1. Το ευρύτερο πλαίσιο
Η Θήβα και η Βοιωτία, όπως άλλωστε και όλη η Νότια Ελλάδα, στα μέσα του 12ου αιώνα βρίσκονταν στη μεγαλύτερη ακμή που γνώρισαν καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μια μακρόχρονη ειρηνική περίοδος αλλά και κάποιες συγκυρίες επέτρεψαν στην περιοχή να αναδείξει και να αναπτύξει όλα τα πλεονεκτήματά της. Εδώ διασταυρώνονταν οι οδικές αρτηρίες από Θεσσαλονίκη προς Πελοπόννησο και από Κορινθιακό προς Χαλκίδα, εδώ έδρευαν οι Βυζαντινοί διοικητές του θέματος Ελλάδος, εδώ υπήρχε εύφορη γη, εδώ συνέρρεαν εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες (Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι), εδώ εγκαταστάθηκαν Δυτικοί έμποροι, η μεταξοβιοτεχνία άκμαζε και η φήμη της περιοχής είχε ξεπεράσει τα όρια της αυτοκρατορίας. Στο περιορισμένο πολιτικό περιβάλλον της Νότιας Ελλάδας όλα φαίνονταν ειδυλλιακά. Αλλά στο ευρύτερο περιβάλλον η κατάσταση ήταν ταραχώδης. Η Β΄ Σταυροφορία (1147-1149) βρισκόταν σε εξέλιξη, οι δυτικοί στρατοί διέσχιζαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας, οι συμμαχίες αναδιαμορφώνονταν, η βυζαντινή διπλωματία αλλά και ο στρατός απασχολούνταν σε άλλα μέτωπα, οι πληροφορίες διακινούνταν ταχύτατα. Αυτή τη συγκυρία εκμεταλλεύτηκε ο Ρογήρος Β΄, βασιλιάς της Σικελίας. Ήταν ευκαιρία για μια αποδοτική επίθεση, αλλά συγχρόνως τιμωρία, κατά του κύριου πολιτικού και στρατιωτικού αντιπάλου του στη Μεσόγειο, του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Από την άλλη, οι Νορμανδοί είχαν από καιρό δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό βασίλειο στη Νότια Ιταλία-Σικελία με πρωτεύουσα το Παλέρμο (ελλ. Πάνορμον). Από το 1130 ηγεμόνας (ρηξ) του ήταν ο Ρογήρος Β΄. Αλλά ένας ναύαρχος, ο μονοφυσίτης χριστιανός Γεώργιος Αντιοχέας, ήταν αυτός που, υπηρετώντας το Νορμανδό βασιλιά, κατέστησε το βασίλειο αυτό ισχυρό και επίφοβο σε όλη τη Μεσόγειο, ιδιαίτερα στη θάλασσα. Τον προνομιακό αυτό χώρο επέλεξε ο Ρογήρος για να χτυπήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
2. Η επίθεση και το αποτέλεσμα
Το φθινόπωρο του 1347 ένας ισχυρός στόλος (70 γαλέρες) κατάφορτος από πεζικό και πολιορκητικές μηχανές ξεκίνησε από το Οτράντο ή το Πρίντεζι (Βρινδήσιον) της Νότιας Ιταλίας με αρχηγό το Γεώργιο Αντιοχέα. Έφτασε στην Κέρκυρα, την κυρίευσε με τη συγκατάθεση των κατοίκων της, εγκατέστησε φρουρά και κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο. Επιχείρησε να καταλάβει τη Μονεμβασιά αλλά απέτυχε, οπότε λεηλάτησε τα παράλια της Δυτικής Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας έως το εσωτερικό της Αιτωλοακαρνανίας. Τελικά εισήλθε στον Κορινθιακό κόλπο. Ο στρατός ήταν πολύ καλά πληροφορημένος για τις πλούσιες πόλεις της περιοχής. Προσορμίστηκε στην Κρίσσα ή, το πιθανότερο, Κρεύση / Λιβαδόστρα, αποβιβάστηκε και σχημάτισε μια ισχυρή στρατιά πεζικού. Καθυστερώντας ελάχιστα στα ενδιάμεσα πολίσματα κατευθύνθηκε στον κύριο στόχο του, τη Θήβα. Φαίνεται ότι εκεί δεν αντιμετώπισε καμιά αντίσταση, είτε επειδή η πόλη της Θήβας δεν είχε αξιόλογα τείχη, καθώς είχε προ πολλού «ξεχειλίσει» εκτός των παλαιών τειχών, είτε επειδή οι κάτοικοί της έκριναν ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσουν να αντισταθούν.
Κυρίευσε λοιπόν την πόλη, συγκέντρωσε σε διάφορα σημεία όλους τους πολίτες της, πλούσιους και φτωχούς, και αναζήτησε πρώτα πρώτα πάνω τους κρυμμένα τιμαλφή και νομίσματα. Ταυτόχρονα οι στρατιώτες ερεύνησαν όλα τα σπίτια της πόλης, τα καταστήματα, τις εκκλησίες, καθώς και τα μοναστήρια, και άρπαξαν ό,τι έβρισκαν, κυρίως ρουχισμό, έπιπλα, σκεύη, μεταξωτά υφάσματα, εικόνες και λείψανα αγίων, χειρόγραφους κώδικες και εκκλησιαστικά σκεύη. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και μια περίφημη περγαμηνή που σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται στο αρχείο της Capella Palatina του Παλέρμο: το καταστατικό της αδελφότητας της Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Γεώργιος Αντιοχέας έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα θρησκευτικά κειμήλια (εικόνες και λείψανα αγίων). Όταν ολοκληρώθηκε η λεηλασία, ο Σικελός ναύαρχος διάλεξε τους πιο εύρωστους άντρες και τις ωραιότερες γυναίκες από το πλήθος των Θηβαίων καλλιεργητών και εργατοτεχνιτών μεταξιού. Τους συνέλαβε για να τους μεταφέρει στη Σικελία προκειμένου να μεταδώσουν την εξελιγμένη τεχνογνωσία τους στους εκεί μεταξοβιοτέχνες του νησιού. Μια δυτική πηγή (Annales Cavenses) αναφέρει ότι οι τεχνίτες και οι τεχνίτριες που αιχμαλωτίστηκαν ήταν Εβραίοι. Όλες οι άλλες πηγές αναφέρονται απλώς σε Θηβαίους και Θηβαίες. Εν πάση περιπτώσει, ο Γεώργιος Αντιοχέας μετέφερε τη λεία του πίσω στη Λιβαδόστρα, φόρτωσε τα καράβια του και κατευθύνθηκε προς την Κόρινθο, η οποία είχε ακριβώς την ίδια τύχη με τη Θήβα. Κατάφορτος από αγαθά και αιχμαλώτους επέστρεψε στη Σικελία. Έτσι, έκανε ένα γρήγορο και αποδοτικό περίπατο στον ελληνικό χώρο χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση. Βέβαια, δύο χρόνια αργότερα, οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κέρκυρα και οι Νορμανδοί εγκατέλειψαν προσωρινά τις φιλοδοξίες τους εναντίον της αυτοκρατορίας. Αλλά οι εργατοβιοτέχνες της Θήβας συνέχισαν να εργάζονται στο Παλέρμο, όπως μας βεβαιώνει ο Νικήτας Χωνιάτης.
Πάντως, η Θήβα και η Βοιωτία συνήλθαν πολύ γρήγορα από τη λεηλασία αυτή: Το 1165 ο Βενιαμίν της Τουδέλας, ένας Εβραίος περιηγητής, συνάντησε εδώ μια ακμάζουσα μεταξοβιοτεχνία και μια κοινότητα 2.000 Εβραίων. Η πόλη είχε ξαναβρεί το ρυθμό της ευημερίας που είχε προ της νορμανδικής επιδρομής.
3. Λάφυρα που διασώθηκαν
- Το καταστατικό της αδελφότητας της Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας: Πρόκειται για το καταστατικό μιας αδελφότητας σε δίφυλλη περγαμηνή, που κοσμείται με εικόνα της Παναγίας Δεομένης. Το καταστατικό αυτής της αδελφότητας ανήκε σε μια παροικία Ναυπακτίων που ζούσαν στη Θήβα, στην περιοχή του Πυρίου, από το 1048, όταν κατέφυγαν εκεί εξόριστοι από την πατρίδα τους. Αποτέλεσε μέρος των λαφύρων που συναποκόμισαν οι Νορμανδοί κατά την επιδρομή τους στην περιοχή και παραδόθηκε στο ανακτορικό παρεκκλήσιο του Ρογήρου στο Παλέρμο, την Capella Palatina, όπου και διασώζεται μέχρι σήμερα.
- Ένας τελετουργικός μανδύας που ανήκε στο Ρογήρο Β΄ (ή στο Γεώργιο Αντιοχέα) και σήμερα βρίσκεται στη Βιέννη (Weltliche Schatzkammer) είναι πολύ πιθανό να αποτελεί λάφυρο από την πόλη της Θήβας.