Πηγές για τη βυζαντινή Βοιωτία

1. Μια γενική κατόπτευση των πηγών

Η εντύπωση που αποκομίζει ο ερευνητής κατά την περιήγησή του στις πηγές της πρώτης περιόδου είναι ότι δεν μπορεί να βασιστεί στις λεγόμενες αφηγηματικές: είναι αφενός πολύ λίγες, αφετέρου πολύ γενικές για να σχηματίσει κάποια εικόνα. Ώστε οι μόνες, στις οποίες οφείλει τελικά να καταφύγει, είναι οι αρχαιολογικές: ελάχιστα απομεινάρια μνημείων, όπως δάπεδα παλαιοχριστιανικών βασιλικών με ψηφιδωτές παραστάσεις, κάποια νομίσματα ή “θησαυροί”, πολλά κεραμικά, λίγες επιγραφές, κάποιες αμφίβολες οχυρώσεις, πολλοί κατεστραμμένοι τάφοι. Και βέβαια όλες αυτές οι μαρτυρίες θα πρέπει να ερμηνευθούν, για να αποκτήσουν συνοχή και να δώσουν μια αμυδρή εικόνα.

Και ενώ η Βοιωτία της Ύστερης Αρχαιότητας (4ος -6ος αι.) παρουσιάζεται τόσο ισχνή στις πηγές, κατά την περίοδο των “σκοτεινών αιώνων” (τέλη 6ου – τέλη 9ου αι.) φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού χώρου απουσιάζει επίσης από τις πηγές αυτή την περίοδο.

Για την περίοδο ακμής της Βοιωτίας (τέλη 9ου – αρχές 13ου αι.) κατά τη μέση βυζαντινή εποχή οι μαρτυρίες σε όλα τα είδη πηγών πολλαπλασιάζονται. Η ένταξη του χώρου στο νέο διοικητικό σύστημα, το θεματικό, η ανέγερση θρησκευτικών μνημείων που επιβιώνουν λαμπρά ως τις μέρες μας, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, αλλά και οι πυκνές αναφορές σε φερέγγυες αφηγηματικές πηγές μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια αρκετά σαφή εικόνα. Ολόκληρη η Βοιωτία, αλλά κυρίως η πρωτεύουσα πόλη της, η Θήβα, αποκτούν μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική σημασία για την ολοένα συρρικνούμενη βυζαντινή αυτοκρατορία. Ακριβώς αυτή η μεγιστοποίηση της σημασίας της Βοιωτίας είναι που θα την καταστήσει κατά την επόμενη ιστορική της φάση (1204 – 1460) επίζηλο απόκτημα για τους δυτικούς σταυροφόρους (Ντελαρός), τους Καταλανούς αλλά και τους Ατζαγιόλι αργότερα. Και γι’ αυτήν την περίοδο οι ελληνόφωνες αλλά και οι λατινόφωνες πηγές είναι αρκετές και διαφωτιστικές.

2. Πρώτη περίοδο (4ος – 6ος αι.)

Οι πληροφορίες των αφηγηματικών πηγών είναι είτε αμφίβολης αξίας είτε ασήμαντες: Στην πρώτη περίπτωση ανήκει ο Προκόπιος (Περί Κτισμάτων), όπου το περίφημο χωρίο του στο IV, 3, 5 για το οχυρωματικό έργο του Ιουστινιανού παραπλάνησε τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους επί μακρόν, αναπαράχθηκε άκριτα η αναφορά του στις Φθιώτιδες Θήβες ως αναφορά στη Θήβα της Βοιωτίας (κάτι που οφείλεται κυρίως στη λανθασμένη επισημείωση του εκδότη!) και κατέληξε μύθος στην εκλαϊκευμένη ιστοριογραφία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Θεσσαλικές Θήβες του Προκοπίου είναι οι Θεσσαλικές Θήβες! Στη ίδια κατηγορία ανήκουν συλλήβδην και όλες οι πληροφορίες του Συνέκδημου του Ιεροκλέους. Από την άλλη, οι ελάχιστες μνείες του Ζώσιμου, του Κλαύδιου Κλαυδιανού ή του Ευάγριου Σχολαστικού για τη Βοιωτία, τους σεισμούς στην περιοχή και τη διέλευση του Αλάριχου είναι μεν χρήσιμες αλλά δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε οποιαδήποτε εικόνα.

Αντίθετα προς τις αφηγηματικές, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες είναι οι μόνες που μας επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Η πυκνή, επίπονη, συστηματική και πολυεπίπεδη μελέτη του J. Fossey, TopographyandPopulationofAncientBoeotia σαρώνει και ερμηνεύει όλες τις αρχαιολογικού χαρακτήρα πληροφορίες της επιστημονικής έρευνας των τελευταίων 150 ετών και ανασυστήνει το οικιστικό και δημογραφικό πλέγμα της Βοιωτίας της Κλασικής αλλά και της Ύστερης Αρχαιότητας. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται οι ανακοινώσεις και μελέτες των αρχαιολόγων Κοιλάκου Χάρης και J. Bintliff, των νομισματολόγων Αθανασοπούλου-Πέννα και Γαλάνη-Κρίκου, αλλά και του ιστορικού –αρχαιολόγου T. Gregory για την τελευταία πεντηκονταετία. Ώστε, μόνο μέσα από την αρχαιολογία περιμένουμε στο μέλλον οτιδήποτε είναι πιθανόν να φωτίσει το βοιωτικό χώρο κατά τους αιώνες 4ο – 6ο μ.Χ.

3. Δεύτερη περίοδο, των “σκοτεινών αιώνων” (τέλη 6ου – τέλη 9ου αι.)

Εδώ η απουσία μαρτυριών είναι εκπληκτική: σιωπή περίπου τριών αιώνων καταβροχθίζει την περιοχή. Και αυτή ακόμα η αρχαιολογική σκαπάνη απορεί. Κάποιοι ελάχιστοι καλυβίτες τάφοι χωρίς κτερίσματα είναι τα μόνα κατάλοιπα που ανευρίσκουν οι αρχαιολόγοι μέσα στην πόλη της Θήβας, ενώ στην επαρχία κάποια νησιωτικά καταφύγια στον Κορινθιακό ή τον Ευβοϊκό μαρτυρούν (μέσω κυρίως της κεραμικής) την εγκατάλειψη των διάσημων τοπωνυμίων της Ύστερης Αρχαιότητας αλλά και τη συνέχιση μιας υποτυπώδους εμπορευματικής δραστηριότητας πέρα από την γεωργική. Γιατί; Προφανώς πρόκειται για την είσοδο στην περιοχή ενός νέου πληθυσμιακού στοιχείου, των Σλάβων, άγνωστο αν με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο. Το έργο του Μ. Vasmer, DieSlaveninGriechenland, αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανάγνωσης των σλαβικών τοπωνυμίων της περιοχής, αλλά όχι τη μόνη. Πρόσφατες σχετικά δημοσιεύσεις του J. Koder (Zur Frage der slavischen Siedlungsgebiete...) ρίχνουν νέο φως στο ζήτημα αυτό. Όμως, τα ονοματολογικά ή κεραμικά κατάλοιπα αυτού του νέου εθνολογικού στοιχείου μόλις πολύ πρόσφατα επιχειρείται να κατανοηθούν (Bintliff κ. ά.). Αλλά είναι περί το τέλος αυτής της εποχής (872 και 874) που έχουμε θριαμβικά μηνύματα μιας ανάκαμψης: τους ναούς του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στη Θήβα και της Παναγίας στη Σκριπού (Ορχομενό).

4. Περίοδο ακμής (τέλη 9ου – αρχές 13ου αι.)

Αναφέραμε ήδη τα μνημεία – μηνύματα της επερχόμενης ακμής, για τα οποία υπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία. Το ίδιο ισχύει και για άλλους ναούς (π.χ. Άγιος Νικόλαος στα Καμπιά, Αγία Φωτεινή Θηβών) αλλά κυρίως για τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα των επόμενων αιώνων: Οσίου Λουκά, Οσίου Μελετίου, Οσίου Κλήμη του Σαγματά. Οι δε αγιολογικές πηγές που συνοδεύουν και επικυρώνουν τις υλικές και in situ πληροφορίες των παραπάνω μνημείων είναι πολύτιμο ορυχείο για τον ιστορικό της Βοιωτίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Βίο του Οσίου Λουκά (έκδ. Ν. Σοφιανού), η ενδελεχής μελέτη του οποίου – πάντα σε συνδυασμό με το μοναστηριακό συγκρότημα – έχει ήδη δημιουργήσει μια τεράστια οσιολουκολογική βιβλιογραφία που δε φαίνεται να έχει τέλος. Όσο για την επίσημη βοιωτική εκκλησία της εποχής αυτής, οι Τάξεις Πρωτοκαθεδρίας / Notitiae (έκδ. J. Darrouzés) μαρτυρούν την θέση της στο ευρύτερο πλαίσιο και την ανάδειξή της από αρχιεπισκοπή σε μητρόπολη κατά τον 11ο αι.. Εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε και το περίφημο Καταστατικό της Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας (έκδ. J. Nesbitt), μοναδικό ως πηγή για τη Βοιωτία αλλά και γενικότερα σ’ ό,τι αφορά την ύπαρξη λαϊκών συσσωματώσεων στο Βυζάντιο την εποχή αυτή.

Το Κατάστιχο των Θηβών (έκδ. Ν. Σβορώνου), εξάλλου, τα πλούσια νομισματικά ευρήματα (Μ. Κρίκου-Γαλάνη) αλλά και οι επίμονες και αναλυτικές μαρτυρίες των αφηγηματικών πηγών για τη μεταξοβιοτεχνία της Βοιωτίας ( = Βενιαμίν ο Τουδέλας, Ν. Χωνιάτης, Ι. Τζέτζης, Otto of Freising κ.ά.) κατά την υπόψη περίοδο συνιστούν μοναδικές ψηφίδες υψηλής ευκρίνειας για την οικονομική ζωή της περιοχής του ενδιαφέροντός μας. Η δε παρουσία στην πόλη της Θήβας εμπόρωνΒενετών, Γενουατών, Αρμενίων κ. ά. εξηγείται από αυτήν ακριβώς την οικονομική ακμή της περιοχής. Ειδικότερα, το Κατάστιχο των Θηβών αποτελεί μοναδική πηγή για τη Βοιωτία του 11ου αι. αλλά και για το φορολογικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Τα ευρήματα των ανασκαφών, παράλληλα, επιμαρτυρούν τις προαναφερθείσες πηγές (Χ. Κοιλάκου). Ειδικά σ’ ό,τι αφορά τη μεταξοβιοτεχνία στην περιοχή θα πρέπει να σημειωθεί εμφαντικά εδώ ότι οι πληροφορίες μας ανήκουν στο 12ο αι. και μόνο με μια μικρή λελογισμένη αναδρομή μπορούμε να μιλήσουμε για μεταξοπαραγωγή στον 11ο αι. Αλλά ασφαλώς όχι σε προγενέστερους αιώνες μέχρι και τον 6ο (!) όπως πολύ συχνά διαβάζουμε σε ανιστόρητες εκλαϊκευτικές μελέτες ή εγκυκλοπαιδικές συνόψεις.

Η δημογραφική και εθνολογική εικόνα της Βοιωτίας αυτής της περιόδου υποδηλώνεται από τις αφηγηματικές πηγές (Μιχαήλ Ακομινάτος ο Χωνιάτης, Ν. Χωνιάτης, Ι. Κίνναμος, Ι. Σκυλίτσης, Βενιαμίν Τουδέλας) αλλά επιβεβαιώνεται και από τις αρχαιολογικές ανασκαφές σε διάφορα σημεία του βοιωτικού χώρου, καθώς και την πλούσια συλλογή και μελέτη επιφανειακού κεραμικού υλικού (J. Bintliff, J. Vroom, T. Gregory κ. ά.). σε όλη σχεδόν την έκταση των αγροτικών οικισμών της περιοχής.

Σε ό,τι αφορά τη διοικητική οργάνωση της περιοχής, πέρα από τις ισχνές μαρτυρίες των αφηγηματικών πηγών υπάρχει μια πλουσιότατη συλλογή σφραγιστικών καταλοίπων (Χριστοφιλοπούλου Αικ., Zacos-Veglery, Nesbitt- Oikonomides, Bees κ.ά.) που βέβαια αφορά τον ευρύτερο χώρο του θέματος Ελλάδος, αλλά σ’ αυτόν είναι που ανήκει και η Βοιωτία.

Για τις πολιτικοστρατιωτικές περιπέτειες της περιοχής μας είναι κυρίως οι αφηγηματικές πηγές που μας πληροφορούν: για τη νορμανδική εισβολή ο Ν. Χωνιάτης και ο Ι. Κίνναμος, αλλά και κάποιες λατινικές, για τις εισβολές των Βουλγάρων στις αρχές και τα τέλη του 10ου αι. ο Βίος του Οσίου Λουκά και το Χρονικό του Γαλαξειδίου, ο Ι. Σκυλίτσης κ. ά. Πλούσια βέβαια είναι και η πληροφόρησή μας για την κρίσιμη φάση μετάβασης από τη βυζαντινή εξουσία στη λατινική μετά την κατάρρευση της βυζαντινής εξουσίας τον Απρίλη του 1204. Ο Ν. Χωνιάτης και ο Ερρίκος της Βαλανσιέν είναι οι πιο έγκυροι πληροφοριοδότες μας για την υπαγωγή της Βοιωτίας στους σταυροφόρους Ντελαρός.

Επισημειώνουμε, τέλος,ότι μια πρώτη αποδελτίωση των μαρτυριών των αφηγηματικών πηγών για τη βυζαντινή Βοιωτία αποτελεί το έργο των J. Koder και F. Hild, Hellas und Thessalia, TIB 1, Wien 1976, καθώς και η μελέτη των Β. Βλυσίδου, Στ. Λαμπάκη, Ε. Κουντούρα, Τ. Λουγγή και Α. Σαββίδη: Boeotia Mechanographica Medioevalis, ΕΕΒΜ, τομ. Α΄/1 (1988) 407-444.