Βοιωτική μυθολογία

1. Εισαγωγή

Η Βοιωτία, διάσπαρτη με κατάλοιπα πολυάριθμων αρχαίων οικισμών και μνημείων, αποτέλεσε την κοιτίδα όπου γεννήθηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους και ονομαστότερους αρχαίους ελληνικούς μύθους, κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα πλήθος μυθολογικών παραδόσεων, άλλες με τοπικό χαρακτήρα και άλλες με πανελλήνια απήχηση. Η ίδια συμμετέχει, άλλωστε, με πρωταγωνιστικό τρόπο σε όλα τα μεγάλα «γεγονότα» που διηγούνταν οι μύθοι, μέσα από διηγήσεις στις οποίες πρωτοστατούν μερικές από τις γνωστότερες μορφές του ελληνικού πανθέου και της μυθολογίας. Γενεαλογίες ηρώων και αλληλουχίες γεγονότων ξεδιπλώνονται γλαφυρά, συνδέοντας τους βοιωτικούς αυτούς μύθους μεταξύ τους αλλά και με αντίστοιχους άλλων περιοχών, δημιουργώντας έτσι μια άρρηκτη συνέχεια στη μυθολογική αφήγηση και την εξέλιξη των πραγμάτων.

Πολλές από τις βοιωτικές μυθολογικές αφηγήσεις άρχισαν ίσως να διαμορφώνονται κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους από περιφερόμενους αοιδούς που τραγουδούσαν «κλέα ανδρῶν» στις αυλές των τοπικών ανακτόρων της Θήβας και του Ορχομενού, για τους ήρωες που ξεχώρισαν σε μεγάλα κυνήγια και φονικές μάχες ή για εκείνους που πρωταγωνίστησαν σε μακρινές εκστρατείες, αλλά και σε ιστορίες για τον βίο και τα ήθη θεών και ανθρώπων. Στις διηγήσεις αυτές συμμετέχουν κυρίως η Θήβα και ο Ορχομενός, τα δύο παλαιότερα, σπουδαιότερα και με σημαντικότερη διαχρονικά ιστορία, κέντρα, ενώ πολύ συχνά εμφανίζονται συμπληρωματικά και άλλες μικρότερες θέσεις της περιοχής.

Οι παλαίφατοι αυτοί βοιωτικοί μύθοι, ιστορούμενοι κάποτε σε χαμένα σήμερα κομμάτια του επικού κύκλου, όπως η Θηβαΐς, η Μινυάδα, η Ευρωπία και η Οιδιπόδεια, αλλά και γνωστοί στον Όμηρο και τον Ασκραίο Ησίοδο, διατηρήθηκαν από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα, με τους αρχικούς τους πυρήνες σε μια συνεχή διαδικασία διεύρυνσης και εμπλουτισμού με νέα στοιχεία, εξυπηρετώντας έτσι διάφορες σκοπιμότητες ανάλογα με τις επιδιώξεις των κατά καιρούς φορέων τους για σύνδεση με το ηρωικό παρελθόν. Στο γεγονός αυτό οφείλονται, άλλωστε, και οι πάμπολλες παραλλαγές τους, με τις οποίες αυτοί είναι σήμερα γνωστοί.

Στοιχεία βοιωτικής μυθολογίας υπάρχουν σε πολλούς αρχαίους συγγραφείς, όπως στον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Εκαταίο, τον Έφορο, τον Ελλάνικο, τον Φιλόχορο, τον Απολλόδωρο τον Ρόδιο, τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και τον περιηγητή Παυσανία. Αυτοί όμως που ανύψωσαν στοιχεία τους σε πανανθρώπινα ιδανικά, «παιδεύοντας» τους συγχρόνους τους, αλλά και όλες τις μετέπειτα γενεές, ήταν ουσιαστικά οι τρεις μεγάλοι τραγικοί του 5ου αι. π.Χ., οι οποίοι τους περιέβαλλαν με τη δύναμη της καλλιτεχνικής τους έκφρασης, δημιουργώντας κάποια από τα απαράμιλλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ανά τους αιώνες. Και μαζί με αυτούς οι αρχαίοι αγγειογράφοι, που φιλοτέχνησαν με τους βοιωτικούς μύθους ορισμένα από τα πιο εξαίσια δημιουργήματά τους.

Τέτοιοι φημισμένοι στην αρχαιότητα βοιωτικοί μύθοι ήταν οι μύθοι του Ηρακλή, του μεγαλύτερου ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και άρχισε τη δράση του στη Θήβα, αλλά και εκείνοι του Οιδίποδα και των υπολοίπων μελών του πολύπαθου γένους των Λαβδακιδών, όπως και αυτοί των Νιοβιδών, των δεκατεσσάρων δηλαδή παιδιών της Νιόβης, κόρης του Ταντάλου και συζύγου του Αμφίονα, που θανατώθηκαν από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη για την ύβρη των γονιών τους κατά της μητέρας των δύο θεών Λητούς. Ομοίως, ιδιαίτερα αγαπητοί βοιωτικοί μύθοι ήταν εκείνος του Ακταίονα, του φημισμένου κυνηγού, τον οποίο κατασπάραξαν τα σκυλιά του, παρακινημένα από την Άρτεμη, επειδή αυτός την είδε να λούζεται γυμνή σε μια πηγή του Κιθαιρώνα, καθώς και του Πενθέα, του μυθικού βασιλιά της Θήβας, που διαμελίστηκε από την μητέρα του, Αγαύη, και τις μαινάδες επειδή αντιτάχθηκε στην εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου. Ένας τέτοιος μύθος ήταν και αυτός της Πρόκνης και της Φιλομήλας που μεταμορφώθηκαν σε πουλιά, κυνηγημένες από τον θράκα Τηρέα στις δασωμένες πλαγιές του Παρνασσού, στην περιοχή της αρχαίας φωκικής και νυν βοιωτικής πόλης της Δαύλειας.

Ιδιαίτερη, ωστόσο, σημασία έχει η θέση και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Βοιωτίας σε όλους τους μύθους που περιγράφουν τις μεγάλες πανελλήνιες εκστρατείες που συνέβησαν κατά το μυθικό παρελθόν, γύρω από τις οποίες περιπλέκονται πολυάριθμοι άλλοι τοπικοί μύθοι. Αρχικά, στην Αργοναυτική εκστρατεία, όντας η ίδια αφετηρία του μύθου, καθώς από το έδαφός της ξεκίνησαν ο Φρίξος και η Έλλη καβάλα στο χρυσόμαλλο κριάρι που τους μετέφερε στην Κολχίδα, και, παράλληλα, συνεισφέροντας στο σύλλογο των ηρώων που περιέβαλλαν τον Ιάσονα δύο από τα σημαντικότερα πρόσωπα του μύθου, τον μεγάλο ήρωα Ηρακλή, αλλά και τον κυβερνήτη της Αργούς Τύφη. Ακολουθώντας κανείς τη χρονολογική σειρά των μεγάλων αυτών «γεγονότων», συναντά τη Βοιωτία ως προορισμό των δύο διαδοχικών εκστρατειών των Αργείων βασιλιάδων εναντίον της Θήβας, της πρώτης των «Επτά» και της δεύτερης των «Επιγόνων» τους, ενώ διαπιστώνει ότι μεγάλο μέρος του στρατού των Αχαιών στον πόλεμο της Τροίας προερχόταν από βοιωτικές πόλεις, μια από τις οποίες, η Αυλίδα, αποτέλεσε και το σημείο συγκέντρωσης του στόλου, πριν αυτός αποπλεύσει για την Τροία.

Οι βοιωτικοί μύθοι, με βάση τον κεντρικό πυρήνα της θεματολογίας τους, μπορούν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

Α) Ιδρυτικοί μύθοι – μυθικές βασιλικές γενεαλογίες.

Β) Μύθοι που σχετίζονται με τη ζωή και τη δράση θεών και ηρώων. Τέτοιες μυθολογικές διηγήσεις αποτέλεσαν την αφορμή για την εγκαθίδρυση διαφόρων λατρειών, ενώ πλήθος τοπωνυμίων έχει την προέλευσή του σε αυτές.


2. Ιδρυτικοί μύθοι – μυθικές βασιλικές γενεαλογίες

Στην πρώτη κατηγορία μύθων που απαρτίζουν την αρχαία βοιωτική μυθολογία ανήκουν αυτοί που δικαιολογούν την καταγωγή του γένους των Βοιωτών, αλλά και την ίδρυση και επωνυμία των πόλεων της Βοιωτίας. Έτσι, κατά την παράδοση που ακολουθεί ο Παυσανίας, επώνυμος των Βοιωτών θεωρούταν ο ήρωας Βοιωτός, γιος του Ίτωνου και της Μελανίππης. Ο Ίτωνος ήταν γιος του Αμφικτύωνα και αυτός, με τη σειρά του, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ενώ η Μελανίππη θεά του κάτω κόσμου. Άλλη παράδοση αναφέρει ως πατέρα του Βοιωτού τον Ποσειδώνα, τον μεγαλύτερο θεό των Βοιωτών, ενώ ο Διόδωρος διέσωσε ως προς τη μητέρα του ήρωα την παράδοση πως ήταν η Άρνη, παλαιά θεά του κάτω κόσμου και επώνυμη ηρωίδα πόλεως της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας.

Αντίστοιχα, πολλές βοιωτικές πόλεις έφεραν το όνομά τους από διάφορες τοπικές θεότητες ή από μυθικούς γενάρχες – βασιλείς και οικιστές που οι μυθολογικές παραδόσεις τους συνέδεαν συγγενικά με ονομαστές θεότητες ή με γενεαλογίες άλλων περιοχών. Έτσι, επώνυμος ήρωας στην Καδμεία της Θήβας ήταν ο Κάδμος και στο προάστιό της Ποτνιαί ο Ποτνιεύς, στον Ορχομενό ο γιος του Μινύα Ορχομενός, στην Αλίαρτο ο Αλίαρτος, στην Κορώνεια ο Κόρωνος, στην Ασπληδώνα ο γιος του Ποσειδώνα Ασπληδών, στη Λεβάδεια ο αθηναίος Λέβαδος, στη Χαιρώνεια ο γιος του Απόλλωνα Χαίρων, στη Φλεγυΐδα ο γιος του Άρη Φλεγύας. Οι Όλμωνες (Άλμωνες) και η Υηττός ονομάστηκαν έτσι από τον Άλμο, το γιο του Σισύφου, και τον αργείο Ύηττο, ενώ η Ογχηστός από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα. Για τις Αλαλκομενές υπήρχε η παράδοση πως πήραν το όνομά τους από κάποιον ντόπιο Αλαλκομενέα που είχε αναθρέψει την Αθηνά ή κατ’ άλλους από την Αλαλκομενία, κόρη του πρώτου μυθικού βασιλιά της Θήβας Ωγύγου, όπως αντίστοιχα και η Αυλίδα. Κάτι αντίστοιχο λεγόταν και για την Πλάταια, πως ονομάστηκε δηλαδή έτσι από την κόρη του βασιλιά της Πλάταιας Ασωπού, καθώς και για την Λάρυμνα από την ομώνυμη κόρη του Κύνου. Οι ταναγραίοι έλεγαν πως οικιστής τους ήταν ο Ποίμανδρος από τη γενιά του Απόλλωνα και της Αιθούσης, κόρης του Ποσειδώνα, ο οποίος νυμφεύθηκε την Τάναγρα, κόρη του Αιόλου. Η Ανθηδών όφειλε το όνομά της κατ’ άλλους σε νύμφη Ανθηδόνα και κατ’ άλλους σε ηγεμόνα Άνθα, γιο του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, της κόρης του Άτλαντα. Από ομώνυμη νύμφη του τόπου πήρε το όνομά της και η Θίσβη, ενώ και για την Θέσπια υπήρχε η παράδοση πως ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη κόρη του Ασωπού ή από κάποιον Θέσπιο που καταγόταν από την Αθήνα και τη φημισμένη γενιά του Ερεχθέα.

Από τις πόλεις της σημερινής Βοιωτίας που ανήκαν στη αρχαία Φωκίδα, ο Πανοπέας είχε το όνομά του από τον ομώνυμο ήρωα, ο οποίος θεωρούταν γιος του μυθικού γενάρχη των Φωκέων, Φώκου. Ο Πανοπέας, μαζί με άλλους ονομαστούς ήρωες, είχε λάβει μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στην εκστρατεία του Αμφιτρύωνα κατά των Ταφίων ή Τηλεβόων. Ομοίως, η Άμβροσσος έφερε το όνομά της από τον ήρωα Άμβροσσο και η Αντίκυρα από τον ήρωα Αντικυρέα, ο οποίος θεωρούταν σύγχρονος του Ηρακλή. Τέλος, για την γειτονική Στίριδα υπήρχε η παράδοση πως κατοικήθηκε από Αθηναίους επήλυδες που κατάγονταν από τον αττικό δήμο των στιρέων και ακολούθησαν τον Πετεό, τον οποίο εξόρισε από την Αττική ο Αιγαίας.


2.1 Θήβα

Η Θήβα, ως το σπουδαιότερο και με την μακρότερη ίσως ιστορική παράδοση βοιωτικό κέντρο, κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους ιδρυτικούς μύθους της Βοιωτίας. Για τη σύσταση της πόλης είναι γνωστές τρεις διαφορετικές μυθολογικές παραδόσεις. Η πρώτη, που διασώζεται από τον Εκαταίο και τον Έφορο, ήθελε κάποια βαρβαρικά φύλα να έχουν καταλάβει αρχικά την περιοχή, τους Άονες, τους Τέμμικες, τους Ύαντες, τους Λέλεγες και τους Πελασγούς. Αντίθετα, σύμφωνα με την παράδοση που καταγράφεται από τους Ελλάνικο, Φιλόχορο και Παυσανία, οι πρώτοι αυτόχθονες κάτοικοι της Θήβας ήταν οι Έκτηνες και βασιλιάς ο Ώγυγος, ο οποίος ίδρυσε την πόλη. Κατά την παράδοση αυτή, μετά από τους Έκτηνες εγκαταστάθηκαν στη θέση οι Ύαντες και οι Άονες.

Κοινό στοιχείο στις παραδόσεις αυτές είναι η παρουσία του Κάδμου που έφτασε εκεί από τη Φοινίκη, για τον οποίο η πρώτη διηγούταν πως ήταν αυτός που τείχισε την Καδμεία και ίδρυσε εξ’ αρχής την πόλη της Θήβας, σε αντίθεση με τη δεύτερη που θεωρούσε ότι αυτός κατέλαβε τη Θήβα του Ωγύγου, όπου νίκησε τους Άονες και τους Ύαντες και τείχισε την Καδμεία. Η τρίτη, τέλος, παράδοση, γνωστή ήδη από τον επικό κύκλο, θεωρούσε ως ιδρυτές και τειχιστές της πόλης τον Ζήθο και τον Αμφίονα, οι οποίοι συνένωσαν την ακρόπολη και την κάτω πόλη και έδωσαν στις δύο το όνομα Θήβαι, από τη Θήβη, κόρη του Ασωπού και σύζυγο του Ζήθου. Την τείχιση της Θήβας περιγράφει γλαφυρά ο Όμηρος, ο οποίος, ωστόσο, δεν αναφέρεται στην παράδοση για το ρόλο της λύρας του Αμφίονα, η απαράμιλλη μουσική της οποίας έκανε τους λίθους του τείχους να συναρμόζονται μόνοι τους. Η τρίτη αυτή εκδοχή για την ίδρυση της πόλης θεωρούσε τον Κάδμο ως ένα μεταγενέστερο ηγεμόνα της και από αυτόν ήδη στον Όμηρο οι κάτοικοι της Θήβας ονομάζονται Καδμείοι.

Σύμφωνα με τη γνωστότερη παραλλαγή του μύθου, ο Κάδμος ήταν γιος του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα και εγγονός του Ποσειδώνα. Όταν ο Δίας απήγαγε την Ευρώπη, αδελφή του Κάδμου, αυτός με τους υπόλοιπους αδελφούς του, Φοίνικα και Κίλικα, άφησαν την πατρίδα τους ψάχνοντας την Ευρώπη παντού. Ο Κάδμος επισκέφθηκε πολλά μέρη, ιδρύοντας πόλεις και φέρνοντας σε αυτά το αλφάβητο. Μη μπορώντας όμως να βρει την αδελφή του κατέληξε στο μαντείο των Δελφών, όπου του δόθηκε ο χρησμός να ιδρύσει πόλη στη θέση όπου θα τον οδηγούσε μια αγελάδα. Εκεί ο Κάδμος θυσίασε την αγελάδα και θανάτωσε τον δράκοντα που φρουρούσε μια γειτονική πηγή. Από τη σπορά των δοντιών του δράκοντα φύτρωσαν οι Σπαρτοί, από τους οποίους, μετά το επεισόδιο της αλληλοεξόντωσης που συνέβη μεταξύ τους, επιβίωσαν οι Χθόνιος, Υπερήνωρ, Πέλωρος, Ουδαίος και Εχίων. Απόγονοι αυτών καυχώνταν πως ήταν οι ευγενείς οικογένειες των Θηβών. Επειδή, ωστόσο, ο δράκοντας ήταν γιος του Άρη, ο Κάδμος τιμωρήθηκε να υπηρετεί τον θεό για οκτώ έτη. Κατόπιν παντρεύτηκε την Αρμονία, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης ή του Δία και της Ηλέκτρας κατ’ άλλη παράδοση, την οποία γνώρισε στη Σαμοθράκη και την απήγαγε για να τη νυμφευτεί στην Καδμεία. Μάλιστα, οι μύθοι έλεγαν πως στο γάμο τουςείχαν τραγουδήσει οι Μούσες, ενώ ανάμεσα στα δώρα που έλαβε η Αρμονία ονομαστά ήταν το περιδέραιο που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος και ο πέπλος που ύφαναν οι Χάριτες. Με την Αρμονία ο Κάδμος απέκτησε πέντε παιδιά, τον Πολύδωρο, την Ινώ, την Αγαύη, τη Σεμέλη και την Αυτονόη, αποτελώντας έτσι τον ιδρυτή μιας καινούριας γενιάς, από την οποία εξαρτάται στη συνέχεια και όλη η υπόλοιπη μυθική γενεαλογία της πόλης.

Η μυθική γενεαλογία της Θήβας συνεχίζεται με τον γιο του Κάδμου Πολύδωρο, ο οποίος ανέλαβε τη βασιλεία, όταν ο Κάδμος και η Αρμονία, γέροντες πια, μετοίκησαν στην Ιλλυρία. Κατ’ άλλη παράδοση ο θρόνος ανατέθηκε στον Πενθέα που ήταν γιος του Σπαρτού Εχίονα και της κόρης του Κάδμου Αγαύης. Σύμφωνα με το μύθο, ο Πενθέας αντιτάχθηκε στην εισαγωγή στη Θήβα της λατρείας του εξαδέλφου του, Διονύσου, γιου της Σεμέλης και του Δία, και ο Διόνυσος εκδικήθηκε βάζοντας τις βάκχες και την ίδια την Αγαύη να τον διαμελίσουν.

Μετά τον Πολύδωρο η βασιλεία περιήλθε στον γιο του Λάβδακο, ο οποίος επιτροπεύτηκε διαδοχικά μέχρι την ενηλικίωσή του από τους γιους του Σπαρτού Χθονίου, Νυκτέα και Λύκο. Μετά το θάνατο του Λαβδάκου τη βασιλεία ανέλαβε σε μικρή ηλικία ο γιος του Λάιος, επίτροπος του οποίου έγινε πάλι ο Λύκος. Τότε ήταν που ο Ζήθος και ο Αμφίων, γιοί του Δία και της Αντιόπης, κόρης του Νυκτέα, επιτέθηκαν στη Θήβα, απ’ όπου εκδίωξαν το Λύκο και εξόρισαν το Λάιο, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Πέλοπα.

Από το σημείο αυτό αρχίζει η ιστορία των Λαβδακιδών που γέμισαν με πάθη το βασιλικό γένος της Θήβας. Ο Λάιος μεγάλωσε στον οίκο του Πέλοπα, όπου όμως αποπλάνησε το μικρότερο γιο του Χρύσιππο, με αποτέλεσμα αυτός και το γένος του να φέρουν πάντοτε την κατάρα του Πελοποννήσιου γενάρχη. Με το θάνατο του Ζήθου και του Αμφίονα και την επιστροφή του στη Θήβα ο Λάιος νυμφεύθηκε την Ιοκάστη, κόρη του Μενοικέα και αδελφή του Κρέοντα, με την οποία απέκτησε τον Οιδίποδα. Στη μυθολογική αφήγηση ακολουθούν τα επεισόδια της έκθεσης του μικρού Οιδίποδα στον Ελικώνα και, αργότερα, της επαλήθευσης του χρησμού με τη θανάτωση του Λαΐου από τον ίδιο του τον γιο, της ανάληψης της εξουσίας από τον Κρέοντα, της εμφάνισης της Σφίγγας και της τελικής λύσης του αινίγματός της από τον Οιδίποδα, με αποτέλεσμα τη σωτηρία της πόλης και την ανταμοιβή του Οιδίποδα με το να χριστεί αυτός βασιλιάς και να νυμφευθεί τη βασίλισσα μητέρα του, Ιοκάστη.

Τούτο αποτελεί κεντρικό σημείο του μύθου, καθώς γίνεται αφετηρία για μια νέα εξέλιξη στη μυθολογική πλοκή. Από την αιμομικτική αυτή σχέση γεννήθηκαν τέσσερα αδέλφια, ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, τα πάθη των οποίων ενέπνευσαν τους τραγικούς σε τέτοιο βαθμό όσο και εκείνα των γονιών τους. Μετά την αποκάλυψη της αιμομικτικής σχέσης, την τύφλωση και την εκδίωξη του Οιδίποδα, η βασιλεία της Θήβας έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, με τον πρώτο να εκδιώκει τον δεύτερο στην Πελοπόννησο. Αυτός κατέφυγε στο Άργος, όπου συγκέντρωσε στρατό και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Οι Αργείοι ήρωες που συμμετείχαν στην εκστρατεία αυτή ήταν ο Άδραστος, ο Αμφιάραος, ο Καπανέας, ο Ιππομέδων, ο Τυδέας και ο Παρθενοπαίος. Είναι ο λεγόμενος πόλεμος των «Επτά», που έληξε με τη μονομαχία και την αλληλοεξόντωση των δύο αδελφών μπροστά στα τείχη της Θήβας, στην περιοχή των Ηλεκτρών πυλών και του Ισμηνίου, αλλά και την ήττα των Αργείων. Στη Θήβα ανέλαβε βασιλιάς ο Λαοδάμαντας, γιος του Ετεοκλή, η εξουσία όμως περιήλθε στον Κρέοντα ως επίτροπο του παιδιού. Τότε ήταν που οι Αργείοι επανήλθαν με τους γιους των «Επτά», τους αποκαλούμενους «Επιγόνους»: το γιο του Αδράστου, του μόνου που επιβίωσε από τους «Επτά», Αιγιαλέα, το γιο του Τυδέα Διομήδη, το γιο του Καπανέα Σθένελο, το γιο του Παρθενοπαίου Πρόμαχο, τους δύο γιους του Αμφιαράου Αλκμαίωνα και Αμφίλοχο, συνεπικουρούμενοι από το γιο του Μικηστέα Ευρύαλο. Τη φορά αυτή οι Αργείοι νίκησαν τους Θηβαίους στον Γλίσαντα, στους πρόποδες του Υπάτου όρους, και εξανάγκασαν τον Λαοδάμαντα να καταφύγει στους Ιλλυριούς. Τη βασιλεία τότε ανέλαβε ο Θέρσανδρος, γιος του Πολυνείκη και αρχηγός των «Επιγόνων», ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα από τον Τήλεφο, γιο του Ηρακλή, στην πρώτη εκστρατεία του τρωικού πολέμου, όταν τα πλοία πήγαν κατά λάθος στη Μυσία. Τον διαδέχθηκε ο Πηνέλεως, ο οποίος έλαβε αρχικά μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και αργότερα υπήρξε ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, ενώ ηγήθηκε του βοιωτικού εκστρατευτικού σώματος στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Τροίας, όπου και σκοτώθηκε από τον γιο του Τηλέφου, Ευρύπυλο. Στη βασιλική διαδοχή ακολουθούν ο γιος του Θέρσανδρου και της κόρης του Αμφιαράου Δημώνασσας, Τισαμενός, ο γιος του Τισαμενού, Αυτεσίων, που μετά από χρησμό μετοίκησε στους Δωριείς, ο Δαμασίχθων, γιος του Οφέλτη, γιου του Πηνέλεω, ο γιος του Δαμασίχθονα, Πτολεμαίος και, τέλος, ο γιος του Πτολεμαίου, Ξάνθος.


2.2 Ορχομενός

Εξίσου σημαντική θέση στους ιδρυτικούς μύθους της Βοιωτίας κατέχει ο Ορχομενός, το έτερο μεγάλο σε ιστορία, δύναμη και σπουδαιότητα κέντρο της περιοχής. Σύμφωνα με τη μυθική γενεαλογία των βασιλικών γενών του που καταγράφει ο Παυσανίας, πρώτος οικιστής του Ορχομενού ήταν ο Ανδρεύς, γιος του Πηνειού, από τον οποίο η χώρα ονομάστηκε Ανδρηίδα. Αυτός παραχώρησε αργότερα την περιοχή του Λαφυστίου, την Κορωνειακή και την Αλιαρτία στον αδελφό του Σισύφου Αθάμαντα, ο οποίος έφτασε στον Ορχομενό από την Άλο της Θεσσαλίας, και αυτός με τη σειρά του στον Αλίαρτο και τον Κόρωνο, οι οποίοι ήταν εγγονοί του από τον ανιψιό του και γιο του Σισύφου Θέρσανδρο. Όταν ο Φρίξος, ο γιος του Αθάμαντα, ή ο Πρέσβων, ο γιος που ο Φρίξος απέκτησε στην Κολχίδα με την κόρη του Αιήτη Χαλκιόπη, επέστρεψε από τη χώρα του Πόντου, ο Αλίαρτος και ο Κόρωνος έδωσαν πίσω στον Αθάμαντα τις περιοχές που τους είχε δώσει και οι ίδιοι έγιναν οικιστές της Αλιάρτου και της Κορώνειας.

Γιος του Ανδρέα ή, κατ’ άλλους, του ποταμού Κηφισού ήταν ο Ετεοκλής, μετά το θάνατο του οποίου η βασιλεία περιήλθε στη γενιά του Άλμου, ο οποίος είχε κόρες τη Χρύση και τη Χρυσογένεια. Από τη Χρύση και τον Άρη γεννήθηκε ο Φλεγύας που μετονόμασε τη χώρα σε Φλεγυΐδα και έγινε γενάρχης των πολεμικού φύλου των Φλεγύων. Αυτοί αποστάτησαν από τους άλλους της φυλής τους και άρχισαν να διαρπάζουν τους γείτονές τους και το δελφικό ιερό. Για το λόγο αυτό οι Φλεγύες δέχθηκαν δεινά πλήγματα με φυσικές καταστροφές και επιδημίες και μόνο ένα μικρό τους μέρος διέφυγε στον γειτονικό Πανοπέα.

Μετά το θάνατο του Φλεγύα ανέλαβε τη βασιλεία ο εξάδελφός του Χρύσης, γιος της Χρυσογένειας και του Ποσειδώνα. Γιος του Χρύση ήταν ο Μινύας, από τον οποίο οι κάτοικοι ονομάστηκαν Μινύες, και γιος του Μινύα ο Ορχομενός, από τον οποίο πήρε το όνομά της η πόλη και οι κάτοικοί της την ονομασία Ορχομένιοι.

Τη μοίρα του Ετεοκλή και του Φλεγύα ακολούθησε και ο Ορχομενός, ο οποίος πέθανε χωρίς να αφήσει απόγονο και έτσι χάθηκε και η γενιά του Άλμου. Η βασιλεία τότε περιήλθε στον Κλύμενο, εγγονό του Φρίξου από τον Πρέσβωνα, ο οποίος απέκτησε πέντε γιους, τον Εργίνο, τον Στράτο, τον Άρρωνα, τον Πύλειο και τον Αζέα. Ο Κλύμενος σκοτώθηκε στο ιερό του Ογχηστίου Ποσειδώνα από τον Περιήρη, ηνίοχο του Θηβαίου Μενοικέα, γεγονός που προκάλεσε την χρόνια διαμάχη Ορχομενίων και Θηβαίων, και έτσι τη βασιλεία και μαζί την υποχρέωση να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο Εργίνος. Αυτός και τα αδέλφια του μάζεψαν αμέσως στρατό και κινήθηκαν εναντίον της Θήβας. Στη μάχη που έγινε, ο Εργίνος νίκησε τους Θηβαίους και τους δέσμευσε με όρκο να δίνουν στους Ορχομενίους κάθε χρόνο εκατό βόδια επί είκοσι χρόνια. Από το φόρο αυτό τους απάλλαξε ο Ηρακλής όταν ενηλικιώθηκε, την εποχή που βασιλιάς στη Θήβα ήταν ο Κρέοντας, αναγκάζοντας τους Μινύες να καταβάλουν τριπλάσιο φόρο στους Θηβαίους. Ο μύθος μάλιστα λέει πως στην ήττα των Ορχομενίων συνέβαλε το γεγονός πως ο Ηρακλής έφραξε τις διεξόδους των υδάτων και έστρεψε τους ποταμούς προς το εσωτερικό της Κωπαΐδας, καταστρέφοντας έτσι τα περίφημα αποστραγγιστικά έργα των Μινυών.

Τέλος, η βασιλεία του Ορχομενού περιήλθε στον Ασκάλαφο και τον Ιάλμενο, που κατά την παράδοση ήταν γιοί του Άρη και της Αστυόχης, κόρης του Άκτορα, γιου του Αζέα, οι οποίοι και ηγήθηκαν του στρατού των Ορχομενίων στην Τροία.


3. Ζωή και δράση θεών και ηρώων

Μεγάλο μέρος των μύθων της αρχαίας Βοιωτίας σχετιζόταν με τη ζωή και τη δράση θεών και ηρώων, με την οποία είχαν συνδεθεί διάφοροι τόποι, κατά την προσφιλή συνήθεια των πόλεων να διεκδικούν κύρος και αίγλη δείχνοντας τουλάχιστον ένα μέρος της επικράτειάς τους όπου θεϊκά σημάδια ή ηρωικά κατορθώματα είχαν συμβεί. Η Βοιωτία, άλλωστε, αποτελούσε τη μυθολογική πατρίδα σημαντικών θεών, όπως η Αθηνά, ο Ερμής και ο Διόνυσος, αλλά και σπουδαίων ηρώων με θεϊκή καταγωγή, όπως ο Ηρακλής, ο Τροφώνιος και ο Πτώιος.

Για την Αθηνά ο μύθος έλεγε πως είχε γεννηθεί στις Αλαλκομενές και πως ανατράφηκε σε έναν μικρό χείμαρρο που βρισκόταν εκεί, ενώ για τον Ερμή οι Ταναγραίοι έδειχναν το γειτονικό όρος Κηρύκειο ως τόπο γέννησής του. Ομοίως, τον Διόνυσο, γιο της κόρης του Κάδμου Σεμέλης και του Δία, τον διεκδικούσαν οι Θηβαίοι και για τον λόγο αυτό ισχυρίζονταν πως το αμπέλι για πρώτη φορά φύτρωσε στον τόπο τους. Οι ίδιοι μάλιστα έδειχναν και τα ερείπια του θαλάμου της οικίας του Κάδμου, ο οποίος, σύμφωνα με το μύθο, κατακάηκε από την εμφάνιση του πατέρα των θεών στη Σεμέλη.

Από την άλλη μεριά, ο μεγάλος ήρωας Ηρακλής είχε πατρίδα του τη Θήβα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Γονείς του ήταν ο Δίας και η Αλκμήνη, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Ηλεκτρύωνα, που μαζί με το σύζυγό της, Αμφιτρύωνα, βρέθηκαν εκεί ως εξόριστοι από την Αργολίδα. Στην Αλκμήνη παρουσιάστηκε ο Δίας με τη μορφή του Αμφιτρύωνα ενόσω αυτός βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Τηλεβόων ή Ταφίων, μαζί με τον Κρέοντα και τους βασιλείς του Θορικού Αττικής Κέφαλο, των Φωκέων Πανοπέα και του Άργους Έλειο. Στη Θήβα υπήρχε η παράδοση πως στη γέννηση του Ηρακλή βοήθησε η Γαλινθιάς, κόρη του Θηβαίου Προίτου, ενώ άλλοι μύθοι ανέφεραν την κόρη του Τειρεσία Ιστορίδα, η οποία με τέχνασμα έδιωξε τις φαρμακίδες, τοπικές θεότητες του τοκετού, που είχαν σταλεί από την Ήρα να δυσκολέψουν τη γέννα της Αλκμήνης. Οι Θηβαίοι έδειχναν επίσης ένα σημείο όπου, κατά την παράδοση, η Ήρα θήλασε τον Ηρακλή, αλλά και το σπίτι των γονέων του ήρωα κοντά στις Ηλέκτρες πύλες, για το οποίο μάλιστα έλεγαν πως το είχαν κτίσει οι θρυλικοί μαστόροι Τροφώνιος και Αγαμήδης, που είχαν επίσης κατασκευάσει το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, αλλά και το θησαυροφυλάκιο του Υριέα στην πόλη Υρία της Ταναγρικής. Αυτοί θεωρούνταν γιοι του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου, κατ’ άλλη όμως παράδοση πατέρας τους ήταν ο Απόλλωνας.

Πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα τόπων που συνδέονταν με επιφάνειες και τη δράση θεών και ηρώων καταγράφηκαν από τον περιηγητή Παυσανία κατά την πορεία του στη Βοιωτία. Έτσι, όσον αφορά τη Θήβα, υπήρχε ο μύθος ότι στο προάστιο Ποτνιαί που βρισκόταν στα νότια της πόλης ζούσε κάποτε ο γιος του Σισύφου, Γλαύκος, τον οποίο κατασπάραξαν τα άλογά του που τα έτρεφε με ανθρώπινο κρέας για να είναι άγρια και να νικάει στις αρματοδρομίες. Επίσης, μπροστά στο ναό του Ισμηνίου οι Θηβαίοι έδειχναν ένα βράχο όπου πίστευαν πως καθόταν η κόρη του Τειρεσία, Μαντώ, όταν έδινε χρησμούς. Σε άλλα σημεία της πόλης τους έδειχναν τον τάφο των Νιοβιδών, τον κοινό τάφο του Ζήθου και του Αμφίονα, τον τάφο του Τυδέα, όπως και εκείνον του Θηβαίου Μελάνιππου, ο οποίος κατά την εκστρατεία των «Επτά» τραυμάτισε θανάσιμα τον Αργείο βασιλιά και σκότωσε τον αδελφό του Αδράστου Μικηστέα, αλλά και τους τάφους των παιδιών του Οιδίποδα, καθώς και εκείνους των παιδιών του Ηρακλή από τη Μεγάρα, κόρη του Κρέοντα, τα οποία η ήρωας κατέσφαξε έχοντας σαλεμένα τα λογικά του από την Ήρα, ενώ επίσης ισχυρίζονταν πως ο Λίνος, ο εξοχότερος μουσικός όλων των εποχών, τον οποίο σκότωσε άδικα ο Απόλλωνας, είχε επίσης ταφεί στον τόπο τους. Ακόμα έδειχναν τους τάφους της Ανδρόκλειας και της Αλκίδος που, καταγόμενες από την επιφανέστερη γενιά των Θηβών και εφαρμόζοντας σχετικό χρησμό, αυτοκτόνησαν ώστε οι Θηβαίοι να νικήσουν τους Ορχομενίους στον πόλεμο, καθώς και τον τάφο του Μενοικέα, γιου του Κρέοντα, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας από τις επάλξεις για τη σωτηρία της Θήβας, όταν ο Πολυνείκης και ο στρατός του έφτασαν εκεί κατά την πρώτη εκστρατεία από το Άργος, εξευμενίζοντας έτσι τον Άρη που ως τότε ήταν οργισμένος από τη σφαγή του δράκοντα, όπως αντίστοιχα έλεγε άλλος χρησμός του Τειρεσία ή του δελφικού ιερού.

Οι Θηβαίοι έδειχναν επίσης ένα σημείο της πόλης τους, όπου έλεγαν πως ο Αμφιτρύων είχε φορέσει τα άρματα όταν πολέμησε κατά του Χαλκώδοντα, βασιλιά των Αβάντων της Εύβοιας, με σκοπό να απαλλάξει τη Θήβα από το φόρο υποτελείας που κατέβαλε σε αυτούς. Κατά τη μάχη ο Χαλκώδων σκοτώθηκε και ο λεγόμενος τάφος του πιστευόταν πως ήταν στο δρόμο από τη Θήβα προς τη Χαλκίδα, στην περιοχή του Άρματος και της Μυκαλησσού. Κάπου εκεί υπήρχε και η θέση Τευμησσός, όπου έλεγαν πως ο Δίας είχε κρύψει την Ευρώπη και όπου είχε τη φωλιά της η αλεπού που έβλαπτε τους Θηβαίους εξαιτίας της οργής του Διονύσου, μέχρι που ο Αμφιτρύων την κυνήγησε χρησιμοποιώντας το σκυλί της Πρόκνης, ενώ δυτικότερα, στην περιοχή του Γλίσαντα, βρισκόταν, κατά την παράδοση, η θέση όπου έγινε η σύγκρουση Θηβαίων και Αργείων κατά την εκστρατεία των «Επιγόνων» εναντίων της Θήβας και όπου έλεγαν πως είχαν ταφεί οι Αργείοι ήρωες. Τέλος, στα δυτικά της Θήβας υπήρχε το όρος Φίκιον, όπου έλεγαν πως καθόταν η Σφίγγα που αφάνιζε τους νέους της Θήβας, μέχρις ότου ο Οιδίποδας έλυσε το αίνιγμά της και τη θανάτωσε.

Όμοια παραδείγματα αναφέρονται από τον Παυσανία και για άλλες θέσεις και πόλεις της Βοιωτίας. Οι Χαιρωνείς, για παράδειγμα, ισχυρίζονταν ότι στον Πετραχό, στον επιβλητικό βράχο πάνω από την Χαιρώνεια, ήταν το σημείο όπου είχε εξαπατηθεί ο Κρόνος και δέχτηκε από τη Ρέα μια πέτρα αντί για τον Δία, την οποία και κατάπιε, ενώ οι γείτονές τους, κάτοικοι του Πανοπέα, θεωρούσαν την πόλη τους ως πατρίδα του κατασκευαστή του Δουρείου Ίππου, Επειού, όπως και του Σχεδίου, ενός από τους βασιλείς των Φωκέων, που σκοτώθηκε στην Τροία από τον Έκτορα, στη θρυλική μάχη πάνω από το νεκρό σώμα του Πατρόκλου. Ομοίως, ο κάτοικοι των Σιφών, σημαντικού λιμανιού στον κορινθιακό κόλπο, έδειχναν μια θέση όπου, κατά την παράδοση, είχε προσορμιστεί η Αργώ γυρνώντας από την Κολχίδα, ενώ οι Πλαταιείς έδειχναν ένα σημείο όπου πίστευαν πως ήταν ο χώρος όπου ξάπλωνε ο Ακταίων, γιος της Αυτονόης, καθώς και μια πηγή λίγο έξω από την πόλη, όπου έλεγαν πως ήταν το σημείο όπου ο ονομαστός κυνηγός κατασπαράχθηκε από τα σκυλιά του, τα οποία ξεσήκωσε εναντίον του η Άρτεμη. Υπήρχε επίσης και ο μύθος πως στον Κιθαιρώνα ο Ηρακλής, νεαρός ακόμα, σκότωσε το φοβερό λιοντάρι που κατασπάραζε τα κοπάδια του Αμφιτρύωνα και του βασιλιά της Πλάταιας, Θεσπίου. Κατά τους τοπικούς μύθους, στην περιοχή του Σκώλου η Αγαύη και οι βάκχες διαμέλισαν τον Πενθέα, ενώ στην Τάναγρα υπήρχε τάφος του Ωρίωνα, καθώς και μια θέση όπου έλεγαν πως καθόταν ο Άτλας. Στην Αυλίδα, απ’ όπου ξεκίνησε η εκστρατεία για την Τροία, έδειχναν την πηγή και το χάλκινο κατώφλι της σκηνής του Αγαμέμνονα, ενώ στον Ελικώνα, στην περιοχή Δονακών, υπήρχε πηγή, στο νερό της οποίας, όπως παρέδιδαν οι τοπικοί μύθοι, κοίταξε ο Θεσπιέας Νάρκισσος, ο οποίος δεν κατάλαβε πως η εικόνα που είδε ήταν δική του και έτσι ασυνείδητα ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Αντίστοιχα, στην Κορώνεια υπήρχε παράδοση πως η Ήρα είχε πείσει τις σειρήνες, κόρες του Αχελώου, να ανταγωνιστούν στο τραγούδι τις Μούσες, οι οποίες όμως νίκησαν και έβγαλαν τα φτερά των σειρήνων, κάνοντάς τα στεφάνια για τους εαυτούς τους. Τέλος, οι βοιωτικοί μύθοι έλεγαν πως δίπλα στην πηγή Τιλφούσα ήταν ο τάφος του μάντη Τειρεσία, ο οποίος πέθανε στο σημείο αυτό κατά τη μεταφορά του στους Δελφούς ως αιχμάλωτος των Αργείων που νίκησαν στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Θήβας, ενώ στην Ανθηδώνα υπήρχε ιερό του Διονύσου με τους τάφους του Ώτου και του Εφιάλτη, τους οποίους θανάτωσε ο Απόλλωνας, ενόσω αυτοί ήταν ακόμη παιδιά, εξαιτίας της απειλής τους προς τους θεούς ότι, αν προλάβαιναν να γίνουν έφηβοι, θα έριχναν πάνω στον Όλυμπο την Όσσα και πάνω σ’ αυτή το Πήλιο για ν’ ανέβουν στον ουρανό.

4. Μυθολογικές διηγήσεις ως απαρχές λατρειών

Στους βοιωτικούς μύθους φαίνονται καθαρά οι άρρηκτοι δεσμοί της αρχαίας ελληνικής θρησκείας με τη μυθολογία, καθώς γίνεται σαφές ότι πολλές από τις σημαντικότερες λατρείες ανά την επικράτεια της Βοιωτίας είχαν απαρχές διάφορες μυθολογικές διηγήσεις. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αφορά την «εξήγηση» που δινόταν για την εγκαθίδρυση της λατρείας του Διονύσου, σύμφωνα με την οποία όποιος αντιτάχθηκε σε αυτή τιμωρήθηκε παραδειγματικά, όπως ακριβώς συνέβη με τον βασιλιά της Θήβας Πενθέα, ο οποίος διαμελίστηκε από την ίδια τη μητέρα του, Αγαύη, και τις μαινάδες.

Από τις σημαντικότερες βοιωτικές λατρείες ήταν και εκείνη των Ελικωνιάδων Μουσών στο ονομαστό ιερό τους στον Ελικώνα, για την οποία πίστευαν πως την ίδρυσαν στο ιερό βουνό ο Εφιάλτης και ο Ώτος, οι οποίοι ήταν και οικιστές της Άσκρης μαζί με τον Οίοκλο, γόνο του Ποσειδώνα και της Άσκρας. Οι παραδόσεις έλεγαν πως αρχικά λατρεύονταν εκεί τρεις Μούσες, η Μελέτη, η Μνήμη και η Αοιδή, κόρες του Ουρανού και της Γαίας, και πως η λατρεία των εννέα Μουσών (Καλλιόπη, Ευτέρπη, Κλειώ, Ερατώ, Μελπομένη, Πολύμνια, Τερψιχόρη, Θάλεια, Ουρανία), οι οποίες ήταν κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, εισήχθη εκεί αργότερα από τον μακεδόνα Πίερο, ο οποίος και τους έδωσε τα ονόματά τους.

Ομοίως, μυθολογικές διηγήσεις βρίσκονταν πίσω και από την εορτή των Δαιδάλων στην Πλάταια, η οποία αναγόταν στο μύθο για τη διαμάχη του Δία και της Ήρας σχετικά με το αν ο άνδρας ή η γυναίκα ζουν εντονότερα την ερωτική ηδονή και όφειλε το όνομά της στα δαιδαλικά ξόανα που στήνονταν εκεί κατά την εορτή. Στις Θεσπιές τιμούσαν τον Δία σάωτο, δηλαδή σωτήρα, από το μύθο για τη σωτηρία της πόλης από τον δράκοντα που κάθε χρόνο κατασπάρασσε έναν από τους εφήβους της. Εκεί υπήρχε και ιερό του Ηρακλή, όπου υπηρετούσε ως ισόβια ιέρεια μία παρθένος, από τον μύθο που έλεγε πως ο Ηρακλής, μετά το φόνο του φοβερού λιονταριού του Κιθαιρώνα, καταδίκασε τη μοναδική από τις πενήντα κόρες του βασιλιά Θεσπίου που δεν δέχτηκε να συνευρεθεί μαζί του στο να παραμείνει σε όλη της τη ζωή παρθένος και να τον υπηρετεί ως ιέρειά του.

Ο μύθος για τη σύγκρουση Θηβαίων και Ορχομενίων ήταν η αφορμή για την ίδρυση δύο τουλάχιστον ιερών προς τιμήν του Ηρακλή. Στο πρώτο ο ήρωας είχε το προσωνύμιο «Ρινοκολούστης», από την παράδοση ότι εκεί έκοψε τα αυτιά και τις μύτες των Ορχομενίων που είχαν πάει για να παραλάβουν το δασμό από τους Θηβαίους, εκατό βόδια ετησίως για είκοσι έτη, έδεσε τα χέρια τους με σχοινιά από τους τραχήλους τους και τους έστειλε πίσω στον Εργίνο. Το δεύτερο, όπου ο Ηρακλής ονομαζόταν «Ιπποδέτης», βρισκόταν στο Τηνέριον πεδίον και, κατά την παράδοση, εκεί ο Ηρακλής έδεσε τα πόδια των αλόγων που έσερναν τα άρματα των Ορχομενίων, οδηγώντας τους έτσι σε συντριπτική ήττα.

Λίγο έξω από τη Θήβα και προς τα δυτικά υπήρχε το ιερό των Καβίρων, για την αρχή της λατρείας στο οποίο οι παραδόσεις των Θηβαίων έλεγαν πως ξεκίνησε, όταν η ίδια η Δήμητρα εμπιστεύτηκε τις μυστικές ιεροπραξίες που γίνονταν εκεί σε έναν από τους κατοίκους της πόλης που βρισκόταν αρχικά στο σημείο αυτό. Σεβάσμιο ιερό και μαντείο υπήρχε και στο δρόμο από τις Ποτνιές προς τη Θήβα. Αυτό ήταν αφιερωμένο στον Αμφιάραο, από την παράδοση πως στο σημείο αυτό άνοιξε η γη και τον κατάπιε, παράδοση αντίστοιχη με εκείνη του Τροφωνίου και το ιερό του στο άλσος της Λιβαδειάς.

Στην Τάναγρα υπήρχε ιερό του κριοφόρου Ερμή, η παράδοση για το προσωνύμιο του οποίου έλεγε πως ο θεός είχε αποτρέψει επιδημική αρρώστια με το να περιφέρει γύρω από το τείχος ένα κριάρι. Σε άλλο ιερό τιμόταν ως πρόμαχος, για την παράδοση ότι όταν οι Ερετριείς είχαν αποβιβαστεί με πλοία από την Εύβοια στην Ταναγρική, ο θεός οδήγησε τους εφήβους στη μάχη και πολέμησε και ο ίδιος κρατώντας στλεγγίδα, συμβάλλοντας έτσι στο να νικηθούν οι Ευβοείς.

Στην άλλη πλευρά της Βοιωτίας, στην περιοχή της Κορωνειακής, το ιερό της Αθηνάς στις Αλαλκομενές όφειλε την ύπαρξή του στο μύθο πως εκεί είχε γεννηθεί η θεά, ενώ για το κοντινό ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας υπήρχε η παράδοση πως τη λατρεία έφεραν μαζί τους οι Βοιωτοί, όταν μετοίκησαν στη βοιωτική χώρα από τη Θεσσαλία, μετά τον πόλεμο της Τροίας. Στην ίδια περιοχή υπήρχε και ιερό του Ηρακλή Χάροπος, όπου οι Βοιωτοί έλεγαν πως ήταν το σημείο όπου ο Ηρακλής ανέβηκε από τον Άδη, φέρνοντας μαζί του και το σκυλί του Άδη Κέρβερο, ενώ ψηλά, στον Ελικώνα, βρισκόταν το σπήλαιο των Λειβηθρίδων Νυμφών και της Νύμφης Κορώνειας, που κατά τη μυθολογία ήταν τροφός του Διονύσου.

Ακριβώς αντίκρυ από τα ιερά αυτά, στην ανατολική πλευρά της κωπαϊδικής λεκάνης και κοντά στην αρχαία Ακραιφία, επί του Πτώου όρους, βρισκόταν τα φημισμένο ιερό και το μαντείο του Απόλλωνος Πτωιέως, καθώς και το ιερό του τοπικού ήρωος Πτώιου. Γι’ αυτόν υπήρχαν οι παραδόσεις πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Ευξίππης ή Ζευξίππης, κόρης του Αθάμαντα, επώνυμου του Αθαμαντίου πεδίου, ή του Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Τέλος, στον Ορχομενό λατρεύονταν οι Χάριτες, η λατρεία των οποίων, έλεγαν οι παραδόσεις, είχε ιδρυθεί εκεί ήδη από την εποχή των Μινυών, από τον βασιλιά του Ορχομενού Ετεοκλή.

5. Ονομασίες θέσεων από μυθολογικές παραδόσεις

Μυθολογική, επίσης, βάση είχαν και πολυάριθμα βοιωτικά τοπωνύμια, καθώς διάφορα μυθολογικά πρόσωπα ή γεγονότα που συνδέθηκαν με συγκεκριμένες περιοχές έδωσαν την ονομασία τους σε αυτές. Μεγάλος αριθμός από αυτά σχετίζεται με την αρχαία θηβαϊκή τοπογραφία. Έτσι, η πεδιάδα που εκτεινόταν βορείως της Θήβας ήταν γνωστή ως το «Αόνιον πεδίον», από τους Άονες, τους πρώτους μυθικούς κατοίκους της πόλης, ενώ εκείνη στα δυτικά της ονομαζόταν «Τηνέριον πεδίον», από τον Τήνερο, έναν από τους δύο γιους που ο Απόλλωνας είχε με τη Μελία, στον οποίο μάλιστα χάρισε τη μαντική ιδιότητα. Ο άλλος γιος ήταν, κατά μια παράδοση, ο Ισμηνός, ο οποίος έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο ποτάμι που έρεε κατά μήκος των ανατολικών παρυφών της Θήβας. Κατ’ άλλη όμως παράδοση, ο ποταμός Ισμηνός έφερε το όνομά του από τον ομώνυμο γιο του Αμφίονα και της Νιόβης, ο οποίος, χτυπημένος από το βέλος του Απόλλωνα, έπεσε μέσα στο ποτάμι που είχε ήδη δημιουργήσει παλιότερα ο Κάδμος χτυπώντας το έδαφος δυνατά με το δεξί του πόδι, όταν αναζητούσε καθαρή πηγή για τους εναγισμούς, αφού το νερό της κρήνης του δράκοντα είχε μολυνθεί από το φόνο του θηρίου. Ομοίως, από τη σύζυγο του Λύκου Δίρκη, την οποία ο Ζήθος και ο Αμφίων τιμώρησαν παραδειγματικά με επώδυνο θάνατο επειδή φερόταν άσχημα στη μητέρα τους Αντιόπη, είχε το όνομά του το ομώνυμο ποτάμι που έρεε στη δυτική πλευρά της Καδμείας, ενώ «Σύρμα Αντιγόνης» ονομαζόταν η περιοχή όπου έλεγαν πως η Αντιγόνη έσυρε το νεκρό Πολυνείκη για να τον ρίξει στην αναμμένη πυρά του Ετεοκλή.

Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τις θρυλούμενες επτά πύλες των Θηβών, οι ονομασίες των οποίων παρέπεμπαν άμεσα στις διηγήσεις των μύθων. Έτσι, εκτός από τις Βορραίες, που η ονομασία τους ήταν ταυτόχρονα και γεωγραφικός προσδιορισμός, όλες οι υπόλοιπες πύλες του τείχους της Καδμείας έφεραν την ονομασία τους από μυθολογικά πρόσωπα ή γεγονότα. Αρχικά, οι Ηλέκτρες ονομάζονταν έτσι από την Ηλέκτρα, κόρη του Άτλαντα, την οποία διάφορες παραδόσεις παρουσίαζαν ως πεθερά του Κάδμου, μητέρα της Αρμονίας από το Δία. Αντίστοιχα, επώνυμος ήρωας των Προιτίδων ήταν ο Θηβαίος Προίτος, σύγχρονος του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης, η κόρη του οποίου, Γαλινθιάς, βοήθησε την Αλκμήνη κατά τη γέννα του Ηρακλή. Κατόπιν οι Νήιστες, από το γιο του Ζήθου Νήι και έπειτα οι Ομολωίδες που έφεραν το όνομά τους από την παράδοση ότι από εκεί μπήκαν στην πόλη όσοι δεν ακολούθησαν τον Λαοδάμαντα στην Ιλλυρία, αλλά βρήκαν καταφύγιο στο Ομόλιον της Θεσσαλίας και επέστρεψαν στη Θήβα, όταν τους κάλεσε πίσω ο Θέρσανδρος. Ακολουθούν οι Κρηναίες, από τη θέση τους κοντά στην υποτιθέμενη πηγή του δράκοντα που σκότωσε ο Κάδμος και, τέλος, οι Ογκαίες, που όφειλαν την ονομασία τους στο ότι βρίσκονταν κοντά στο ιερό της Αθηνάς Όγκας, στην περιοχή όπου παραδιδόταν πως στάθηκε η αγελάδα που οδήγησε τον Κάδμο στη Θήβα.

Πιο πέρα από τη Θήβα, ο Κιθαιρών, το φημισμένο βουνό στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, έφερε το όνομά του από τον μυθικό βασιλιά της Πλάταιας Κιθαιρώνα, παλιότερος του οποίου ήταν, σύμφωνα με τους Πλαταιείς, ο βασιλιάς Ασωπός, ο οποίος και έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο ποτάμι. Έτσι και η πηγή Ιπποκρήνη στην κορυφή του Ελικώνα, για την οποία πιστευόταν πως τη δημιούργησε ο Πήγασος, το άλογο του Βελλερεφόντη, χτυπώντας το έδαφος με την οπλή του ποδιού του. Μια άλλη θέση που βρισκόταν στο δρόμο από τον Γλίσαντα στη Θήβα ονομαζόταν «Όφεως κεφαλή», καθώς γι’ αυτήν υπήρχε η παράδοση ότι εκεί ο Τειρεσίας είδε δύο συνουσιαζόμενα φίδια και έκοψε το κεφάλι του θηλυκού, οπότε έγινε ο ίδιος γυναίκα, ενώ, αργότερα, όταν ξαναείδε δύο άλλα φίδια, σκότωσε το αρσενικό και έγινε πάλι άντρας. Άλλη τοποθεσία, κοντά στην Ανθηδώνα, είχε την ονομασία «Γλαύκου πήδημα», για το λόγο ότι από εκεί, σύμφωνα με τους ντόπιους, ο Γλαύκος πήδησε στη θάλασσα, όταν έφαγε το βότανο που τον έκανε θαλασσινό δαίμονα με μαντικές ιδιότητες. Ομοίως, η πόλη Άρμα όφειλε το όνομά της στο ότι εκεί, σύμφωνα με τους ντόπιους, είχε εξαφανιστεί το άρμα του Αμφιάραου, ενώ και το όνομα της Μυκαλησσού οφειλόταν στο ότι εκεί μυκήθηκε (μούγκρισε) η αγελάδα που οδήγησε τον Κάδμο και την ακολουθία του στη Θήβα.

Στην άλλη πλευρά της Βοιωτίας, πέραν του Φικίου όρους, υπήρχε το «Αθαμάντιον πεδίον», όπου έλεγαν πως είχε ζήσει ο Αθάμας, ο οποίος τιμόταν ως ο οικιστής της Ακραιφίας, ενώ στην περιοχή της Αλιαρτίας υπήρχε ποταμός που ονομαζόταν Λόφις, από τον γιο ενός από τους άρχοντες του τόπου που πήγε στο δελφικό μαντείο για να λάβει χρησμό για την άνυδρη χώρα του. Το μαντείο τού είπε να σκοτώσει όποιον έβρισκε πρώτο κατά την επιστροφή του στον τόπο του και εκείνος, φτάνοντας στην Αλίαρτο, συνάντησε το γιο του, Λόφι. Χωρίς δισταγμό τον χτύπησε με το ξίφος του και από το αίμα του παιδιού που έπεσε στη γη ανέβλυσε νερό. Άλλη παράδοση υπήρχε και για τον ποταμό της Λιβαδειάς Έρκυνα, σύμφωνα με την οποία αυτός πήρε την ονομασία του από την μικρή Έρκυνα που ήταν φίλη της Κόρης-Περσεφόνης.

6. Σεβάσματα ηρώων

Προσπαθώντας να επιβεβαιώσουν και να διατρανώσουν τη σχέση τους με το ηρωικό παρελθόν που διηγούνταν οι μύθοι, οι αρχαίοι Βοιωτοί διατηρούσαν παραδόσεις για «κειμήλια» που φυλάσσονταν στον τόπο τους, τα οποία σχετίζονταν με τη ζωή και τη δράση ονομαστών ηρωικών μορφών της μυθολογίας. Έτσι, οι Θηβαίοι διατηρούσαν ως ιερό κατάλοιπο την πυρά από την καύση των Νιοβιδών, ενώ κοντά στην Οιδιποδεία κρήνη είχαν τάφο του Έκτορα, τα οστά του οποίου είχαν φέρει από την Τροία βάσει χρησμού που έλεγε ότι για να ζήσουν στον τόπο τους με ευμάρεια έπρεπε να φέρουν και να τιμούν σ’ αυτόν τα οστά του μεγάλου Τρώα ήρωα. Στον Ορχομενό έλεγαν πως, σύμφωνα με χρησμό που είχαν πάρει από τους Δελφούς, είχαν φέρει εκεί τα οστά του Ησιόδου, ώστε να αποδιώξουν μια επιδημία που είχε ενσκήψει στην πόλη τους. Επίσης, έλεγαν πως όμοιος χρησμός από τους Δελφούς τους είχε συμβουλεύσει να βρουν ό, τι είχε απομείνει από τον Ακταίονα και να το θάψουν στη γη τους, ώστε να διώξουν το κακό από τον τόπο τους. Αντίστοιχα, οι Λεβαδείς ισχυρίζονταν πως πλάι στον Έρκυνα ποταμό υπήρχε ο τάφος του Αρκεσιλάου, ενός από τους κυριώτερους Βοιωτούς αρχηγούς, τον οποίο είχε σκοτώσει στην Τροία ο ίδιος ο Έκτορας και του οποίου τα οστά είχε φέρει από εκεί ο Λήιτος, Βοιωτός πολεμιστής, που και αυτός τραυματίστηκε από τον Έκτορα. Έτσι και οι κάτοικοι της αρχαίας φωκικής πόλης Αντίκυρας έλεγαν πως στον τόπο τους υπήρχε ο τάφος των γιων του Ιφίτου, Επίστροφου και Σχεδίου, των αρχηγών των Φωκέων στην Τροία. Για τους Χαιρωνείς γνωρίζουμε πως τιμούσαν ιδιαίτερα το σκήπτρο του Αγαμέμνονα. Σύμφωνα με την παράδοση που καταγράφει ο Όμηρος, το είχε φτιάξει ο Ήφαιστος για τον Δία, από τον οποίο το πήρε στη συνέχεια ο Ερμής και το έδωσε στον Πέλοπα. Ο Πέλοπας το άφησε στον Ατρέα, ο Ατρέας στο Θυέστη και αυτός στον Αγαμέμνονα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία, υπήρχε η φήμη πως το σκήπτρο βρέθηκε μαζί με πολύ χρυσάφι στα σύνορα της Χαιρώνειας με τον Πανοπέα και ότι το χρυσάφι κράτησαν οι Φωκείς, ενώ το σκήπτρο περιήλθε στους Χαιρωνείς. Τέλος, μέσα στο ναό της Αυλιδείας Αρτέμιδος, ορμητήριο των Αχαιών για την Τροία, οι Αυλιδείς φύλασσαν ένα τμήμα του πλατάνου που αναφέρει ο Όμηρος, κάτω από τον οποίο οι Αχαιοί τελούσαν τις θυσίες ενόσω παρέμεναν στην Αυλίδα και όπου είδαν φοβερό οιωνό για την επικείμενη εκστρατεία τους στην Τροία, ενώ οι Ταναγραίοι φύλασσαν στο ιερό του Ερμή Προμάχου ό, τι πίστευαν πως είχε περισωθεί από το δέντρο κάτω από το οποίο θεωρούσαν πως είχε ανατραφεί ο θεός.