1. Εισαγωγή
Το Ακραίφνιο βρίσκεται στη βορειοανατολική Βοιωτία, σε ιδιαίτερα πλεονεκτική γεωγραφική θέση, στα βορειοδυτικά της λίμνης Υλίκης και στην ανατολική πλευρά του κωπαϊδικού πεδίου, το οποίο προέκυψε από την αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας στα τέλη του 19ου αιώνα. Η θέση του σημερινού οικισμού ταυτίζεται με την αρχαία βοιωτική πόλη Ακραιφία (Ακραιφίαι ή Ακραίφιον), η οποία άρχισε να αναπτύσσεται από τον 8ο αι. π.Χ. και γνώρισε μεγάλη ακμή κυρίως τους Κλασικούς και τους Ελληνιστικούς χρόνους. Μετά το 1204 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Καρδίτσα και περιλήφθηκε στο δουκάτο των Αθηνών.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στο νότιο άκρο του οικισμού του Ακραιφνίου, στις υπώρειες του λόφου Βίγλιζα ή Σκοπιά, όπου σώζονται εκτεταμένα κατάλοιπα της αρχαίας ακρόπολης δύο οικοδομικών φάσεων, του 4ου αι. π.Χ. και των Ελληνιστικών χρόνων. Στη θέση του χριστιανικού μνημείου εκτιμάται ότι προϋπήρχε ο αρχαίος ναός του Διονύσου.
2. Ο ναός – Ίδρυση
Ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία του Αγίου Γεωργίου είναι η γραπτή κτητορική επιγραφή η οποία διατηρείται στο εσωτερικό του, στο μέτωπο του αρκοσολίου, που διαμορφώνεται στο κέντρο του νότιου τοίχου. Στους οκτώ στίχους της επιγραφής αναφέρεται ότι ο ναός, όπου τιμάται η μνήμη του «αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου», κτίστηκε «διά συνεργίας και πόθου πολλού» από τον «καβαλάρη μησέρ Αντόνη τε Φλάμα», το έτος 1311. Από την ίδια επιγραφή συμπεραίνεται επίσης ότι το κτίσμα ανήκε σε μοναστήρι –πιθανότατα αποτελούσε καθολικό–, καθώς μνημονεύονται ως ανακαινιστές του ο ιερομόναχος και καθηγούμενος Γερμανός και ο ιερομόναχος Νικόδημος, χωρίς ωστόσο να είναι εύκολο να διαπιστωθεί η ακριβής σχέση τους με τον κτήτορα «Αντόνη τε Φλάμα».
Ο κτήτορας του ναού, που προφανώς είναι θαμμένος στο αρκοσόλιο του νότιου τοίχου, είναι ο γνωστός από τις πηγές Antoine le Flamenc, ο οποίος, την ίδια χρονιά που ανεγέρθηκε ο ναός, στις 15 Μαρτίου 1311, έλαβε μέρος στη μάχη που διεξήχθη στον Αλμυρό της Μαγνησίας ανάμεσα στους Καταλανούς και τους Φράγκους κυριάρχους της νότιας Ελλάδας με επικεφαλής το δούκα των Αθηνών Gautier de Brienne. Η ταπεινωτική ήττα των Φράγκων στη μάχη του Αλμυρού υπήρξε καθοριστική, καθώς σηματοδότησε την αρχή της ηγεμονίας των Καταλανών στην περιοχή, που έγιναν έκτοτε οι νέοι κυρίαρχοι του δουκάτου των Αθηνών. Ο Antoine le Flamenc υπήρξε ένας από τους λιγοστούς ιππότες που πολέμησαν στο πλευρό των Φράγκων και επέζησαν από αυτή τη φονική μάχη, καθώς το όνομά του συναντάται σε μεταγενέστερες της μάχης γραπτές πηγές. Παλαιότερα μάλιστα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι προέβη στην ανέγερση του ναού θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για τη σωτηρία του προς τον προστάτη των στρατιωτικών άγιο Γεώργιο, του οποίου η λατρεία είναι ευρέως διαδεδομένη ανάμεσα στους πιστούς τόσο του ορθόδοξου όσο και του καθολικού δόγματος. Ανεξάρτητα από το κίνητρο του κτήτορα, εκείνο που έχει ξεχωριστή σημασία είναι ότι ένας Φλαμανδός στην καταγωγή χορηγός ανέλαβε τη δαπάνη για την ανέγερση ενός κτίσματος που ακολουθεί εξ ολοκλήρου βυζαντινά πρότυπα· αυτό το γεγονός αποκαλύπτει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ώσμωση που σταδιακά επήλθε μεταξύ των ετερόδοξων πληθυσμών στις περιοχές του ελλαδικού χώρου οι οποίες μετά το 1204 περιήλθαν σε Δυτικούς ηγεμόνες.
2.1. Αρχιτεκτονική
Ο ναός του αγίου Γεωργίου έχει σήμερα κάπως δυσανάλογο όγκο, ο οποίος οφείλεται στον ιδιαίτερα τονισμένο κατά μήκος άξονά του, που προέκυψε με την προσθήκη –στο δυτικό τμήμα του αρχικού κτίσματος του 1311– ενός νάρθηκα και ενός εξωνάρθηκα σε δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις· έτσι το συνολικό μήκος του ναού ξεπερνά τα 20 μ. Η αρχική μορφή του έχει αλλοιωθεί και με επιμέρους μεταγενέστερες ανακατασκευές και επεμβάσεις.
Στην αρχική φάση του 1311 χρονολογείται ο κυρίως ναός που ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου με τρούλο ναού. Στην ανατολική πλευρά του κυρίως ναού προσκολλάται το τριμερές Ιερό Βήμα, που απολήγει σε τρεις τρίπλευρες εξωτερικά αψίδες, από τις οποίες η κεντρική έχει μεγαλύτερο πλάτος από τις δύο πλάγιες. Το όλο κτήριο έχει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, με γενικές εξωτερικές διαστάσεις 9,90 x 9,73 μ., χωρίς να υπολογίζονται οι κόγχες του τριμερούς Βήματος. Ο τρούλος, που υψώνεται στο σημείο της διασταύρωσης των κεραιών του σταυρού, έχει διάμετρο 2,45 μ. και αποτελεί πιθανότατα μεταγενέστερη ανακατασκευή. Έχει κυλινδρικό τύμπανο και διατρυπάται από τέσσερα μονόλοβα παράθυρα. Στηρίζεται μέσω τόξων και σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερις μαρμάρινους, επιχρισμένους σήμερα κίονες που επιστέφονται από ιωνικά κιονόκρανα και ακόσμητα επιθήματα. Τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται με χαμηλές ασπίδες, ενώ το τριμερές Ιερό Βήμα καλύπτεται, ως συνήθως, με επιμήκεις καμάρες. Στο εσωτερικό του ναού, κατά μήκος των δύο πλάγιων τοίχων και σε αντιστοιχία με τους κίονες που στηρίζουν τον τρούλο, διαμορφώνονται τέσσερις παραστάδες που προεξέχουν ελαφρά και εξυπηρετούν τεκτονικές ανάγκες, ενισχύοντας τα σημεία όπου μεταβιβάζεται το βάρος των θόλων.
Ο νάρθηκας στο δυτικό τμήμα του ναού, μήκους περίπου 3,50 μ., προστέθηκε σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, η οποία, αν και δεν έχει προσδιοριστεί από τους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το μνημείο, δε φαίνεται να απέχει χρονικά πολύ από το έτος ανέγερσης του κυρίως ναού. Έχει τριμερή διάταξη που αποτυπώνεται στη διαφορετική κάλυψη των θόλων: το κεντρικό τμήμα καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα που στηρίζεται σε δύο εγκάρσια τόξα, ενώ τα δύο πλάγια με ελλειπτικούς θόλους.
Σε μια τρίτη οικοδομική φάση, πιθανότατα του τέλους του 19ου αιώνα, προστέθηκε στο δυτικό τμήμα του νάρθηκα ένας ευρύχωρος ξυλόστεγος εξωνάρθηκας με κάπως ακανόνιστη τραπεζιόσχημη κάτοψη –οι εξωτερικές διαστάσεις του είναι περίπου 7 x 7,70 μ.– και καλύπτεται με ξύλινη δικλινή κεραμοσκέπαστη στέγη.
Επιπλέον επεμβάσεις και ανακατασκευές στην πορεία των αιώνων, ορισμένες από τις οποίες αποκαταστάθηκαν στο πλαίσιο αναστηλωτικών εργασιών της δεκαετίας του 1960, έχουν προκαλέσει σημαντικές αλλοιώσεις στην αρχική μορφή του μνημείου. Οι κυριότερες από αυτές αφορούν την ανακατασκευή των στεγών του κυρίως ναού και του νάρθηκα, την προσθήκη προστώου από μπετόν πάνω από τη δυτική είσοδο του εξωνάρθηκα, την προσθήκη καλοκτισμένων αντηρίδων κατά μήκος του βόρειου και του ανατολικού τοίχου –σήμερα παραμένουν στη θέση τους οι τέσσερις στο βόρειο τοίχο–, τη διεύρυνση των αρχικών παραθύρων στις δύο πλάγιες κεραίες του σταυρού με μεγαλύτερα ορθογώνια και τη διάνοιξη θύρας στο νότιο τοίχο του Ιερού Βήματος. Επίσης στο εσωτερικό του ναού προστέθηκε μεγάλο κτιστό τέμπλο, ενώ το δάπεδο καλύφθηκε με πλακίδια.
Η τοιχοποιία ολόκληρου του μνημείου είναι ακανόνιστη και χαρακτηρίζεται από την ευρεία χρήση μεγάλων λαξευμένων λίθων, που προέρχονται από αρχαία κτίσματα της περιοχής. Η επιλογή των αρχαίων λίθων έχει γίνει με ιδιαίτερη επιμέλεια στα εξέχοντα σημεία του, όπως για παράδειγμα στο ανώτερο μέρος της κεντρικής κόγχης του ιερού ή πάνω από το κλεισμένο σήμερα κυκλικό παράθυρο του δυτικού αετώματος του εξωνάρθηκα, όπου έχουν εντοιχιστεί ακόμα και ολόκληρες κλασικές επιτύμβιες στήλες. Ξεχωριστής σημασίας επίσης είναι οι εντοιχισμένες επιγραφές που χρονολογούνται στον 1ο αι. μ.Χ. και αναφέρονται στον Επαμεινώνδα Επαμεινώνδου, έναν ευκατάστατο κάτοικο της αρχαίας Ακραιφίας, ο οποίος κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση στην περιοχή. Η τοιχοποιία του αρχικού κτίσματος του 1311 σε ορισμένα εξέχοντα σημεία, όπως για παράδειγμα στο ανατολικό τμήμα ή στο ανώτερο τμήμα των πλάγιων τοίχων, τουλάχιστον όπως μπορεί να διαπιστωθεί κάτω από τα νεότερα επιχρίσματα, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιμέλεια, καθώς ακολουθεί το αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Επιπλέον, παρατηρείται η σποραδική χρήση κεραμοπλαστικού διακόσμου κυρίως στο ανατολικό τμήμα του ναού (οδοντωτό γείσο στη στέψη της κεντρικής κόγχης, οδοντωτή ταινία στις τρεις κόγχες του ιερού, πλίνθινο τόξο στο δίλοβο παράθυρο της κεντρικής κόγχης κ.ά.).
2.2. Τοιχογραφίες
Στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Γεωργίου διατηρούνται τρία στρώματα τοιχογραφιών, εκ των οποίων τα δύο πρώτα, αν και περιορισμένα σε έκταση, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Οι τοιχογραφίες του πρώτου στρώματος είναι σύγχρονες με τη σωζόμενη επιγραφή του 1311, καθώς εντοπίζονται στην καμάρα του αρκοσολίου, όπου βρίσκεται ο τάφος του κτήτορα Antoine le Flamenc. Αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, το 1987, κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης, και περιλαμβάνουν δύο μορφές αγγέλων εμπνευσμένων από την Αποκάλυψη, που αρμόζουν με την ταφική χρήση του χώρου. Οι δύο άγγελοι, αν και περιλαμβάνονται στο εικονογραφικό πρόγραμμα του τάφου ενός Λατίνου χορηγού, ακολουθούν τις τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής που επικρατούν στο Βυζάντιο στις αρχές του 14ου αιώνα.
Στο δεύτερο στρώμα ανήκει η παράσταση του προφήτη Ηλία που αποκαλύφθηκε ομοίως κατά τη διάρκεια των εργασιών του 1987, κάτω από την υπερκείμενη παράσταση των Τριών Ιεραρχών του τρίτου στρώματος, στο ανατολικό τμήμα του νότιου τοίχου. Η εξαιρετική μορφή του προφήτη Ηλία αποδόθηκε από τη Χ. Κοιλάκου στο καλλιτεχνικό εργαστήριο των Θηβαίων ζωγράφων Γεωργίου και Φράγγου Κονταρή του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα, που μέχρι σήμερα η δράση του ήταν γνωστή από ενυπόγραφα έργα, τα οποία όμως εντοπίζονται όλα έξω από τη Βοιωτία, κυρίως στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αυτοί οι δύο ζωγράφοι, μαζί με τον επίσης Θηβαίο Φράγγο Κατελάνο –και αυτός είναι γνωστός μόνο μέσα από τοιχογραφικά σύνολα που βρίσκονται εκτός της Βοιωτίας– κατέχουν εξέχουσα θέση στη ζωγραφική του 16ου αιώνα και αποτελούν τους εκπροσώπους μιας σχολής που είχε ονομαστεί παλαιότερα, λόγω της καταγωγής τους, «σχολή των Θηβών». Η σύνδεση της παράστασης του προφήτη Ηλία με τους αδερφούς Κονταρή και στη συνέχεια η απόδοση από τη Χ. Κοιλάκου στο ίδιο εργαστήριο μιας σειράς τοιχογραφικών συνόλων σε γειτονικές του Ακραιφνίου περιοχές διεύρυναν τον κύκλο των μνημείων της γενέτειράς τους στα οποία έχουν εργαστεί οι δύο ζωγράφοι.
Το τρίτο στρώμα είναι περισσότερο εκτεταμένο και διατηρείται με αρκετές φθορές και επιζωγραφίσεις στο χώρο του Ιερού Βήματος, καθώς και στον κυρίως ναό και συγκεκριμένα στον τρούλο, στην ανατολική καμάρα, στο κατώτερο τμήμα των δύο πλευρικών τοίχων και στο μεταγενέστερο κτιστό τέμπλο. Περιορισμένης έκτασης τοιχογραφίες διατηρούνται και στα κατώτερα μέρη του νάρθηκα, ενώ στην άλλοτε εξωτερική κόγχη που διαμορφώνεται πάνω από την κύρια είσοδο στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα –σήμερα βρίσκεται εντός του εξωνάρθηκα– εικονίζεται ο επώνυμος άγιος του ναού ως έφιππος δρακοντοκτόνος. Οι τοιχογραφίες του τρίτου στρώματος έχουν χρονολογηθεί από τη Χ. Κοιλάκου στις πρώτες τρεις δεκαετίες μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και έχουν αποδοθεί σε άγνωστο ζωγράφο, ο οποίος αυτή την περίοδο εμφάνισε έντονη δραστηριότητα στην περιοχή της Βοιωτίας.
3. Περιβάλλων χώρος και εργασίες αποκατάστασης
Ο περιβάλλων χώρος του μνημείου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε όλη την έκτασή του είναι συγκεντρωμένα αρχαία γλυπτά από την περιοχή, ενώ στη νοτιοδυτική γωνία του διατηρούνται λείψανα αρχαίου τείχους από μεγάλους πωρόλιθους. Σε μικρή απόσταση από το βόρειο τοίχο του ναού σώζεται καμπαναριό πιθανότατα των Υστεροβυζαντινών χρόνων, που έχει τη μορφή ψηλού κυλινδρικού πύργου, με κατεστραμμένο το ανώτερο τμήμα του. Στην ίδια εποχή ανήκει πιθανότατα και το τμήμα του λιθόκτιστου περιβόλου που διατηρείται στο βόρειο τμήμα του.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ευλαβικό αφιέρωμα του Antoine le Flamenc, αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Βοιωτίας, που μαρτυρεί τη συνύπαρξη των ετερόδοξων πληθυσμών με τους ντόπιους κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας της περιοχής. Στο μνημείο ξεκίνησαν πρόσφατα εργασίες αποκατάστασης με χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ, οι οποίες πρόκειται να φέρουν στο φως σημαντικά στοιχεία τόσο για την ιστορία και την αρχιτεκτονική του όσο και για τις τοιχογραφίες που διατηρούνται στο εσωτερικό του.