Βλάχικος γάμος

1. Εισαγωγικά

Η Θήβα κατέχει αδιαμφισβήτητα ξεχωριστή και ιδιαίτερα σημαντική θέση στον πανελλήνιο χάρτη των λαϊκών δρώμενων με το γνωστό σε όλους αποκριάτικο έθιμο του βλάχικου γάμου. Πρόκειται για ένα ανοιξιάτικο ευετηρικό, ευγονικό δρώμενο, το οποίο κορυφώνεται την Καθαρά Δευτέρα. Τελείται δηλ. στο μεταίχμιο, τη μεταβατική περίοδο, το πέρασμα από τη χειμερινή, χειμάζουσα περίοδο στην ανοιξιάτικη, την ανθοφορούσα και αναγεννησιακή.

2. Καταγωγή του εθίμου

Το έθιμο έχει όλα τα στοιχεία του γαμήλιου τελετουργικού, καθώς πρόκειται για έναν «ιερό» γάμο, και έχει έντονα συμβολικό και μαγικοθρησκευτικό χαρακτήρα που στοχεύει στη διασφάλιση της γονιμότητας και της ευκαρπίας της γης και των ανθρώπων. Η επιτυχής τέλεση ενός γάμου μεταξύ των ανθρώπων, στον οποίο συμμετείχαν εμφανώς μόνο άντρες σε όλους τους πρωταγωνιστικούς και δευτερεύοντες ρόλους (με τις γυναίκες να έχουν σιωπηρή, αλλά ουσιαστική συμβολή στην έκβαση του δρώμενου), λειτουργεί συμβολικά, ομοιοπαθητικά, προτρεπτικά για την αίσια έκβαση του επιδιωκόμενου στόχου, που δεν είναι άλλος από τη γονιμοποίηση και την καρποφορία της γης, και αποτρεπτικά για κάθε επιβουλή και κακό.

Ο αρχικός –αρχετυπικός, θα λέγαμε– πυρήνας του εθίμου εμπεριέχει την αγωνία για την αναγέννηση της φύσης και την εξασφάλιση της καλοχρονιάς, μεταφέροντας αρχέγονες δοξασίες ενός μυθολογικού παρελθόντος (Διόνυσος, Βάκχες) –καθώς η Θήβα θεωρείται μια από τις πατρίδες του Διονύσου–, όσο και νεωτερικές αφηγήσεις για την καταγωγή και λειτουργία του, αλλά και αγωνίες και αγώνες για μια «καλή χρονιά».

Το έθιμο, σύμφωνα με τους τελεστές αλλά και τους μελετητές του, αποτελεί μια σατυρική εκδοχή του γαμήλιου τελετουργικού και των κανόνων του γάμου, όπως αυτός τελούνταν από τους «Βλάχους» της Θήβας, είτε πρόκειται για την εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων του Ασπροποτάμου είτε για την ποιμενική ομάδα των Σαρακατσάνων, καθώς και οι δύο ομάδες εγκαταστάθηκαν σταδιακά στον αστικό χώρο της Θήβας από τα μέσα του 19ου αιώνα, σύμφωνα με προφορικές και ιστορικές μαρτυρίες.

Το τελετουργικό του βλάχικου γάμου στηρίζεται κυρίως στην αναβιωμένη εκδοχή του εθίμου κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950.

3. Περιγραφή του εθίμου

α. Το δρώμενο ξεκινά την Τσικνοπέμπτη με το πιάσιμο των προζυμιών. Οι Βλάχοι (με τον όρο αυτόν αναφέρονται όσοι συμμετέχουν στο έθιμο), φορώντας το φέσι και ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό, συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη, ανάβουν φωτιές, πίνουν και χορεύουν υπό τους ήχους της πίπιζας και του νταουλιού και, στη συνέχεια, διασκεδάζουν χορεύοντας σε κέντρα και ταβέρνες (παλιότερα στα σπίτια).

β. Η εβδομάδα που ακολουθεί μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, αν και φαινομενικά ήσυχη, χαρακτηρίζεται από έντονη, αλλά όχι έκδηλα αντιληπτή, κινητικότητα και αγωνία για τις προετοιμασίες της τέλεσης του εθίμου. Οι παρέες-ομάδες, οι οποίες αρχικά, μετά την αναβίωση του εθίμου, ήταν δύο και στη συνέχεια έφτασαν τις 6-8 (ίσως και 10), συνήθως σε ζυγό αριθμό, καθώς συντάσσονται ισοδύναμα στην πλευρά της νύφης και του γαμπρού, ανασυγκροτούνται κάτω από τις οδηγίες του «Καπετάνιου». Κάθε ομάδα αποτελείται από τον Καπετάνιο, τον Πανούση, που είναι ο βοηθός του, και τα παλικάρια, 20-30 άτομα ντυμένα με τις «βλάχικες» ενδυμασίες. Παλαιότερα στις ομάδες αντιπροσωπεύονταν και οι Λιάπηδες (Τουρκαλβανοί, κατά μια εκδοχή, που παρουσιάζονταν με τις λερές, μακριές φουστανέλες) και οι Μακεδόνες (με ιδιαίτερες ενδυμασίες και περικεφαλαίες). Με την παρουσία και την αντιπροσώπευση αυτών των διαφορετικών εθνοτικά και πολιτισμικά ομάδων δηλώνεται η σχέση με την ετερότητα (τον «άλλο») και η συγκρότηση της ταυτότητας, στοιχεία που εκφράζουν, το δίχως άλλο, την πολυπολιτισμικότητα του δρώμενου.

γ. Την Κυριακή της Τυρινής, νωρίς το απόγευμα, κάθε παρέα ξεκινά από το σπίτι του Καπετάνιου με τη συνοδεία της μουσικής ζυγιάς, για να συγκεντρώσει τα παλικάρια του περνώντας από κάθε σπίτι· εκεί τους υποδέχονται με μεζέδες, κρασί και χορό. Σμίγουν όλες οι παρέες στην κεντρική πλατεία, καθεμιά κάτω από το φλάμπουρό της, μέσα σε ένα ηχητικό και χορευτικό πανδαιμόνιο. Όλα όμως τελούνται, ή πρέπει να τελούνται, κάτω από τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας, καθώς στο όλο παραστατικό των ομάδων διακρίνεται ο στρατιωτικός-πολεμικός χαρακτήρας του, που μας παραπέμπει στο τελετουργικό του γάμου.

δ. Η Καθαρά Δευτέρα είναι η κατεξοχήν μέρα τέλεσης του γάμου. Ξεκινά πολύ πρωί, με το σκάρο, το άναμμα των φωτιών και το ψήσιμο της προπύρας, πάντα με τη συνοδεία μουσικής και χορού. Στο τέλος του πρωινού οι παρέες –χωριστά της νύφης και του γαμπρού, καθεμιά συνταγμένη κάτω από το φλάμπουρο και υπό τους συνεχείς, οξείς και εκκωφαντικούς ήχους της πίπιζας και του νταουλιού– ξεκινούν χοροπηδώντας, φωνάζοντας και κραδαίνοντας το ισχυρό τους σύμβολο, τις γκλίτσες, για τον τόπο συγκέντρωσης, όπου θα γίνουν τα προξενιά, το τάξιμο της προίκας και, τέλος, τ’ αρρεβωνιάσματα. Παλαιότερα συγκεντρώνονταν στην πηγή του Άρεως και, στη συνέχεια, στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας: όλοι τόποι με νερό, αγαθό ζωτικής σημασίας για την πόλη.

ε. Η πομπή, με ανάμεικτα παραδοσιακά αλλά και νεωτερικά στοιχεία και σύμβολα από το γαμήλιο τελετουργικό, διαγράφει στην ουσία μια κυκλική πορεία που συνδέει τόπους ζωτικής σημασίας για την κοινωνία και καταλήγει στην κεντρική πλατεία, από όπου είχε ξεκινήσει, για να ολοκληρωθεί με τους καλύτερους οιωνούς το μυστήριο.

στ. Προσκόμματα, όμως, και μάλιστα σοβαρά, εμποδίζουν την ομαλή έκβαση. Το ατίμασμα της νύφης σε μια αυστηρών αρχών ανδροπατρογραμμική κοινωνία οδηγεί στην εκ νέου διαπραγμάτευση των όρων προικοδότησης της νύφης και στην απαίτηση για πανωπροίκι. Στο τέλος όμως τίποτα δεν εμποδίζει την αίσια έκβαση του γεγονότος.

ζ. Και ενώ όλα βαίνουν καλώς και μέσα σε ένα γενικό κλίμα ευφορίας και χαράς για την καλοχρονιά και την ευφορία της γης… συμβαίνει το αναπάντεχο: ο γαμπρός (ή κάποιο από τα παλικάρια) πέφτει νεκρός! Ο θάνατος τούτη την ώρα σημαίνει καταστροφή! Το γεγονός του θανάτου αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και το θρήνο. Φροντίδα για το νεκρό παλικάρι, αναμμένα κεριά, μοιρολόγια και αλαλαγμοί, χτυπήματα στο πρόσωπο και στο στήθος, αργός και βαρύς κυκλικός χορός γύρω από το λείψανο (ο χορός του πεθαμένου)… αλλά και βωμολοχίες ικανές να επιφέρουν το αδύνατο. Την ανάσταση! Την ανάσταση μαζί για την προσδοκώμενη αναγέννηση της φύσης, την καρποφορία της γης, την εξασφάλιση για τη συνέχιση της ζωής, για να «μην πάει η χρονιά χαμένη», όπως λέει το σχετικό τραγούδι. Η συνέχεια είναι γλέντι και χορός μέχρι την επομένη το πρωί! Ο γάμος ολοκληρώνεται, παρά τα προσκόμματα και τις αναποδιές.

η. Το έθιμο του βλάχικου γάμου ολοκληρώνεται το Σάββατο των αγίων Θεοδώρων, σύμφωνα με το γαμήλιο τελετουργικό.

Αποκριάτικο δρώμενο του βλάχικου γάμου γίνεται την Κυριακή της Τυρινής με παρόμοιο τελετουργικό στα Βάγια Βοιωτίας. Το δρώμενο αυτό ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και έκτοτε (από το 1960 και μετά) πραγματοποιείται σχεδόν ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μια τελετουργική αναπαράσταση / επιτέλεση βλάχικου γάμου, ο οποίος παρά τις δυσκολίες και τα παζαρέματα, ολοκληρώνεται ανάμεσα στις δύο κτηνοτροφικές οικογένειες –του γερο-Δήμου και του γερο-Ζήση–, των οποίων τα κοπάδια ξεχειμάζουν στην περιοχή.