Ληστεία στη Βοιωτία κατά το 19ο αιώνα

1. Η δημόσια ασφάλεια μετά τη δεκαετία 1830

Η εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους και η υιοθέτηση συγκεντρωτικά οργανωμένων θεσμών «δυτικού» τύπου, προκάλεσαν πολλές και βαθιές αλλαγές στις περιοχές που εντάχθηκαν στην επικράτειά του. Οι εξελίξεις αυτές σήμαιναν, εκτός των άλλων, τη δημιουργία ενός σύγχρονου νομικού πλαισίου που όριζε με κανονιστικό τρόπο τη διάκριση νομιμότητας και παρανομίας. Σήμαιναν, επίσης, την επικράτηση μιας σύγχρονης αντίληψης για την οργάνωση του στρατού, αλλά και για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας, την αντιμετώπιση της ληστείας και την επιβολή της έννομης τάξης. Έτσι, στις ορεινές επαρχίες της Στερεάς Ελλάδας −που η ληστεία ήταν ενδημική και, προεπαναστατικά, η αντιμετώπισή της παραχωρούνταν από τις οθωμανικές αρχές στους αρματολούς− η δημόσια ασφάλεια ανατέθηκε στον τακτικό στρατό, καθώς και σε συγκεντρωτικά οργανωμένα και κεντρικά ελεγχόμενα σώματα, όπως η Οροφυλακή, η Εθνοφυλακή και η Χωροφυλακή.

Οι αλλαγές αυτές δεν περιόρισαν το φαινόμενο της ληστείας. H παρουσία ένοπλων ομάδων που λεηλατούσαν απομακρυσμένα συνήθως χωριά –σε περιόδους έξαρσης του φαινομένου ακόμα και πόλεις όπως η Θήβα και η Λιβαδειά− και διέπρατταν απαγωγές για την απόσπαση λύτρων, ήταν ένα από τα σοβαρά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα. Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία καταδίωξης των ληστών της Στερεάς Ελλάδας πραγματοποιήθηκε το 1834-1835, αλλά δεν απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα. Παρόμοιες επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, όμως αυτή η πρακτική αντιμετώπισης της ληστείας απέδιδε μόνο προσωρινά. Μετά την αποχώρηση των στρατιωτικών σωμάτων από μια περιοχή επανεμφανίζονταν και επαύξαναν οι ληστές, έως ότου μια νέα στρατιωτική επιχείρηση περιόριζε, για λίγο και πάλι, τη δράση τους.

2. Η ληστεία στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα.

Ως αίτια για την έξαρση του φαινομένου της ληστείας έχουν προταθεί κατά κύριο λόγο τα εξής:

1) Η διάλυση των στρατιωτικών σωμάτων της επαναστατικής περιόδου. Η συγκεντρωτική οργάνωση του τακτικού στρατού, οι κανόνες εκπαίδευσης (π.χ. στρατιωτική πειθαρχία), οι στρατιωτικοί κανονισμοί, οι βαθμοί, οι στολές (τα λεγόμενα «στενά») και ο οπλισμός (όπλα με ξιφολόγχη) δημιουργούσαν ένα πλαίσιο εντελώς διαφορετικό και σε μεγάλο βαθμό ασύμβατο με την εμπειρία των «παραδοσιακών» ενόπλων του κεντρικού ελλαδικού χώρου. Οι εξελίξεις αυτές απέκλειαν ένα πολύ μεγάλο μέρος των οπλαρχηγών και των στρατιωτών της επανάστασης, που ήταν φορείς της παράδοσης των κλεφτών και των αρματολών. Για τους πολλούς, που δεν εντάχθηκαν στα νέα στρατιωτικά σώματα και δεν διέθεταν άλλη δεξιότητα εκτός από το να είναι έμμισθοι πολεμιστές, το πρόβλημα της επιβίωσης ήταν επιτακτικό και οι επιλογές περιορισμένες. Μπορούσαν βέβαια να δοκιμάσουν να προσαρμοστούν σε μια ειρηνική αγροτοποιμενική ζωή. Αλλά οι πλέον πρόσφορες επιλογές ήταν ή να περάσουν τα σύνορα για να διεκδικήσουν από τις οθωμανικές αρχές τον διορισμό τους ως αρματολών, ή να παραμείνουν εντός των ελληνικών συνόρων και να γίνουν ληστές ή/και αντάρτες.

2) Η απαξίωση με την οποία οι ελληνικές αρχές αντιμετώπιζαν τους στρατιωτικούς της επανάστασης, όπως τουλάχιστον πίστευαν οι ίδιοι. Θεωρούσαν, δηλαδή, ιδίως κατά τη δεκαετία 1833-1843, ότι η ανταμοιβή (θέσεις, βαθμοί, απολαβές κ.ά.) δεν ήταν ανάλογη της προσφοράς τους στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Η γενικευμένη αίσθηση αδικίας ώθησε πολλούς να «πάρουν τα βουνά» και να οργανώσουν εξεγέρσεις, με στόχο να διεκδικήσουν τα «δίκαιά» τους. Για την αντιμετώπισή τους οι ελληνικές αρχές επιστράτευσαν άλλους οπλαρχηγούς της επαναστατικής περιόδου. Οι εξεγέρσεις των δεκαετιών 1830 και 1840 (π.χ. στη Στερεά Ελλάδα το 1836-1837 και το 1847-1848) και η καταστολή τους συνέβαλλαν στην αύξηση των ληστών. Αντάρτες και κυβερνητικοί ενέτασσαν ληστές στα σώματά τους με την προσδοκία της λαφυραγωγίας, της αμνήστευσης, της ένταξης στον στρατό. Αλλά μετά την καταστολή των εξεγέρσεων ήταν περισσότεροι όσοι γίνονταν ξανά (ή για πρώτη φορά) ληστές από όσους αμνηστεύονταν και εντάσσονταν στους στρατιωτικούς μηχανισμούς.

3) Τα σύνορα και η διαφορετική ποινική νομοθεσία Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το φαινόμενο της ληστείας ευνοήθηκε στην ανάπτυξή του από τους διαφορετικούς χειρισμούς με τους οποίους το ελληνικό και το οθωμανικό κράτος αντιμετώπιζαν τη ληστεία. Η ασυμφωνία αυτή και η αμοιβαία καχυποψία δεν επέτρεψαν, παρά μόνο περιστασιακά, τη συντονισμένη καταδίωξη των ληστρικών ομάδων με όρους διάρκειας. Έτσι, η συνοριακή γραμμή μεταβλήθηκε σε πλεονέκτημα για τους ληστές, που χρησιμοποιούσαν τη μια επικράτεια ως ορμητήριο επιδρομών στην άλλη ή ως ασφαλές καταφύγιο όταν βρίσκονταν σε καθεστώς καταδίωξης. Επίσης, η αλυτρωτική πολιτική του ελληνικού κράτους, η επιδίωξη να καταληφθούν στρατιωτικά οι γειτονικές επαρχίες της οθωμανικής πλευράς από ομάδες «εθελοντών» και ντόπιων οπλαρχηγών, έδινε στους ληστές την ευκαιρία να υπηρετήσουν τις εξεγέρσεις που οργάνωνε ανεπίσημα και συνωμοτικά το ελληνικό κράτος (π.χ. το 1854 και το 1878). Όπως συνέβη με τις στρατιωτικές ανταρσίες των δεκαετιών 1830 και 1840, έτσι και η καταστολή των αλυτρωτικών εξεγέρσεων επαύξανε τους ληστές.

4) Η πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στους περιοδικά μετακινούμενους κτηνοτρόφους. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλλαν οι περιορισμοί και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην ελληνική επικράτεια (π.χ. νόμοι για την υποχρεωτική εγκατάσταση, φορολογία κ.ά.) οι πολυπληθείς και προεπαναστατικά εύρωστες ημι-νομαδικές κτηνοτροφικές κοινότητες που διατηρούσαν μακραίωνες συμβιωτικές σχέσεις με τους παραδοσιακούς ενόπλους και τροφοδοτούσαν τις τάξεις των κλεφτών και των αρματολών της προεπαναστατικής περιόδου. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό των ληστών που κατάγονταν από οικογένειες κτηνοτρόφων ήταν συντριπτικά υψηλότερο σε σχέση με άλλες κοινωνικές κατηγορίες, όπως δείχνουν τα στοιχεία που διαθέτουμε από τις δίκες ληστών του 19ου αιώνα.

3. Η «κοινωνική ληστεία».

Τα παραπάνω μπορούν σε γενικές γραμμές να περιγράψουν τις εξελίξεις που ανατροφοδότησαν τη ληστεία κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι οι πρακτικές και οι δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται (από το κράτος) ως «ληστρικές» εγγράφονται σε ένα ευρύτερο φαινόμενο: στις διεργασίες και στους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας κατά τη μετάβασή της από ένα παραδοσιακό σε ένα σύγχρονο πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο. Η εφαρμογή ενός νέου νομικού και αστυνομικού πλαισίου, ξένου και εχθρικού προς τις ορεινές αγροτοποιμενικές κοινότητες, που κατέλυε τα τοπικά κέντρα εξουσίας (π.χ. κοινοτικό σύστημα, αρματολίκια) και ποινικοποιούσε τους παραδοσιακούς μηχανισμούς εξισορρόπησης και επίλυσης των τοπικών διαφορών (π.χ. βεντέτα) έφερε κοντά τις ορεινές κοινότητες με τους ληστές, που «μοιράζονται» τη δυστροπία προς τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του σύγχρονου κράτους.

Η φήμη που απέκτησαν ληστές, π.χ. όπως ο Νταβέλης, κυρίως στις ορεινές περιοχές, ο θαυμασμός (αλλά και ο φόβος) με τον οποίο τους αντιμετώπιζαν και τα δημοτικά τραγούδια που εξυμνούσαν τα κατορθώματα ή θρηνούσαν τον θάνατό τους, καθιστούν πολύ ισχυρή την υπόθεση ότι οι λήσταρχοι του 19ου αιώνα μπορούν να κατανοηθούν σε σχέση με παρόμοια φαινόμενα και πρακτικές, που θεματοποιήθηκαν με τον όρο «κοινωνική ληστεία» από τον βρετανό ιστορικό Eric Hobsbawm.

4. Η ληστεία στη Βοιωτία.

Ιδιαίτερα σημαντικό χρονολογικό ορόσημο για τη ληστεία στη μετεπαναστατική Βοιωτία αποτελεί το έτος 1870. Το επεισόδιο ή, αλλιώς, η σφαγή στο Δήλεσι (Ωρωπό), δηλαδή η απαγωγή ξένων περιηγητών, άγγλων και ιταλών, από ομάδα ληστών την άνοιξη του 1870, η καταδίωξή τους και τελικά η θανάτωση των ομήρων κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ήταν ένα γεγονός με μεγάλο αντίκτυπο και στο εσωτερικό της χώρας και στις διεθνείς τις σχέσεις. Προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή, τη δίκη και την καταδίκη του ελληνικού κράτους και οδήγησε σε μια πιο συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης της ληστείας.

Αναφέρθηκε ότι η πρώτη εμφάνιση μεγάλου αριθμού ληστών στην περιοχή εντοπίζεται κατά το 1834-1835, οπότε έγινε και η πρώτη προσπάθεια καταδίωξής τους. Οι εξεγέρσεις το 1836-1837 ανατροφοδότησαν τις ομάδες των ληστών στις απρόσιτες για τους πολλούς αλλά φιλόξενες για τους ενόπλους οροσειρές του Παρνασσού, του Ελικώνα, του Κιθαιρώνα, της Πάρνηθας και γενικά των ορεινών όγκων που βρίσκονται στη Βοιωτία ή γειτνιάζουν με τις επαρχίες της. Η επανάσταση του 1843 και η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του Ι. Κωλέττη (1844-1847) θεωρούνται εποχή ύφεσης για τη ληστεία. Νέα ώθηση έδωσαν οι εξεγέρσεις του 1847-1848, στις οποίες συμμετείχαν γνωστοί οπλαρχηγοί της ανατολικής Στερεάς, αλλά και ληστές, είτε με την πλευρά των ανταρτών είτε με την πλευρά εκείνων που τους καταδίωκαν. Το ίδιο συνέβη και μετά την καταστολή των αλυτρωτικών εξεγέρσεων το 1854. Ο λήσταρχος Νταβέλης, για παράδειγμα, φαίνεται ότι έλαβε μέρος στην εξέγερση της Θεσσαλίας και με την επιστροφή του στην ελληνική επικράτεια επιδόθηκε εκ νέου σε ληστείες. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι, ληστές και εθελοντές των εξεγέρσεων, εξέλιξη που δικαιολογεί την έξαρση των ληστειών μετά το 1854.
Ο Γεώργιος Ντρόλιας, ο Γιάννης Πάλλας, ο Μήτρος Φονιάς, ο Κακαράπης (Λουκάς Μπελούλιας), ο Βασίλης Καλαμπαλίκης, ο Ευαγγέλης Σπανός, ο Καραθανάσης (Αθανάσιος Χορταριάς), ο Νταβέλης (Χρήστος Νάτσος) είναι ορισμένα από τα ονόματα των ληστών εκείνης της ταραγμένης περιόδου που έδρασαν στη Βοιωτία και τις γειτονικές περιοχές. Μεταξύ άλλων περιστατικών είναι η λεηλασία και οι σφαγές στην πόλη της Λιβαδειάς και η αποτυχημένη επιχείρηση πολλών ληστών στη Θήβα, για να σκοτώσουν τον αξιωματικό που είχε αναλάβει την αντιμετώπισή τους. Μεταξύ των χωριών που δέχθηκαν επιθέσεις, λεηλατήθηκαν, κάηκαν και υφίσταντο φόνους και απαγωγές ομήρων ήταν ο Αγ. Γεώργιος (Πέτρας), το Μουρίκι, η Μονή Πελαγίας, η Βάλτα. Ήταν τόση η έξαρση του φαινομένου, ώστε το κράτος ανασυγκρότησε τους μηχανισμούς καταδίωξης των ληστών. Η Οροφυλακή καταργήθηκε και η ληστεία περιήλθε στην αρμοδιότητα της Χωροφυλακής. Στο πλαίσιο αυτό, το 1855 εγκαταστάθηκαν τμήματα 120-130 στρατιωτών στη Λιβαδειά και στη Θήβα (και στη γειτονική Παρνασσίδα). Μεταβατικά αποσπάσματα περιέτρεχαν τον ορεινό χώρο, ακολουθώντας τα ορεινά περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι ληστές, δηλαδή τις ίδιες διαδρομές που ακολουθούσαν άλλοτε οι κλέφτες και οι αρματολοί.. Ο Νταβέλης και οι περισσότεροι ληστές της περιόδου αυτής εξοντώθηκαν έως το τέλος της δεκαετίας του 1850.
Οι αντι-οθωνικές εξεγέρσεις και η έξωση του Όθωνα το 1862, η πολιτική αστάθεια έως το 1864 και η κρητική εξέγερση (1866-1869) πυροδότησαν και πάλι τη ληστεία. Για παράδειγμα, το 1869, ομάδα ενόπλων λήστευε για πολλές ώρες τους διερχόμενους στην οδο Αταλάντης-Λιβαδειάς. Περισσότεροι από 150 ταξιδιώτες ληστεύθηκαν στο περιστατικό αυτό. Το 1870 θύμα ληστών (Καμάρας, Παπουτσής, Φουσέκης κ.ά.) έγινε ο βουλευτής Λιβαδειάς Φίλων Φίλωνας: τον απήγαγαν και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων. Την ίδια χρονιά η απαγωγή των ξένων ταξιδιωτών από την ομάδα των αδελφών Αρβανιτάκη και του Σπανού, η σφαγή των ομήρων στο Δήλεσι και η διεθνής κατακραυγή κατά της Ελλάδας οδήγησαν σε σκληρά και αποφασιστικά μέτρα κατά της ληστείας. Το γεγονός αυτό και η μεταβολή των συνόρων το 1881 (προσάρτηση Θεσσαλίας) μετατόπισαν το πρόβλημα της ληστείας βορειότερα: στη νέα συνοριακή γραμμή μεταξύ της ελληνικής πλέον Θεσσαλίας και της οθωμανικής, ακόμη τότε, Μακεδονίας. Έκτοτε, η ληστεία στην ανατολική Στερεά περιορίστηκε σημαντικά, αν και δεν εξαλείφθηκε εντελώς. Μικρές ομάδες ληστών (π.χ. Κοντογιάννης, Καραθανάσης, Κωτσαδάμ κ.ά.) υπήρχαν στα βουνά της περιοχής έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.