1. Εισαγωγή
Η μελέτη της αρχαίας ελληνικής και εβραϊκής γραμματείας αναδεικνύει πλείστες φιλολογικές πηγές που σκιαγραφούν ή έστω υπονοούν την πολιτισμική διάδραση Εβραίων και Ελλήνων, πολύ πριν από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά κυρίως έπειτα από αυτές. Η πρώτη καταγεγραμμένη συνάντηση Έλληνα και Ιουδαίου τοποθετείται τον 4ο αι. π.Χ., έτσι όπως μας παραδίδεται στο απόσπασμα του Ιωσήπου, που αναφέρεται στη συνάντηση του Αριστοτέλη με έναν Ιουδαίο από την περιοχή της Συροπαλαιστίνης στη Μικρά Ασία. Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου άνοιξε νέο κεφάλαιο στην ιστορία της εβραϊκής Διασποράς. Η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων και η ίδρυση νέων πόλεων, όπως η Αλεξάνδρεια (321 π.Χ.) και η Αντιόχεια (301 π.Χ.), προσέλκυσε μεγάλο αριθμό Ιουδαίων, οι οποίοι, όπως και άλλοι εμπορικοί λαοί, οργάνωσαν τους πρώτους πυρήνες των κοινοτήτων τους στα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Στην Ελλάδα η εβραϊκή παρουσία μαρτυρείται μόλις στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., όπως δεικνύει η επιγραφή του Μόσχου του Ιουδαίου από το Αμφιάρειο του Ωρωπού. Πρόκειται για την πρώτη και μοναδική επιγραφή που αναφέρεται στην απελευθέρωση ενός Ιουδαίου δούλου πολύ πριν από τους πολέμους του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς.
2. Η εβραϊκή παρουσία στη Βοιωτία
2.1. Αρχαιότητα
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την εβραϊκή παρουσία στη Βοιωτία κατά την Eλληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή είναι λιγοστές και αρκετά ασαφείς. Η Θήβα άλλωστε, σύμφωνα και με το γεωγράφο Στράβωνα, δεν ήταν παρά μια μικρή κώμη, γεγονός που ίσως δικαιολογεί την απουσία πρότερης εβραϊκής εγκατάστασης στην περιοχή. Την πρώτη γραπτή αναφορά σχετικά με την εγκατάσταση Εβραίων στη Βοιωτία τη βρίσκουμε στο απόσπασμα από το έργο του Φίλωνος Πρεσβείαν προς Γάιον (281-282), όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «[...] καὶ εἰς Εὐρώπην, Θετταλίαν, Βοιωτίαν, Μακεδονίαν, Αἰτωλίαν, τὴν Ἀττικήν, Ἄργος, Κόρινθον, τὰ πλεῖστα καὶ ἄριστα Πελοποννήσου. καὶ οὐ μόνον αἱ ἤπειροι μεσταὶ τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀποικιῶν εἰσιν, ἀλλὰ καὶ νήσων αἱ δοκιμώταται, Εὔβοια, Κύπρος, Κρήτη [...]», χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει επακριβώς τις πόλεις ή την πόλη εγκατάστασής τους. Αλλά και ως προς τα επιγραφικά τεκμήρια οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Συγκεκριμένα, η εβραϊκή παρουσία τεκμηριώνεται επιγραφικά μόλις στο 2ο-3ο αιώνα, όπως δεικνύει η επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη των Πλαταιών στα 1898/1899, εντοιχισμένη στα σκαλοπάτια της εισόδου, που οδηγούσε στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Βασιλείου. Οι αιώνες που ακολουθούν χαρακτηρίζονται σκοτεινοί, κυρίως λόγω της απουσίας των γραπτών πηγών σχετικά με την εγκατάσταση των Εβραίων στην ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας. Οι επιδρομές των Ερούλων και των Γότθων (3ος-4ος αιώνας) και η συνεπαγόμενη οικονομική και κοινωνική παρακμή των βοιωτικών πόλεων ίσως να ήταν και ο βασικός λόγος για το φαινόμενο αυτό.
2.2. Βυζαντινή περίοδος
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η Θήβα γνώρισε μεγάλη ακμή, ενώ από τον 9ο αιώνα ορίστηκε πρωτεύουσα του θέματος της Ελλάδας, έδρα του στρατηγού του θέματος, έδρα αρχιεπισκόπου και πρωτοσπαθάριου. Η ευημερία της πόλης σχετίζεται ασφαλώς με την καλλιέργεια του μεταξιού, η οποία εισήχθη στη Θήβα από την Κωνσταντινούπολη τον 9ο και 10ο αιώνα. Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής και εμπορίας μεταξιού, με την εβραϊκή κοινότητα της πόλης να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγική και μεταπρατική διαδικασία. Οι Εβραίοι, άλλωστε, ειδικεύονταν στο καθάρισμα του ακατέργαστου μεταξιού και στη βαφή του με πορφύρα από την ονομαστή συντεχνία τους, των «κογχυλευτών». Σύμφωνα με τον Α. Sharf, η απαρχή της βυζαντινής εβραϊκής κοινότητας πρέπει να τοποθετηθεί στον 11ο αιώνα.
Σε κάθε περίπτωση η γνώση μας για την ιστορία των εβραϊκών κοινοτήτων της Βοιωτίας πριν από το 12ο αιώνα είναι περιορισμένη, ελλείψει γραπτών πηγών και επιγραφικών τεκμηρίων. Πρώτη φορά γίνεται άμεση αναφορά στους Εβραίους της Θήβας σε μια δυτική σταυροφορική πηγή του 13ου αιώνα, τα Annales Cavenses. Ιστορώντας την καταστροφική επιδρομή των Νορμανδών (1147) επί Ρογήρου Β΄, βασιλιά της Κάτω Ιταλίας, αναφέρεται ότι ο στόλος του Ρογήρου μεταξύ άλλων περιοχών κυρίευσε τη Θήβα, τη λεηλάτησε και αιχμαλώτισε τους κατοίκους της, ανάμεσά τους και τους Ιουδαίους. Τους αιχμαλώτους τούς μετέφεραν στο βασίλειό τους, στο Παλέρμο, πιθανότατα με στόχο να ενδυναμώσουν την τοπική παραγωγή μεταξιού.
Μια άλλη πολύ σημαντική πηγή για την εβραϊκή παρουσία στη Θήβα στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού αποτελεί η μαρτυρία του ραβίνου Βενιαμίν από την Τουδέλη της Ισπανίας, ο οποίος επισκέφτηκε ανάμεσα σε άλλες πόλεις με έντονη την εβραϊκή παρουσία και εκείνη των Θηβών. Πληροφορούμαστε, λοιπόν, ότι: «Από εκεί [Κόρινθο] είναι ταξίδι δύο ημερών για τη μεγάλη πόλη των Θηβών, όπου ζουν 2.000 Ιουδαίοι. Αυτοί είναι οι πιο επιδέξιοι τεχνίτες στο μετάξι και στην πορφύρα σε όλη την Ελλάδα. Έχουν λογίους που γνωρίζουν καλά τη Μισνά και το Ταλμούδ, όπως επίσης και άλλους εξέχοντες άνδρες με πρώτους ανάμεσά τους τον αρχιραβίνο Κούτι και τον αδελφό του Μωυσή, καθώς και τους ραβίνους Χίγια, Ηλία Τιρουζότ και Γιοκτάν. Και όμοιοί τους δεν υπάρχουν σε όλο τον ελληνικό χώρο, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη». Από το παραπάνω απόσπασμα του οδοιπορικού του Βενιαμίν εκ Τουδέλης εξάγονται δύο πολύ σημαντικά συμπεράσματα για τους Εβραίους της Θήβας. Πρώτη φορά δίνονται στοιχεία για τον πληθυσμό της κοινότητας, ο οποίος ανέρχεται στους 2.000 Εβραίους, αριθμός που φαίνεται να μην αμφισβητείται από τους ιστορικούς, ενώ παράλληλα δίνονται πολύτιμες πληροφορίες για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική θέση τους. Φαίνεται, λοιπόν, πως απασχολούνταν αποκλειστικά στην παραγωγή ενδυμάτων από μετάξι και πορφύρα και ήταν οργανωμένοι θρησκευτικά και κοινοτικά, ενώ η πνευματική και πολιτιστική καλλιέργειά τους είχε φτάσει σε υψηλό σημείο, όπως υποδηλώνει η παρουσία μελετητών της Μισνά και του Ταλμούδ. Ένας τέτοιος λόγιος και σοφός υπήρξε και ο ραβίνος Αβραάμ Ζούτρα ο Θηβαίος, ο οποίος, σύμφωνα με τις χειρόγραφες responsa του Ισαΐα ντα [sic] Τράνι (13ος αιώνας), δραστηριοποιούνταν στην πόλη των Θηβών ως σχολιαστής της ραβινικής γραμματείας (Sifra) στα 1150-1200.
2.3. Φραγκοκρατία
Όταν στα 1218 περίπου ο ποιητής Judah al Harizi επισκέφθηκε την πόλη των Θηβών, εντυπωσιάστηκε από τα υψηλής αισθητικά ποιότητας ποιήματα του Μίκαελ μπεν Καλέμπ, ο οποίος είχε λάβει επιμελημένη μόρφωση στην Ισπανία. Μαζί με μια ανώνυμη επιστολή της εβραϊκής κοινότητας της Χαλκίδας (1300), όπου γίνεται μνεία για κάποιο Θηβαίο Εβραίο ονόματι Σαμπετάι Τομπ Γκαλιμίντι που βρήκε καταφύγιο στη Χαλκίδα λόγω χρεών, είναι οι μοναδικές πηγές μας για την εβραϊκή παρουσία στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1204-1460).
Ακόμα και το διάστημα που η Θήβα, μετά τη μάχη του Αλμυρού (1311), γίνεται πρωτεύουσα του κρατιδίου της Εταιρείας των Καταλανών, οι πληροφορίες μας για την εγκατάσταση Εβραίων στην περιοχή περιορίζονται σε ελάχιστα μόνο επιγραφικά τεκμήρια. Πρόκειται για δύο αποσπασματικές επιτύμβιες στήλες που χρονολογούνται στα 1330 και 1337/1338, αντίστοιχα. Ωστόσο, από ένα χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη Bodleian της Οξφόρδης πληροφορούμαστε την ύπαρξη ενός σημαντικού αντιγραφέα χειρογράφων, του Σεμάρια αλ Ικρίτι (από την Κρήτη) στα 1367, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στη Θήβα, γεγονός που σε κάθε περίπτωση υποδηλώνει ότι έστω και δειλά η πνευματική δημιουργία και ανάπτυξη της εβραϊκής κοινότητας των Θηβών παρέμεινε ζωντανή.
2.4. Οθωμανική περίοδος
Στα 1435 οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν τη Θήβα. Στα χρόνια που ακολουθούν η παραγωγή και εμπορία του μεταξιού μειώνεται αισθητά. Πολύτιμες πληροφορίες για την εβραϊκή παρουσία στη Βοιωτία κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντλούμε κυρίως από δύο πηγές: από τη ραβινική αλληλογραφία –responsa– και από τα κείμενα των ξένων περιηγητών. Ο μικρός, αλλά σημαντικός αριθμός των responsa που μας έχουν παραδοθεί αποκαλύπτει ότι η εβραϊκή κοινότητα των Θηβών παρέμεινε δραστήρια μέχρι και το 17ο αιώνα. Παράλληλα, οι πηγές αυτές παρέχουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία τόσο για την κοινοτική όσο και για τη θρησκευτική οργάνωση της κοινότητας. Τέλος, εξίσου σημαντικές είναι οι αναφορές σε ονόματα Θηβαίων Εβραίων, εμπλουτίζοντας τη γνώση μας πάνω στην ονοματολογία των Εβραίων της πόλης, τις σχέσεις τους με άλλες κοινότητες, όπως αυτές της Χαλκίδας και της Ναυπάκτου, ενώ πρώτη φορά σε μία από τις responsa γίνεται αναφορά στην εβραϊκή κοινότητα της Λιβαδειάς. Σύμφωνα με τον M. Epstein, η πληθυσμιακή άνοδος των Εβραίων της Βοιωτίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα πρέπει να αποδοθεί στην πολιτική και οικονομική σταθερότητα των ετών αυτών, που βοήθησαν στην αποκατάσταση των κοινωνικών δομών της εβραϊκής κοινότητας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα περιηγητικά κείμενα. Στα 1654 ο Γάλλος περιηγητής Sieur Du Loir γράφει για την επίσκεψή του στη Θήβα, όπου εντυπωσιασμένος αναφέρεται στην ομορφιά των Εβραίων γυναικών της πόλης, τις οποίες και περιγράφει ως τις πιο όμορφες του κόσμου. Την ίδια εποχή ο Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέπτεται την Θήβα (Istife) και αναφέρει ότι βρήκε στην πόλη έξι μαχαλάδες των μουσουλμάνων, δεκαεπτά των Ρωμιών (ορθόδοξων χριστιανών) και έναν εβραϊκό (τσιφούτικο). Ο Γάλλος AndréGuillet στα 1680 επισκέπτεται την Αθήνα και τη Θήβα, επιβεβαιώνοντας την παρουσία Εβραίων στην πόλη των Θηβών. Στα 1745 ο Richard Pococke αναφέρει ότι στην πόλη της Λιβαδειάς κατοικούν 50 οικογένειες Εβραίων, ενώ στη Θήβα περί τις 70. Παρ’ όλ’ αυτά, η ασταθής πολιτική κατάσταση κυρίως στο β΄ μισό του 18ου αιώνα είχε αποτέλεσμα τη σιωπή έκτοτε των πηγών, εβραϊκών και μη, σχετικά με την παρουσία Εβραίων στη Βοιωτία μέχρι και τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.
2.5. Νεότερα χρόνια
Mετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τον Ενετό Φραντσέσκο Μοροζίνι (1685-1687) οι Εβραίοι που ζούσαν στο Ναύπλιο, την Πάτρα και το Μυστρά εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στη Θήβα. Σύμφωνα με το M. Schwab, η εβραϊκή συνοικία της Θήβας πρέπει να αναζητηθεί στο υψηλότερο σημείο της Καδμείας στο νότιο τμήμα της πόλης, κοντά στη σημερινή Μητρόπολη. Οι Εβραίοι της Θήβας διατηρούσαν και εβραϊκό νεκροταφείο, γνωστό ως Εβραιομνήματα, σε μικρό λόφο στα δυτικά της πόλης. Κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1821-1828, οι Εβραίοι της Θήβας υπέστησαν, όπως και οι συμπολίτες τους, τις συνέπειες των συγκρούσεων. Μετά την απελευθέρωση οι περιουσίες τους είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ η συνοικία τους στην οδό Πινδάρου είχε σχεδόν ερειπωθεί.
Σύμφωνα με το Θηβαίο ιστορικό Γεώργιο Τσεβά, οικονομικοί λόγοι και κυρίως ανταγωνισμοί οδήγησαν στη διάλυση της εβραϊκής κοινότητας των Θηβών. Ο μεγάλος αριθμός Εβραίων εμπόρων στην πόλη οδήγησε τη δημογεροντία να ορίσει το Σάββατο ημέρα της εβδομαδιαίας εμπορικής πανήγυρης, γεγονός που επέφερε καίριο πλήγμα στην κοινότητα της πόλης, καθώς κατά την ιερή ημέρα των Εβραίων (το Σάββατο) απαγορεύεται κάθε είδους εργασία. Επομένως, μετά την απόφαση της δημογεροντίας η άσκηση των κυριότερων εμπορικών συναλλαγών διενεργείτο μόνο το Σάββατο, φέρνοντας ως εκ τούτου σταδιακά σε δεινή οικονομική θέση τους Εβραίους της πόλης, οι οποίοι σιγά σιγά απομονώθηκαν εμπορικά. Οι νέες αυτές οικονομικές συνθήκες δυσκόλευαν την επιβίωσή τους και αποτέλεσαν τη βασική αιτία ώστε στα 1833 οι Εβραίοι της Θήβας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν διά παντός στη Χαλκίδα, σηματοδοτώντας ουσιαστικά το τέλος της εβραϊκής παρουσίας στη Βοιωτία.