Πανοπεύς (Αρχαιότητα)

1. Θέση και Ιστορία

Η πόλη ήταν χτισμένη σε κομβικό σημείο, πάνω στην Φωκική μεθόριο με την Βοιωτία, ελέγχοντας τα περάσματα προς τη Βοιωτία, την ενδοχώρα της Φωκίδας και την βόρεια Ελλάδα.

Παρόλο που ο περιηγητής Παυσανίας τον 1ο αιώνα π. Χ. περιγράφει τον Πανοπέα της εποχής του ως ένα ταπεινό συνοικισμό από καλύβες, χωρίς δημόσια κτήρια, η πόλη αυτή φαίνεται πως ήκμασε κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους και μέχρι την Ελληνιστική εποχή. Ο Όμηρος αναφέρει τον Πανοπέα αρκετές φορές. Σύμφωνα με τον ποιητή, στον Πανοπέα βρισκόταν ο τάφος του γίγαντα Τιτυού, από τον Πανοπέα καταγόταν ο Επειός, που κατασκεύασε τον Δούρειο Ίππο, σε αυτή την «φημισμένη πόλη», όπως λέει, κατοικούσε ο Σχέδιος ένας από τους δύο αρχηγούς των Φωκέων στην εκστρατεία της Τροίας. Ένδειξη της σπουδαιότητας της αρχαίας αυτής πόλης αποτελεί και το επιβλητικό τείχος που σώζεται σε καλή κατάσταση μέχρι σήμερα.

Παρά τις ισχυρές οχυρώσεις, ο Πανοπέας καταστράφηκε αρκετές φορές στην αρχαιότητα. Τον 6ο αιώνα π.Χ. καταστράφηκε από τον στρατό του Ξέρξη, το 346 π. Χ. από τον Φίλιππο στο τέλος του α’ ιερού πολέμου. το 198 π.Χ. από τους από τους Ρωμαίους υπό τον Φλαμινίνο Tίτο Κόιντο και τέλος το 86 π.Χ. από τον στρατό του Μιθριδάτη. Φαίνεται πως μετά από την τελευταία αυτή καταστροφή δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά του ακμή. Κατά τα υστεροβυζαντινά πιθανόν χρόνια στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης χτίζεται πύργος και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις κατοίκησης.

2. Τοπωνύμιο

Το τοπωνύμιο είναι γνωστό στις αρχαίες πηγές ως Πανοπεύς (Όμηρος, Ιλιάδα Ρ, 306-308· Ηρόδοτος VIII, 34· Πλούταρχος, Σύλλας, 16· Στράβων Γεωγρ. IX,3,14· Παυσανίας 10.3.1.8), αλλά και ως Φανοτεύς (Θουκυδίδης 4, 89· Στράβων, Γεωγρ. IX,3,14· Πολύβιος 5,96,4· Hellenica Oxyrhynchia XΙΙΙ,5), και πιο σπάνια Πανόπη ή Φανότεια (Στεφ. Βυζάντιος s.v. Πανόπη και Φανότεια).
Το όνομα Πανοπεύς ετυμολογείται ως «αυτός που επιβλέπει τα πάντα» και αυτό το όνομα είναι το πλέον κατάλληλο για αυτή την πόλη στη μεθόριο της Φωκίδας πάνω σε σημαντικούς οδικούς άξονες.

3. Μυθολογία

Η περιοχή αναφέρεται συχνά ως τόπος που διαδραματίστηκαν σημαντικά μυθολογικά γεγονότα, όπως επίσης και ως τόπος κατοικίας σημαντικών ηρώων και ανθρώπων.

Πολλές είναι οι αναφορές στη μυθολογία για τον Πανοπέα και αρκετές φορές γίνεται λόγος για αυτόν στα Ομηρικά έπη, υποδηλώνοντας την μεγάλη σημασία της πόλης στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους.

Σύμφωνα με τη μυθολογία οι κάτοικοι της πόλης κατάγονταν από τους πολεμοχαρείς και ανδρειωμένους Φλεγύες. Οι Φλεγύες ήταν κάτοικοι αρχικά του Ορχομενού, ωστόσο λόγω των λεηλασιών και των καταστροφών που προξενούσαν στην γύρω περιοχή εξοντώθηκαν από τον Απόλλωνα και όσοι από αυτούς διασώθηκαν κατέφυγαν στην Φωκίδα.

Ιδρυτής της πόλης σύμφωνα πάντα με την μυθολογία ήταν ο Πανοπέας, γιός του γενάρχη των Φωκέων, Φώκου. Ο Πανοπέας ήταν ένας από τους κυνηγούς του Καλυδώνιου Κάπρου και συμμετείχε επίσης στην εκστρατεία του Αμφιτρύωνα κατά των Τηλεβόων. Ο γιός του Πανοπέα, ο Επειός, που συμμετείχε στην Τρωική εκστρατεία, υπήρξε ο κατασκευαστής του Δούρειου Ίππου. Την κόρη του Πανοπέα, Αίγλη, ερωτεύεται ο βασιλιάς των Δωριέων της Οίτης αλλά τελικά την παντρεύεται ο Θησέας, ύστερα από θεϊκή εντολή και εγκαταλείπει για χάρη της την Αριάδνη στη Νάξο.

Σύμφωνα με τον Όμηρο ο βασιλιάς Φωκέων, Σχεδίος, κατοικούσε στον «ονομαστό» Πανοπέα επιβεβαιώνοντας τις αρχαιολογικές ενδείξεις ότι κατά τα γεωμετρικά χρόνια η πόλη ήταν ακμάζουσα και στρατηγικής σημασίας.
Ένας άλλος βασιλιάς της πόλης, ο Στρόφιος, παραδίδεται πως νυμφεύεται την αδελφή του Αγαμέμνονα, Αναξιβία και από αυτό το γάμο γεννιέται ο Πυλάδης.

Στον Πανοπέα μας πληροφορεί επίσης ο Όμηρος (Οδ. λ. 508 αλλά και Στράβων, Γεωγ. ΙΧ. 422) πως κατοικούσε ο ξακουστός τιτάνας, Τιτυός τον οποίο σκότωσε ο Απόλλων, όταν ο τιτάνας επιτέθηκε στην Λητώ.

Ο Παυσανίας αναφέρει πως υπήρχε στον Πανοπέα ο τάφος του Τιτυού, τύμβος διαμέτρου περίπου 65 μέτρων, υποδηλώνοντας το μέγεθος του τρομερού αυτού Τιτάνα. Κατά τον ίδιο περιηγητή στη χαράδρα δίπλα στον Πανοπέα βρίσκονταν πέτρες που ήσαν υπολείμματα του πηλού από τον οποίο ο Προμηθέας έπλασε τους ανθρώπους και γι’ αυτό το λόγο οι λίθοι αυτοί είχαν ανθρώπινη οσμή.

4. Αρχαιολογικά τεκμήρια - μνημεία

Παλαιότερες έρευνες στην περιοχή αναφέρουν ενδείξεις κατοίκησης στους πρωτοελλαδικούς, μεσοελλαδικούς και υστεροελλαδικούς χρόνους καθώς και υπολείμματα προϊστορικών οχυρώσεων. Με τις νεότερες έρευνες δεν βρέθηκαν επαρκή στοιχεία για να τεκμηριώσουν εκτεταμένο οικισμό κατά τους προϊστορικούς χρόνους, ωστόσο προέκυψαν πολλά τεκμήρια που αποδεικνύουν ότι ή πόλη βρίσκονταν σε ακμή κατά τα γεωμετρικά χρόνια, συμπέρασμα που συνάδει με τις πολλές αναφορές στον Πανοπέα στα ομηρικά κείμενα.

Κατά τα αρχαϊκά, κλασικά και ελληνιστικά χρόνια η πόλη ήταν στρατηγικής σημασίας καθόσον βρισκόταν στα σύνορα της Φωκίδας με τη Βοιωτία και έλεγχε τρεις βασικούς οδικούς άξονες. Ο σημαντικότερος οδικός άξονας, τον οποίο η πόλη επόπτευε, ήταν αυτός στα βόρεια, ο οποίος διερχόταν την κοιλάδα του φωκικού Κηφισού και στην ουσία ένωνε την βόρεια με τη νότια Ελλάδα. Ο Πανοπέας έλεγχε όμως και τα δύο περάσματα προς την ενδοχώρα της Φωκίδας, το ένα στα δυτικά που οδηγούσε μέσω της Δαύλειας στη σχιστή οδό κοντά στο σημερινό Δίστομο καθώς και το άλλο, ανατολικά της πόλης, που οδηγούσε και αυτό στη σχιστή οδό μέσω των βορειοανατολικών υπωρειών του Ελικώνα, περνώντας από το σημερινό χωριό Τσουκαλέικα.

Με τόσο στρατηγική θέση, δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι πολιορκήθηκε και καταστράφηκε πολλές φορές κατά τους ιστορικούς χρόνους. Το 480 π.Χ. κάηκε από τον Ξέρξη κατά την κάθοδο του στην Ελλάδα, το 395 π.Χ. πολιορκήθηκε από τους Βοιωτούς και καταλήφθηκε τμήμα της πόλης, το 346 π.Χ. με το τέλος του τρίτου ιερού πολέμου, καταστρέφεται στη συνέχεια του ψηφίσματος των Αμφικτιονιών. Το 198 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους υπό τον Φλαμινίνο Tίτο Κόιντο και το 86-85 π.Χ. καταστρέφεται από τον Αρχέλαο κατά τον Α΄ Μιθριδατικό Πόλεμο. Φαίνεται πως μετά από την τελευταία αυτή καταστροφή δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά του ακμή.

Μια τόσο στρατηγική θέση φυσικό είναι να υποστηρίζεται και από σημαντικές οχυρώσεις. Τα τείχη του αρχαίου Πανοπέα, που διατηρούνται σε πολλή καλή κατάσταση και σε κάποια σημεία σώζονται σχεδόν σε όλο τους το ύψος, αποτελούν ένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα δείγματα αρχαίας τειχοποιίας.

Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών φαίνεται πως κατασκευάστηκε σε μια χρονική περίοδο, πιθανότατα στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., κατά τον τρίτο ιερό πόλεμο, βάση ενός μελετημένου σχεδίου. Η φιλοσοφία οχύρωσης της πόλης βασίστηκε στην εκμετάλλευση των φυσικών απόκρημνων πλαγιών σε συνδυασμό με ισχυρές οχυρώσεις και πύργους στα ευπρόσβλητα σημεία. Το μεγαλύτερο σωζόμενο ύψος στα τείχη φτάνει τα 7,5 μέτρα, στο κέντρο της νότιας πλευράς. Σε άλλα σημεία, όπως στη νοτιοδυτική πλευρά, το ύψος του τείχους ήταν μικρότερο καθόσον οικοδομήθηκε πάνω σε υψηλούς απότομους βράχους. Η κατασκευή του τείχους είναι ιδιαίτερα επιμελημένη, με ισόδομη τοιχοποιία, που σε κάποιες περιπτώσεις παραλλάσσει σε πολυγωνική ανάλογα με το μέγεθος των λίθων που ήταν διαθέσιμοι στην γύρω περιοχή. Το συνολικό πάχος του τείχους είναι 2,5 μ αποτελούμενο δύο εξωτερικούς τοίχους και γέμισμα από μικρότερους λίθους και λατύπη.

Τα τείχη προστατεύουν δύο περιοχές, την ακρόπολη στο ανώτερο τμήμα όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα κτήρια της πόλης και την βόρεια κλιτύ, όπου πιθανόν σε περιόδους πολιορκίας προστατεύονταν οι χωρικοί και τα κοπάδια τους.

Η ακρόπολη, το υψηλότερο σημείο του λόφου, αποτελείται από δύο πλατώματα, μέγιστου ύψους 340 και 320 μ αντίστοιχα. Σε παλαιότερες έρευνες έχει υποστηριχθεί ότι αυτές οι δύο περιοχές χωρίζονταν μεταξύ τους με διατείχισμα.

Η νότια πλευρά της ακρόπολης προστατευόταν από ισχυρές οχυρώσεις και πύργους. Στη νότια πλευρά σώζεται επίσης σε εξαιρετική κατάσταση και μια από τις πύλες του τείχους. Η πύλη αυτή ανοίχθηκε σε αυτό το σημείο εξαιτίας μιας φυσικής εσοχής στο βραχώδες ανάγλυφο που την προστατεύει από τους επιτιθέμενους. Η είσοδος τέμνει λοξά το τείχος ακολουθώντας την πορεία του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν αλλά και αποτρέποντας την ευθεία προσβολή της από πολιορκητικούς κριούς. Στο εσωτερικό μέρος της σώζονται ακόμα οι υποδοχές για τις αμπάρες των θυρών.

Μια δεύτερη πύλη διατηρείται στην δυτική πλευρά της ακρόπολης. Η πύλη αυτή είναι πιο επιβλητική και πρέπει να ήταν η βασική είσοδος στη ακρόπολη καθόσον οδηγούσε σε οδικούς άξονες στα δυτικά και στα νεκροταφεία της πόλης στις απέναντι πλαγιές. Για τη δημιουργία της πύλης αυτής το τείχος ενισχύεται εσωτερικά ενώ στο εσωτερικό της διαμορφώνονται εκατέρωθεν δύο εσοχές για τις ανάγκες της φρουράς.

Την ύπαρξη πυλίδας, που δεν έχει σωθεί, στην βόρεια πλευρά, υποδηλώνουν αναθηματικές κόγχες και ο λαξευμένος στο βράχο δρόμος. Η μια από αυτές τις κόγχες ήταν αφιερωμένη στον Ηρακλή και ανατέθηκε από κάποιο Δέξιο από την Αθήνα στα μέσα του 4ο αιώνα π. Χ. Μια δεύτερη κόγχη σώζει την επιγραφή ΔΟΝΑΤΩΝ και κατά μία άποψη αναφέρεται σε κάποιο γένος της πόλης, τα μέλη του οποίου έκαναν την αφιέρωση.

Στο κέντρο της βόρειας πλευράς, όπου οι ψηλοί βράχοι ήταν εξαιρετικά απόκρημνοι, δεν οικοδομήθηκε οχύρωση ενώ ανατολικότερα στην βόρεια επίσης πλευρά σώζεται τμήμα πολύ παλαιότερης οχύρωσης, με αδρά λαξευμένους ογκόλιθους και χωρίς πύργους. Η οχύρωση αυτή που η χρονολόγηση της είναι προς το παρόν δύσκολη αλλά πιθανόν να τοποθετείται στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε στον 4ο αιώνα π.Χ., όταν ισχυρές οχυρώσεις συνεχίστηκαν κάτω από αυτήν, στην πλαγιά και περιέλαβαν και την βόρεια κλιτύ μέχρι τα όρια του σύγχρονου οικισμού του Αγ. Βλασίου.

Από τις νεότερες έρευνες διαπιστώθηκε πως η αρχαία πόλη βρισκόταν σκαρφαλωμένη στον απόκρημνο λόφο, γύρω από το τείχος και εντός αυτού, γεγονός φυσικό εάν αναλογιστούμε ότι επρόκειτο για μια πόλη της μεθορίου, εκτεθειμένη στις επιδρομές εχθρικών στρατών. Εντός της ακρόπολης εντοπίστηκαν πολλά ίχνη κατασκευών, φαίνεται πως τα κυριότερα δημόσια κτήρια και σημαντικές ιδιωτικές οικίες βρίσκονταν στα πλατώματα εντός των τειχών της ακρόπολης. Πολλά άνδηρα και κατάλοιπα ιδιωτικών οικιών εντοπίστηκαν ωστόσο και στο διάσελο ακριβώς νότια του τείχους και επιβεβαιώνεται ο Παυσανίας που αναφέρει πως οι κάτοικοι «ἐνταῦθα οἰκοῦσιν ἐπὶ χαράδρᾳ».

Τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης βρίσκονταν σε συστάδες κυρίως στις πλαγιές δυτικά αλλά και σποραδικά στα βόρεια, στον κάμπο. Κατά το έτος 2003 ανασκάφηκαν ταφές του 5ου αιώνα και πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ. Τα ευρήματα από αυτές τις ανασκαφές εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Χαιρώνειας.

Στους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη παρακμάζει, ο περιηγητής Παυσανίας, περιγράφει έναν ταπεινό οικισμό από καλύβες, χωρίς δημόσια κτήρια που όμως φέρει ακόμα την ονομασία της πόλης λόγω του ενδόξου παρελθόντος.

Στα υστεροβυζαντινά χρόνια οικοδομείται στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης πύργος και υπάρχουν ενδείξεις περιορισμένης κατοίκησης.

Στους πρόποδες της αρχαίας ακρόπολης, βρίσκεται το σημερινό χωριό του Αγ. Βλασίου, με περίπου τριακόσιους κατοίκους, στην πλειοψηφία τους αγρότες.