Παραγωγή και εμπόριο μεταξιού στη Βοιωτία του Ύστερου Μεσαίωνα και των Οθωμανικών χρόνων

1. Η παραγωγή μεταξιού τη Βυζαντινή περίοδο

Βιοτεχνίες μεταξιού είχαν αναπτυχθεί στην Κωνσταντινούπολη και στις βυζαντινές επαρχίες πριν από την άφιξη των σταυροφόρων το 1204. Σημαντικά κέντρα παραγωγής μεταξιού ήταν η Θήβα, η Κόρινθος, η Πάτρα, η Εύβοια και η Άνδρος, όπου παραγόταν το εξάμιτον, ένα ανθεκτικό, γυαλιστερό μεταξωτό ύφασμα με διαγώνια ύφανση, που περιείχε έξι νήματα. Η Θήβα, στην ανατολική Βοιωτία, θεωρούνταν στο δυτικό Βυζάντιο του 12ου αιώνα το κύριο κέντρο παραγωγής υψηλής ποιότητας μεταξωτών υφασμάτων, για τη βαφή των οποίων χρησιμοποιούνταν πορφύρα από θαλάσσια μαλάκια. Η μεγάλη ποσότητα οστράκων πορφύρας που απαιτούνται για την παραγωγή μιας μικρής ποσότητας βαφής (το πορφυρό χρώμα), η εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την προετοιμασία της βαφής, καθώς και η διαδικασία βαφής του μεταξιού στη Θήβα, κατέστησαν το μεταξωτό ύφασμα ένα προϊόν υψηλού κόστους, η παραγωγή του οποίου επιδοτούνταν από τον αυτοκράτορα.

Οι βυζαντινές γραπτές πηγές (όπως ο ποιητής Ιωάννης Τζέτζης, 1110-1180) μιλούν για τις επιδέξιες υφάντρες, χαμηλής αλλά και υψηλής κοινωνικής τάξης, στη βιοτεχνία παραγωγής μεταξιού της Θήβας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ο Νορμανδός βασιλιάς Ρογήρος Β΄ της Σικελίας κατέλαβε τη Θήβα το 1147, έστειλε στο Παλέρμο μεγάλο αριθμό επιδέξιων μεταξουργών, ανάμεσά τους και πολλούς Εβραίους. Σύμφωνα με τον Εβραίο περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, ο οποίος επισκέφτηκε τη Θήβα γύρω στα 1160, η θηβαϊκή μεταξουργία γρήγορα ανέκαμψε έπειτα από αυτό το γεγονός και αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο. Η φραγκική κατάκτηση του 1204 δεν είχε αρνητικές συνέπειες για τη θηβαϊκή μεταξουργία, η οποία επιβίωσε και συνέχισε να αναπτύσσεται κατά το 14ο αιώνα, παράγοντας υψηλής ποιότητας μετάξι, το οποίο εξήγε στη δυτική Ευρώπη και την Αίγυπτο.

2. Παραγωγή και εμπόριο μεταξιού τον Ύστερο Μεσαίωνα

Αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, η Θήβα δυσκολευόταν να συναγωνιστεί τις αναπτυσσόμενες μεταξουργίες της Λούκας (Lucca) και της Βενετίας σε ποσότητα και ποιότητα ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα, η θηβαϊκή μεταξουργία αποτελούσε τη σημαντικότερη πηγή οικονομικών πόρων της Βοιωτίας κατά το 13ο αιώνα. Ο εύφορος κάμπος της Βοιωτίας και ο αυξανόμενος πληθυσμός της κατά τις πρώτες δεκαετίες του Ύστερου Μεσαίωνα συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων πέραν της αναγκαίας ποσότητας για τη διαβίωση του πληθυσμού· το σιτάρι, για παράδειγμα, ήταν πιθανότατα εξαγώγιμο προϊόν, μαζί με την κεραμική και τα μεταξωτά υφάσματα, μέσω των λιμανιών της Λιβαδόστρας και της Στείριδας. Παράλληλα, το Νεγροπόντε (Χαλκίδα) στη γειτονική Εύβοια αποτελούσε το μεγαλύτερο λιμάνι για την εξαγωγή του θηβαϊκού μεταξιού και άλλων προϊόντων. Η περιοχή γύρω από το λιμάνι της Χαλκίδας λειτουργούσε επίσης και ως ζώνη αλιείας για τους αλιείς οστράκων πορφύρας, που χρησίμευαν για τη γνωστή πορφυρή βαφή των μεταξιών της Θήβας. Το γεγονός ότι αλιείς πορφύρας υπήρχαν επίσης στη Γυάρο (νησί του Αιγαίου, ανάμεσα στην Άνδρο και την Κέα) λίγο μετά το 1208, σύμφωνα με το Μιχαήλ Χωνιάτη, δείχνει ότι τα μεταξωτά νήματα πιθανόν συνέχιζαν να βάφονται με πορφύρα στη Θήβα τα πρώτα χρόνια μετά το 1204. Ωστόσο, το υψηλό κόστος για την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων βαμμένων με πορφύρα και η αδυναμία των Λατίνων αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης να υποστηρίξουν την εκτεταμένη χρήση αυτής της διαδικασίας βαφής (όπως έκαναν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες πριν από το 1204) σταδιακά οδήγησαν στη μερική χρήση φθηνότερων βαφών, ως υποκατάστατο για την πορφύρα.

Πρόσφατες έρευνες πεδίου του Archibald Dunn έδειξαν ότι η Θίσβη (Καστόριον) πιθανόν αποτελούσε ένα από τα κέντρα που συνδέονται με την παραγωγή μεταξιού στη μεσαιωνική Βοιωτία. Τα ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα βιοτεχνικού χαρακτήρα στη Θίσβη, καθώς και η τοποθεσία της με το φυσικό της λιμάνι, δείχνουν ότι η μεσαιωνική πόλη άκμασε εν μέρει χάρη στην αυτοκρατορική και εμπορική παραγωγή μεταξιού και συνέβαλε στην ευρύτερη άνθηση της βαφής και του εμπορίου μεταξιού στη δυτική ακτή της Βοιωτίας.

Αν και δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη μουριών στη Βοιωτία κατά την Ύστερη Μεσαιωνική περίοδο, είναι πολύ πιθανό ότι υπήρχαν και ανήκαν σε αγρότες και φεουδάρχες στα χωριά, προφανώς για την εκτροφή κουκουλιών μεταξοσκώληκα και το ξετύλιγμα των ινών του μεταξιού. Η ύπαρξη του λεγόμενου αγροτικού μονόσπιτου στη Βοιωτία ήδη από το 13ο και το 14ο αιώνα ενδεχομένως έχει σχέση και με πιθανή χρήση του για την οικιακή παραγωγή ινών μεταξιού, καθώς η μακρά πλευρά του σπιτιού πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλη για την εκτροφή μεταξοσκώληκα.

2.1. Ο ρόλος των Ιταλών εμπόρων

Είναι γνωστό ότι τα εμπορικά προνόμια που παραχωρήθηκαν στους Βενετούς σε όλη τη διάρκεια του 11ου και του 12ου αιώνα οδήγησαν σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα, με τη σαφή κυριαρχία των Λατίνων και του ιταλικού εμπορίου στο Αιγαίο. Οι Βενετοί έμποροι ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στη Θήβα ήδη από τον 11ο αιώνα και συνέχισαν να είναι παρόντες κατά το 13ο αιώνα, διευρύνοντας τη δραστηριότητά τους με τη συμμετοχή τους στην παραγωγή και το εμπόριο μεταξιού. Σύμφωνα με τον Jacoby, η πετυχημένη δραστηριότητα της θηβαϊκής μεταξουργίας ώθησε πολλούς Δυτικούς επενδυτές να τη στηρίξουν μετά το 1204. Αντίθετα, η παρουσία Γενουατών στη Θήβα μαρτυρείται μόνο μετά τη λατινική κατάκτηση, όταν γύρω στα 1240 εμφανίζονται ως επιχειρηματίες στην πόλη, χρηματοδοτώντας τη λειτουργία εργαστηρίων μεταξιού. Η συνθήκη του 1204 ανάμεσα στη Γένουα και τον άρχοντα της Αθήνας Γκυ ντε λα Ρος Α΄ για την ελεύθερη εξαγωγή θηβαϊκών μεταξωτών υφασμάτων αποκαλύπτει ότι οι Γενουάτες έμποροι χρηματοδοτούσαν κάποια τοπικά εργαστήρια μεταξιού για να παράγουν υφάσματα για λογαριασμό τους, ενώ πιθανόν παράγγελναν μεταξωτά υφάσματα και από άλλους παραγωγούς. Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί ότι οι Γενουάτες έμποροι, έχοντας τη δυνατότητα να παρατηρήσουν τη δουλειά των Θηβαίων τεχνητών, καθώς και τα μηχανήματα και τα προϊόντα τους, ίσως έπαιξαν ρόλο στη μεταφορά της τεχνογνωσίας παραγωγής μεταξιού από τη Θήβα σε άλλα κέντρα παραγωγής μεταξιού, όπως η Λούκα της Ιταλίας.

Ο βαθμός συνεργασίας ανάμεσα στους Βυζαντινούς άρχοντες της Θήβας και τους Βενετούς και Γενουάτες εμπόρους δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα με ακρίβεια στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Φαίνεται πάντως ότι η συμμετοχή των πρώτων στο εμπόριο μεταξιού μετά το 1204 μειώθηκε απότομα. Επίσης, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που ενδεχομένως να αναφέρονται αναλυτικά σε τοπικά εργαστήρια μεταξιού, τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της βιομηχανίας μεταξιού, ή στην παρουσία συντεχνιών των εργατών μεταξιού. Η βυζαντινή παράδοση των τοπικών παζαριών πιθανόν συνέχισε να υπάρχει στον Ύστερο Μεσαίωνα και πρέπει να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προώθηση του θηβαϊκού μεταξιού στην τοπική και διεθνή αγορά, όπως άλλωστε συνέβη με τα τοπικά παζάρια στην Πελοπόννησο, όπου το 1296 ένας Έλληνας από τη Μεγάλη Αράχοβα πουλούσε μετάξι στο παζάρι της Βέρβενας.

Είναι γεγονός ότι τα θηβαϊκά μεταξωτά υφάσματα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην ύστερη μεσαιωνική Ιταλία. Ο Jacoby, στη μελέτη του για την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων στη λατινική Ελλάδα, απαριθμεί μια σειρά από αναφορές σε θηβαϊκό μετάξι που αποκτήθηκε από σημαντικούς ανθρώπους στην υστερομεσαιωνική Ελλάδα και τη Δύση: Για τη στέψη του Γκυ ντε λα Ρος Β΄, δούκα της Αθήνας (που πραγματοποιήθηκε στη Θήβα το 1294), όλοι οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι αγόρασαν πολύτιμα ενδύματα, κυρίως μεταξωτά, τα οποία πιθανόν προμηθεύτηκαν από τη Θήβα. Σε μια απογραφή του 1369 από την Αβινιόν αναφέρονται τέσσερα κομμάτια κόκκινου και δύο κομμάτια λευκού θηβαϊκού εξάμιτου. Σε μια άλλη απογραφή του 14ου αιώνα από τα αρχεία του Γάλλου βασιλικά Καρόλου Ε΄ (1364-1380) αναφέρεται ένα κόκκινο εξάμιτο από τη Θήβα. Μια απογραφή του 1387 αναφέρει ένα κόκκινο σατέν ύφασμα (επίσης παραγόταν στη Θήβα), το οποίο χρησιμοποιούνταν στις ταπετσαρίες και τα παραπετάσματα στα δωμάτια του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Στ΄.

3. Παραγωγή μεταξιού την Οθωμανική περίοδο

Την Οθωμανική περίοδο, από το 15ο αιώνα και αργότερα, η παραγωγή μεταξωτού υφάσματος συνεχίστηκε, όχι όμως τόσο εντατικά όσο τη Μεσαιωνική εποχή. Σύμφωνα με τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα (tahrir defterleri), η οικονομία των πόλεων της Θήβας και της Λιβαδειάς στη Βοιωτία (κυρίως με ελληνικό πληθυσμό) γνώρισε ανάπτυξη. Για παράδειγμα, η μεγάλη επαρχία (καζάς) της Θήβας παρήγε αρκετό σιτάρι, ελαιόλαδο, κρασί, βαμβάκι και μετάξι. Τα ελληνικά χωριά στη Βοιωτία ήταν συγκεντρωμένα γύρω από το βουνό Ελικώνας στη δυτική Βοιωτία και είχαν στη διάθεσή τους πολύ λίγη αλλά εύφορη γη για την καλλιέργεια σιταριού. Επομένως, σύμφωνα και με τους οθωμανικούς καταλόγους, τα ελληνικά χωριά ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή ελαιόλαδου, κρασιού, μελιού και υφασμάτων (και μεταξωτών). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές πόλεις της Αθήνας και της Θήβας που παρήγαν λάδι και υφάσματα ανέπτυξαν επίσης βιομηχανία σαπουνιού και βαφών. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι η πρώιμη περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας στη Βοιωτία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ανάπτυξη της αστικής και αγροτικής οικονομίας.

Την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στη συγκρότηση των φορολογικών κατάστιχων του 1506 και του 1570 σημειώθηκε τεράστια αύξηση (διπλασιασμός) στην παραγωγή βαμβακιού, κρασιού και μεταξιού. Πολλά ελληνικά χωριά (όπως η Παναγιά στην Κοιλάδα των Μουσών) επικεντρώθηκαν στην παραγωγή κρασιού και μεταξιού στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Από τα τέλη του 16ου αιώνα και αργότερα, η παραγωγή μεταξιού στη Βοιωτία φαίνεται να μειώνεται σταδιακά με την άνοδο των τσιφλικιών. Τα τσιφλίκια χρησιμοποιούνταν κυρίως για την παραγωγή προϊόντων που προορίζονταν για εμπόριο στο πλαίσιο του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος.