Τσιγγάνοι στη Βοιωτία

1. Γενικά

«...φτερό την κάμαμε την ρίζα μας, και φύγαμε
μακριά, στα ολάνοιχτα, προς τους μεγάλους δρόμους».
Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου

Ανάμεσα στους θρύλους και τις πραγματικότητες οι Τσιγγάνοι έχουν ζήσει τα τελευταία 1.000 χρόνια στην Ευρώπη στο περιθώριο της κοινωνίας, στο περιθώριο των πόλεων, εδραιώνοντας τη θέση τους ή/και μετακινούμενοι άλλοτε λόγω εγγενών κοινωνικών ή οικονομικών συνθηκών, άλλοτε λόγω διωγμών. Στις αρχές της πρώτης χιλιετίας έφτασαν έως την Ελλάδα, η οποία λειτούργησε ως ενδιάμεσος σταθμός στο ταξίδι τους από την Ανατολή μέχρι την Ισπανία κι από εκεί στην Αμερική. Καθώς οι Τσιγγάνοι έχουν προφορικό πολιτισμό που δε διασώζει παρά μόνο ιστορίες και γεγονότα 2-3 γενιών, αποτέλεσαν αντικείμενο μελετών μη Τσιγγάνων ιστορικών, ερευνητών και χρονικογράφων, που μόνο αυτοί κατά καιρούς έχουν αφήσει μνείες. Με ευκολία αναπαράγουν σαν δική τους ιστορία αυτά που ακούν από τους μη Τσιγγάνους. «Ήρθαμε από την Αίγυπτο, γι’ αυτό μας λένε Γύφτους», ή «ήρθαμε από την Ινδία, γι’ αυτό είμαστε μελαχρινοί». Ακόμα και το όνομά τους τους το έδωσαν άνθρωποι που δεν ήταν Τσιγγάνοι. Το «Ρωμ» το άφησαν πίσω τους και το ξαναβρήκαν πρόσφατα από τους σύγχρονους τσιγγανολόγους. Χάραξαν διάφορες πορείες σε χώρες χωρίς να ξαναγυρίσουν πίσω· την ιστορία τους την ερευνούν οι γλωσσολόγοι, που ισχυρίζονται ότι έχουν ινδική καταγωγή, λόγω της συγγένειας της τσιγγάνικης γλώσσας με τη σανσκριτική. Ο προσδιορισμός της πορείας τους στηρίζεται στον κλάδο της γλωσσολογίας. Μετά την απομάκρυνσή τους από την Ινδία, πέρασαν στην Περσία και στη συνέχεια διχάστηκαν: Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος ήταν η μια πορεία που ακολούθησαν και η άλλη Αρμενία, Καύκασος, Ρουμανία, Σερβία, Ελλάδα. Στην Ελλάδα κατέληξαν Τσιγγάνοι, τους οποίους οι Έλληνες ονόμασαν «Ρουμανόβλαχους».

2. Η Βοιωτία στο διάβα των Τσιγγάνων

Η θέση της Βοιωτίας και, ειδικότερα, της Θήβας επί του οδικού άξονα Αθήνας – Θεσσαλονίκης και αργότερα επί της νέας εθνικής οδού, καθώς και οι τοπικές οικονομικές συνθήκες, συνέβαλαν στη διαχρονική συγκέντρωση Τσιγγάνων στην περιοχή, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως στην αγροτική οικονομία και την καλαθοπλεκτική, ασχολούνται με την τέχνη του χαλκού, την επιδιόρθωση διάφορων οικιακών αντικειμένων –καρέκλες, μαχαίρια κ.λπ.– και το εμπόριο.

Ζουν στο περιθώριο των πόλεων και των οικισμών, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα συμβίωσης με τις τοπικές κοινωνίες, ή/και μετακινούνται ανάλογα με τις εποχιακές εργασίες τους αλλά και λόγω διωγμών. Οι γάμοι εντός της φάρας και τα πανηγύρια, τα παζάρια και οι ζωοπανηγύρεις στους οικισμούς αποτελούσαν –και αποτελούν μέχρι σήμερα– την αιτία της εποχιακής συγκέντρωσής τους. Έμποροι διάφορων ειδών, αλλά και ζώων –ιδιαίτερα εκτροφείς και έμποροι αλόγων–, οργανοπαίκτες, τραγουδιστές, διασκεδαστές-αρκουδιάρηδες κ.ά. μαζί με τις συγγενείς τους οικογένειες περνούσαν 15-20 μέρες μέχρι να μετακινηθούν στο επόμενο πανηγύρι. Σε όλη την Ελλάδα τα πανηγύρια και οι ζωοπανηγύρεις αποτελούσαν βασικό ορόσημο και σηματοδοτούσαν τη ζωή τους, μαζί με τα αρραβωνιάσματα των παιδιών τους, τους γάμους τους και τα ατέλειωτα γλέντια τους, αλλά και τις διενέξεις τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η συμμετοχή τους στα πανηγύρια μειώνεται, καθώς, σύμφωνα με το ισχύον τότε νομικό καθεστώς, απαιτούνταν πλέον άδεια άσκησης επαγγέλματος, την οποία οι περισσότεροι Τσιγγάνοι αδυνατούσαν να εκδώσουν λόγω των σοβαρών αστικοδημοτικών τους προβλημάτων, και η όποια προσπάθεια παράνομης συμμετοχής συνεπαγόταν αστυνομικές διώξεις, δικαστικές περιπέτειες κ.λπ.

3. Το δυαδικό σύστημα της «εδραιοποίησης» και της μετακίνησης

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, έπειτα από πολλές διερευνητικές μετακινήσεις και εποχιακή διαμονή, εδραίωσαν την παρουσία τους στη Θήβα και τον Ορχομενό οι πρώτες οικογένειες, που προέρχονται από τη φάρα των Χαλκιδαίων χαλκωματάδων. Τα πρώτα αυθαίρετα σπίτια κατασκευάστηκαν από πρόχειρα υλικά, αποτελώντας τον πυρήνα γύρω από τον οποίο, σε κοντινή απόσταση και ανάλογα με τα οικόπεδα που διατέθηκαν, διέμειναν άλλες οικογένειες που δεν είχαν εκείνη την εποχή τη δυνατότητα κατασκευής σπιτιών, ενώ κοντά κατοικούσαν και κάποιες οικογένειες εποχιακά. Στον Ορχομενό δημιουργήθηκε μια μεγάλη γειτονιά, ενώ στη Θήβα η γειτονιά παρέμεινε συρρικνωμένη. Όμως, συνεχώς αυξανόταν ο αριθμός των οικογενειών που έμεναν σε τσαντίρια και παράγκες στο Πυρί, το Τάχι και στο Κοντίτο, στις τρεις εισόδους της πόλης, «καταπατώντας», όπως συνηθίζεται να λέγεται, διάφορα οικόπεδα, ενώ ταυτόχρονα οι εποχιακά διαμένοντες για τη συλλογή των αγροτικών προϊόντων ήταν πολλαπλάσιοι του αρχικού πληθυσμού. Τις επόμενες δεκαετίες οι Τσιγγάνοι διατηρούν ισχυρές σχέσεις με την τοπική αγροτική οικονομία. Στη Θήβα συλλέγουν πολλά αγροτικά προϊόντα (όλα όσα δε συλλέγονται μηχανοποιημένα), όπως πατάτες και κρεμμύδια, στο Νιοχώρι καρότα και στον Ορχομενό τη βιομηχανική τομάτα και τα απομεινάρια του μηχανοποιημένα συλλεχθέντος βαμβακιού. Στην Αλίαρτο δεν καταγράφονται τις πρόσφατες δεκαετίες «εδραιοποιημένοι» Τσιγγάνοι, αντίθετα όμως έχουν καταγραφεί πολλοί εποχιακοί κατά τη διάρκεια της συλλογής προϊόντων αντίστοιχων με τον Ορχομενό.

Η ύπαρξη δημόσιων ή δημοτικών αναξιοποίητων εκτάσεων στον Ορχομενό, την Αλίαρτο και το Νιοχώρι δεν προκάλεσε σημαντικές οξύνσεις και εκδιώξεις, ενώ στη Θήβα κατά τις πρόσφατες δεκαετίες έχει καταγραφεί μια ιστορία έντονων διώξεων των Τσιγγάνων. Η ιστορία αυτή στιγματίστηκε από πολλές αστυνομικές επεμβάσεις και εκδιώξεις, από παρεμβάσεις εισαγγελέων, μεταξύ των οποίων και αυτή που αφορούσε τη μετεγκατάστασή τους στη θέση «Νέα Σφαγεία», 3-4 χλμ. μακριά από την πόλη. Από μελέτη της συγγραφέως του παρόντος και με συμμετοχή των ίδιων των Τσιγγάνων του Πυριού επιλέχθηκε έκταση και χωροθετήθηκε χώρος διαμονής τους στη στροφή της Εθνικής οδού προς τη Λιβαδειά, δίπλα στις γραμμές του τρένου. Αν και ποτέ δεν κατασκευάστηκε το έργο της κοινωνικής κατοικίας, ο χώρος διαμορφώθηκε με κατάλληλη επίστρωση, με τοποθέτηση προκατασκευασμένων κελυφών, με παροχή ρεύματος και νερού. Πάντως, ο δήμος ανάγκασε τις φάρες να διαμένουν όλες μαζί, αν και μέχρι τότε ζούσαν σε διαφορετικές περιοχές ή τουλάχιστον σε απόσταση μεταξύ τους.

4. Η προσαρμογή στις αλλαγές – στρατηγική επιβίωσης

Όλες οι αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική δομή ενός κράτους επιδρούν και επηρεάζουν τη ζωή και την απασχόληση των Τσιγγάνων. Οι Χαλκιδαίοι χαλκωματάδες έμελλε να εγκαταλείψουν την τέχνη τους και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, μόλις η επεξεργασία του χαλκού πέρασε στη μαζική παραγωγή. Ριζική αλλαγή ωστόσο στη ζωή των Τσιγγάνων όλης της χώρας αποτέλεσε η αντικατάσταση του κάρου από τα μικρά φορτηγά αυτοκίνητα. Κατ’ αντιστοιχία η ομαδική μετακίνηση –το καραβάνι, που δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας έναντι των πολλών κινδύνων– αντικαταστάθηκε από την οικογενειακή ή/και ατομική μετακίνηση. Ο χρόνος της μετακίνησης ελαχιστοποιήθηκε. Η «εδραιοποίηση» συνοδεύεται από συχνές και ολιγόχρονες μετακινήσεις ανάλογα με τις εποχιακές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Έτσι οι Τσιγγάνοι κυκλοφορούν σε όλη τη χώρα και ζουν, όπως πάντα, δίπλα στις πόλεις, στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές – στο περιθώριο της κοινωνίας, στο περιθώριο της πόλης, είτε με μόνιμη έδρα είτε ως εποχιακοί, στο πλαίσιο του δυαδικού συστήματος της «εδραιοποίησης» και της μετακίνησής τους.

Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αθήνα έχει αγγίξει και τους Τσιγγάνους. Πολλές οικογένειες που ζούσαν στη Βοιωτία, όπως και στην ευρύτερη περιοχή των μεγάλων πόλεων –Αθήνα και Θεσσαλονίκη–, άρχισαν να μετακινούνται διερευνητικά προς αυτές και να επανέρχονται, στη συνέχεια, στους οικισμούς και τις πόλεις όπου ζούσαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να εδραιώνουν την παρουσία τους στις πιο υποβαθμισμένες περιαστικές περιοχές, δημιουργώντας απέραντες παραγκουπόλεις με τσαντίρια και παράγκες σε μεγάλες δημόσιες αναξιοποίητες εκτάσεις, όπως δίπλα στον ΟΔΥΣΥ στα Άνω Λιόσια, δίπλα σε ρέματα και ποταμούς στη Θεσσαλονίκη κ.α. Σταδιακά οι Τσιγγάνοι αγόρασαν μικρά οικόπεδα και έστησαν εκεί στην αρχή τις παράγκες τους, οι οποίες στη συνέχεια έγιναν κτιστές. Αργότερα, κάποιοι από αυτούς τις γκρέμισαν, για να κτίσουν νέα και μάλιστα πλούσια σπίτια.

Στη Βοιωτία ήρθαν νέες φάρες από άλλες επαρχίες, που κατά κανόνα είχαν συγγένεια με αυτές που έφυγαν για την Αθήνα και κατοίκησαν στους περιαστικούς δήμους της (Λιόσια, Μενίδι, Νέα Ζωή-Ασπρόπυργος). Αυτές ανέλαβαν τις θέσεις εργασίας και τα εδάφη των προηγούμενων. Κοντά τους επανήλθαν οι οικογένειες που ζούσαν προηγουμένως στην Αθήνα, ενώ αυτές που είχαν εδραιώσει την παρουσία τους στον Ορχομενό και κυρίως στη Θήβα μετακινούνταν προς την Αθήνα για να βλέπουν τους «δικούς» τους, να κάνουν αρραβωνιάσματα και γάμους και, στη συνέχεια, επέστρεφαν στον τόπο της διαμονής τους στη Βοιωτία.

Η ζωή συνεχίζεται και προσαρμόζεται σε κάθε νέα κατάσταση και στις νέες συνθήκες – βασικό σύμφυτο στοιχείο της στρατηγικής επιβίωσης της τσιγγάνικης κοινωνίας τόσα χρόνια πλάι στη μη τσιγγάνικη κοινωνία.