1. Το ιστορικό υπόβαθρο
Στην προσπάθειά του να ισχυροποιήσει το βασίλειό του, ο Φίλιππος Β΄ των Μακεδόνων στράφηκε στην πλουτοπαραγωγική περιοχή της Θράκης, με βλέψεις την έξοδο στο Βόσπορο. Στην περιοχή αυτή ωστόσο είχε από αιώνες εγκαθιδρύσει κυριαρχικά δικαιώματα η Αθήνα, η οποία νεμόταν μεταξύ άλλων τα ορυχεία χρυσού και αργύρου στο Παγγαίο. Η σύγκρουση των δύο δυνάμεων ήταν αναπόφευκτη. Οι νικηφόρες μάχες του Φιλίππου στη Θράκη οδήγησαν και άλλες πόλεις, που είχαν συμφέροντα στην περιοχή, όπως η Χαλκίδα, να συνασπιστούν με τους Αθηναίους για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού.
1.1. Η επεκτατική πολιτική του Φιλίππου
Από την άλλη πλευρά, ο Φίλιππος Β΄ αναζητούσε διαρκώς ευκαιρίες για να αναμειχθεί στα πολιτικά πράγματα της κεντρικής και νότιας Ελλάδας και να αυξήσει έτσι την επιρροή του. Η αφορμή τού δόθηκε από τη χρόνια διαμάχη μεταξύ Βοιωτών και Φωκέων με αιχμή τον έλεγχο της δελφικής αμφικτιονίας. Το Κοινό των Βοιωτών με επικεφαλής τη Θήβα, που είχε ισχυροποιηθεί πολύ μετά τις μάχες στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια, είχε αποκτήσει κυριαρχικό ρόλο μέσα στην αμφικτιονία, οι Φωκείς όμως επιδίωκαν να πάρουν με το μέρος τους την πόλη των Δελφών, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με έλεγχο της αμφικτιονίας. Η διαμάχη τούς οδήγησε στο λεγόμενο Φωκικό πόλεμο, που μετεξελίχθηκε στον Γ’ Ιερό πόλεμο (355 π.Χ.). Ο Φίλιππος τάχθηκε με το μέρος των Βοιωτών ενισχύοντας το γόητρό του μεταξύ των Ελλήνων, δεν κατόρθωσε όμως ουσιαστικά να σταματήσει τις εχθροπραξίες μεταξύ Φωκέων και Βοιωτών μέχρι το 346 π.Χ., χρονιά κατά την οποία έκλεισε με τους Αθηναίους τη βραχύβια Φιλοκράτειο ειρήνη, στον απόηχο της καταστροφής της αθηναϊκής αποικίας της Ολύνθου στη Χαλκιδική.
Η ενδυνάμωση του γοήτρου του Φιλίππου, στον οποίο δόθηκαν σημαντικά δικαιώματα ως ανταμοιβή από την αμφικτιονία, ανησύχησε το Κοινό των Βοιωτών, ενώ η κατάλυση της Φιλοκρατείου ειρήνης το 342 π.Χ. οδήγησε τους Αθηναίους, και ιδιαίτερα τον ηγέτη της αντιμακεδονικής παράταξης, το ρήτορα Δημοσθένη, να αναζητήσουν συμμαχίες μεταξύ των άλλων ελληνικών πόλεων.
1.2. Ο Δ´ Ιερός πόλεμος
Στις αρχές του 339 π.Χ. οι Αθηναίοι αισθάνθηκαν αρκετά ισχυροί, λόγω της συμμαχίας τους με μεγάλο μέρος των Ελλήνων (Μεγαρείς, Ευβοείς, Κορινθίους, Αχαιούς, Ακαρνάνες, Λευκαδίους, Βυζαντίους, Περινθίους κ.ά.), ώστε να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου με αφορμή τη διαμάχη μεταξύ της δελφικής αμφικτιονίας και των Αμφισσέων για τον έλεγχο του Κρισαίου πεδίου, μιας πεδιάδας επάνω από τη σημερινή Κίρρα της Ιτέας, η οποία θεωρητικά ήταν ιερή και έπρεπε να μένει ακαλλιέργητη, είχε όμως καταπατηθεί από τους τελευταίους. Ο Φίλιππος πήρε με το μέρος του τους Φωκείς, οι Αθηναίοι όμως πρόλαβαν να προσεταιριστούν τους Θηβαίους, και μαζί με αυτούς ολόκληρο το Κοινό των Βοιωτών.
Ο χειμώνας του 339-338 π.Χ. πέρασε με αψιμαχίες μεταξύ των δύο παρατάξεων, αλλά τον Ιούνιο ο Φίλιππος ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Αφού έκανε τους εχθρούς του να πιστέψουν ότι εγκαταλείπει την εκστρατεία, προέβη σε μια προέλαση-αστραπή μέσα στη Φωκίδα, κατέλαβε την Άμφισσα και στη συνέχεια τη Ναύπακτο. Κατόπιν έστειλε μέρος του στρατού του πίσω στους Δελφούς με τελικό στόχο τη Βοιωτία.
2. Η μάχη της Χαιρώνειας
Οι συνασπισμένες ελληνικές πόλεις, υπό την ηγεσία των Αθηναίων και των Βοιωτών, βρέθηκαν προ τετελεσμένου και αποφάσισαν να προτάξουν την άμυνά τους στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, καθώς η κοίτη του Κηφισού ποταμού ήταν την εποχή εκείνη η μόνη ικανοποιητική δίοδος από τη Φωκίδα προς τη Βοιωτία. Η σχετικά στενή πεδιάδα ανάμεσα στο χαμηλό όρος Θούριο και τον ποταμό φαινόταν ιδανική για μάχη σε παράταξη, αλλά αρκετά στενή ώστε να εμποδίσει την ανάπτυξη του ιππικού, που ήταν το ισχυρό όπλο του Φιλίππου.
2.1. Η διάταξη των στρατευμάτων
Προς τα τέλη Αυγούστου του 338 π.Χ. οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Χαιρώνεια. Οι συνασπισμένοι Έλληνες ήταν παραταγμένοι ως εξής: στο αριστερό κέρας οι Αθηναίοι, στο κέντρο συμμαχικές δυνάμεις από διάφορες πόλεις μαζί με μισθοφορικά αθηναϊκά στρατεύματα, στο δεξί κέρας ο στρατός του Κοινού των Βοιωτών υπό το βοιωτάρχη Θεαγένη και στα άκρα δεξιά ο Ιερός Λόχος, το άνθος της θηβαϊκής νεολαίας αποτελούμενο από 300 ειδικά εκπαιδευμένους νέους.
Ο Φίλιππος, από την άλλη πλευρά, τοποθέτησε τους καλύτερους άνδρες της μακεδονικής φάλαγγας απέναντι από τους Αθηναίους και διατήρησε ο ίδιος την ηγεσία τους στη μάχη. Απέναντι από τους Βοιωτούς και τους ιερολοχίτες τοποθετήθηκαν τμήματα πεζεταίρων και το βαρύ ιππικό. Του τμήματος αυτού ηγείτο ο νεαρός Αλέξανδρος. Στο κέντρο, τέλος, παρατάχθηκαν φαλαγγίτες. Οι σημερινές εκτιμήσεις είναι ότι το συμμαχικό πεζικό ήταν κατά τι υπέρτερο αριθμητικά του μακεδονικού (35.000 έναντι 30.000 ανδρών αντίστοιχα), ενώ οι δυνάμεις των ιππέων ήταν ισάριθμες (περίπου 2.000 άνδρες).
2.2. Το τέχνασμα του Φιλίππου
Ωστόσο, κατά το στρατηγικό σχεδιασμό ο Φίλιππος είχε προβάδισμα, αφού ως νέος είχε πολεμήσει στο πλευρό του Επαμεινώνδα και γνώριζε τις τακτικές των Βοιωτών, ειδικά των Θηβαίων. Κατευθύνθηκε έτσι αρχικά με τους επίλεκτους φαλαγγίτες του εναντίον των Αθηναίων, σύντομα όμως άρχισε να υποχωρεί, εξωθώντας τους Αθηναίους να τον καταδιώξουν. Επρόκειτο για τέχνασμα που σκοπό είχε να δημιουργήσει ρήγμα στις δυνάμεις των αντιπάλων, κάτι που επιτεύχθηκε σύντομα, καθώς ο Αθηναίος ηγέτης Στρατοκλής όρμησε στην καταδίωξη, παρασέρνοντας και τις συμμαχικές δυνάμεις να τον ακολουθήσουν. Μόλις το δεξί κέρας έμεινε απροστάτευτο, το ιππικό του Αλεξάνδρου, που έμοιαζε να υποχωρεί, έκανε στροφή και εισχώρησε στο ρήγμα, απομονώνοντας τις βοιωτικές δυνάμεις και σπρώχνοντάς τες προς την κοίτη του Κηφισού. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε σύγχυση στις δυνάμεις των συμμαχικών πόλεων, που άρχισαν να υποχωρούν προς νότο, η οποία εντάθηκε όταν οι δυνάμεις του Φιλίππου μεταστράφηκαν και άρχισαν να αντεπιτίθενται. Οι φαλαγγίτες του μακεδονικού στρατού κατόρθωσαν να αποκλείσουν τους Αθηναίους μέσα σε ένα στενό φαράγγι που σχημάτιζε ο παραπόταμος του Κηφισού, ο Αίμων. Το υπόλοιπο στράτευμα διασκορπίστηκε και κάποια τμήματα κατόρθωσαν να διασωθούν φτάνοντας στη Λιβαδειά, αφού ο Φίλιππος δε συνέχισε την καταδίωξή τους. Ο Ιερός Λόχος των Θηβαίων, ωστόσο, αποφάσισε να αντισταθεί και έπεσαν μέχρι ενός.
2.3. Η ταφή των νεκρών και η τύχη των αιχμαλώτων
Από πλευράς απωλειών ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός, ειδικά για τις συνασπισμένες ελληνικές πόλεις. Οι Αθηναίοι έχασαν τουλάχιστον 1.000 άνδρες (λέγεται μάλιστα ότι ο Αίμων πήρε το όνομά του από το αίμα που κύλησε εκείνη την ημέρα), ενώ 2.000 αιχμαλωτίστηκαν μέσα στο φαράγγι. Ο Φίλιππος δεν ήθελε αρχικά να δώσει την άδεια να ταφούν οι νεκροί αντίπαλοι. Έδωσε όμως εντολή να περισυλλεγούν οι νεκροί Μακεδόνες και να καούν τα πτώματα στην πυρά μαζί με τα όπλα τους. Τα υπολείμματα της ταφής εναποτέθηκαν σε συλλογικό τάφο, το λεγόμενο «πολυάνδριο», κοντά στις όχθες του Κηφισού ποταμού.
Φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο για τη μεταστροφή του Φιλίππου όσον αφορά την τύχη των αντιπάλων έπαιξε ο Αθηναίος ρήτορας Δημάδης, που βρισκόταν μεταξύ των αιχμαλώτων και φώναξε στο βασιλιά, o οποίος περιφερόταν στο στρατόπεδο χλευάζοντας τους ηττημένους: «Αφού η τύχη σε προόρισε να κάνεις έργα του Αγαμέμνονα, εσύ γιατί την ντροπιάζεις κάνοντας έργα του Θερσίτη;» (Διόδ. Σ. XVI.87), υπονοώντας ότι δεν ταίριαζε μικρόψυχη συμπεριφορά σε τόσο μεγάλο ηγεμόνα. Ο Φίλιππος τότε ενέδωσε στην ταφή των νεκρών: οι νεκροί Αθηναίοι κάηκαν σε πυρά και η τέφρα τους στάλθηκε με αντιπροσωπεία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο γιος του Αλέξανδρος και δύο σημαίνοντες στρατηγοί, μαζί με το ρήτορα Δημάδη, προκειμένου να διαπραγματευθούν τους όρους παράδοσης των αιχμαλώτων.
Οι Θηβαίοι περισυνέλεξαν τους δικούς τους νεκρούς και τους έθαψαν σε άλλο πολυάνδριο, γύρω από το οποίο έχτισαν περίβολο και τοποθέτησαν το υπερμεγέθες άγαλμα του Λέοντα που βλέπουμε και σήμερα.
3. Η τιμωρία των αντιπάλων και η νέα τάξη πραγμάτων για την Ελλάδα
3.1. Η «ειρήνη του Δημάδη» με τους Αθηναίους
Όπως προαναφέρθηκε, ο Φίλιππος υπήρξε ιδιαίτερα διαλλακτικός και ήπιος με τους Αθηναίους, ίσως γιατί και οι τελευταίοι υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές την αντιπροσωπεία που κόμιζε την τέφρα των νεκρών: έδωσαν πολιτικά δικαιώματα στον Αλέξανδρο και στους δύο στρατηγούς, ενώ ανδριάντας του Φιλίππου στήθηκε στην αγορά. Οι όροι που επέβαλε ο Φίλιππος για την επιστροφή των αιχμαλώτων ήταν άλλωστε απρόσμενα χαλαροί: αξίωσε τη διάλυση των αθηναϊκών συμμαχιών και την παραίτηση από τα συμφέροντά τους στη Χερσόνησο, ενώ παράλληλα έδωσε στην Αθήνα τον Ωρωπό, αφαιρώντας τον από τους Βοιωτούς. Η αντιμακεδονική παράταξη, που, με επικεφαλής το ρήτορα Υπερείδη (λόγω του ότι ο Δημοσθένης ήταν αιχμάλωτος στη Χαιρώνεια), είχε αξιώσει την επιστράτευση όλων των Αθηναίων πολιτών έως 60 ετών και την εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε μετοίκους και δούλους με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στο στράτευμα, μετά την απαγγελία αυτών των όρων έχασε οριστικά τα ερείσματά της μεταξύ των πολιτών.
3.2. Η τιμωρία των συνασπισμένων ελληνικών πόλεων
Πιο αυστηρός υπήρξε ο Φίλιππος με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Μακεδονικές φρουρές εγκαταστάθηκαν στη Χαλκίδα, την Κόρινθο και την Αμβρακία, ενώ από τους Ακαρνάνες ο Φίλιππος αξίωσε να εξορίσουν τους συμπολίτες τους που είχαν πολεμήσει εναντίον του. Στις περισσότερες πόλεις την εξουσία ανέλαβαν οι φιλομακεδονικές παρατάξεις, ενώ καθεστωτική μεταβολή συνέβη προς όφελος των ολιγαρχικών. Ωστόσο, η δημοκρατία διατηρήθηκε τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αχαΐα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ενίσχυση των ολιγαρχικών μάλλον ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών ζυμώσεων των πόλεων και όχι άμεσης μακεδονικής επέμβασης. Τα Κοινά, όπου υπήρχαν, παρέμειναν επίσης, αφού εξυπηρετούσαν το σχέδιο που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται στο μυαλό του Μακεδόνα ηγεμόνα, την επίτευξη δηλαδή της πανελλήνιας ειρήνης υπό τη δική του ηγεσία, με στόχο την εκστρατεία εναντίον της Περσίας. Ένα έτος μετά τη Χαιρώνεια, και αφού ο Φίλιππος είχε καταλάβει την Κόρινθο και είχε «απελευθερώσει» τις πόλεις της Πελοποννήσου από το σπαρτιατικό ζυγό, σε συνέλευση αντιπροσώπων όλων των ελληνικών πόλεων που πραγματοποιήθηκε στον Ισθμό, ο Φίλιππος διακήρυξε την ίδρυση του Κοινού των Ελλήνων.
3.3. Η τιμωρία της Θήβας, η εξέγερση και η τελική καταστροφή της το 335 π.Χ.
Εκεί που ο Φίλιππος εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του ήταν στην περίπτωση της Θήβας. Θέλοντας να την τιμωρήσει για τον ηγεμονικό ρόλο που είχε αναλάβει (συχνά παρά τη θέληση άλλων βοιωτικών πόλεων) μέσα στο Κοινό των Βοιωτών, αφαίρεσε τη δικαιοδοσία της επάνω σε γειτονικές πόλεις, όπως ο Ορχομενός, οι Πλαταιές, τις οποίες κατέστησε ελεύθερες, ή ο Ωρωπός, τον οποίο, όπως προαναφέραμε, τον έδωσε στους Αθηναίους. Επίσης εγκατέστησε μακεδονικές φρουρές στην ακρόπολη της Θήβας, την Καδμεία, ενώ επέτρεψε σε μόνο 300 πολίτες να διατηρήσουν τα πολιτικά δικαιώματά τους. Η Θήβα έτσι έχασε τον ηγετικό ρόλο της στη Βοιωτία και ταπεινώθηκε στα μάτια των πρώην συμμάχων της.
Φαίνεται όμως πως δεν απεμπόλησε τον πάλαι ποτέ κυριαρχικό ρόλο της, γιατί 3 χρόνια αργότερα, μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336 π.Χ.) και ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ιλλυρία, η αντιμακεδονική παράταξη ανασυστάθηκε στην πόλη, καταλύοντας τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας και σκοτώνοντας ορισμένα μέλη της μακεδονικής παράταξης. Οι πράξεις αυτές αντέβαιναν στις αρχές του Κοινού των Ελλήνων, το οποίο είχε προσυπογράψει η Θήβα. Ο Αλέξανδρος, φοβούμενος ότι η ανταρσία θα μεταδιδόταν και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ξεκίνησε την αστραπιαία κάθοδό του προς τη Στερεά Ελλάδα, καλύπτοντας με το στρατό του, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζει ο Αρριανός, περισσότερο από 250 μίλια σε λιγότερο από 15 ημέρες. Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε έξω από τη Θήβα, δίνοντας διορία στους Θηβαίους να μεταμεληθούν και να υποχωρήσουν, μέσα στην πόλη όμως υπερίσχυσε η φιλοπόλεμη παράταξη. Τελικά το έναυσμα της μάχης δόθηκε από τον Περδίκκα, που προκάλεσε τους Θηβαίους να επιτεθούν. Οι πύλες της πόλης αλώθηκαν και ο στρατός, αποτελούμενος όχι μόνο από Μακεδόνες, αλλά και από Βοιωτούς που είχαν υποφέρει κάτω από την κυριαρχία της Θήβας τα προηγούμενα χρόνια, επιδόθηκε σε συστηματική καταστροφή και λεηλασία. Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να σεβαστούν μερικά μόνο σπίτια, μεταξύ αυτών και του ποιητή Πινδάρου, καθώς και την Τιμόκλεια, αδελφή του Θηβαίου στρατηγού Θεαγένη. Μετά τη λεηλασία ο Αλέξανδρος συγκάλεσε συμβούλιο όπου αποφασίστηκε η παραδειγματική τιμωρία της Θήβας, που περιλάμβανε την ολοκληρωτική ισοπέδωση της πόλης.
Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί θεωρούν πάντοτε την καταστροφή της Θήβας (όπως και της Περσέπολης αργότερα) τα μελανότερα σημεία της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ωστόσο η απόφασή του εξηγείται τόσο από το γεγονός ότι ήθελε να αποτρέψει παρόμοιες αποσχιστικές κινήσεις άλλων πόλεων, αλλά και από το γεγονός ότι οι Θηβαίοι φάνηκαν αδιάλλακτοι όταν τους πρόσφερε τη δυνατότητα συνθηκολόγησης.
4. Αποτίμηση των αποτελεσμάτων της μάχης της Χαιρώνειας
Η μάχη της Χαιρώνειας υπήρξε το ορόσημο που άλλαξε την πορεία της ελληνικής ιστορίας κατά την Ύστερη Κλασική περίοδο. Από πολιτικής και στρατιωτικής άποψης άνοιξε το δρόμο στην κάθοδο του Φιλίππου προς τη νότια Ελλάδα και προς την κατάληψη της Πελοποννήσου. Τώρα πια ήταν εφικτή η υποταγή όλων των Ελλήνων, την οποία ωστόσο ο Μακεδόνας ηγεμόνας φρόντισε να απαλύνει με την ίδρυση του Κοινού των Ελλήνων, θεωρώντας δηλαδή τις ελληνικές πόλεις συμμάχους και ισότιμες και όχι υπόδουλες.
Από πλευράς στρατηγικής πρακτικής ωστόσο σήμανε και το τέλος της οπλιτικής φάλαγγας, στην οποία οι οπλίτες-πολίτες πολεμούσαν για την άμυνα και την προστασία της πόλης-κράτους τους. Η μάχη κατάδειξε την αδυναμία της οπλιτικής φάλαγγας έναντι της υπέρτερης μακεδονικής, ενώ τονίστηκε για ακόμη μία φορά ο ρόλος του ιππικού, που συντηρούνταν κυρίως από γόνους πλούσιων και επιφανών οικογενειών. Η δημιουργία ενός σχεδόν επαγγελματικού στρατού με τα πρότυπα άσκησης και πειθαρχίας των Μακεδόνων, αλλά και με τον υπέρτερο οπλισμό τους, ιδιαίτερα με το μακρύ δόρυ, τη σάρισα, κατέστη επιτακτική, προκειμένου οι συνασπισμένοι Έλληνες να επιτύχουν σχετική ομοιογένεια και να δημιουργήσουν αξιόμαχο στράτευμα για την εκστρατεία προς ανατολάς που οραματιζόταν ο Φίλιππος.