1. Ιστορία και τρόπος εγκατάστασης
Oι Aρβανίτες εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία προς το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, προερχόμενοι από τη Βόρεια Ήπειρο και την κεντρική Αλβανία –πιο συγκεκριμένα, από τη φυλετική περιοχή των Τόσκηδων. Ειδικότερα, το μεγαλύτερο κύμα των Αρβανιτών της Βοιωτίας βρέθηκαν στην περιοχή μέσω Θεσσαλομαγνησίας, όπου στο μεταξύ είχαν εξαπλωθεί οι Σέρβοι, ενώ άλλοι ήλθαν από την Άρτα και την Ακαρνανία μέσω Φωκίδας. Ουσιαστικά εγκαταστάθηκαν ως καλλιεργητές και πολεμιστές/στρατιώτες (stradioti) με την παραχώρηση τιμαρίων ή προνοιών (προνοιασμένοι) λόγω των υπηρεσιών που παρείχαν στους Δυτικούς κατακτητές. Συγκεκριμένα, έφτασαν στην περιοχή το 1383, έπειτα από πρόσκληση του Καταλανούδούκα των Αθηνών και της Υπάτης Ραμόν ντε Βιλανόβα.
Πάντως, φαίνεται ότι υπήρχαν και παλαιότερες εγκαταστάσεις Αρβανιτών στη Βοιωτία, όπως δηλώνουν τα αρβανίτικα τοπωνύμια Κάπραινα (=Ζαρκαδού) για τη Χαιρώνεια και Σκριπού (=Αλμυρός) για τον Ορχομενό, που αναφέρονται ήδη από το 13o αιώνα στο Χρονικό του Μορέως και σε άλλες πηγές. Οι κυρίαρχοι πρόσφεραν στους Αρβανίτες, έναντι των στρατιωτικών υπηρεσιών τους, γεωργική και κτηνοτροφική γη και απαλλαγή από τη φορολογία επί ένα χρονικό διάστημα.
Η διαδικασία και ο τρόπος εγκατάστασής τους έχουν μελετηθεί από σημαντικoύς ιστορικούς και αρχαιoλόγους, όπως ο Ολλανδός Kiel και ο Άγγλος Bintliff. Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε αμιγείς μικροοικισμούς, τις κατούνες (στη γλώσσα τους κατούντ σημαίνει χωριό), σε πεδινές και αργότερα σε ορεινές περιοχές (π.χ. Ελικώνας) στις παρυφές των χωριών. Κατόπιν, βαθμηδόν εισήλθαν και στους μεγαλύτερους οικισμούς-χωριά, που προϋπήρχαν στην πεδινή και ορεινή ζώνη.
Η αλβανική/αρβανίτικη εγκατάσταση στη Βοιωτία παρουσιάζει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον και πρέπει να μελετηθεί εκτενέστερα, για να γίνει πλήρως κατανοητή η νεότερη ιστορία της Βοιωτίας.
2. Η αρβανίτικη γλώσσα
Οι Αρβανίτες είναι δίγλωσσοι. Εκτός από ελληνικά μιλούν και αρβανίτικα. Τα αρβανίτικα της περιοχής, όπως και της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι παρακλάδι αρχαϊκής αλβανικής τόσκικης εμπλουτισμένο με μεγάλο αριθμό ελληνικών λέξεων. Για ένα γλωσσάρι της αρβανίτικης βλ. το βοηθητικό κατάλογο του λήμματος.
Γενικά, παρ’ όλη τη γλωσσική απαξίωση, την περιορισμένη ιδεολογική αυτοεκτίμηση για τη γλώσσα και την ελάχιστη πίεση από το κράτος, τα αρβανίτικα αλλού έχουν εξαφανισθεί, αλλού έχουν επιβιώσει. Πάντως στη Βοιωτία σήμερα όλοι θεωρούν καλό να γνωρίζουν μια γλώσσα την οποία δε μιλούν άλλοι, έστω και ελάχιστα χρήσιμη.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι στα ορεινά αρβανιτοχώρια η αρβανίτικη γλώσσα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, είναι πολύ ζωντανή και κατανοητή και από τα μικρά παιδιά, ενώ χρησιμοποιείται συχνά στο δρόμο και στα καφενεία. Μέχρι σήμερα πολλοί γύρω στα 40 συνεννοούνται άνετα στα αρβανίτικα, ενώ και νεότεροι, 20-30 ετών, την κατανοούν. Αυτό εξηγείται γιατί τα ορεινά αρβανιτοχώρια του Ελικώνα είναι απομονωμένα και απόλυτα ενδογαμικά. Έτσι οι γλωσσικές απώλειες είναι πολύ μικρές. Αυτό δε σημαίνει ότι οι Αρβανίτες των χωριών αυτών δεν κάνουν άνετη χρήση της ελληνικής. Για παράδειγμα, πέρα από την καθομιλουμένη ελληνική, εκτός από τα αρβανίτικα, τραγουδούν και ελληνικά τραγούδια. Τα αρβανίτικα τραγούδια όμως χαρακτηρίζονται από την ιδιομορφία του επτασύλλαβου στίχου που εναλλάσσεται με οκτασύλλαβο, ενώ τα ελληνικά είναι σε δεκαπεντασύλλαβο.
3. Οικονομία: γεωργία και μεταβατική κτηνοτροφία
Τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας είχαν και έχουν μεικτή οικονομία, συνδυασμό ημινομαδικής (μεταβατικής) κτηνοτροφίας μικρών αποστάσεων και γεωργίας. Υπάρχει όμως διαφορά ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά της Βοιωτίας, όπου στα πρώτα υπερισχύει η κτηνοτροφία και στα δεύτερα η γεωργία και η κηπουρική.
Στα πεδινά εκτός από την καλλιέργεια των δημητριακών ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν και είναι ακόμα, σε ένα βαθμό, η βαμβακοκαλλιέργεια· αυτό οφείλεται στην αφθονία του νερού, που με τις σύγχρονες γεωτρήσεις είναι αφθονότερο. Γι’ αυτό άλλωστε οι Αθηναίοι ονομάζουν τους Βοιωτούς «βαμβακάδες». Γενικά η γεωργία στη Βοιωτία είναι απόλυτα εκσυγχρονισμένη (χρήση τρακτέρ, αρδευτικών μηχανών κ.λπ.).
Εξάλλου, η ημινομαδική κτηνοτροφία σχετίζεται με τα τσιφλίκια στα πεδινά, γιατί ήταν ευκολότερη η ενοικίαση βοσκοτόπων σε κάποιον ενιαίο χώρο και η συναλλαγή με έναν ιδιοκτήτη. Όμως, από το 1879, με τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και τη διανομή της γης, η νομαδική και η ημινομαδική κτηνοτροφία άρχισαν να περιορίζονται. Παρ’ όλα αυτά οι παραδοσιακές κοινωνικές δομές δεν υπέστησαν αμέσως τόσο μεγάλο πλήγμα. Η ημινομαδική κτηνοτροφία άλλωστε συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Στον Ελικώνα η κτηνοτροφία αφορούσε, όπως δείχνουν οι στατιστικές, κυρίως γίδια και δευτερευόντως πρόβατα. Αυτό ήταν φυσικό λόγω του βραχώδους και ορεινού εδάφους της περιοχής. Τα γίδια εξάλλου απαιτούν λιγότερη φροντίδα σε σχέση με τα πρόβατα, καθώς χρειάζονται λιγότερα άτομα να τα προσέχουν, γιατί είναι πιο ελεύθερα. Είναι όμως λιγότερο αποδοτικά ως προς την ποιότητα του γάλακτος, του τυριού και του μαλλιού. Για παράδειγμα, παλιότερα με το γιδίσιο μαλλί έφτιαχναν κάπες και κτηνοτροφικές τέντες, ενώ σήμερα οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούν να το διαθέσουν στο εμπόριο. Αντίθετα, με το μαλλί των προβάτων οι γυναίκες ύφαιναν το ρουχισμό του σπιτιού (ενδύματα, σκεπάσματα κ.λπ.). Σήμερα το μαλλί αυτό πωλείται στους εμπόρους, αν και σε πολύ χαμηλή τιμή.
Επειδή τα ορεινά αρβανιτοχώρια βρίσκονται σε ενδιάμεσο υψόμετρο, ήταν απαραίτητη η μετακίνηση των κοπαδιών και το χειμώνα και το καλοκαίρι. Έτσι, όταν έπεφταν τα χιόνια, οι Αρβανίτες κτηνοτρόφοι μετέφεραν τα κοπάδια τους στα παράλια του Κορινθιακού και ειδικότερα στην τοποθεσία Σαράντη. Το καλοκαίρι πάλι, όσοι είχαν πολλά ζώα και δε διέθεταν επαρκείς βοσκοτόπους, μετέφεραν τα κοπάδια τους σε υψηλότερες περιοχές, π.χ. στην Γκιώνα (Καλοσκοπή και Μαύρο Λιθάρι).
Στη μετακίνηση συνεργάζονταν περισσότεροι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι ένωναν τα κοπάδια τους (σμίχτες) υπό την αρχηγία όποιου είχε τα περισσότερα ζώα (τσέλιγκας). Η οργάνωση όμως αυτή ποτέ δεν πήρε τη μορφή τσελιγκάτου, όπως το γνωρίζουμε από τους Σαρακατσάνους και τους Βλάχους. Με τη συνένωση των κοπαδιών ήταν ευκολότερο για τους κτηνοτρόφους να νοικιάσουν βοσκοτόπους στις ορεινές περιοχές και να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Τυροκομούσαν μαζί ή πουλούσαν από κοινού το γάλα και το τυρί στους εμπόρους επί τρεις μήνες, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.
4. Οικογένεια
Στα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας συναντάμε την πυρηνική, την πολυπυρηνική διευρυμένη οικογένεια και την οικογένεια-κορμό. Η πολυπυρηνική οικογένεια όμως σε άλλα χωριά αποδιοργανώθηκε νωρίτερα, γύρω στο 1920 (συμπίπτει με τη διανομή των κτημάτων της Κωπαΐδας μετά την αποξήρανσή της), αλλού αργότερα, μεταξύ του 1920 και του 1940, ή πολύ αργότερα, μεταξύ του 1940 και του 1960.
Η πολυπυρηνική οικογένεια, η μεγάλη οικογένεια (φαμίλjε ε μάδε) ή το ασκέρι, όπως την ονόμαζαν στην περιοχή μεταφορικά, ακολουθούσε το γνωστό κύκλο ανάπτυξης που εμφανίζεται και αλλού, ο οποίος άρχιζε με το γάμο των παιδιών. Τα θηλυκά αποχωρούσαν συνήθως με το γάμο και εγκαθίσταντο στο σπίτι των πεθερικών τους. Τα αρσενικά έφερναν τις νύφες στο πατρικό σπίτι. Οι γάμοι γίνονταν και εδώ με τη σειρά γέννησης, αλλά με τις μικρότερες αδελφές να προηγούνται από τους αδελφούς ανάλογα με τη σειρά ηλικίας. Στην περίπτωση που δεν υπήρχαν αρσενικά παιδιά αλλά μόνο θηλυκά, οι γονείς έφερναν σώγαμπρο στην οικογένεια, που κληρονομούσε το σπίτι και την περιουσία των πεθερικών. Συχνά ο σώγαμπρος έπαιρνε και το παρωνύμιο (παρατσούκλι) του πεθερού του.
Η ιεραρχία στην οικογένεια έδινε και εδώ το προβάδισμα στα αρσενικά και ηλικιωμένα μέλη. Αρχηγός της κάθετης πολυπυρηνικής οικογένειας ήταν ο πατέρας, αλλά μετά το θάνατό του την οριζόντια αδελφική πολυπυρηνική οικογένεια διηύθυνε ο μεγάλος αδελφός. Τα δύο αυτά πρόσωπα έκαναν τον καταμερισμό των κτηνοτροφικών, γεωργικών και άλλων εργασιών στα μέλη της οικογένειας και είχαν την ευθύνη της επιχείρησης. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα (μητέρα, γιαγιά, πρώτη συννυφάδα) έκανε τον καταμερισμό εργασιών μέσα στο νοικοκυριό. Οι γυναίκες βοηθούσαν και στα ζώα και στα κτήματα αλλά δεν έπρεπε να «κάνουν αλέτρι». Έσκαβαν μόνο με την τσάπα. Οι Αρβανίτες προτιμούσαν τα αγόρια, όπως λένε, «για να φυλάνε τα ζώα με τους γκράδες». Ο παντρεμένες γυναίκες και σε αυτά τα χωριά ήταν γνωστές με τα ανδρωνυμικά τους, π.χ. Μήτσαινα, Μητσέλιε.
Τα τελευταία χρόνια η πολυπυρηνική οικογένεια μπορούσε να διαιρεθεί και πριν από το θάνατο του πατέρα. Σε μια τέτοια περίπτωση οι γονείς κρατούσαν στο σπίτι έναν παντρεμένο γιο, συνήθως τον τελευταίο (αποσπόρι), για να τους γηροκομήσει (οικογένεια-κορμός). Στο γιο που έμενε μαζί τους άφηναν το σπίτι και το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας, που περιλάμβανε μερίδιο ανάλογο με εκείνο που έπαιρναν οι άλλοι αδελφοί επαυξημένο με αυτό που κρατούσαν οι γονείς για το γηροκόμι (πjες ε πλέικτετ).
5. Συγγένεια
Στους Αρβανίτες της Βοιωτίας συναντάμε ευρύτερες ομάδες συγγένειας. Πρόκειται για τα σόγια (σόjτε). Σχηματίζονται πάντα με αναφορά έναν πρόγονο πριν από τρεις ή τέσσερις γενεές, με αφετηρία το πιο ηλικιωμένο μέλος. Έχουν δηλαδή βάθος πέντε έως επτά, το πολύ, γενεές. Επίσης έχουν τη δυνατότητα να διακλαδώνονται με παρωνύμια ή βαφτιστικά ονόματα (τεμαχιακό σύστημα). Μάλιστα, χρησιμοποιείται σε συνδυασμό το πατρικό όνομα και το όνομα του παππού, π.χ. (Λου)καμήτσηδες, Κιτσομήτσηδες κ.λπ., ενώ και το συλλογικό όνομα του σογιού αναφέρεται συχνά στον πληθυντικό ή στο ουδέτερο, π.χ. οι Ζουρνήδες, το Ζουρνέικο.
Τα σόγια είναι διασκορπισμένα στο χωριό. Στα πιο ορεινά χωριά π.χ. Κυριάκι και Κούκουρα, διατηρήθηκαν μέχρι τελευταία κάποιοι πυρήνες σογιών σε μαχαλάδες (γειτονιές), κάτι το οποίο σημαίνει ότι ίσως παλαιότερα τα σόγια ήταν εγκαθιδρυμένα (localized) σε ορισμένες περιοχές των χωριών. Η οργάνωση αυτή των Αρβανιτών φαίνεται ότι έπαψε πολύ νωρίς στη Βοιωτία, όπως δείχνει η παροιμία από το Στεβενίκο (Αγία Τριάδα): «Πρώτα θα δεις τον γείτονα και μετά τον ήλιο». Σήμερα στην ίδια γειτονιά δεν κατοικούν συγγενείς πέρα από δεύτερα ξαδέλφια. Πάντως αναφέρεται ότι παλαιότερα τα σόγια είχαν μαζί τα μαντριά τους (κονάκια).
Τα σόγια των Αρβανιτών στη Βοιωτία είναι περισσότερο πατροπλευρικά και πατρογραμμικά στην ορεινή ζώνη και λιγότερο στην πεδινή. Για παράδειγμα, σε όλες τις ερωτήσεις του συγγραφέα του λήμματος αν στο σόι μπορούν να υπολογιστούν και τα παιδιά της αδελφής ή της κόρης τους, οι Αρβανίτες ήταν αρνητικοί. Υποστηρίζουν ότι το σόι είναι από τον πατέρα και πως οι γυναίκες φεύγουν και αλλάζουν επώνυμο. Δηλαδή τα παιδιά ανήκουν μόνο στο σόι του πατέρα τους. Δεν κρατούν και τα δύο σόγια. Δέχονται όμως ότι και το σόι της μητέρας παίζει κάποιο ρόλο.
Η πατρογραμμικότητα/πατροπλευρικότητα των σογιών φαίνεται και στο συμβολικό επίπεδο. Συνδέουν τα σόγια με το αίμα (γκjακ) και το σπόρο, το ανδρικό σπέρμα (φάρε). Λένε ότι «σόι, επώνυμο και αίμα είναι το ίδιο». Και υποστηρίζουν ότι το αίμα πηγαίνει, δηλ. μεταβιβάζεται, με το σπόρο. Διαπίστωση του συγγραφέα πάντως είναι ότι τα σόγια είναι κάπως περισσότερο αμφιπλευρικά στα πεδινά χωριά και περισσότερο πατρογραμμικά/πατροπλευρικά στα ορεινά.
Οι Αρβανίτες έχουν την άποψη ότι το σόι κρατά επτά γενεές ή επτά ζωνάρια (να στάτε μπρέζα). Για παράδειγμα, όταν θέλουν να διαπιστώσουν τι συγγένεια έχουν μεταξύ τους, ρωτάνε: «Σα μπρέζα γιαν;» (πόσα ζωνάρια είναι;). Θεωρούν ότι έχουν συγγένεια και με τα τρίτα ξαδέλφια και ότι «όσοι έχουν το ίδιο επώνυμο πονάνε ο ένας τον άλλο σαν να είναι αδέλφια». Υποστηρίζουν εξάλλου ότι και «τα δεύτερα είναι σαν τα πρώτα». Λένε: «Εφτά ζωνάρια κρατάνε τα ομοιώματα», δηλαδή τα χαρακτηριστικά.
Από άποψη αριθμού μελών τα μεγαλύτερα σόγια περιλαμβάνουν πάνω από εκατό μέλη, ενώ τα μικρότερα γύρω στα πενήντα. Υπήρχε και υπάρχει ιεραρχία ανάμεσα στα σόγια, όπως δείχνουν οι φράσεις «σοj μίρε» (καλό σόι), «σoj ι μαθ» (μεγάλο σόι) ή, μεταφορικά, «στεπί ε μίρε» (καλό σπίτι, καλή οικογένεια, τζάκι) ή «βάτρε ε μίρε» (καλό σόι). Το κακό σόι χαρακτηρίζεται με τις εκφράσεις «παλjό φάρε» (κακή φάρα) και μεταφορικά «ουλίκου με βες» (λύκος με αυτιά).
Εκτός από τα σόγια υπάρχουν και μεγαλύτερες ομάδες συγγένειας, οι φάρες (φάρετε), που αντιστοιχούν στα επώνυμα. Τον όρο φάρα χρησιμοποιούν περιορισμένα και παράλληλα με τον όρο ράτσα, ενώ και ο όρος σόι έχει συχνά την ίδια σημασία. Αυτό φαίνεται και από την αντίληψη ότι ο σπόρος (φάρε) και το αίμα (γκjακ) πηγαίνουν μαζί. Επειδή οι μεγαλύτερες αυτές ομάδες (φάρες, ράτσες) δεν έχουν εδώ πλούσια διακλάδωση και σχηματίζονται σε μικρότερο βαθμό με απόσχιση και μετονομασία, έχουν μόνο θεωρητική σημασία.
Στους Αρβανίτες της Βοιωτίας είναι σε χρήση και δύο άλλοι όροι: το «γκιρί» (συγγενείς) και το «τάνετε» (οι δικοί). Το γκιρί δηλώνει τους αμφιπλευρικούς συγγενείς αλλά αρχικά περιοριζόταν μόνο στους μητροπλευρικούς. Γκιρί (από το «γκίου») σημαίνει γυναικείο στήθος και κατ’ επέκταση συγγένεια από γάλα ή από γυναίκες. Ο όρος υποδηλώνει κάποιο υπόλειμμα μητρογραμμικής καταγωγής (residual matriliny). Πάντως το γκιρί δεν το χρησιμοποιούν στην ίδια έκταση σε όλα τα αρβανιτοχώρια.
6. Γάμος και γαμήλια στρατηγική
Στα αρβανιτοχώρια κατά κανόνα επικρατεί τοπική ενδογαμία, μεγαλύτερη στα ορεινά μέρη και λιγότερο αυστηρή στα πεδινά. Στα ορεινά χωριά η ενδογαμία κυμαίνεται από 80 έως 95%. Οι κάτοικοι σχολιάζοντας αυτή την πρακτική δηλώνουν ότι οι «πρώτοι» (οι καλοί) παντρεύονται μέσα στο χωριό. Οι «δεύτεροι» δε βρίσκουν γυναίκα από το χωριό και παντρεύονται έξω. Λένε τη γνωστή παροιμία: «Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είν’ και μπαλωμένο» (κεπούτσ να βεντι λjε τε γιε τε δε αρνουάρι) ή «πέρα από το ποτάμι να μην περάσει ούτε πέτρα του χωριού» (τέντρε λjούμι μος τίχενι εδέ γκουρ να τε κατούντιτ).
Η αυστηρή τοπική ενδογαμία έχει τις συνέπειές της. Θεωρητικά και σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, ο γάμος απαγορεύεται μέσα στο σόι μέχρι τα τρίτα ξαδέλφια και από τις δύο πλευρές. Λένε: «Μέχρι τρίτα δεν παίρνονται, στα τρίτα ξέβγαιναν από το σόι». Ακόμα υποστηρίζουν, συνδέοντας τη συγγένεια με το αίμα, ότι «βγαίνουν από το αίμα, τη συγγένεια, στα τρίτα» (κάνε ντάλι να γκjάκου). Στην πράξη όμως οι γάμοι γίνονταν σε κοντινούς βαθμούς (τρίτα και δεύτερα ξαδέλφια), άσχετα από συγγενική πλευρά. Για παράδειγμα, η άποψη των κατοίκων γι’ αυτούς τους γάμους είναι ότι θεωρούνται προτιμότεροι από τους γάμους έξω από το χωριό.
Και εδώ, όπως και στην υπόλοιπη αγροτική Ελλάδα, δε θεωρούνται ευοίωνοι οι γάμοι με ανταλλαγές νυφάδων. Οι νύφες πρέπει να ακολουθούν πάντα την ίδια κατεύθυνση. Ένα σόι δηλαδή πρέπει να παίρνει νύφες από ένα άλλο, αλλά όχι και να του δίνει (επιστρέφει). Αυτό δείχνει και την πατροπλευρικότητα των σογιών. Ως προς την αγχιστεία παρατηρούμε διασπορά της αλλά ταυτόχρονα και προσπάθεια διατήρησής της. Παντρεύονται δηλαδή συγγενείς και από τις δύο πλευρές σε κοντινούς βαθμούς μέσα στο συγγένειο ή το σόι όπου έχουν ήδη κάνει προηγούμενους γάμους. Είναι το γνωστό bouclage των Γάλλων εθνολόγων.
Οι γαμήλιες παροχές συνίστανται κυρίως στην προίκα (πρικ) και στα προικιά/ρουχισμό (άρμετ, λίνjατ) της νύφης. H προίκα ήταν κυρίως χρήματα, κτήματα και σπανιότερα οικόπεδο ή σπίτι. Τελευταία έδιναν και διαμερίσματα στις πόλεις. Υπήρχαν όμως και γαμήλιες παροχές από την πλευρά του γαμπρού προς τη νύφη και τους γονείς της. Σημαντικότερη ήταν η προγαμιαία δωρεά, στα αρβανίτικα «ργκέρντετε», «γκενταρί», η οποία συνίστατο κυρίως σε κοσμήματα, φλουριά, γιορντάνια, αλυσίδες, στολίδια μαλλιών (θέκτε), αλλά και στη σεγκούνα και την μπόλια (κεφαλόδεσμος) κ.λπ., σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νύφης.
Μια άλλη προσφορά του γαμπρού ήταν ένα είδος «εξαγοράς» της νύφης της μορφής που ο συγγραφέας έχει ονομάσει «πορταρίκια». Δηλαδή όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη οι συγγενείς του γαμπρού, οι οικείοι της νύφης έκλειναν την πόρτα και δεν άνοιγαν, αν δεν τους έδιναν ένα συμβολικό ποσό. Κατόπιν έπαιρναν τη νύφη.
7. Νοοτροπία και ιδεολογία των Αρβανιτών της Βοιωτίας
Η ταυτότητα των Αρβανιτών είναι ισχυρή ακόμα και σήμερα στα ορεινά χωριά αλλά και στα πεδινά, έστω κι αν οι Αρβανίτες αυτοί δεν έχουν πλέον καλή ή ικανοποιητική γνώση της αρβανίτικης γλώσσας. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας με αυτή την ομάδα (π.χ. πεδινή Αττική, Κερατέα, Καλύβια, Σπάτα).
Επίσης σε επίπεδο συμπεριφορών οι Αρβανίτες ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους κατοίκους της Βοιωτίας. Και αν δεν μπορούμε να μιλάμε για στερεότυπα, αξίζει τον κόπο να παρουσιάσουμε πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι τους εαυτούς τους σε μια ανθρωπολογική emic προσέγγιση (αυτοαναφορά).
Συσχετίζοντας πάντα την εθνοτική ομάδα τους με τους αρχαίους Δωριείς, στο βαθμό που έχουν επηρεαστεί από τα δημοσιεύματα του Μπίρη, αναφέρουν ως χαρακτηριστικά της ομάδας τους: τη σκληρότητα, τον αγέλαστο χαρακτήρα (δωρικό ύφος), τον πατριωτισμό, τη συντηρητική ψυχοσύνθεση (πίστη στα πατροπαράδοτα), ότι είναι μισόξενοι, το σεβασμό προς τους γέροντες, τη λιτότητα κ.λπ. Από άποψη ιδιαίτερων συμπεριφορών: την μπέσα (λόγος), την εκδίκηση του αίματος, την πίστη στη βλαμιά (αδελφοποιία), τη ζωοκλοπή και τις απαγωγές γυναικών. Μάλιστα, στα χωριά του Ελικώνα αναφέρεται ότι οι κοπέλες δεν ήθελαν να παντρευτούν νέους που δεν είχαν κάνει πολλές κλεψιές. Επίσης τονίζεται ο δεισιδαίμων σε υπερβολικό βαθμό χαρακτήρας τους.