Κοίμηση της Θεοτόκου (Σκριπού) στον Ορχομενό

1. Τοποθεσία

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή της Παναγίας της Σκριπούς βρίσκεται στον Ορχομενό της Βοιωτίας, στην ομώνυμη συνοικία, απ’ όπου προέρχεται και η προσωνυμία με την οποία είναι περισσότερο γνωστό το μνημείο σήμερα. Αποτελεί τμήμα ενός εκτεταμένου αρχαιολογικού χώρου που μαρτυρεί με τον πιο εύγλωττο τρόπο το διαχρονικό παρελθόν της άλλοτε ακμάζουσας βοιωτικής πόλης, καθώς γειτνιάζει άμεσα με δύο άλλα σημαντικά μνημεία, τον επιβλητικό μηκυναϊκό θολωτό τάφο, που είναι γνωστός ως θησαυρός του Μινύα, και το αρχαίο θέατρο. Την ιστορική συνέχεια του χώρου φανερώνει η θεμελίωση του ναού σε κατάλοιπα παλαιοχριστιανικού κτίσματος, πιθανότατα βασιλικής, τμήμα του ψηφιδωτού δαπέδου του οποίου έχει αποκαλυφθεί σε ανασκαφική τομή που διενεργήθηκε πρόσφατα στο εσωτερικό της εκκλησίας. Η παλαιότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο ναός της Παναγίας έχει κτιστεί στη θέση του φημισμένου αρχαίου ιερού των Τριών Χαρίτων, δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα.

2. Οι επιγραφές του μνημείου

Το μνημείο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Βοιωτίας και ένα από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα κτίρια της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής γενικότερα, λόγω της μεγάλης αρχιτεκτονικής αλλά και ιστορικής του αξίας, όπως αυτή παραδίδεται μέσα από τέσσερις κτητορικές επιγραφές. Οι τρεις από αυτές είναι ανάγλυφες και είναι εντοιχισμένες σε εξέχοντα σημεία των εξωτερικών τοίχων του ανατολικού τμήματος του ναού. Μας πληροφορούν ότι ο ναός κτίστηκε το έτος 873/4 από τον βασιλικό πρωτοσπαθάριο και «ἐπί τῶν οἰκειακῶν» Λέοντα, ο οποίος, αν και δεν ταυτίζεται από άλλες πηγές, υπήρξε ανώτερος αξιωματούχος και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής της Κωνσταντινούπολης, ενώ διετέλεσε πιθανότατα στρατηγός του θέματος της Ελλάδας με έδρα τη Θήβα. Τους στενούς δεσμούς του κτήτορα με τη βασιλεύουσα μαρτυρεί επιπλέον η μνεία στις επιγραφές του αυτοκράτορα Βασίλειου Α΄ και των δύο του συμβασιλέων γιων του, Κωνσταντίνου και Λέοντα, και του οικουμενικού πατριάρχη Ιγνάτιου.

Η τέταρτη επιγραφή, εντοιχισμένη στον εξωτερικό Δ. τοίχο του νάρθηκα, διαφέρει από τις υπόλοιπες τρεις. Είναι εγχάρακτη και έχει τη μορφή έμμετρου επιγράμματος, γραμμένου σε δώδεκα τρίμετρους ιαμβικούς στίχους. Αναφέρεται με πανηγυρικό ύφος στη χορηγική δραστηριότητα του πρωτοσπαθάριου Λέοντα. Σε αντίθεση με τις άλλες τρεις επιγραφές, περιέχει ελάχιστα ορθογραφικά λάθη. Το λόγιο ύφος της αποκαλύπτει το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του κτήτορα. Η συχνή χρήση λέξεων εμπνευσμένων από την αρχαία γραμματεία (κυρίως τα ομηρικά έπη) υποδεικνύει γνώση και το θαυμασμό για το ένδοξο ηρωικό παρελθόν του Ορχομενού, που χαρακτηρίζεται μάλιστα στην επιγραφή ως «παλαίφατος». Στην ίδια επιγραφή αναφέρεται ότι ο Λέοντας κατείχε στην περιοχή καλλιεργήσιμες εκτάσεις και πιθανότατα κοπάδια ζώων, επιβεβαιώνοντας την οικονομική του ευμάρεια, πέρα από το ίδιο το ιδιαίτερα δαπανηρό κτίριο.

Από τις τέσσερις επιγραφές πληροφορούμαστε ότι η πρόθεση και το διακονικό του ναού ήταν διαμορφωμένα σε παρεκκλήσια, αφιερωμένα στους αποστόλους Παύλο και Πέτρο αντίστοιχα. Τη μαρτυρία των επιγραφών επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων η παρουσία σε καθένα από τα δύο παρεκκλήσια από μίας επιπλέον αγίας τράπεζας. Στις κτητορικές επιγραφές αναφέρεται επίσης ότι ο πρωτοσπαθάριος Λέοντας προέβη στην ανέγερση του κτίσματος κινούμενος από πόθο και μεγάλη πίστη προκειμένου να εξασφαλίσει τη λύτρωσή του και τη συγχώρεση των πολλών του αμαρτιών. Παράλληλα επιζητεί τη βοήθεια της Παναγίας, του Χριστού και των δύο κορυφαίων αποστόλων για τον ίδιο, τη σύζυγο και τα παιδιά του. Τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι η εκκλησία ιδρύθηκε με σκοπό να αποτελέσει ταφικό κτίσμα του ίδιου και της οικογένειάς του, κατά το πρότυπο των επιβλητικών ναών με ταφικό χαρακτήρα που κτίζονταν από τους ανώτερους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης.

3. Αρχιτεκτονική του μνημείου

Ο ναός της Παναγίας είναι ένα επιβλητικό οικοδόμημα εξωτερικών διαστάσεων 28,8 x 20,6 μ., χωρίς να συνυπολογίζονται οι κόγχες του βήματος και το πρόπυλο της δυτικής όψης. Ο κυρίως ναός χωρίζεται σε τρία καμαροσκέπαστα κλίτη μέσω δύο μακρών τοίχων με ιδιαίτερα μεγάλο πάχος. Στο κέντρο περίπου διακόπτονται από ένα επίμηκες εγκάρσιο, επίσης καμαροσκέπαστο κλίτος, που προεξέχει ελαφρά από τους εξωτερικούς τοίχους, ώστε στην κάτοψη της εκκλησίας να διαγράφεται το σχήμα του σταυρού.

Το ιερό βήμα προσκολλάται στον κυρίως ναό χωρίς να παρεμβάλλονται ενδιάμεσοι χώροι. Ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχεια προς τα ανατολικά των τριών κλιτών του κυρίως ναού, που διακόπτονται από το εγκάρσιο κλίτος. Το ιερό αποτελείται από τρεις επιμήκεις χώρους που απολήγουν σε χαμηλές ημικυκλικές κόγχες. Η μεσαία είναι πολύ μεγαλύτερη από τις δύο πλάγιες και έχει βαθμιδωτή στέγη, όπως συμβαίνει στους ναούς της πρώτης χιλιετηρίδας. Στο δυτικό τμήμα του μνημείου υπάρχει στενόμακρος νάρθηκας που καλύπτεται με εγκάρσια ημικυκλική καμάρα. Στο κέντρο του δυτικού τοίχου ανοίγεται η κύρια είσοδος του ναού που εξαίρεται με μνημειακό καμαροσκέπαστο πρόπυλο. Δύο ακόμη δευτερεύουσες τοξωτές θύρες, τοιχισμένες σήμερα, ανοίγονταν στους πλάγιους τοίχους του νάρθηκα. Στη θύρα της βόρειας πλευράς σώζονται in situ δύο ελεύθεροι μαρμάρινοι πρόβολοι που θα στήριζαν καμαρωτή στέγη κατά τα πρότυπα των μικρασιατικών πρόπυλων. Στη βόρεια κεραία του ναού υπάρχει μία ακόμη τοξωτή θύρα που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως δευτερεύουσα είσοδος.

Τα σχήμα του σταυρού διαγράφεται με σαφήνεια στην κάτοψη και στη στέγη του κτιρίου, καθώς το κεντρικό και το εγκάρσιο κλίτος βρίσκονται στο ίδιο ύψος και καλύπτονται με δικλινείς επικεραμωμένες στέγες. Στη διασταύρωση των κεραιών του σταυρού υψώνεται μεγάλος κυλινδρικός τρούλος από οπλισμένο σκυρόδεμα. Κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών του προηγούμενου αιώνα σε σχέδια και επίβλεψη του Ευ. Στίκα, αντικαθιστώντας παλαιότερο δεκαεξαγωνικό τρούλο, που είχε αντικαταστήσει τον αρχικό τρούλο πιθανότατα επί τουρκοκρατίας.

Τα δύο πλάγια κλίτη στεγάζονται πολύ χαμηλότερα με μονόρριχτες επικεραμωμένες στέγες: μοιάζουν έτσι με γωνιακά διαμερίσματα που πλαισιώνουν το κεντρικό σταυρικό πυρήνα της εκκλησίας. Η στέγη του νάρθηκα, επίσης μονόρριχτη κεραμοσκεπής, είναι αρκετά χαμηλότερη από εκείνη των κεραιών του σταυρού αλλά ψηλότερη από των πλαγίων κλιτών .Η μεγάλη υψομετρική διαφορά στη στέγαση δημιουργεί την αίσθηση κάποιας δυσαρμονίας στη διάρθρωση των όγκων. Γενικότερα το κτίριο έχει κάπως αρχαϊκό και συμπαγή χαρακτήρα, που επιτείνεται και από τα περιορισμένα φωτιστικά ανοίγματα –τα αρχικά παράθυρα που τοιχίστηκαν εν μέρει την περίοδο της τουρκοκρατίας, ήταν μεγαλύτερα, ωστόσο δεν μετρίαζαν τη βαρύτητα του κτιρίου.

3.1. Ερμηνεία του αρχιτεκτονικού τύπου

Ο αρχαϊκός χαρακτήρας του μνημείου σε συνδυασμό με την πρώιμη χρονολόγησή του έχει απασχολήσει από πολύ παλιά του ερευνητές. Διάφορες θεωρίες έχουν διατυπωθεί σχετικά με την προέλευση της αρχιτεκτονικής μορφής και τις επιρροές που οδήγησαν στη διαμόρφωσή της. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο ναός της Παναγίας ανήκει στην κατηγορία των μεταβατικών ναών: ο όρος έχει επικρατήσει για μία από τις πιο πρώιμες παραλλαγές των τρουλαίων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της λεγόμενης ελλαδικής σχολής της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής, που γνωρίζουν μεγάλη διάδοση κυρίως κατά τη διάρκεια του 9ου και 10ου αιώνα. Στους μεταβατικούς ναούς δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως ο τύπος των τρουλαίων σταυροειδών εγγεγραμμένων, καθώς πρόκειται για κτίρια με βαρύ ύφος, όπου η εγκάρσια κεραία του σταυρού χωρίζεται από τα γωνιακά διαμερίσματα με ισχυρούς τοίχους που διακόπτονται από στενά και χαμηλά ανοίγματα. Τα γωνιακά διαμερίσματα δεν ενοποιούνται με το υπόλοιπο κτίριο και καλύπτονται με ξεχωριστές καμάρες, διαταγμένες κατά τον άξονα του κτιρίου. Αργότερα, με την πλήρη διαμόρφωση και επικράτηση του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, ο εσωτερικός χώρος των ναών ενοποιείται μέσω της αντικατάστασης των τοίχων από τέσσερις κομψούς μαρμάρινους κίονες ή μικρούς πεσσούς.

Οι μεταβατικοί ναοί προέκυψαν από το συνδυασμό δύο παλαιότερων αρχιτεκτονικών τύπων, των τρίκλιτων καμαροσκέπαστων βασιλικών και των ελεύθερων σταυρικών. Η Παναγία της Σκριπούς θεωρείται ένα από τα πλέον διδακτικά παραδείγματα για την προέλευση του τύπου. Η επιμήκης κάτοψη και οι ισχυροί εσωτερικοί τοίχοι δίνουν την εντύπωση τρίκλιτης βασιλικής. Η έντονη προβολή του σταυρού στη στέγαση παραπέμπει στον τύπο του ελευθέρου σταυρού. Σύμφωνα ωστόσο με μία διαφορετική άποψη, το αρχαϊκό ύφος του μνημείου δεν οφείλεται στο μεταβατικό χαρακτήρα της εποχής, αλλά στην αδυναμία του αρχιτέκτονα να εφαρμόσει τον ήδη προϋπάρχοντα αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου και στην απουσία κατάλληλης οικοδομικής τεχνολογίας την περίοδο εκείνη στον ελλαδικό χώρο. Η παραπάνω άποψη δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεδομένου ότι σταυροειδείς ναοί εμφανίζονται την ίδια περίοδο στην Κωνσταντινούπολη, με την οποία ο πρωτοσπαθάριος Λέοντας διατηρούσε στενούς δεσμούς.

3.2. Αρχιτεκτονικός διάκοσμος

Το βαρύ χαρακτήρα του ναού μετριάζει η διαμόρφωση των εξωτερικών του όψεων που χαρακτηρίζεται από κάποια επιμέλεια και διακοσμητική διάθεση. Η τοιχοποιία είναι ψευδοϊσόδομη, με μεγάλα αρχιτεκτονικά μέλη αποσπασμένα από αρχαία μνημεία του Ορχομενού και κυρίως από το παρακείμενο αρχαίο θέατρο. Συνδυάζονται με μικρούς αργούς λίθους και άφθονο ασβεστοκονίαμα ως συνδετική ύλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις και κυρίως σε εξέχοντα σημεία του μνημείου, π.χ. στο ανώτερο τμήμα του δυτικού τοίχου του νάρθηκα και στα μέτωπα των κεραιών του σταυρού, χρησιμοποιούνται μεγάλοι σπόνδυλοι αρχαίων κιόνων, προσδίδοντας πρωτότυπο αισθητικό αποτέλεσμα.

Πέντε ανάγλυφοι λίθινοι κοσμήτες, αποσπασματικά σωζόμενοι, διατρέχουν τους τοίχους τού μνημείου εξωτερικά. Δύο ανάλογοι κοσμήτες διατρέχουν εσωτερικά τους τοίχους του σταυρικού πυρήνα του ναού και από ένας τους τοίχους των πλάγιων διαμερισμάτων. Στο ύψος της κάτω σειράς των παραθύρων, σε ύψος 2 μ. περίπου από το έδαφος, διατρέχει το μνημείο οδοντωτή ταινία. Αποτελεί το παλαιότερο γνωστό παράδειγμα, που έκτοτε θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Ιδιαίτερη φροντίδα χαρακτηρίζει τη διαμόρφωση της ανατολικής όψης της εκκλησίας και κυρίως της κόγχης του ιερού βήματος, κτισμένης σχεδόν εξολοκλήρου με αρχαία spolia, τοποθετημένα με διακοσμητική διάθεση. Το μέσον της περίπου, σε ύψος 1,40 μ. από το έδαφος, διατρέχει λαξευμένη σε κοσμήτη η μία από τις τέσσερις κτητορικές επιγραφές, ενώ τον διάκοσμό της συμπληρώνουν πλατιές λίθινες ανάγλυφες πλάκες εντοιχισμένες εν είδει ζωφόρου στο ύψος της οδοντωτής ταινίας, εκατέρωθεν του παραθύρου. Από το γλυπτό διάκοσμο του υπόλοιπου κτιρίου ενδιαφέρον παρουσιάζει το μεγάλο ανάγλυφο ηλιακό ρολόι που είναι εντοιχισμένο στη δυτική γωνία της Ν. κεραίας.

4. Ο γλυπτός διάκοσμος του μνημείου

Ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του μνημείου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σύνολα της πρώιμης μεσοβυζαντινής περιόδου. Εκτός από τα ανάγλυφα που κοσμούν τις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων, περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους αρχιτεκτονικά γλυπτά, όπως αμφικιονίσκους και επιθήματα παραθύρων. Ξεχωρίζει το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο, αν και δε σώζεται σήμερα καθώς καταστράφηκε σε άγνωστη χρονική περίοδο, ίσως ήδη από την μεσοβυζαντινή εποχή. Η μορφή του είναι γνωστή χάρη στην ανασύνθεση που πρότεινε ο A.H.S. Megaw βασιζόμενος στα λίγα σωζόμενα θραύσματα, ορισμένα από τα οποία είναι εντοιχισμένα σε κτίρια του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου. Το αρχικό τέμπλο ήταν τριμερές και αναπτυσσόταν στα τρία μέρη του ιερού βήματος, έχοντας τη διάταξη ελαφράς κιονοστοιχίας. Αποτελούνταν από ορθογωνικούς πεσσίσκους συμφυείς με οκταγωνικούς κιονίσκους που στέφονταν με ευθύγραμμο, αυτοτελές επιστύλιο, ενώ τα μετακιόνια διαστήματα κλείνονταν χαμηλά με θωράκια. Σύμφωνα με νεότερα δεδομένα το αρχικό του ύψος υπολογίζεται ότι ήταν 2,70 μ. Τα σωζόμενα θραύσματα φέρουν πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που περιλαμβάνει διακοσμητικά φυτικά και γραμμικά θέματα, καθώς επίσης χριστιανικά σύμβολα και ζώα, φανταστικά και πραγματικά. Ξεχωρίζει το επιστύλιο του βόρειου παρεκκλησίου του Αποστόλου Παύλου, που σώζεται σε καλύτερη κατάσταση και κοσμείται με επαναλαμβανόμενες λυρόσχημες άκανθες που περικλείουν σταυρό στην εμπρόσθια όψη και με συνδεόμενους κύκλους που περικλείουν ζώα με ανθρωπόμορφα κεφάλια εναλλάξ με αιγάγρους στο κάτω τμήμα, καθώς επίσης τα θραύσματα των περίτεχνων θωρακίων.

Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Παναγίας αποδίδεται σε τοπικό εργαστήριο γλυπτικής που δραστηριοποιείται στην περιοχή κατά το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, πιθανότατα με έδρα τη Θήβα. Στην πρωτεύουσα του θέματος της Ελλάδας έχουν αποκαλυφθεί σε ανασκαφική έρευνα του προηγούμενου αιώνα τα γλυπτά του κατεστραμμένου σήμερα ναού του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που φιλοτέχνησε το ίδιο εργαστήριο μόλις ένα έτος νωρίτερα (872/3). Η ακτινοβολία του εργαστηρίου δεν περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια της σημερινής Βοιωτίας, καθώς του αποδίδονται γλυπτά που εντοπίζονται τόσο σε κοντινές, όσο και σε περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές, όπως για παράδειγμα η Αθήνα, η Εύβοια, η Κόρινθος ή ακόμη ο Βόλος και η Αιτωλία. Το τοπικό αυτό εργαστήριο, που ήταν σε θέση να εκτελέσει μία τόσο μεγάλη παραγγελία με εκατοντάδες γλυπτά μέλη, ήταν ενήμερο των σύγχρονων τάσεων της τέχνης, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά την μετεικονομαχική περίοδο στην πρωτεύουσα και διαδίδονταν σε ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια. Δημιούργησε ωστόσο ένα αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό ιδίωμα που χαρακτηριζόταν κυρίως από τη δισδιάστατη αντίληψη της σύνθεσης και την απόδοση των θεμάτων αποκλειστικά σε χαμηλό ανάγλυφο, με έντονη σχηματοποίηση. Οι διαθέσιμες προς διακόσμηση επιφάνειες καλύπτονται συνήθως με πλήθος κοσμημάτων δημιουργώντας την αίσθηση του φόβου του κενού (horror vacui). Το πλούσιο θεματολόγιό του περιλαμβάνει διακοσμητικά στοιχεία ορισμένα από τα οποία είναι σε χρήση ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο, ενώ άλλα εισάγονται κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Φυτικά μοτίβα, όπως η λυρόσχημη άκανθα και τα μακρυστέλεχα κισσόφυλα αποτελούν χαρακτηριστικά διακοσμητικά θέματα του εργαστηρίου.

5. Εσωτερικός διάκοσμος του μνημείου

Η διακόσμηση στο εσωτερικό του μνημείου, σε αντίθεση με το εξωτερικό, είναι ιδιαίτερα λιτή, καθώς περιορίζεται στο περίτεχνο τέμπλο και τους προαναφερθέντες λίθινους κοσμήτες. Οι επιφάνειες των τοίχων παρέμεναν πιθανότατα ακόσμητες, χωρίς τοιχογραφικό διάκοσμο. Πρόσφατα αποκαλύφθηκαν οι παραστάσεις δύο δεομένων αγίων μορφών στις άντυγες των τόξων του τρίλοβου παραθύρου της βόρειας κεραίας και άλλες δύο στο αντίστοιχο παράθυρο τηε νότιας κεραίας, που υποδεικνύουν την τοιχογράφηση ενός τμήματος τουλάχιστον του μνημείου κατά τους βυζαντινούς χρόνους, εποχή στην οποία χρονολογούνται πιθανότατα οι δύο μορφές. Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης στο χώρο του τρισυπόστατου ιερού βήματος και στο νότιο τοίχο του κεντρικού κλίτους χρονολογούνται στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Διατηρούνται αποσπασματικά και ανήκουν σε δύο διαφορετικές φάσεις, η πρώτη το 18ο και η δεύτερη τον επόμενο αιώνα. Τέλος, το αρχικό δάπεδο του ναού αποτελούνταν από χοντρές μαρμάρινες πλάκες, σύμφωνα με τα ελάχιστα ίχνη που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα κατά τη διενέργεια ανασκαφικών τομών στο εσωτερικό του ναού.

6. Μεταγενέστερες επεμβάσεις και η εξέλιξη του μνημείου

6.1. Από τη μεσοβυζαντινή περίοδο έως τα τέλη 19ου αι.

Το μνημείο έχει υποστεί επανειλημμένα μεγάλες επεμβάσεις, οι οποίες ωστόσο δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν σημαντικά την αρχική του μορφή. Οι πρώτες από αυτές σημειώνονται ήδη κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή (9ος-12ος αι.), σε μία περίοδο όχι πολύ απομακρυσμένη χρονικά από την ανέγερση του, και αφορούν κυρίως ορισμένες επισκευές στις πλάγιες κεραίες του σταυρού, καθώς επίσης την προσθήκη του πρόπυλου της δυτικής όψης.

Στους χρόνους που ακολουθούν η ιστορία της εκκλησίας παραμένει άγνωστη. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η περιοχή του Ορχομενού φαίνεται ότι έχει περιέλθει σε παρακμή και ο ναός της Παναγίας έχει εγκαταλειφθεί καθώς δεν μνημονεύεται σε καμία από τις σωζόμενες πηγές της εποχής. Μόλις το 18ο αιώνα, ύστερα από μία μακρόχρονη σιωπή, παρατηρείται ανάκαμψη της περιοχής, στο πλαίσιο της οποίας ο ναός της Παναγίας μετατρέπεται σε μοναστήρι. Το 1750, σύμφωνα με επιγραφή, ανεγείρεται με δαπάνη δύο μοναχών στα ΝΔ. της εκκλησίας μία μακρόστενη πτέρυγα με πέντε μικρούς διαδοχικούς χώρους που λειτούργησαν ως κελιά. Κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα ή ίσως λίγο νωρίτερα πραγματοποιούνται εκτεταμένες επεμβάσεις κυρίως στα ανώτερα τμήματα και τις καμάρες των κεραιών του σταυρικού πυρήνα του ναού, ενώ τα αρχικά παράθυρα αντικαθίστανται με νέα, μικρότερων διαστάσεων. Την ίδια περίοδο, όπως αναφέρεται παραπάνω, τοιχογραφείται μεγάλο μέρος του τρισυπόστατου ιερού βήματος.

Το μοναστήρι, πλέον, της Παναγίας θα γνωρίσει μεγαλύτερη άνθιση τον επόμενο αιώνα, οπότε καταφθάνουν ξένοι περιηγητές για να θαυμάσουν τις προϊστορικές και κλασικές αρχαιότητες της περιοχής. Το 1881, σύμφωνα με επιγραφή, ανεγείρεται μία ακόμη μακρόστενη πτέρυγα με κελιά στα ανατολικά της πτέρυγας που κτίστηκε τον προηγούμενο αιώνα, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των πολυάριθμων επισκεπτών της περιοχής. Οι δύο πτέρυγες, εν μέρει αλλοιωμένες από μεταγενέστερες επεμβάσεις, χρησιμοποιούνται σήμερα ως βοηθητικοί χώροι της εκκλησίας (αίθουσα συγκεντρώσεων, βιβλιοθήκη κ.ά.). Στο ανατολικότερο τμήμα τους κτίστηκε στους νεότερους χρόνους μικρό διώροφο κτίριο προκειμένου να χρησιμεύσει ως οικία του ιερέα της ενορίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το 1856, κτίστηκε επίσης το επιβλητικό τοξωτό πρόπυλο στα Δ. της εκκλησίας, ενώ τη δεκαετία του 1860, προστέθηκε στο ιερό βήμα ψηλό κατάκοσμο ξύλινο τέμπλο, φιλοτεχνημένο από θηβαίο τεχνίτη, το οποίο παρέμεινε στη θέση του μέχρι πρόσφατα, οπότε μεταφέρθηκε για συντήρηση και φύλαξη στις αποθήκες τις εκκλησίας. Λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκε η δεύτερη σειρά τοιχογραφιών στο ανατολικό τμήμα του ναού και στο νότιο τοίχο του κεντρικού κλίτους.

6.2. Από τον 20ο αιώνα έως σήμερα

Τη σημερινή του μορφή το μοναστηριακό συγκρότημα απέκτησε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οπότε από το 1929 και για μια δεκαετία, η Διεύθυνση Αναστήλωσης διεξήγαγε εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες που περιελάμβαναν κυρίως την ανακατασκευή των στεγών του ναού και του ανώτερου τμήματος της τοιχοποιίας. Τότε κατασκευάστηκε ο σημερινός τρούλος και ανεγέρθηκε νέο τριώροφο κωδωνοστάσιο στα βόρεια της εκκλησίας σε σχέδια του Ευ. Στίκα.

Πρόσφατα, τη δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκαν με κοινοτική χρηματοδότηση μεγάλης κλίμακας αναστηλωτικές εργασίες στο πλαίσιο των οποίων αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό το μνημείο. Για την ανάδειξη του συνόλου του μοναστηριακού συγκροτήματος υπολείπεται πλέον η εφαρμογή της πρόσφατα εγκεκριμένης μελέτης που αφορά στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του ναού και την ανακατασκευή της νότιας πτέρυγας των κελιών, με σκοπό ένα τμήμα της να λειτουργήσει ως εκθεσιακός χώρος όπου θα παρουσιάζεται σε μορφή ανασύνθεσης το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο μαζί με άλλα κινητά ευρήματα από την Σκριπού.

Το μνημείο λειτουργεί σήμερα ως μία από τις δύο ενοριακές εκκλησίες της μικρής πόλης και κατέχει ξεχωριστή θέση στη θρησκευτική ζωή της περιοχής καθώς εκτός από την 15η Αυγούστου, που είναι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου στη μνήμη της οποίας είναι αφιερωμένος ο ναός, πανηγυρίζει και στις 10 Σεπτεμβρίου, στη μνήμη της ημέρας κατά την οποία οι κάτοικοι του Ορχομενού σώθηκαν με τη θαυματουργή επέμβαση της Θεοτόκου από τα στρατεύματα των Γερμανών.

7. Αποτίμηση

Το μέγεθος και ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του ναού μαρτυρούν τις μεγάλες προθέσεις του πρωτοσπαθάριου Λέοντα, ο οποίος προέβη στην ανέγερση ενός επιβλητικού κτίσματος ακολουθώντας τα πρότυπα των μεγαλοπρεπών ναών της Κωνσταντινούπολης με την οποία διατηρούσε στενούς δεσμούς. Η ίδρυση του ναού στην περιοχή του Ορχομενού εντάσσεται στην γενικότερη προσπάθεια που καταβάλλεται στη βυζαντινή αυτοκρατορία για την αναδιοργάνωση των απομακρυσμένων επαρχιών του ελλαδικού χώρου. Οι κάποιες αδυναμίες που διαπιστώνονται στην εκτέλεση της κατασκευής και οφείλονται στη χαμηλή στάθμη της τεχνογνωσίας την πρώιμη αυτή περίοδο στις ελληνικές επαρχίες, δεν είναι ικανές να μειώσουν τη σημασία του ξεχωριστού αυτού κτίσματος στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα.