1. Εισαγωγή
Η σημαίνουσα γεωγραφική θέση της Βοιωτίας στο πλαίσιο του ενιαίου Νομού Αττικοβοιωτίας ως ενδοχώρας της Αττικής και τμήματος της τότε νευραλγικής εθνικής οδού Αθηνών-Ιωαννίνων που διερχόταν από τη Βοιωτία μέσω Βιλλίων-Δεσφίνας-Αράχoβας, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο σε όλη την δεκαετία του ’40. Με την έναρξη της Κατοχής (Μάιος 1941), στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κατακτητών βρέθηκε η αχανής έκταση της Κωπαïδας, τη φρούρηση της οποίας ανέλαβε ένας ιταλικός λόχος πεζικού με έδρα την Αλίαρτο. Ωστόσο η κυριαρχία ανήκε στους Γερμανούς, οι οποίοι χαρακτήρισαν την έκταση των 241.000 στρεμμάτων που είχαν προκύψει από την αποξήρανση της λίμνης μαζί με αγροτικές αποθήκες, σταύλους, οχήματα και ζωικό κεφάλαιο (άλογα, κοπάδια αιγοπροβάτων και βοοειδών) «λεία πολέμου» και τοποθέτησαν επικεφαλής των εγκαταστάσεων τον Χανς Μάγιερ, προπολεμικά υποδιευθυντή της Αγγλικής Εταιρείας Κωπαΐδος, ο οποίος υπηρετούσε πλέον στη Βέρμαχτ με τον βαθμό του υπολοχαγού. Λόγω της σημασίας του χώρου, ο Μάγιερ αποτελούσε ένα είδος «μικροφεουδάρχη» με αυξημένες αρμοδιότητες και προσωπική εξουσία επί καλλιεργητών, αγροφυλάκων, ακόμα και επί των ελληνικών τοπικών αρχών.
Εξαιτίας της «χρυσοφόρας» έκτασης της Κωπαΐδας, η Βοιωτία παρουσίασε από την έναρξη της Κατοχής έντονη δράση ληστρικών ομάδων (Αποστόλου, Αβορίτης, Καρδίσης). Παραδοσιακά ενδημικό φαινόμενο στην Στερεά Ελλάδα, η ληστεία βρέθηκε στο στόχαστρο μιας συστηματικής ελληνοϊταλικής καταστολής, με αποτέλεσμα αρκετές συμπλοκές ανάμεσα σε «ληστοσυμμορίες» και Έλληνες χωροφύλακες καθ’ όλη τη διάρκεια του 1942.
2. Εθνική Αντίσταση
Αυτή η αναταραχή αποτέλεσε το προανάκρουσμα μιας δυναμικής αντάρτικης δράσης. Στις αρχές του 1942 η ένοπλη κοινωνική διαθεσιμότητα συνάντησε τον ενθουσιασμό του Ανδρέα Μούντριχα (Ορέστη), ενός σαραντάχρονου πρώην αξιωματικού της χωροφυλακής, μυημένου στο ΚΚΕ, που αγνόησε τους δισταγμούς της ηγεσίας και βγήκε στο βουνό με δύο μόνο άνδρες, τον Βλάση Σκαπέτη (Γερο-Βλάση) από την Θήβα και τον καταδιωκόμενο Θανάση Παναγιώτου (Νάκια) από το Ακραίφνιο. Μέσα σε ένα χρόνο η ομάδα απορρόφησε αρκετούς «μοναχόλυκους της ένοπλης παρανομίας», όπως τους χαρακτηρίζει ο Φ. Γρηγοριάδης, και τον Φεβρουάριο του 1943 εξελίχθηκε στο Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας του ΕΛΑΣ —καπετάνιος ο Ορέστης και στρατιωτικός διοικητής ο έφεδρος υπολοχαγός Μιχάλης Παπαπαναγιωτάκης (Αχιλλέας)— με έδρα την Πάρνηθα, και δύο περιφερειακά υπαρχηγεία, Αττικής και Θηβών. Σύντομα πλαισιώθηκε από εθελοντές, κομματικά μυημένους και ορισμένους μόνιμους υπαξιωματικούς –λοχίες και επιλοχίες– που αναδείχθηκαν σε ηγετικές παρουσίες: Γιώργος Μπουτσίνης (Νικήτας), Παναγιώτης Μηλιώτης (Σπάρτακος), Κώστας Αντωνόπουλος (Κρόνος), Παναγιώτης Κοροπούλης (Δεληβοριάς). Αφού τον Μάιο συμπτύχθηκε για δύο μήνες στην Φθιώτιδα αντιμετωπίζοντας ιταλικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, τον Ιούλιο το Αρχηγείο επέστρεψε δυναμικά στην περιοχή αφοπλίζοντας σταθμούς χωροφυλακής και κηρύττοντας το μήνυμα της εξέγερσης ακόμα και στα πεδινά. Έμεινε σαν ανέκδοτο πως οι Ιταλοί είχαν χάσει σε τέτοιο βαθμό τον έλεγχο της κατάστασης (σύμφωνα τουλάχιστον με μαρτυρία του Π. Μηλιώτη–Σπάρτακου), ώστε η φρουρά της Θήβας συγχρόνιζε το σιωπητήριο με το αντάρτικο σάλπισμα στους γύρω λόφους!
3. Το αξιόμαχο 34ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ
Μετά την επιτυχημένη ενέδρα στη θέση «Σαλίγκαρος» κοντά στα Βίλλια (14 Αυγούστου 1943) εναντίον ιταλικών και γερμανικών οχημάτων, οι Γερμανοί πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Μετά την καταστροφή των «ανταρτοχωριών» Δομβραίνα, Χόστια (Πρόδρομος) και Κακόσι (Θίσβη) στα τέλη Αυγούστου από τη γερμανική Βέρμαχτ και λόγω των περιορισμών που έθετε το πεδινό έδαφος της Βοιωτίας, το 34ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ —όπως μετονομάστηκε το Αρχηγείο—, σταθεροποίησε τα εδαφικά του ερείσματα στα ανατολικά. Σε ορμητήριο αναδείχτηκε το μικρό υψίπεδο (υψ. 600 μ.) που σχημάτιζαν τα πέντε Δερβενοχώρια —Πύλη, Σκούρτα, Στεφάνη (Κρώρα), Πάνακτος (Κακονισκύρι) και Καβάσιλα— με τους οικισμούς–«μετόχια» Ραπεντόζα και Κοκκίνι, ενώ στον έλεγχο των ανταρτών παρέμειναν τα χωριά Λιάτανη (Άγιος Θωμάς), Κλειδί και Χλεμποτσάρι (Ασωπία) μέχρι την παραλία του Συκάμινου, γεγονός που επέτρεπε τακτική κίνηση στελεχών της Αντίστασης, υλικού και πληροφοριών από και προς την Αθήνα μέχρι την Απελευθέρωση. Επιπρόσθετα, η «αρβανίτικη» εντοπιότητα των μαχητών προσέδωσε στον ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας ομοιογένεια, επιχειρησιακή ικανότητα και κοινωνική επιρροή που δεν αμφισβητήθηκε από άλλες οργανώσεις.
Η ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943) σηματοδότησε την κλιμάκωση της εθνικοαπελευθερωτικής δράσης. Τα ξημερώματα της 9ης Σεπτεμβρίου, 400 μαχητές του Τάγματος Παρνασσίδας απέκλεισαν το ιταλικό τάγμα της Αράχοβας και απαίτησαν την παράδοση των όπλων. Την ίδια πρόθεση αφοπλισμού των Ιταλών είχε και το επίλεκτο γερμανικό 18ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών, που κινήθηκε προς την πόλη το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου αγνοώντας τα συμβάντα της προηγούμενης. Με βολές όλμου, τα οχήματα ακινητοποιήθηκαν και ξεκίνησε μια σφοδρότατη μάχη κοντά στα τελευταία σπίτια της Αράχοβας. Το γερμανικό τμήμα αμύνθηκε, σύντομα όμως υπερφαλαγγίστηκε από ένα λόχο ανταρτών της Λιβαδειάς (ΙΙΙ Τάγμα του 34ου Συντάγματος) και ένα ετερόκλητο πλήθος μαχητών από Δαύλεια, Δίστομο και Στείρι που εκείνη την ημέρα έγραψαν ιστορία:
«Πολλοί πιαστήκανε στα χέρια με τους Γερμανούς. Είδα με τα μάτια μου τον αρχηγό της μαχητικής [ομάδας] του Στειριού, Χρήστος Κατσούλης λεγότανε και ήτανε παλικάρι από τους λίγους που γνώρισα εκείνα τα χρόνια. Πάλευε με ένα Γερμανό και μια να πέφτει κάτω ο Γερμανός, μια ο δικός μας. Για μια στιγμή κατόρθωσε και πετάει το Γερμανό κάτω από τον τοίχο της στροφής και τον σκότωσε. Δίπλα του αμέσως πίσω από την τάφρο φύτρωσε άλλος Γερμανός με το μυδράλιο και άρχισε να μας βάζει. Γυρίζει απότομα ο Κατσούλης και τον σκοτώνει κι αυτόν και μόλις έσκυβε να πάρει το μυδράλιο, τον σκότωσε ένας άλλος Γερμανός. Τον έκλαψε όλη η αρβανιτιά στην περιφέρειά του. Δε γεννιέται εύκολα τέτοιο παλικάρι» (Μαρτυρία Νίκου Καλοπήτα, καπετάνιου 9ου Λόχου, ΙΙΙ/34 Τάγμα Λιβαδειάς ).
Από τους 120 περίπου Γερμανούς επέζησαν μόλις 25, ενώ οι Έλληνες είχαν 7 νεκρούς, οι περισσότεροι «αυτοχειροτονημένοι» πολεμιστές της Αράχοβας. Δεκαπέντε φορτηγά οχήματα-λάφυρα μεταφέρθηκαν στο Κυριάκι κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων, ενώ ο αφοπλισμός του ιταλικού τάγματος στη Δεσφίνα συμπλήρωσε μια ανεπανάληπτη νίκη. Είναι ενδεικτικό του κλίματος εκείνων των ημερών πως στις 10 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί απαγχόνισαν δέκα νεαρούς αντιστασιακούς στη Λιβαδειά θεωρώντας πως επέκειτο ένοπλη εξέγερση στην πόλη!
Χάρη στα ιταλικά όπλα, το 34ο Σύνταγμα αύξησε τη δύναμή του σε πέντε τάγματα (850 αντάρτες) και κινήθηκε ανατολικά, περιμένοντας από ώρα σε ώρα τους Γερμανούς να εκκενώσουν την Αθήνα. Στις αρχές Οκτωβρίου, τα Δερβενοχώρια έμοιαζαν με πολεμική ζώνη και επιφύλαξαν την μεγαλύτερη έως τότε ήττα των Γερμανών στον ελληνικό ανταρτοπόλεμο. Στις 16 Οκτωβρίου ένας λόχος της 11ης Αεροπορικής Μεραρχίας που είχε εξορμήσει από την Ελευσίνα εγκλωβίστηκε από τα πυκνά πυρά ανταρτών και οπλισμένων κατοίκων έξω από την Πύλη και υπέκυψε μετά από πολύωρη μάχη. Σκοτώθηκαν 45 Γερμανοί, ενώ αιχμαλωτίστηκαν επίσης 45. Οι Έλληνες είχαν 11 νεκρούς και 10 τραυματίες. Επί δύο ημέρες ακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις με συνεχείς γερμανικές ενισχύσεις από Ελευσίνα, Μάζι και Θήβα που ανάγκασαν τους αντάρτες να συμπτυχθούν στη μικρή κοιλάδα της Μαζαρέικας. Ο απολογισμός της τριήμερης μάχης –και ενός εκ των μεγαλύτερων θριάμβων της ελληνικής αντίστασης– που διεξήχθη 60 μόλις χλμ. από την πρωτεύουσα, ήταν περίπου 150 νεκροί Γερμανοί και ο εμπρησμός των Δερβενοχωρίων που, ωστόσο, δεν έπαψαν να λειτουργούν ως πύλες της «Ελεύθερης Ελλάδας» του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Με εντολή της ηγεσίας του ΕΛΑΣ, το 34ο Σύνταγμα εξελίχθηκε τον Νοέμβριο σε «V Ταξιαρχία Αττικοβοιωτίας» με διοικητή τον ικανότατο Ελευσίνιο αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Ρήγο (Φεραίο) και τομέα ευθύνης ολόκληρη την ανατολική Στερεά και Εύβοια.
4. Ένας αιματοβαμμένος νομός
Παρά τις επιτυχίες της Αντίστασης, οι συνεχείς τοπικές εκκαθαρίσεις των Γερμανών από τον Νοέμβριο έως τον Ιανουάριο ανάγκασαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ να συμπτυχθεί στην ανταρτοκρατούμενη Φωκίδα, τον Ελικώνα και την Πάρνηθα αφήνοντας μικρές μόνο ομάδες στην πεδινή ενδοχώρα. Το πρωί της 7ης Δεκεμβρίου 1943, το αυτοκίνητο του Χανς Μάγιερ δέχτηκε επίθεση έξω από την Αλίαρτο. Από τα πυρά σκοτώθηκε η σύζυγος του Μάγιερ, γεγονός που πλήρωσαν με τη ζωή τους πέντε όμηροι των στρατοπέδων Θηβών και Υπάτου (Σίρτζι) και πέντε κάτοικοι της Αλιάρτου. Παρά τα αντίποινα, η αντάρτικη δράση εντάθηκε και στη Βοιωτία του 1944 καταγράφηκαν οι μαζικότερες ίσως εκτελέσεις αντιποίνων στην νότια Ελλάδα. Τη νύχτα της 7ης Ιανουαρίου 1944, μια ομάδα του ΙΙΙ/34 Τάγματος Λιβαδειάς επιτέθηκε στη Βρασταμίτα (Υψηλάντης) και σκότωσε δύο Γερμανούς υπαξιωματικούς. Την επόμενη ημέρα, 50 άτομα τουφεκίστηκαν μέσα στο χωριό. Με γερμανική διαταγή απαγορεύτηκε αυστηρά η κατάθεση στεφάνων, η σταυροθεσία και η τέλεση μνημοσύνου για τα θύματα. Ακολούθησαν δύο λουτρά αίματος: Στις 26 Απριλίου, 117 αντιστασιακοί όμηροι, κρατούμενοι των φυλακών Λιβαδειάς και κάτοικοι της περιοχής, θερίστηκαν από τα γερμανικά πολυβόλα στη θέση «Καρακόλιθος» Λιβαδειάς (στο σημείο που την προηγούμενη 5 αξιωματικοί των Ες-Ες είχαν σκοτωθεί σε ενέδρα του ΕΛΑΣ) και τον Μάιο ακολούθησε η εκτέλεση 120 ομήρων από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στη Ριτσώνα Αυλίδας —6χλμ. νότια της Χαλκίδας. Η ναζιστική τρομοκρατία δεν έπνιγε λιγότερο τα αστικά κέντρα. Τον Απρίλιο του 1944, το γερμανικό φρουραρχείο Λιβαδειάς απείλησε τους κατοίκους με αδιάκριτες εκτελέσεις εάν συνεχιζόταν η δράση «κομμουνιστικών» ομάδων στην πόλη.
Παρά την τρομοκρατία και τα «χτενίσματα», οι αντάρτικοι σχηματισμοί παρέμεναν ανέπαφοι και συνέχισαν να ελέγχουν μεγάλο μέρος της βορειοανατολικής Αττικοβοιωτίας, τον Ελικώνα και τα παράλια του Κορινθιακού, ενώ οι γερμανικές αρχές ανησυχούσαν για τις συνεχείς δολιοφοθορές στη σιδηροδρομική γραμμή από ομάδες δυναμιτιστών. Ακόμα και η διάρκειας δύο εβδομάδων επιχείρηση «Sommergewitter» (Καλοκαιρινή καταιγίδα) στον Ελικώνα (Απρίλιος 1944), στην οποία συμμετείχαν 1.000 άνδρες της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες, κόστισε τη ζωή σε μόλις έξι αντάρτες και πέντε πολιτικά στελέχη. Στους τελευταίους και ο γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ Λιβαδειάς, Πάνος Οικονομίδης («Νότης») από την Καισαριανή της Αθήνας, ο οποίος εκτελέστηκε στις 27 Ιουνίου στην Άνω Σούρπη Λιβαδειάς μαζί με τον γραμματέα της Επαρχιακής Επιτροπής Λιβαδειάς «Αντώνη» και άλλα τρία κομματικά στελέχη.
Καλύτερα αποτελέσματα είχε η «αντιγραφή» της αντάρτικης μεθόδου, δηλαδή ο εξοπλισμός ολιγάριθμων τμημάτων για οργάνωση ενεδρών στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Η επιτυχέστερη τέτοια ενέδρα καταγράφηκε στη Μάχη της Δεσφίνας (7 Ιουνίου 1944), όταν οι Γερμανοί κατάφεραν να σκοτώσουν 23 αντάρτες, στην πλειοψηφία τους νεαρούς ΕΠΟΝίτες της Λιβαδειάς. Λίγες μέρες αργότερα, μετά από σύγκρουση μονάδας των Ες-Ες με δυνάμεις του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί προέβησαν στη μαζική δολοφονία των κατοίκων στο Δίστομο και στο Καλάμι, ένα αποκορύφωμα της ναζιστικής βαρβαρότητας σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Στα μέσα Ιουλίου, το Σύνταγμα Ευζώνων Αθηνών κλήθηκε να ενισχύσει εσπευσμένα το βοιωτικό «μέτωπο». Το σχέδιο ανατράπηκε, καθώς τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου 1944, το 34ο Σύνταγμα πραγματοποίησε ταυτόχρονη επιδρομή στις φρουρές Γερμανών και ταγματασφαλιτών σε Τοπόλια (Κάστρο), Βρασταμίτα και Κριεκούκι. Στην αιματηρή νυχτομαχία, οι Γερμανοί μέτρησαν 8 νεκρούς και 27 τραυματίες, ενώ σκοτώθηκαν 12 συνεργάτες τους, μεταξύ των οποίων ένας ανθυπολοχαγός. Τον Οκτώβριο του 1944, η ΙΙ Μεραρχία Αττικοβοιωτίας–Φωκίδας του ΕΛΑΣ άφησε την Φωκίδα και εισήλθε απελευθερώτρια στην Θήβα σημαίνοντας το τέλος της σκλαβιάς για τον πολύπαθο βοιωτικό χώρο.
5. Το αίμα του εμφυλίου σπαραγμού: 1943-1948
Για τους ίδιους λόγους που η Βοιωτία σημαδεύτηκε έντονα από την γερμανική κατοχή, γεύτηκε και τον εμφύλιο σπαραγμό. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η κυραρχία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν αμφισβητήθηκε ένοπλα, όπως π.χ. στην Φωκίδα που δρούσε το «δεξιό» 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων ή στην Εύβοια, όπου δρούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας.
Παρόλα αυτά, το Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας του ΕΛΑΣ δεν επιβλήθηκε αναίμακτα. Το πρώτο εξάμηνο του 1943 συγκρούστηκε με λεγόμενους «λησταντάρτες» και τελικά με μια ομάδα «ληστοφυγόδικων» που τελούσε υπό την επιρροή του αντίζηλου 5/42 Συντάγματος. Ο Άρης Βελουχιώτης –στο μοναδικό του πέρασμα από την Βοιωτία– προσεταιρίστηκε τους αρχηγούς της ομάδας Γιάννη Αβορίτη από το Κυριάκι και τον υπολοχαγό Ανδρέα Βαρδουλάκη ή «Βάρδα», πετυχαίνοντας την ένταξή τους στον ΕΛΑΣ. Ωστόσο, η γραμμή μη αποδοχής αντιπάλων υπερίσχυσε καταλήγοντας στην εκτέλεση των Αβορίτη και Βάρδα την 1η Απριλίου 1943 στη μονή Οσίου Σεραφείμ Δομβούς.
Η μονοκρατορία του ΕΛΑΣ έκτοτε δεν αμφισβητήθηκε. Οι θάνατοι Ελλήνων από Έλληνες σχετίζονταν κυρίως με τον ανελέητο πόλεμο εναντίον της χωροφυλακής και μελών του κρατικού μηχανισμού, όπως ο δήμαρχος Λιβαδειάς Ανδρέας Καζάζης, ή η ένοπλη ομάδα του κτηματία Νίκου Δουρδουβέλα με έδρα το Σχηματάρι και τα Οινόφυτα.
Τα τραγικότερα γεγονότα του κατοχικού εμφυλίου έλαβαν χώρα στη δυτική Βοιωτία, μετά την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αράχοβα. Μεταξύ 8 Αυγούστου και 4 Σεπτεμβρίου 1944 συνολικά 31 οπαδοί του 5/42 από Αράχοβα, Δίστομο και Δαύλεια εκτελέστηκαν από την Εθνική Πολιτοφυλακή με την κατηγορία του «προδότη» και ρίφθηκαν στο σπήλαιο «Δρακοκάρκαρος» Αράχοβας.
Να σημειωθεί πως ο φόρος αίματος στον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) είναι για την Βοιωτία μικρότερος σε σχέση με άλλες περιοχές και αφορά κυρίως νεκρούς τακτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στο δυτικό άκρο του νομού έδρασε το αξιόμαχο Αρχηγείο Παρνασσίδας του ΔΣΕ (Διαμαντής) που ήλεγχε σταθερά τα περίχωρα της Αράχοβας, ενώ, στα ανατολικά, η δράση αντάρτικων σχηματισμών συνδέθηκε με την (μάταιη, όπως αποδείχθηκε) προσπάθεια να εξασφαλιστεί έξοδος οργανωμένων κομμουνιστών από την Αθήνα. Η 126 Ταξιαρχία του ΔΣΕ συγκρότησε τάγμα με διοικητή, όπως και στην Κατοχή, τον ανθυπασπιστή Κώστα Αντωνόπουλο (Κρόνο), ο οποίος τον Ιανουάριο του 1948 διέσχισε τη Βοιωτία και επιχείρησε να εγκατασταθεί στην Πάρνηθα και τα Γεράνεια δεχόμενος χτυπήματα από τον στρατό και την αεροπορία. Η προσπάθεια έφτασε σύντομα στο τραγικό της τέλος. Στις 29 Μαρτίου ο Κρόνος σκοτώθηκε σε μάχη στην Αλυκή Ξηρονομής, ενώ το υπόλοιπο τμήμα, με επικεφαλής τον Κώστα Φίτσιο από την Υπάτη, διαλύθηκε στα τέλη Απριλίου κοντά στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα) από πολλαπλάσιες δυνάμεις χωροφυλακής και ΜΑΥ. Οι νεκροί αντάρτες ξεπέρασαν τους 20, ενώ από τους 30 περίπου αιχμαλώτους, οι περισσότεροι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Το καθεστώς του εμφυλίου διατηρήθηκε για χρόνια, ενώ την ψυχολογία του διχασμού τροφοδότησαν προφανώς και οι 137 θανατικές καταδίκες και οι 114 ποινές ισόβιας κάθειρξης που εξέδωσε από τον Νοέμβριο του 1946 έως το 1960 το Έκτακτο Στρατοδικείο Θηβών και αφορούσαν κατά κύριο λόγο Βοιωτούς οπαδούς της αριστεράς.