1. Ο μοναχισμός στη Βοιωτία
Ο μοναχισμός, που στη Βοιωτία είχε αναπτυχθεί σημαντικά ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους, κυρίως τον 11ο και το 12ο αιώνα, εξακολούθησε να γνωρίζει μεγάλη άνθηση και κατά τη διάρκεια των Μεταβυζαντινών χρόνων, προσαρμοσμένος στις νέες πολιτικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την ολοκλήρωση της κατάκτησης της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1460. Έπειτα από μια παροδική κάμψη τουλάχιστον τους πρώτους χρόνους της οθωμανικής κατάκτησης, γνώρισε σταδιακά μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως από τα τέλη του 16ου αιώνα και εξής. Η ανάπτυξη αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της αναγέννησης του μοναχισμού που παρατηρείται την ίδια περίοδο σε ολόκληρη την άλλοτε βυζαντινή επικράτεια και κυρίως στα μεγάλα μοναστικά κέντρα, όπως για παράδειγμα το Άγιο Όρος και τα Μετέωρα, ως αποτέλεσμα της ανασυγκρότησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της ανάληψης δυναμικών πρωτοβουλιών εκ μέρους πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης.
2. Μεταβυζαντινά μοναστήρια στη Βοιωτία
Η ακμή του μοναχισμού στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια των Μεταβυζαντινών χρόνων αποτυπώνεται στο μεγάλο αριθμό των μονών που λειτουργούσαν αυτή την περίοδο. Οι περισσότερες από αυτές αποτελούν προγενέστερα κτίσματα που η ίδρυσή τους ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους, αλλά από αυτή την πρώτη, πολύ λίγο γνωστή, φάση της ιστορίας τους σώζονται ελάχιστα λείψανα. Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα της έρευνας, κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο στη Βοιωτία ιδρύθηκαν μόνο δύο μοναστήρια. Από την άλλη, πέρα από τα μεγάλα και σημαντικά μοναστηριακά συγκροτήματα, όπως για παράδειγμα η μονή Οσίου Λουκά και η μονή Σαγματά, η πλειονότητα των βυζαντινών μονών που εξακολουθούσαν να λειτουργούν στους Μεταβυζαντινούς χρόνους δεν έχει τύχει συστηματικής μελέτης, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολος ο ακριβής χρονολογικός προσδιορισμός τόσο της ανέγερσής τους όσο και των μεταγενέστερων οικοδομικών τους φάσεων, δυσκολία που επιτείνει η απουσία επιγραφικών ή άλλων ιστορικών μαρτυριών. Η πλειονότητά τους άλλωστε έχει υποστεί στο πέρασμα των αιώνων αλλεπάλληλες καταστροφές και εκτεταμένες επισκευές, πολλές φορές άστοχες, που έχουν αλλοιώσει σημαντικά την αρχική μορφή τους. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις η σημερινή όψη τους είναι το αποτέλεσμα εκτεταμένων ανακαινίσεων μόλις του προηγούμενου αιώνα, περιόδου κατά την οποία ανασυγκροτήθηκε μεγάλος αριθμός μοναστηριών της περιοχής ύστερα από μακρόχρονη εγκατάλειψη.
Στη συνέχεια, εξετάζονται με βάση τη γεωγραφική κατανομή τους, ξεκινώντας από βόρεια και με κατεύθυνση από δυτικά προς ανατολικά, δέκα μοναστηριακά συγκροτήματα, τα οποία, αν και σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ιδρύθηκαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ανέπτυξαν σημαντική οικοδομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Από την παρουσίαση εξαιρούνται τα βυζαντινά μοναστήρια που συνέχισαν να λειτουργούν και κατά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους, η περιγραφή των οποίων περιλαμβάνεται σε άλλη ενότητα (μονή Οσίου Λουκά, μονή Σαγματά, μονή Τσάτσαρη κ.ά.).
2.1. Μονή Αγίας Ιερουσαλήμ ή Αγιαρσαλής (Γερσαλής)
Στο βορειοδυτικό τμήμα της Βοιωτίας, κοντά στη Δαύλεια, στις ανατολικές πλαγιές του Παρνασσού και σε υψόμετρο περίπου 900 μ., μέσα σε ένα πανέμορφο τοπίο από έλατα, βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα της περιοχής, η μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ ή της Αγιαρσαλής (Γερσαλής), κατά την τοπική έκφραση, που τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου. Από τις πηγές είναι γνωστό ότι λειτουργούσε τους Βυζαντινούς χρόνους, αλλά σε άλλη θέση. Η ονομασία της υποδεικνύει τη σύνδεσή της με την περιοχή της Παλαιστίνης, καθώς στην ευρύτερη περιοχή του Παρνασσού εικάζεται ότι τους Βυζαντινούς χρόνους διέμεναν ασκητές από τους Αγίους Τόπους.
Η μονή ακολουθεί την τυπική διάταξη στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, με το καθολικό να περιβάλλεται από κτήρια μεγάλου μεγέθους που στεγάζουν τις διάφορες δραστηριότητες της μοναστικής ζωής. Στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας της υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές που τις ακολούθησαν εκτεταμένες επισκευές και ανακαινίσεις. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, κάποιες ανοικοδομήσεις έγιναν τα έτη 1580 και 1710, ενώ το έτος 1872 ανακαινίστηκε το καθολικό έπειτα από καταστροφικό σεισμό. Επιπλέον, οι σύγχρονες επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το μεγάλο σεισμό του 1981 έχουν συντελέσει σημαντικά στην αλλοίωση της αρχικής μορφής του συγκροτήματος.
Το ιστορικό της μονής παρουσιάζει αρκετά κενά. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση, ενώ παράλληλα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της παιδείας της περιοχής. Το 1766, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που ασκούσαν οι Οθωμανοί, τέθηκε υπό την προστασία της μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, της οποίας παρέμεινε μετόχι επί μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι το 1905. Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ορόσημο για το μοναστήρι, καθώς υποστήριξε ολόθυμα τον Αγώνα συμμετέχοντας ενεργά σε καίρια ιστορικά γεγονότα της Ανατολικής Στερεάς, όπως για παράδειγμα στη μάχη της Αράχοβας το 1826. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι και στο σκευοφυλάκιό του φυλάσσονται σημαντικά κειμήλια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η συλλογή των μεταβυζαντινών εικόνων και των έργων μεταλλοτεχνίας.
Σε μικρή απόσταση από τη μονή Ιερουσαλήμ βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός της Φανερωμένης, που αποτελούσε τόπο ασκήσεως μοναχών. Στο κτιστό τέμπλο του διατηρούνται τοιχογραφίες των Όψιμων Μεταβυζαντινών χρόνων. Επίσης, στην πόλη της Δαύλειας αναστηλώθηκε πρόσφατα με επίβλεψη της 23ης ΕΒΑ κτηριακό συγκρότημα των Όψιμων Μεταβυζαντινών χρόνων, το οποίο αποτελούσε μετόχι της μονής Ιερουσαλήμ και χρησίμευε ως κατοικία των μοναχών σε περιόδους δυσμενών καιρικών συνθηκών, όταν δεν ήταν δυνατή η διαβίωσή τους στο μοναστήρι. Αποτελείται από τέσσερις πτέρυγες κτισμένες γύρω από εσωτερική αυλή, οι οποίες, εκτός από τα κελιά των μοναχών, περιλαμβάνουν φωτάναμμα, βορδονάρειο και διάφορους άλλους βοηθητικούς χώρους.
2.2. Μονή Λυκούρεση ή της Παναγίας του Μύρου
Στο βορειοδυτικό τμήμα της Βοιωτίας, σε μικρή απόσταση από τη Χαιρώνεια, στη ρεματιά του Αίμονα, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο ανάμεσα σε πλατάνια και πηγές, βρίσκεται η ιστορική μονή Λυκούρεση ή της Παναγίας του Μύρου. Αποτελείται από νεότερες πτέρυγες βοηθητικών κτισμάτων, στο κατώτερο τμήμα των οποίων διατηρούνται τμήματα των αρχικών κελιών, όπως και το παλαιό καθολικό, το οποίο ανήκει σε έναν ιδιότυπο αρχιτεκτονικό τύπο συνεπτυγμένου σταυροειδούς με εννέα μικρούς τρούλους, από τρεις σε τρεις σειρές, με μεγαλύτερους εκείνους του κατά μήκος άξονα. Στην τοιχοποιία του έχουν ενσωματωθεί σε δεύτερη χρήση γλυπτά Ρωμαϊκών, Παλαιοχριστιανικών και Βυζαντινών χρόνων. Η απουσία συστηματικής μελέτης δεν επιτρέπει τον ακριβή χρονολογικό προσδιορισμό της ανέγερσής του. Στο εσωτερικό του διατηρούνται τοιχογραφίες της Όψιμης Μεταβυζαντινής εποχής.
Η χρονολογία της ίδρυσης του μοναστηριού παραμένει άγνωστη, ωστόσο η παρουσία του επιβεβαιώνεται με βάση οθωμανικές πηγές ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 έλαβε ενεργό ρόλο στον Αγώνα και αποτέλεσε το στρατηγείο του Αθανάσιου Διάκου. Σήμερα τιμάται στη μνήμη του Γενεσίου της Θεοτόκου και λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.
2.3. Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου
Στη βορειοανατολική Βοιωτία, σε πλαγιά του όρους Πτώου και σε υψόμετρο 560 μ., σε μικρή απόσταση από το χωριό Ακραίφνιο και το περίφημο αρχαίο ιερό του Πτώου Απόλλωνος, βρίσκεται η μονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Η μονή φέρει την προσωνυμία Πελαγία, για την οποία υπάρχουν διάφορες εκδοχές, οι οποίες ωστόσο δε σχετίζονται με την ομώνυμη οσία. Σύμφωνα με την παράδοση, κατασκευάστηκε στη θέση αρχαίου κτίσματος κατά τη διάρκεια του 12ου ή του 16ου αιώνα. Υπάρχει ωστόσο και μία διαφορετική άποψη με βάση την οποία η μονή είχε ιδρυθεί στη θέση του κοντινού ιερού του Πτώου Απόλλωνος, χωρίς ωστόσο να έχει αποκαλυφθεί τίποτα από αυτήν κατά τη διενέργεια ανασκαφικών ερευνών. Η αρχιτεκτονική του συγκροτήματος, που ακολουθεί την τυπική διάταξη με τις πτέρυγες των κελιών γύρω από το κεντρικό καθολικό, έχει αλλοιωθεί σημαντικά από εκτεταμένες μεταγενέστερες επεμβάσεις και επισκευές, έτσι ώστε δε σώζεται σχεδόν τίποτα από την αρχική μορφή του. Το σημερινό καθολικό ανεγέρθηκε σε βυζαντινό ρυθμό στα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε ανακαινίστηκαν και τα υπόλοιπα κτίσματα του μοναστηριακού συγκροτήματος.
Τα ιστορικά στοιχεία σχετικά με τη μονή, τουλάχιστον όσον αφορά παλαιότερες περιόδους, παραμένουν ασαφή. Η πρώτη γνωστή μέχρι σήμερα γραπτή μαρτυρία ανάγεται μόλις στο έτος 1786. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είναι γνωστό ότι αποτέλεσε μετόχι της μονής Σαγματά, ενώ κατά την Επανάσταση του 1821 έλαβε ενεργό μέρος στον Αγώνα στηρίζοντας ποικιλοτρόπως τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Δημήτριου Υψηλάντη και του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι και οι μοναχές ασκούν την κεντητική ιερών αμφίων και υφασμάτων.
2.4. Μονή Αγίου Νικολάου του Νέου
Στο κεντρικό τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Ελικώνα, σε ένα πανέμορφο τοπίο με άφθονα νερά και πανύψηλα πλατάνια, σε απόσταση περίπου 4 χιλιομέτρων από το χωριό Υψηλάντης (τέως Βρασταμίτες), βρίσκεται η μονή του Αγίου Νικολάου του Νέου. Είναι κτισμένη σύμφωνα με την τυπική διάταξη στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, με τις πτέρυγες των κελιών και τα άλλα βοηθητικά κτήρια να είναι διαταγμένα γύρω από το καθολικό, το οποίο ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγραμμένου με τρούλο ναού χωρίς νάρθηκα. Η ίδρυσή της τοποθετείται στους Βυζαντινούς χρόνους, εποχή στην οποία ανήκει η αρχική οικοδομική φάση του αλλοιωμένου σήμερα από νεότερες επεμβάσεις καθολικού.
Οι πληροφορίες που έχουμε για την ιστορική διαδρομή του μοναστηριού στους χρόνους της Τουρκοκρατίας είναι περιορισμένες. Την περίοδο αυτή ανακαινίστηκε το καθολικό, κάτι το οποίο διαπιστώνεται από ορισμένα επιμέρους μορφολογικά του στοιχεία, όπως για παράδειγμα το χαμηλό τοξωτό άνοιγμα στη δυτική θύρα εισόδου του κτηρίου. Στο εσωτερικό του το κτιστό τέμπλο τοιχογραφήθηκε στο τέλος του 18ου ή τις αρχές του επόμενου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το μοναστήρι βρέθηκε στο επίκεντρο επαναστατικών κινήσεων, καθώς αποτέλεσε τη βάση του Δημήτριου Υψηλάντη. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 εδώ υπογράφηκε η επίσημη παράδοση της Ρούμελης μετά την ταπεινωτική ήττα των οθωμανικών στρατευμάτων στη μάχη της Πέτρας. Στους Νεότερους χρόνους το συγκρότημα εγκαταλείφθηκε μέχρι το 1967, οπότε ανασυστάθηκε και λειτουργεί έκτοτε ως γυναικείο μοναστήρι.
2.5. Μονή Ευαγγελίστριας
Λίγο νοτιότερα, στις καταπράσινες και απότομες ανατολικές πλαγιές του Ελικώνα, σε υψόμετρο περίπου 600 μ. και 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Αλίαρτο, στις υπώρειες του χωριού Ζαγαρά, βρίσκεται το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας. Η απουσία ιστορικών πηγών σε συνδυασμό με τις πολλές και εκτεταμένες επεμβάσεις, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960, οπότε πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες τόσο στο καθολικό όσο και στα υπόλοιπα βοηθητικά κτίσματα, δεν επιτρέπουν τον ακριβή προσδιορισμό της ίδρυσης του μοναστηριού, η οποία τοποθετείται αόριστα στους Βυζαντινούς χρόνους. Το καθολικό ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού. Πάνω από τη βόρεια θύρα εισόδου στο νάρθηκα σώζεται ανάγλυφη κτητορική επιγραφή, η οποία αναφέρεται σε εργασίες ανακαίνισης του ναού που πραγματοποιήθηκαν το έτος 1656. Την περίοδο αυτή χρονολογείται η τριμερής διάταξη της στέγασης του νάρθηκα με τυφλό τρούλο στο κέντρο και τεταρτοσφαίρια επί ημιχωνίων στα πλάγια, τα οποία οφείλονται σε επίδραση της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Στα δυτικά του νάρθηκα έχει προστεθεί σε μεταγενέστερη φάση εξωνάρθηκας, μέσω του οποίου το καθολικό προσκολλάται σε κτήριο της δυτικής πτέρυγας του μοναστηριακού συγκροτήματος. Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται σε κακή κατάσταση τοιχογραφίες που χρονολογούνται στους Όψιμους Μεταβυζαντινούς χρόνους. Στην ίδια περίοδο ανήκει το μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στον περίβολο της μονής.
Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα η μονή της Ευαγγελίστριας φαίνεται ότι γνώρισε οικονομική άνθηση, καθώς, εκτός από την ανακαίνιση του καθολικού το 1656, λίγα χρόνια αργότερα, το 1679, όπως αυτό μαρτυρείται από σιγίλλιο του πατριάρχη Διονυσίου, ο δραστήριος ηγούμενός της Παφνούτιος υπέβαλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το τυπικό του κοινοβιακού μοναστηριού προς έγκριση, στο οποίο είχε ήδη απονεμηθεί σταυροπηγιακή ιδιότητα. Το σιγίλλιο του 1679 ανανέωσε και επικύρωσε τον επόμενο αιώνα ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ με νέο σιγίλλιο του 1798.
Οι μαρτυρίες που φωτίζουν την ιστορία της μονής τους επόμενους αιώνες παραμένουν ελάχιστες. Η Ευαγγελίστρια αποτελεί ένα από τα μοναστήρια που καταργήθηκαν επί Όθωνα μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και η περιουσία του περιήλθε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι και διαθέτει εργαστήριο υφαντών.
2.6. Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου
Στα Βάγια της κεντρικής Βοιωτίας βρίσκεται η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που είναι γνωστή και ως Μαζαράκη και θεωρείται κτίσμα του 16ου αιώνα. Οι πληροφορίες σχετικά με το μοναστήρι είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 αποτέλεσε το επίκεντρο της δράσης των επαναστατών της περιοχής. Το 1833 καταργήθηκε σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα του βασιλιά Όθωνα και η περιουσία του περιήλθε στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος. Το 1969 εγκαταστάθηκε στη μονή νέα μοναστική αδελφότητα και έκτοτε λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.
2.7. Μονή Παναγίας της Μακαριώτισσας
Στις νότιες πλαγιές του Ελικώνα, σε απόσταση περίπου 6 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Δομβραίνας, βρίσκεται η ανδρική μονή της Παναγίας της Μακαριώτισσας. Το συγκρότημα έχει τετράπλευρη κάτοψη, με τις πτέρυγες των κελιών και των υπόλοιπων προσκτισμάτων να είναι διαταγμένες γύρω από το καθολικό, το οποίο ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού. Η ίδρυση της μονής ανάγεται στους Μεσοβυζαντινούς χρόνους, εποχή στην οποία τοποθετείται η αρχική οικοδόμηση του καθολικού, όπως υποδεικνύουν κατά κύριο λόγο τα εντοιχισμένα γλυπτά, κυρίως στο δυτικό τοίχο του.
Οι ιστορικές ειδήσεις για το μοναστήρι είναι περιορισμένες. Το 1609 με σιγίλλιο του πατριάρχη Νεόφυτου η μονή έγινε σταυροπηγιακή. Μεγάλη οικονομική άνθηση γνώρισε στα τέλη του επόμενου αιώνα, οπότε το 1798 ανακαινίστηκε το καθολικό της μονής σύμφωνα με τις σωζόμενες εγχάρακτες επιγραφές που είναι εντοιχισμένες στην ανατολική και δυτική όψη του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1802, το καθολικό κοσμήθηκε με τοιχογραφίες, που σύμφωνα με γραπτή αφιερωτική επιγραφή πάνω από τη θύρα του νάρθηκα αποτελούν έργο του ζωγράφου Σπυρίδωνα από τη Λιβαδειά. Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο κοσμήθηκε με αξιόλογες εικόνες, που πρόσφατα έχουν αποδοθεί από την Ανδρομάχη Κατσελάκη στον Αθηναίο ζωγράφο Αθανάσιο Ιωάννου και το γιο του Ιωάννη.
Η μονή της Μακαριώτισσας εγκαταλείφθηκε μετά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, οπότε χάθηκαν πολύτιμα έγγραφα και κειμήλια που φυλάσσονταν στο μοναστήρι. Πρόσφατα, τη δεκαετία του 1980, εγκαταστάθηκε νέα μοναστική κοινότητα που έχει ανακαινίσει μεγάλο μέρος του συγκροτήματος.
2.8. Μονή Οσίου Σεραφείμ Δομβούς (Δομπούς ή Δομβαΐτη)
Στη νότια πλευρά του Ελικώνα, σε υψόμετρο 619 μ., σε ένα ειδυλλιακό τοπίο με θέα στον Κορινθιακό κόλπο, ανάμεσα στα χωριά Δομβραίνα και Πρόδρομος (άλλοτε Χώστια), βρίσκεται το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο της περιοχής, η μονή του Οσίου Σεραφείμ Δομβούς (Δομπούς ή Δομβαΐτη). Το μοναστήρι κτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα από τον όσιο Σεραφείμ, ο οποίος, αφού μόνασε πολλά χρόνια στη μονή του Σαγματά, αναζήτησε νέο τόπο ασκήσεως στην τοποθεσία Δομπού του Ελικώνα. Το μοναστήρι που ίδρυσε ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακό σύμφωνα με σιγίλλιο του 1601 του πατριάρχη Ματθαίου Β΄, το οποίο φυλάσσεται μαζί με πολυάριθμα άλλα κειμήλια στη μονή, φωτίζοντας τη μακρόχρονη ιστορία της. Κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα σημείωνε συνεχή οικονομική άνθηση, καθώς εκδόθηκαν μια σειρά από πατριαρχικά έγγραφα που μεταξύ άλλων επικύρωναν τα προνόμια που παραχώρησε ο πατριάρχης Ματθαίος Β΄. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 έλαβε ενεργό ρόλο στον Αγώνα και κατάφερε να επιβιώσει παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις λεηλασίες που υπέστη από τους Οθωμανούς.
Το μοναστηριακό συγκρότημα έχει σήμερα φρουριακό χαρακτήρα, με τις πτέρυγες των κελιών να διατάσσονται γύρω από το κεντρικό καθολικό που τιμάται στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού. Στο νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του οσίου Σεραφείμ, η λατρεία του οποίου γνωρίζει σήμερα ιδιαίτερη διάδοση ανάμεσα στους αρβανίτικους πληθυσμούς της Βοιωτίας. Στο εσωτερικό του καθολικού διατηρούνται τοιχογραφίες που ανήκουν σε διάφορες εποχές, καθώς επίσης περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα. Σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ανδρικό μοναστήρι, στο οποίο ισχύει το καθιερωμένο από τους προγενέστερους χρόνους άβατο των γυναικών.
2.9. Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών
Στην ίδια περιοχή, στις απόκρημνες πλαγιές της κορυφής Παλαιοβούνας του Ελικώνα, περίπου 3 χιλιόμετρα δυτικά του χωριού Πρόδρομος, σε ένα τοπίο εξαιρετικού κάλλους, βρίσκεται η εγκαταλειμμένη σήμερα μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Σύμφωνα με την παράδοση η ίδρυσή της ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους. Το συγκρότημα αποτελείται από τις πτέρυγες των κελιών και των άλλων βοηθητικών κτισμάτων που σώζονται σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση και περιβάλλουν το καθολικό, το οποίο έχει μείνει άθικτο από σύγχρονες επεμβάσεις και ανήκει στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Στο δυτικό τμήμα του προσκολλάται ευρύχωρος νάρθηκας που η στέγασή του διαιρείται εσωτερικά σε τρία μέρη· το κεντρικό τμήμα καλύπτεται με μεγάλο φουρνικό (τυφλό τρούλο), ενώ τα δύο πλάγια με μεγάλα τεταρτοσφαίρια που βαίνουν σε ημιχώνια. Το τελευταίο αρχιτεκτονικό στοιχείο, που είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο κάτω από την επίδραση της ισλαμικής αρχιτεκτονικής και στη Βοιωτία συναντάται, όπως είδαμε, στη μονή της Ευαγγελίστριας, υποδεικνύει την ανακαίνιση τουλάχιστον του δυτικού τμήματός του αυτή την περίοδο, αν όχι την ανέγερση ολόκληρου του κτηρίου, που είναι και το πιθανότερο. Στο εσωτερικό του ναού διατηρείται πλούσιος τοιχογραφικός διάκοσμος που, σύμφωνα με τη σωζόμενη γραπτή επιγραφή, χρονολογείται το έτος 1765.
Οι ιστορικές μαρτυρίες για το μοναστήρι είναι περιορισμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης αποτέλεσε καταφύγιο αγωνιστών. Εγκαταλείφθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και σήμερα αποτελεί μετόχι της κοντινής μονής του Οσίου Σεραφείμ Δομβούς.
2.10. Μονή Αγίας Τριάδας
Τέλος, στο νότιο τμήμα της Βοιωτίας, σε απόσταση περίπου 5 χιλιομέτρων από τις Πλαταιές, στις βόρειες πλαγιές του Κιθαιρώνα, σε ένα μικρό πλάτωμα με θέα προς τις πεδιάδες των Πλαταιών, Λεύκτρων και βορειότερα των Θηβών, βρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Η ιστορία του έχει ερευνηθεί ελάχιστα μέχρι σήμερα, ωστόσο η ίδρυσή του ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους. Οι εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1981, έχουν αλλοιώσει σημαντικά την αρχική μορφή του. Οι πτέρυγες των κελιών που είναι διαταγμένες γύρω από το καθολικό αποτελούν, με βάση τα μορφολογικά και τυπολογικά στοιχεία τους, προσθήκες της Όψιμης Μεταβυζαντινής εποχής (18ος ή 19ος αιώνας). Το καθολικό στη σημερινή μορφή του είναι ένας ιδιόμορφος σταυρεπίστεγος ναός στον οποίο προσαρτήθηκαν εκ των υστέρων πλάγιες κόγχες. Ανεγέρθηκε το 1632, σύμφωνα με τη μαρμάρινη εγχάρακτη κτητορική επιγραφή που διατηρείται στη δυτική όψη του και αναφέρεται μάλλον στην ανέγερσή του, παρά σε κάποια επισκευή προϋπάρχοντος κτίσματος. Στο εσωτερικό του διατηρούνται δύο στρώματα τοιχογραφιών, εκ των οποίων το πρώτο αποκαλύφθηκε πρόσφατα κατά τη διενέργεια δοκιμαστικών τομών και χρονολογείται το 17ο αιώνα, ενώ το δεύτερο ανήκει στο 19ο αιώνα και παρουσιάζει στενές τεχνοτροπικές ομοιότητες με τοιχογραφικά σύνολα που διασώζονται σε μνημεία της ευρύτερης περιοχής.
Οι πληροφορίες για την ιστορία της μονής κατά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους είναι περιορισμένες. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους η κτηματική περιουσία της μονής διανεμήθηκε με κλήρο στους ακτήμονες αγρότες της περιοχής. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκε νέα γυναικεία αδελφότητα που για την κάλυψη των αναγκών της ανήγειρε νέο καθολικό και άλλα βοηθητικά κτίσματα στο εσωτερικό ενός διευρυμένου περιβόλου.
3. Γενικές παρατηρήσεις
Συνοψίζοντας, τα περισσότερα από τα μοναστήρια που λειτουργούν τη Μεταβυζαντινή περίοδο έχουν την αφετηρία τους, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, σε προγενέστερους χρόνους. Όμως από την πρώτη φάση αυτή της ιστορίας τους, που είναι λίγο γνωστή, σώζουν ελάχιστα λειψάνα. Εξαίρεση αποτελούν η μονή του Οσίου Σεραφείμ Δομβούς και η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στα Βάγια, που έχουν ιδρυθεί το 16ο αιώνα. Ως προς τη γεωγραφική κατανομή τους παρατηρείται η χωροθέτησή τους σε απομακρυσμένες περιοχές, κυρίως για λόγους απομόνωσης. Τα περισσότερα από αυτά τα μοναστήρια είναι συγκεντρωμένα στις απότομες πλαγιές του Ελικώνα, του κυρίαρχου ορεινού όγκου της Βοιωτίας. Η αρχιτεκτονική τους ακολουθεί τον καθιερωμένο στα ορθόδοξα μοναστήρια τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο το καθολικό περιβάλλεται από μεγάλες πτέρυγες, συνήθως διώροφες, όπου στεγάζονται τα κελιά και τα άλλα βοηθητικά κτίσματα που καλύπτουν τις καθημερινές ανάγκες των μοναχών. Η κάτοψή τους είναι σχετικά απλή, τετράπλευρη, και απουσιάζουν οι ψηλοί αμυντικοί πύργοι που εντοπίζονται στα μεγάλα μοναστήρια της περιόδου. Τα καθολικά των περισσότερων μοναστηριών που εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση κατά την Τουρκοκρατία ανήκουν σε παραλλαγές του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο τύπου, αρχιτεκτονική μορφή που επιλέγεται και για το καθολικό της μονής του Οσίου Σεραφείμ, που ανεγέρθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα. Η παραλλαγή του τρίκογχου «αγιορείτικου» ναού, που γνώρισε μεγάλη διάδοση την ίδια περίοδο σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες περιοχές του ελλαδικού χώρου, δεν αντιπροσωπεύεται εδώ με κάποιο δείγμα. Μεμονωμένα παρατηρείται η εφαρμογή σπάνιων αρχιτεκτονικών τύπων (μονή Λυκουρέση, μονή Αγίας Τριάδας στις Πλαταιές). Η ανάγκη συντήρησης των παλαιότερων καθολικών οδήγησε συχνά σε ανακαινίσεις που αφορούν είτε την προσθήκη τρουλαίου νάρθηκα (μονή Ευαγγελίστριας, μονή Ταξιαρχών), είτε μικρότερης έκτασης μεμονωμένες επεμβάσεις. Στο εσωτερικό των καθολικών ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην ανανέωση του τοιχογραφικού διακόσμου, καθώς επίσης και στην κατασκευή περίτεχνων ξυλόγλυπτων τέμπλων. Στη χορηγική δραστηριότητα της περιόδου, με βάση τις μέχρι τώρα δημοσιευμένες επιγραφικές μαρτυρίες, πρωτοστατούν οι ηγούμενοι και οι μοναχοί των μοναστηριών, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σημειώνεται, τέλος, ότι όλα σχεδόν τα μοναστήρια της Βοιωτίας συνδέονται στενά με τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή και κυρίως με τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στην οποία είχαν καίρια συμβολή.
Η μελλοντική έρευνα και η συστηματική δημοσίευση και συνεξέταση του συνόλου των μοναστηριών της Βοιωτίας, ορισμένα από τα οποία είναι παντελώς άγνωστα στην έρευνα και είναι πιθανό να αποτελούν κτίσματα της Μεταβυζαντινής περιόδου –χαρακτηριστικός, για παράδειγμα, είναι ο μεγάλος αριθμός των εγκαταλειμμένων μοναστηριών που απαριθμεί στην εισαγωγή του βιβλίου του Βοιωτικά Μοναστήρια ο Τάκης Λάππας–, θα προσφέρουν στο μέλλον πολύτιμα στοιχεία σχετικά με το μοναχισμό της περιόδου.