερες διαστάσεις της θηβαϊκής κυριαρχίας ήταν η αδιαφορία της Θήβας για εδαφική επέκταση εις βάρος άλλων πόλεων. Σε πρακτικούς όρους, η Θήβα δεν διέθετε το έμψυχο δυναμικό για να επεκταθεί με τον παραδοσιακό τρόπο και έτσι ήταν αναγκασμένη να στηριχθεί σε άλλα μέσα για να αποκτήσει εξουσία, όπως διπλωματικές συμμαχίες με άλλες πόλεις, κάτι που το έπραξε τόσο στη νότια όσο και στη βόρεια Ελλάδα. Μέσα από αυτές τις συμμαχίες η Θήβα με έξυπνο τρόπο διατηρούσε τον έλεγχο μέχρι ενός βαθμού.

Η Θήβα ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στην Πελοπόννησο, τα διάφορα κράτη της οποίας αναθάρρησαν μετά τα Λεύκτρα και επαναστάτησαν ή αντιτάχθηκαν στην κυριαρχία της Σπάρτης. Υπό τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα την περίοδο 370-68 π.Χ. η Θήβα ρήμαξε μεγάλο μέρος της βόρειας Πελοποννήσου και συνέβαλε στην απελευθέρωση της Μεσσήνης από το στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι βοήθησαν επίσης στη δημιουργία της Αρκαδικής Συμμαχίας, μιας αντι-σπαρτιατικής ομοσπονδίας κοινοτήτων που δημιούργησαν τη Μεγαλόπολη ως νέα πρωτεύουσά τους. Η Σπάρτη απομονώθηκε, βρέθηκε περικυκλωμένη από εχθρικά κράτη και για πρώτη φορά μετά από αιώνες κατάντησε μια μάλλον ασήμαντη πόλη.

Η θηβαϊκή ηγεμονία επεκτάθηκε και στην κεντρική και τη βόρεια Ελλάδα. Στην κεντρική Ελλάδα οι Θηβαίοι συνήψαν αμυντικές συμμαχίες με πολλές από τις περιοχές που περιέβαλαν τη Βοιωτία, όπως η Φωκίδα και η Εύβοια. Στα βορειότερα, χάρη στη διπλωματία του Πελοπίδα, η Μακεδονία για ένα διάστημα βρέθηκε υπό τον έλεγχο της Θήβας ως σύμμαχος-υποτελής, ενώ έγινε προσπάθεια ενίσχυσης της Θεσσαλίας εναντίον του τυράννου Αλεξάνδρου των Φερών. Ακολούθησε μια περιπεπλεγμένη περίοδος, στην οποία ο Πελοπίδας βρέθηκε φυλακισμένος από τον Αλέξανδρο και κατόπιν δραπέτευσε με τη βοήθεια του Επαμεινώνδα. Τον Ιούλιο του 364 ο Πελοπίδας οδήγησε μια πρόχειρα συγκροτημένη δύναμη στις Κυνός Κεφαλές για να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο, ο οποίος συνέχιζε να προκαλεί προβλήματα στη Θεσσαλία. Έχοντας εκστρατεύσει από τις Θήβες σε πείσμα των συμβουλών των Θηβαίων και με κακούς οιωνούς, και ενώ οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου απολάμβαναν σημαντικό αριθμητικό πλεονέκτημα, ο Πελοπίδας σχεδόν κέρδισε τη μάχη ανασυντάσσοντας το στρατό του συνεχώς και μαχόμενος μαζί με τους οπλίτες του καθώς ανέβαιναν το λόφο, έως ότου έπεσε και ο ίδιος νεκρός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Beck παρομοιάζει τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές με αυτή της Τεγύρας (375, βλ. παραπάνω), στην οποία ο Πελοπίδας κέρδισε ανέλπιστη νίκη με έναν πρόχειρο σχηματισμό ιππικού και οπλιτών ενώ απέναντί του είχε πολύ περισσότερους εχθρούς. Τον επόμενο χρόνο ο Επαμεινώνδας επέστρεψε και κατανίκησε τον Αλέξανδρο και κατέστησε τις Φέρες υποτελείς της Θήβας.

Κατά την περίοδο της θηβαϊκής κυριαρχίας ελάχιστα ήταν τα χρόνια πραγματικής ειρήνης στο πλαίσιο των συμμαχιών που δημιουργήθηκαν, καθώς μεταξύ των συμμάχων ανέκυψαν έχθρες. Το 367 ο Πελοπίδας ηγήθηκε μιας πρεσβείας συμμάχων προς τον Πέρση Αρταξέρξη για να ζητήσει ειρήνη στην Ελλάδα με εγγυητή τη Θήβα. Σχεδόν όλοι οι σύμμαχοι, ωστόσο, απέρριψαν τη συμφωνία που προέκυψε εξαιτίας εδαφικών απωλειών ή άλλων επαχθών κατά την εκτίμησή τους όρων. Οι σύμμαχοι έγιναν μάρτυρες μιας ακόμη αποτυχημένης ειρηνευτικής συνόδου τον επόμενο χρόνο στη Θήβα, όπου ο ρόλος των Θηβαίων ως ηγετών των συμμάχων αμφισβητήθηκε από τους Αρκάδες, που είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα λόγω μιας εδαφικής διαμάχης. Το 364 σημειώθηκε στο εσωτερικό της Βοιωτίας ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, που σκοπό είχε την εγκαθίδρυση αριστοκρατικής κυβέρνησης στην περιοχή. Αυτό το περιστατικό οδήγησε στην καταστροφή του Ορχομενού, την πόλη των επαναστατών. Τέλος, το 362 π.Χ. διαμάχες στο εσωτερικό της Αρκαδικής Συμμαχίας προκάλεσαν την κατάρρευσή της και διάφορα κράτη που συμμετείχαν σε αυτή απευθύνθηκαν στη Σπάρτη και τη Θήβα για βοήθεια.

5. Η μάχη των Μαντινείας

Η αναταραχή στην Αρκαδία οδήγησε στη μάχη της Μαντινείας (362) όπου Σπάρτη και Θήβα συγκρούστηκαν ξανά, αυτή τη φορά σε πελοποννησιακό έδαφος (Αρκαδία). Επίσης αυτή φορά, γεγονός που εν μέρει ίσως να οφείλεται στα αντι-θηβαϊκά αισθήματα τα οποία είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας των διάφορων συνθηκών ειρήνης που είχαν προταθεί τα προηγούμενα έτη, η Αθήνα συμμάχησε με τη Σπάρτη, όπως και οι κάτοικοι της Μαντινείας, της Ελέας και άλλων μικρών κοινοτήτων. Στην πλευρά των Θηβαίων πολέμησαν οι κάτοικοι της Εύβοιας, οι Θεσσαλοί, οι κάτοικοι της Τεγέας, της Μεγαλόπολης και άλλοι. Μετά από μια σύντομη επίθεση εναντίον της ίδιας της Σπάρτης και μια αψιμαχία με τους Αθηναίους έξω από τη Μαντινεία, ο Επαμεινώνδας οδήγησε το στρατό του εναντίον των Σπαρτιατών και όλων των συμμάχων τους. Στη μάχη το θηβαϊκό ιππικό έτρεψε σε φυγή τη σπαρτιατική φάλαγγα και διέσπασε τη γραμμή της παράταξής της στα δύο. Το θηβαϊκό ιππικό χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη γραμμή για να προστατεύει την οπλιτική φάλαγγα αλλά και για σηκώνει σύννεφα σκόνης που θα απέκρυπταν το θηβαϊκό σχηματισμό από τους Σπαρτιάτες. Όπως και στα Λεύκτρα, ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε ένα σχηματισμό φάλαγγας με μεγάλο βάθος στα αριστερά. Οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν χωρίς δυσκολία, ο Επαμεινώνδας όμως τραυματίστηκε θανάσιμα στην πρώτη γραμμή. Ο θάνατός του σημάδευσε την αρχή μιας μεταστροφής για τις τύχες της Θήβας. Στο έργο-σταθμό του για τη θηβαϊκή ηγεμονία ο John Buckler (1980) παραθέτει τη μαρτυρία του Ιουστίνου, ενός απολογητή της εποχής του πρώιμου χριστιανισμού (2ος αιώνας μ.Χ.) αναφορικά με τη σπουδαιότητα του Επαμεινώνδα για τη Θήβα: «όπως όταν ένα ακόντιο χάνει την αιχμή του, έτσι όταν έπεσε ο ηγέτης των Θηβαίων, η ισχύς του κράτους τους αποδυναμώθηκε. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι δεν τον έχασε απλά, αλλά πέθανε μαζί του». Μετά την Μαντινεία η Θήβα δεν ανέκτησε ποτέ την επιρροή που απολάμβανε μετά τα Λεύκτρα.

6. Οι αιτίες της παρακμής της Θήβας

Φαίνεται ότι η παρακμή της Θήβας μπορεί κατά μία έννοια να αποδοθεί στην απώλεια του Πελοπίδα (364) και του Επαμεινώνδα (362), δύο χαρισματικών και πεπειραμένων ανδρών που καθοδήγησαν την άνοδο της Θήβας αλλά δεν μπόρεσαν να την βοηθήσουν να ανακτήσει την ισχύ της καθώς έφθινε η επιρροή της. Στην αποτυχία της Θήβας να εγκαθιδρύσει μια πιο μακροχρόνια κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο συντέλεσαν και άλλοι, πιο σύνθετοι παράγοντες. Μία από τις κυριότερες αιτίες για την παρακμή της Θήβας ως μεγάλης δύναμης στην Ελλάδα του τέταρτου αιώνα σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο οι Θηβαίοι προσέγγιζαν εν γένει τις συμμαχίες και την εδαφική επέκταση. Καθώς εστίαζε περισσότερο στις διπλωματικές συμμαχίες και λιγότερο στις παραδοσιακές επεκτατικές μεθόδους, η Θήβα κατόρθωσε να αυξήσει την ισχύ της. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η Θήβα δεν επεδίωξε μια πιο παραδοσιακή συμμαχία μεταξύ όλων των συμμάχων της με την ίδια ως επικεφαλής του στρατού (ηγεμών), μια συμμαχία μεταξύ πόλεων-κρατών του τύπου που ήταν γνωστός στον ελλαδικό κόσμο από τον πέμπτο αιώνα, την περίοδο της αθηναϊκής ηγεμονίας, και εξελίχτηκε παράλληλα με την ηγεμονία της Θήβας στον τέταρτο αιώνα, με τη δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία. Αυτή η έλλειψη ενιαίας, περιεκτικής οργανωτικής δομής στην οποία όλα τα κράτη συνεισέφεραν ιδέες μέσω απεσταλμένων σε μια κοινή συνέλευση οδήγησε στην αποδυνάμωση της Θήβας, δεδομένου ότι η δική της συμμαχία δεν είχε τρόπο να αναπτύσσει τους κοινούς της στόχους, ενώ επέτρεπε στους συμμάχους της που δεν είχαν λόγο στα συμμαχικά ζητήματα να τρέφουν ξεχωριστές ανησυχίες, σε βαθμό μάλιστα που οι διαφωνίες τους με τη Θήβα και αναμεταξύ τους εντέλει επέφεραν το τέλος της θηβαϊκής κυριαρχίας. Επιπλέον, στη διάρκεια της κυριαρχίας της η Θήβα κατά τα φαινόμενα δεν απαιτούσε από τους συμμάχους της συνεισφορές για τις διάφορες εκστρατείες της υπό τη μορφή χρημάτων ή στρατευμάτων, ενώ δεν αποπειράθηκε να επηρεάσει τα πολιτεύματα των συμμάχων της.

Θα πρέπει να κάνουμε και μια τελευταία παρατήρηση. Ο Ιερός Λόχος αποδεκατίστηκε στη Μάχη της Χαιρώνειας (338) από το Φίλιππο Β’ και το Μέγα Αλέξανδρο ο οποίος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, διέσπασε τη γραμμή του Ιερού Λόχου. Αποτελεί ειρωνεία ότι, για να υπερισχύσει των Ελλήνων και των Θηβαίων στη Χαιρώνεια, δίνοντας έτσι τέλος στην κυριαρχία τους, ο Φίλιππος Β’ βασίστηκε σε τακτικές που φέρεται να είχε διδαχθεί από τον Επαμεινώνδα, τις ίδιες τακτικές δηλαδή που οι Θηβαίοι είχαν εφαρμόσει στις μάχες των Λεύκτρων και της Μαντινείας.