1. Οχυρωμένες πόλεις και κάστρα
Λόγω της αποσπασματικότητας των διατηρημένων λειψάνων και εξαιτίας των περιορισμένων ερευνών σχετικά με την οχύρωση και την οργάνωση των βυζαντινών πόλεων και των οικισμών που εξακολούθησαν να υφίστανται στη θέση αρχαίων οχυρωμένων πόλεων, η εικόνα μας για αυτούς είναι έως ένα βαθμό ασαφής. Σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται ότι οι αρχαίες πόλεις συνέχισαν να κατοικούνται και τη Βυζαντινή εποχή με επισκευές και ενίσχυση των αρχαίων τειχών, όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν. Στο εσωτερικό των περιβόλων, αλλά και έξω από αυτούς, εντοπίζονται λείψανα κατοίκησης, ερείπια ναών και σε κάποιες περιπτώσεις, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1460), η ανέγερση πύργου στο κέντρο της ακρόπολης. Κεντρικός πύργος κατασκευάζεται και σε μικρότερης έκτασης κάστρα που χτίζονται την ίδια περίοδο για τον έλεγχο οδών, όπως λ.χ. στο κάστρο Βερβά. Οπωσδήποτε η επισκευή και η συμπλήρωση της υφιστάμενης οχύρωσης επέβαλε περιορισμούς στη μεσαιωνική πόλη ως προς το μέγεθος, τη θέση των πύργων, των πυλών κ.λπ.
Στη Θήβα θεωρείται ότι ο τειχισμένος πυρήνας της πόλης κατά τους Βυζαντινούς χρόνους εξακολουθούσε να είναι η Καδμεία, εκτός της οποίας, ωστόσο, φαίνεται ότι η πόλη εξαπλώθηκε κατά τον 11ο-12ο αιώνα.
Οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων αποκάλυψαν στο λόφο της Καδμείας πολλά τμήματα της μεσαιωνικής οχύρωσης, τα οποία γενικά θεωρούνται ότι ανήκουν στην περίοδο της Φραγκοκρατίας και διέρχονταν από σημεία παλαιότερων οχυρώσεων. Το γεγονός ότι πλέον σχεδόν κανένα σημείο της οχύρωσης, αρχαίας ή βυζαντινής, δεν έχει διατηρηθεί ορατό, εκτός από το «φράγκικο» πύργο (εικ. 1) στα βόρεια και από έναν άλλο πύργο στα νότια της Καδμείας (πύργος ιδιοκτησίας Κτιστάκη), θα πρέπει να αποδοθεί στην επαναχρησιμοποίηση του οικοδομικού υλικού τους. Οι θέσεις των πύργων της μεσαιωνικής οχύρωσης της Καδμείας αντιστοιχούν στις θέσεις των αρχαίων πυλών της πόλης.
Ο λεγόμενος «φράγκικος» πύργος ή πύργος Saint Omer, ορθογώνιας κάτοψης και διαστάσεων 13,60 x 16 μ., ύψους 12 μ. και με πάχος τοίχων 3 μ., με δύο ορθογώνιες καμαροσκεπείς αίθουσες στο ισόγειο (εικ. 2), περικλείεται σήμερα από τον αύλειο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θήβας. Αποτελούσε τμήμα του κάστρου της Καδμείας, που σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως χτίστηκε από το Nicolas Β΄ de Saint Omer μετά το 1287. Λίγο νοτιότερα στην Καδμεία οι ανασκαφές έφεραν στο φως τμήμα του ανακτόρου του ίδιου ηγεμόνα, το οποίο καταστράφηκε από τους Καταλανούς πιθανώς το 1331· γι’ αυτό το ανάκτορο γνωρίζουμε ότι έφερε τοιχογραφικό διάκοσμο με μάχες των σταυροφόρων στη Συρία και απεικονίσεις κάστρων της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Το κάστρο της Λιβαδειάς δεσπόζει και σήμερα πάνω από την πόλη. Από την παλαιότερη οχύρωση έχει εντοπιστεί οικοδομική φάση των χρόνων του Ιουστινιανού (6ος αιώνας) στο κατώτερο τμήμα του πύργου της βορειοανατολικής γωνίας του κάστρου, ενώ κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο χρονολογούνται τμήματα του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου και κάποιες επισκευές στον πύργο που προαναφέρθηκε. Η τοιχοποιία της περιόδου είναι από αργολιθοδομή και τεμάχια πλίνθων και είναι ενισχυμένη με ξυλοδεσιές. Το τείχος προστάτευε την οχυρωμένη πόλη, έξω από την οποία φαίνεται ότι αναπτύχθηκε ένα ανοχύρωτο προάστιο.
Η Λιβαδειά (εικ. 3 και 4) απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κατά την περίοδο της Καταλανοκρατίας (1311-1388). Μεγάλο μέρος των οχυρώσεων του κάστρου ανήκουν στην περίοδο αυτή. Τότε κατασκευάστηκαν οι δύο οχυρωματικοί περίβολοι που ενισχύθηκαν με πύργους και προτειχίσματα, ένα οχύρωμα με παρακείμενο κτηριακό συγκρότημα-κατοικία του διοικητή, καθώς και το τείχος στην κορυφή του λόφου.
Στις πόλεις όπου εντοπίζονται επισκευές αρχαίου τείχους και ενίοτε επέκτασή τους εκτός των τειχών περιλαμβάνονται η Χαιρώνεια, η Άμβροσσος (σημ. Δίστομο), οι Θεσπιές (που τη Βυζαντινή εποχή μετονομάστηκαν σε Ερημόκαστρο) και το επίνειό τους Σίφες (σημ. Αλυκή), οι Πλαταιές, η Στείριδα και η Αντίκυρα· η τελευταία κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο επεκτάθηκε εκτός των ελληνιστικών τειχών της, και για την προστασία του ομώνυμου κόλπου χτίστηκαν εκείνη την εποχή το κάστρο της Βουρλιάς και οχυρωμένος οικισμός στη χερσόνησο Μούντα, στην άλλη πλευρά του κόλπου. Ίχνη κατοίκησης και οχύρωσης έχουν εντοπιστεί στα νησιά του κόλπου της Αντίκυρας Δασκαλειό και Τσαρούχι, ενώ ανάλογα λείψανα οχύρωσης της Παλαιοχριστιανικής περιόδου υπάρχουν και στο νησί Κουβέλι, στον κόλπο της Δομβραίνας.
Συχνά στους οικισμούς που οχυρώνονται ως κάστρα μεταξύ των οικιστικών εγκαταστάσεων και των ναών υψώνεται πύργος. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση λ.χ. της Δαύλειας, που απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κατά την περίοδο της Καταλανοκρατίας, στην Εύτρηση, στο Πάνακτο και ίσως στην Κορώνεια. Ανάλογη διαμόρφωση παρατηρείται στον Υψηλάντη, όπου υπάρχουν και ίχνη περιβόλου που περικλείουν οικίες και μικρό ναό, και στο Άρμα (πρώην Σπαχήδες), στην κορυφή του λόφου Δρίτσα και στη θέση αρχαίας πόλης, όπου εντοπίζεται ερειπωμένο κάστρο πιθανώς της περιόδου της Φραγκοκρατίας (στη βάση του λόφου σώζονται λείψανα τείχους και στην κορυφή του τα ερείπια ενός πύργου).
Κατά την Καταλανοκρατία αναφέρεται ότι στη θέση του αρχαίου Ακραιφνίου (Καρδίτσα, La Cardaniça) είχε οργανωθεί γαιοδεσποτεία που ανήκε στην οικογένεια των Puigpardines, αλλά δεν έχουν σωθεί κατάλοιπα του κάστρου. Στην περιοχή του σημερινού Νεοχωρίου Θεσπιών, κοντά στη Θήβα, υπήρχε το φέουδο Neopleu με κάστρο, που παραχωρήθηκε από το Φρειδερίκο Γ΄ στον ιερωμένο Φραγκίσκο Locansa το 1367.
Στην κορυφή του λόφου της μονής Οσίου Λουκά υπήρχε κάστρο, πιθανώς Μεσαιωνικών χρόνων, το οποίο χτίστηκε στη θέση παλαιότερης οχύρωσης. Σώζονται οι τέσσερις πλευρές του τείχους, στην τοιχοποιία του οποίου περιλαμβάνεται ασβεστοκονίαμα και πλινθία.
Στα δυτικά του σημείου της διασταύρωσης της νέας οδού προς Δελφούς με το δρόμο για το Δίστομο σώζονται τα ερείπια του κάστρου-οχυρού Βερβά, που ανήκει πιθανώς στην περίοδο της Καταλανοκρατίας. Διατηρούνται τα κατάλοιπα οχύρωσης με τετράγωνο πύργο κατοπτεύσεως στο κέντρο και λείψανα αναλημματικών τοίχων σε όλη την πλαγιά. Η είσοδος στο οχυρό ήταν από τη δυτική πλευρά. Τα σωζόμενα λείψανα θυμίζουν το κάστρο στο λόφο του Οσίου Λουκά. Τέλος, ερείπια μεσαιωνικού οχυρωματικού περιβόλου του κάστρου του Κορυνού, μέγιστων διαστάσεων 90 x 50 μ., διατηρούνται 3 χλμ. νότια του χωριού Πράσινο.
2. Πύργοι
Όπως φαίνεται και στο χάρτη της εικ. 5, στη Βοιωτία, όπως και σε άλλες περιοχές του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, λ.χ. την Εύβοια, αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ένα δίκτυο οχυρών πύργων, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις (πύργος Αλιάρτου, Λιβαδόστρας/Riva d’ostria, Υψηλάντη ή Πέτρας) σώζονται σε μεγάλο ύψος (14-15 μ.). Οι πύργοι μπορούσαν να έχουν περισσότερους από έναν όροφο (πύργοι Υψηλάντη, Λιβαδόστρας, Δαύλειας κ.ά.) και διέθεταν είσοδο στο επίπεδο του πρώτου ορόφου ή και ψηλότερα, ή μπορούσαν να έχουν μόνο ισόγειο και έναν όροφο και η είσοδος βρισκόταν στο ισόγειο. Γενικά, οι διαστάσεις τους είναι παρόμοιες, η τοιχοποιία τους είναι αξιοσημείωτα ομοιόμορφη (εικ. 6) και η διακόσμηση των όψεων και άλλων στοιχείων της κατασκευής τους γενικά απουσιάζει, στοιχεία που δυσχεραίνουν έναν ακριβέστερο χρονολογικό προσδιορισμό στην οικοδόμησή τους. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι μόνο στον πύργο της Τανάγρας σώζονται τα ίχνη οξυκόρυφου παραθύρου. Ενίοτε, υφιστάμενοι αρχαίοι πύργοι συμπληρώθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά τη Φραγκοκρατία (πύργος στη Θίσβη και στη Χαιρώνεια), όπως φαίνεται από τη διαφοροποίηση στην τοιχοποιία τους. Γενικά, επειδή οι πύργοι δε διέθεταν σύστημα ύδρευσης, θεωρείται ότι δεν είχαν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν μακρόχρονη επίθεση.
Οι πύργοι πρέπει να κάλυπταν πολλαπλές λειτουργίες και να μην είχαν όλοι τον ίδιο ρόλο. Έτσι, ήταν παρόδιοι, δηλαδή χτισμένοι πάνω σε κεντρικούς οδικούς άξονες για κατόπτευση της περιοχής, όπως λ.χ. στο Θούριο, είτε παράκτιοι, στα κυριότερα λιμάνια, όπως λ.χ. στην Αντίκυρα ή στη Λιβαδόστρα, αλλά και στις όχθες λιμνών, όπως οι πύργοι της Υλίκης και της Παραλίμνης, είτε εντάσσονταν στον ιστό μικρών οικισμών-χωριών, όπως λ.χ. στο Καπαρέλλι/Μελισσοχώρι. Όσον αφορά την τελευταία περίπτωση πύργων, οι P. Lock και J. Bintliff θεωρούν ότι οι πύργοι αυτοί αντιπροσωπεύουν κατοικίες κατώτερων Φράγκων φεουδαρχών, και τα σημεία όπου αυτοί ιδρύονταν πρέπει να συνδεθούν περισσότερο με τη θέση των αγροτικών ιδιοκτησιών τους και των εξαρτημένων χωριών, που τους απέδιδαν φόρους, και λιγότερο με την επικοινωνία ή τη συνδυασμένη άμυνα της περιοχής. Μάλιστα η επιλογή της καλύτερης και πιο οχυρής θέσης για την κατασκευή του πύργου μπορούσε να οδηγήσει στη μετακίνηση του εξαρτώμενου οικισμού, όπως λ.χ. στην περίπτωση της Άσκρης-Ζαράτοβας.
Τέσσερις πύργοι που μας ήταν γνωστοί έχουν σήμερα καταστραφεί· πρόκειται για τους πύργους στην ακρόπολη του Γλα, της Αγίας Μαρίνας, του Σχηματαρίου, ο οποίος καταστράφηκε κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και της Αντίκυρας, που καταστράφηκε τη δεκαετία του 1960 προκειμένου να κατασκευαστεί στην ίδια θέση το εργοστάσιο της ΠΕΣΙΝΕ. Ο πύργος της Υλίκης καλύφθηκε από το νερό μετά την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και την παροχέτευση των υδάτων στην Υλίκη στα τέλη του 19ου αιώνα· το πάνω μέρος του γίνεται ορατό στο δυτικό άκρο της χερσονήσου «Κληματαριά», όταν υποχωρεί η στάθμη του νερού.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις πύργων που ενσωμάτωσαν βυζαντινούς ναούς, όπως ο πύργος του Αγίου Θωμά στο ομώνυμο χωριό, ο οποίος ενσωμάτωσε ναό του 12ου αιώνα, και ο σταυρόσχημος πύργος στο μετόχι του Οσίου Λουκά στην Αντίκυρα, που ενσωμάτωσε διώροφο ναό του 11ου αιώνα· ο τελευταίος έχει συνδεθεί με τη συλλογή δασμών κατά το 14ο αιώνα.
3. Οχυρωμένες μονές
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην οχύρωση σημαντικών μονών της Βοιωτίας, της μονής Οσίου Λουκά και της μονής Σαγματά. Οι μονές, χτισμένες σε ορεινές, απομονωμένες θέσεις, προστατεύονται από περίβολο, σε επαφή με τον οποίο διατάσσονται τα κελιά και άλλα βοηθητικά κτήρια. Στους σωζόμενους περιβόλους των μονών αυτών επισημαίνονται στοιχεία οχυρωματικού χαρακτήρα, γνωστά από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, όπως η τραπεζοειδούς σχήματος κάτοψη, η διαμόρφωση διαβατικών στις εισόδους και η ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του συγκροτήματος με πύργους.