Αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία στη Βοιωτία των Νεότερων χρόνων

1. Η γεωμορφολογία

Το γεωμορφολογικό ανάγλυφο και η εδαφολογική σύσταση της Βοιωτίας προσέδωσαν από τους ιστορικούς χρόνους μέχρι τη σημερινή περίοδο έντονο και αδιαμφισβήτητο αγροτοκτηνοτροφικό χαρακτήρα στην οικονομία της.

Η Βοιωτία περιβάλλεται από υψηλούς ορεινούς όγκους (Κιθαιρώνας 1.407 μ. και Πάστρα 1.025 μ. νοτιοανατολικά, Ελικώνας 1.748 μ. νοτιοδυτικά, Παρνασσός 2.457 μ. δυτικά), οι οποίοι σχηματίζουν στο εσωτερικό του νομού οροπέδια και κοιλάδες (οροπέδιο των Σκούρτων, κοιλάδα των Μουσών) και εύφορες πεδιάδες/κάμπους (Θηβών – Τηνερικό πεδίο, Κωπαΐδα, πεδιάδα Λιβαδειάς και Τανάγρας). Μικρότεροι λόφοι και βουνά –Πτώο, Μεσσάπιο (Κτυπάς), Φοινίκιο (Σέγγενα ή Χελώνα), Σφίγγιο– διαμορφώνουν το ανάγλυφο και προσφέρουν βοσκήσιμη γη για τα κοπάδια των αιγοπροβάτων. Ποτάμια μικρά και μεγαλύτερα –Κηφισός, Ασωπός, Ωερόη, Μαυροπόταμος (Μέλας)– αυλακώνουν τη βοιωτική γη σχηματίζοντας λίμνες στην ανατολική πλευρά (Υλίκη, Παραλίμνη).

2. Οι αγροτικές καλλιέργειες

Στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, σύμφωνα με πρωτογενείς πληροφορίες από κείμενο αγνώστου (του 1796) που φαίνεται ότι ζούσε στη Θήβα, τόσο οι πεδινές περιοχές της Θήβας και της Λιβαδειάς όσο και οι ορεινές, μειονεκτικές και δυσπρόσιτες περιοχές (Δερβενοχώρια, Ζαγαράς Ελικώνα) είχαν κτηνοτροφικό χαρακτήρα. Καλλιεργούνταν κυρίως σιτηρά σε μικρούς κλήρους και μοναστηριακές γαίες αλλά και ειδικότερες καλλιέργειες όπως γλυκάνισο και ριζάρι (για βαφική ύλη), οι οποίες εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια.

Στο πλαίσιο της διανομής των εθνικών γαιών (1871), που έγινε με καθυστερήσεις και προσκόμματα, μοιράστηκαν καλλιεργήσιμοι κλήροι (40 στρέμματα ποτιστικά, 80 στρέμματα πεδινά ή 120 στρέμματα άνυδρα και ορεινά) στους απογόνους των Βοιωτών αγωνιστών, ενώ οι καλλιέργειες στους μικροϊδιόκτητους κλήρους στράφηκαν και σε εμπορευματικά αγροτικά προϊόντα (αμπέλι, ελιές, καπνός, σύκα).

Η αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας –προσπάθεια που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα και ολοκληρώθηκε το 1931– από ξένες εταιρείες πρόσφερε περίπου 240.000 στρέμματα εύφορης καλλιεργήσιμης γης, η οποία διανεμήθηκε (από το 1953 έως το 1957) σε κατοίκους (ακτήμονες και μικροϊδιοκτήτες) των όμορων κοινοτήτων και ενίσχυσε δραστικά και αποτελεσματικά τον αγροτοκτηνοτροφικό χαρακτήρα της Βοιωτίας. Η βοιωτική αγροτική γη λοιπόν αποκτήθηκε εις βάρος των νερών και η αξιοποίηση και ανάπτυξή της επιτεύχθηκε χάρη στην ύπαρξη των νερών! Η γεωργία από εκτατική έγινε εντατική και αρδευόμενη και απέκτησε χωροθετική εξειδίκευση των καλλιεργούμενων προϊόντων.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, αποτυπώνεται μια δυναμική εξέλιξη των καλλιεργειών η οποία αφορά τόσο τη διατήρηση της καλλιέργειας προϊόντων (πατάτες, κρεμμύδια) και την ταύτισή τους με ορισμένες περιοχές (Καλλιθέα, Ελλοπία κ.α.) όσο και την εισαγωγή και επέκταση νέων προϊόντων (τριφύλλι, βιομηχανική τομάτα, χλοοτάπητες, κηπευτικά κ.ά.). Στον αγροτικό χωροθετικό χάρτη της Βοιωτίας μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Στην πεδινή περιοχή της Λιβαδειάς καλλιεργούνται σιτηρά και βαμβάκι, στην πεδιάδα της Κωπαΐδας και στο Τηνερικό πεδίο σιτηρά, καπνός, καλαμπόκι, βαμβάκι, τριφύλλι· στον κάμπο της Τανάγρας επικρατούν σήμερα οι αρδευόμενες καλλιέργειες, όπως τα κηπευτικά, το καλαμπόκι, το βαμβάκι, έναντι των δημητριακών που κυριαρχούσαν μέχρι τη δεκαετία του 1980. Επίσης στην ανατολική πλευρά της επαρχίας Θηβών ευνοείται με καλή απόδοση και ποιότητα η αμπελοκαλλιέργεια (Ασωπία, Δερβενοχώρια κ.α.), ενώ αντίθετα στη δυτική πλευρά δεσπόζει η ελαιοκαλλιέργεια (Δομβραίνα, Ελλοπία κ.α.) η οποία έχει αρχίσει να επεκτείνεται και προς την ανατολική πλευρά (περιοχή Τανάγρας, Σχηματαρίου). Οι κοινότητες της επαρχίας Θηβών το πρώτο μισό του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται με βάση τις «παραδοσιακές» καλλιέργειες ως σανοπαραγωγικές (στα χωριά του τέως δήμου Τανάγρας, τέως δήμου Μωρικίου), σιτοπαραγωγικές (στο υψίπεδο της Θήβας), ελαιοπαραγωγικές (στο βαθύπεδο της Θήβας και στην περιοχή της Δομβραίνας και της Ελλοπίας), καπνοπαραγωγικές (στο Πλατανάκι, όπου εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, στο νοτιοανατολικό βαθύπεδο Θήβας), πατατοπαραγωγικές (στο βαθύπεδο Θήβας) και βαμβακοπαραγωγικές (κυρίως στην Κωπαΐδα). Η δασοκαλλιέργεια και η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου στις περιοχές του νομού όπου υπάρχει δάσος σχετίζεται με την παραγωγή καύσιμης ξυλείας για ίδιες ανάγκες, την παρασκευή ξυλανθράκων και την παραγωγή ρητίνης (Δερβενοχώρια), δραστηριότητες που έχουν προ ετών σταματήσει.

Στα ορεινά και ημιορεινά κυριαρχούσαν –και κυριαρχούν μέχρι σήμερα– οι μικροί γεωργικοί κλήροι (5-10 στρέμματα), αποτέλεσμα του κληρονομικού εθιμικού δικαίου διανομής της πατρομητρικής περιουσίας. Οι καλλιέργειες αφορούσαν δημητριακά, όσπρια, λίγα αμπέλια και λιγότερες ελιές, καθώς το κλίμα (δριμείς χειμώνες με παγωνιές) δεν ευνοεί την ανάπτυξή τους. Στον πεδινό χώρο οι κλήροι ήταν μεγαλύτεροι και ευνοούσαν την καλλιέργεια φυτών εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης όπως το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τα κηπευτικά κ.ά. Η σύσταση και η ποιότητα της καλλιεργήσιμης γης υπαγόρευσε, παλαιότερα σε μεγάλο βαθμό, και την εφαρμογή διαφορετικών καλλιεργητικών συστημάτων: στα πεδινά χρησιμοποιούσαν την τριετή αμειψισπορά –με ένα έτος αγρανάπαυσης και, στη συνέχεια, εναλλαγή των καλλιεργούμενων ειδών– και στα ορεινά τη διετή αμειψισπορά –ένα έτος καλλιέργεια, ένα έτος αγρανάπαυση–, πριν από τη γενικευμένη χρήση των χημικών λιπασμάτων μετά την Κατοχή και την άρδευση τις τελευταίες δεκαετίες (αφορά κυρίως τους πεδινούς κλήρους).

Οι τεχνολογικές αλλαγές που επήλθαν κυρίως στον αγροτικό τομέα εντοπίζονται στις αρχές του 20ού αιώνα με την εισαγωγή αρχικά του σιδερένιου αλετριού (περ. 1910-1915), ταυτόχρονα σχεδόν στον ορεινό και τον πεδινό χώρο, και τη χρήση των πρώτων χημικών λιπασμάτων (περ. 1928) και των πρώτων ατμοκίνητων αλωνιστικών μηχανών την ίδια εποχή. Η πρώτη Μεταπολεμική περίοδος ξεκίνησε διαφορετικά για τις ορεινές και τις πεδινές κοινότητες, δίνοντας ένα προβάδισμα στις δεύτερες με τον ταχύτερο και πληρέστερο εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα. Τα πρώτα μηχανοκίνητα τρακτέρ ήρθαν στον κάμπο το 1947 και οι θεριστικές μηχανές το 1950, σε αντίθεση με τα ορεινά, όπου τα πρώτα τρακτέρ χρησιμοποιήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και οι θεριστικές μηχανές από το 1965. Από τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε η πλήρης εκμηχάνιση της γεωργίας, κυρίως από την περιοχή της Κωπαΐδας, με την επένδυση ιδιωτικών και συνεταιριστικών κεφαλαίων.

Κατά την Προπολεμική και τη Μεταπολεμική περίοδο, πριν από τη γενικευμένη εκμηχάνιση της γεωργίας και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, σημειώθηκε έντονη εποχιακή μετακίνηση εργατικού δυναμικού από τις ορεινές κοινότητες, τις κοντινές (Μέγαρα, Βίλια) αλλά και τις απομακρυσμένες περιοχές (Θεσσαλία, Ευρυτανία), προς τις πεδινές περιοχές (Κωπαΐδα, Τανάγρα, Σχηματάρι, Πυρί, Δομβραίνα, Ελλοπία κ.α.) για τις αγροτικές εργασίες (θέρος δημητριακών, βοτάνισμα, σκάλισμα, συγκομιδή βαμβακιού, ελιών κ.ά.).

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξένο εργατικό δυναμικό που προέρχεται από βαλκανικές και ασιατικές χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πακιστάν, Ινδία, Μπανγκλαντές κ.ά.) απασχολείται και σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ο ακριβής αριθμός των οικονομικών μεταναστών που εργάζονται στην περιοχή δεν είναι γνωστός, αλλά ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία (ΕΣΥΕ) οι αλλοδαποί στο δήμο Θηβαίων το 1991 ήταν 472 άτομα και το 2001 ήταν 2.411 άτομα, αλλά σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες ο αριθμός των αλλοδαπών στην πόλη της Θήβας κυμαίνεται μεταξύ 4.000 και 5.000, ενώ στο δήμο Θηβαίων φτάνει τα 8.000 άτομα.

Η εικόνα της αγροτικής Βοιωτίας σημαδεύεται αφενός από την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, αφετέρου από τη σταδιακή εκμηχάνιση της γεωργίας από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (από το 1950) και από τις αλλαγές που επήλθαν στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).

3. Η κτηνοτροφία

Ο άλλος σημαντικός πρωτογενής τομέας της Βοιωτίας, η κτηνοτροφία, αποτέλεσε με τη γεωργία ένα δίπολο συμβίωσης, το οποίο διακρίνεται από στοιχεία συμπληρωματικότητας και ανταγωνιστικότητας ως προς τη διεκδίκηση των εδαφών. Η ιστορία της βοιωτικής γης φέρει έντονα τη σφραγίδα της μετακίνησης και εγκατάστασης (προσωρινής ή μόνιμης) νομαδικών και ημινομαδικών κτηνοτροφικών ομάδων (Αρβανίτες, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι). Η περιοχή της Κωπαΐδας, ο κάμπος της Λιβαδειάς και της Θήβας, οι παραλίμνιες εκτάσεις (Υλίκη, Παραλίμνη) αποτέλεσαν επιλεγμένους τόπους για την εγκατάσταση των κτηνοτρόφων καθώς διέθεταν, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, πλούσια χλωρίδα και ευνοϊκό κλίμα. Λίγο πριν αλλά, κυρίως, μετά τον πόλεμο, άρχισαν να αγοράζουν γεωργική γη και να εγκαθίστανται μόνιμα είτε στους υπάρχοντες οικισμούς (όπως π.χ. Αλίαρτος, Θήβα, Μουρίκι, Κάστρο κ.ά.) είτε δημιουργώντας νέους οικισμούς (Διόνυσος, Τσουκαλάδες, Ούγγρα κ.ά).

Η κτηνοτροφία, εκτός από τους μετακινούμενους ποιμενικούς πληθυσμούς, αποτελούσε σημαντική οικονομική δραστηριότητα κυρίως για τις ορεινές κοινότητες του νομού (Δερβενοχώρια, Πλαταιές, Αγία Άννα, Άγιος Γεώργιος, Κυριάκι, Ελικώνας, Ακραίφνιο, Κόκκινο κ.ά.), η οποία στήριζε και τον αυτοκαταναλωτικό χαρακτήρα της οικονομίας. Τα κοπάδια των αιγοπροβάτων μετακινούνται (στα χειμαδιά και τα θερινά βοσκοτόπια) είτε μέσα στα όρια της κοινότητας (οικόσιτη, χωρική ή κοπαδιάρικη κτηνοτροφία), είτε προς τα ορεινά (ευθεία μεταβατική κτηνοτροφία) είτε προς τα πεδινά και τα παράλια (αντίστροφη μεταβατική κτηνοτροφία).

Η κτηνοτροφία στηριζόταν κυρίως στην οικιακή ομάδα, στο πλαίσιο της οποίας γίνονταν όλες οι εργασίες για την εκτροφή του κοπαδιού και την παραγωγή και εμπορία των προϊόντων μέσα από ένα σαφή καταμερισμό εργασίας κατά φύλο και ηλικία. Τα αρσενικά μέλη ασχολούνταν με όλες τις εργασίες του κοπαδιού όσον αφορά τόσο την εκτροφή όσο και τη διαχείριση των βοσκοτόπων και των παραγόμενων προϊόντων. Οι γυναίκες ασχολούνταν κυρίως με το άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού, αλλά και τη βοσκή του κοπαδιού. Τα παιδιά από την ηλικία των 7-8 χρόνων απασχολούνταν με το φύλαγμα και το άρμεγμα του κοπαδιού. Τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ η κτηνοτροφία έχει διατηρήσει τον οικογενειακό χαρακτήρα της, η ενεργή συμμετοχή των οικονομικών μεταναστών έχει ελευθερώσει εργατικά χέρια (κυρίως γυναίκες και παιδιά).

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολεμικής περιόδου, η τύχη της κτηνοτροφίας επηρεάστηκε από τις σημαντικές αλλαγές που σημειώθηκαν στο γαιοκτητικό καθεστώς (διανομή εθνικών γαιών, διάλυση τσιφλικιών, απαλλοτρίωση μοναστηριακών γαιών), στο καλλιεργητικό σύστημα (εκμηχάνιση, λιπάσματα, αγρανάπαυση, αμειψισπορά) και στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο άσκησης της κτηνοτροφίας (ενοικιοστάσιο, φορολογία, επιδότηση).

Η δραματική μείωση της κτηνοτροφίας οφείλεται στις αλλαγές του τρόπου άσκησής της (ένσταυλη, εντατική), στην εντατικοποίηση της γεωργίας, στη δέσμευση της γης για βιομηχανικές δραστηριότητες και στην αστικοποίηση του τρόπου ζωής. Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ (2003-2006) αναφέρουν 3.400 πρόβατα «νομαδικά», 3.200 πρόβατα και 900 γίδια «κοπαδιάρικα», καθώς και 790 γιδοπρόβατα οικόσιτα.

Το αγροτικό βοιωτικό τοπίο παρουσιάζει κατά τη Νεότερη περίοδο ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη των μεταλλαγών εξαιτίας των μεγάλων και έντονων ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Η μεγαλύτερη αλλαγή στο βοιωτικό τοπίο σημειώθηκε με την αποξήρανση της Κωπαΐδας. Ωστόσο η γειτνίαση της Βοιωτίας με το μεγάλο αθηναϊκό κέντρο υποβάλλει τη βοιωτική γη σε ρόλο τροφοδότη (νερό, κηπευτικά, βιομηχανικά είδη), γεγονός που επιφέρει έντονες και συνεχείς αλλαγές και μεταμορφώσεις στο αστικό και στο αγροτικό τοπίο.

Πάντως, παρά τη δημιουργία σημαντικών δημόσιων έργων (Νέα Εθνική οδός, αεροδρόμιο Τανάγρας, υδροηλεκτρικός σταθμός Υλίκης, υδρευτικό κανάλι Μόρνου), τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων ιδιαίτερα την περίοδο 1961-1981 και την εκβιομηχάνιση που έχει συντελεστεί από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα στη Βοιωτία (περιοχές Οινοφύτων, Αντίκυρας, Θήβας, Λιβαδειάς, Θίσβης κ.λπ.) η γεωργία και η κτηνοτροφία, που διατηρούν μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της οικογενειακής και μικροεπιχειρηματικής εκμετάλλευσης, εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία και στην κοινωνική εξέλιξη της περιοχής.