1. Βυζαντινή περίοδος (10ος-τέλος 12ου αιώνα)
1.1. Μονή Οσίου Λουκά
1.1.1. Ναός Παναγίας
Ο παλιότερος διάκοσμος που έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα στη Βοιωτία ανήκει στην Παναγία της μονής του Οσίου Λουκά και χρονολογείται στο τέλος του 10ου αιώνα. Διακοσμούσε την εξωτερική όψη, στο νότιο άκρο της δυτικής πλευράς της δικιόνιας λιτής. Σήμερα τη βλέπουμε πλάι στη λειψανοθήκη του οσίου, στη βόρεια κεραία του μεγάλου Καθολικού που όταν χτίστηκε, το 1011, ενσωμάτωσε το τμήμα αυτό. Το θέμα, γνωστό ήδη από το ειλητάριο του Ιησού του Ναυή (950), ιστορεί την εμφάνιση του αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Ιησού του Ναυή, αρχιστράτηγο των Εβραίων, πριν από την άλωση της Ιεριχούς. Η επιλογή του θέματος, που συμβολίζει το θρίαμβο νικηφόρων εκστρατειών, πιθανόν να σχετίζεται με την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, το 961, που είχε προφητέψει ο Όσιος Λουκάς. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η γαλήνια διάθεση και η χάρη και αρμονία του κλασικού που προσιδιάζουν στο 10ο αιώνα.
Στο πλαίσιο γενικότερων εργασιών που έγιναν στη μονή Οσίου Λουκά κατά το 12ο αιώνα συμπεριλαμβάνεται και η τοιχογράφηση του εσωτερικού του ναού της Παναγίας με πολύ υψηλής και πάλι ποιότητας έργα από έναν άριστο καλλιτέχνη. Ελάχιστες όμως είναι οι μορφές που διασώθηκαν στο βόρειο τμήμα της καμάρας του διακονικού (άγιοι Χαράλαμπος, Λέων Κατάνης, Σοφρώνιος) και στο τόξο της θύρας επικοινωνίας μεταξύ διακονικού και Ιερού Βήματος (Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ανατολικά και Πολύκαρπος δυτικά). Τα έργα αυτά έχουν μεγάλη ομοιότητα με τοιχογραφίες της μονής Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο.
1.1.2. Καθολικό
Στο Καθολικό της ίδιας μονής οι τοιχογραφίες που καλύπτουν τα πλευρικά παρεκκλήσια, το γυναικωνίτη και την κρύπτη, από τις σπουδαιότερες στην Ελλάδα κατά τον 11ο αιώνα, ακολουθούν το ίδιο ιερατικό πνεύμα της ψηφιδωτής διακόσμησης στους κεντρικούς χώρους του οκταγωνικού ναού και στο νάρθηκα. Χαρακτηρίζονται από γραμμική καθαρότητα, μετωπικότητα, υπερβατική απλότητα των αγίων με τα ορθάνοιχτα μάτια, την αγνότητα στην έκφραση και τη φιλάνθρωπη διάθεση. Ο αντικλασικός χαρακτήρας τους και η αφαιρετικότητα, όπως ακριβώς και των ψηφιδωτών, φανερώνουν την κοινή προέλευση των ζωγράφων από την Κωνσταντινούπολη.
Το ζωγραφικό πρόγραμμα στο Καθολικό περιορίζεται στην απεικόνιση αγίων ή προσαρμόζεται στη λειτουργική χρήση, όπως στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσιο όπου η Παναγία Βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας στην κόγχη και η σκηνή της συνάντησης του Χριστού με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο πριν από τη Βάπτιση συνδέουν το χώρο πιθανόν με Βαπτιστήριο.
Στην κρύπτη επιλέγονται οι αρμόζουσες για τον κοιμητηριακό χαρακτήρα της συνθέσεις του Πάθους (Μυστικός Δείπνος, Βαϊοφόρος, Ψηλάφηση του Θωμά, Σταύρωση, Αποκαθήλωση, Ενταφιασμός), ενώ στα σταυροθόλια στηθάρια αγίων μοναχών ηγουμένων.
Τα έργα αυτά αποδίδονται σε περισσότερα του ενός συνεργεία ζωγράφων, με μικρή όμως χρονολογική διαφορά μεταξύ τους. Η ανέγερση του Καθολικού και στη συνέχεια η ανακομιδή του λειψάνου του αγίου στα 1011 ή 1022 έγινε από τον ηγούμενο Φιλόθεο, που απεικονίζεται στο βορειοανατολικό ταφικό παρεκκλήσιο να προσφέρει το ομοίωμα της εκκλησίας στον όσιο Λουκά. Παρόλο που δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για το Φιλόθεο η πλούσια δωρεά του προϋποθέτει αρχοντική καταγωγή. Ο ίδιος ο όσιος άλλωστε, όπως είναι γνωστό από το βίο του που γράφτηκε λίγο μετά το θάνατό του (953), είχε στενή επαφή με τους Πόθο και Κρηνίτη, στρατηγούς του θέματος Ελλάδος, με έδρα τη Θήβα. Ο δεύτερος μάλιστα, όσο ακόμα ζούσε ο όσιος, το 946, υπήρξε ο χορηγός μιας εκκλησίας αφιερωμένης στην αγία Βαρβάρα.
Στην αριστοκρατία της Θήβας ανήκει και ο Θεοδόσιος, ηγούμενος της μονής κατά τα έτη 1035-1055, ο οποίος απεικονίζεται μαζί με άλλους ηγουμένους στην κρύπτη. Έχει ταυτιστεί με το Θεόδωρο Λεωβάχο, έναν αξιωματούχο γνωστό από δύο πολύ σημαντικές για την περιοχή ιστορικές πηγές του 11ου αιώνα, το Κτηματολόγιο των Θηβών και το Καταστατικό της Αδελφότητας της Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας που συντάχθηκε στη Θήβα το 1048. Η συμβολή του στη διακόσμηση του Καθολικού πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιη.
1.1.3. Παρεκκλήσιο κωδωνοστασίου
Στο τέλος του 12ου αιώνα έχει αποδοθεί και ο διάκοσμος που κάλυπτε άλλοτε τους τοίχους του παρεκκλησίου του σημερινού τετραώροφου κωδωνοστασίου, δίπλα στη νότια και κύρια είσοδο της μονής. Οι παραστάσεις, σε κακή κατάσταση διατήρησης σήμερα, σχετίζονται με θαύματα του Χριστού που αφορούσαν τη θεραπεία αρρώστων. Δεν αποκλείεται η δεξαμενή και κρήνη που υπήρχε στο ισόγειο του ναΐσκου να χρησίμευε ως αγίασμα, στο δε ναό, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, να προσέρχονταν ασθενείς για να θεραπευτούν.
1.2. Θήβα
Η Θήβα, παρά τη σπουδαιότητά της κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, πιστεύουμε ότι είναι η μοναδική πόλη στην οποία δε διασώθηκε καμία βυζαντινή εκκλησία, παρόλο που από τις μέχρι σήμερα ανασκαφές έχουν εντοπιστεί τα ερείπια τουλάχιστον 26 ναών. Ο αποσπασματικά σωσμένος διάκοσμος μερικών από αυτούς παρέχει ενδείξεις για την υψηλή ποιότητά του. Μία παράσταση της Βαϊοφόρου, που είχε αποτοιχιστεί γύρω στα 1938, προέρχεται πιθανότατα από το ναό της Θεοτόκου, κτίσμα του μητροπολίτη Θηβών Ιωάννη Καλοκτένη, ο οποίος πέθανε μεταξύ των ετών 1182 και 1193. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη έλαβε εξαιρετική παιδεία. Το όνομά του αναφέρεται στα Πρακτικά Συνόδων της Κωνσταντινούπολης το 1166 και το 1170. Επομένως, η μετάκληση από τον ίδιο καλλιτεχνών από την πρωτεύουσα είναι πολύ πιθανή. Ο διάκοσμος από δύο άλλους άγνωστους ναούς, που πρέπει να ανήκουν στην ίδια περίοδο, είναι το ίδιο ποιοτικός. Από τη Θήβα καταγόταν και ένας ζωγράφος Επιφάνιος, όπως πληροφορούμαστε από επιστολή του 1218 του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου, δε γνωρίζουμε όμως τίποτε για τα έργα του.
1.3. Ορχομενός
Πρόσφατες εργασίες στο ναό της Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό, που, όπως είναι γνωστό από την κτητορική επιγραφή του, οικοδομήθηκε το 872/873, έφεραν στο φως, μετά τη διάνοιξη των τοιχισμένων ανοιγμάτων, σπαράγματα τοιχογραφιών. Παρά την κακή κατάσταση διατήρησης είναι εφικτός ο συσχετισμός με τις τοιχογραφίες της κρύπτης της μονής του Οσίου Λουκά (πρώτες δεκαετίες 11ου αιώνα). Έργο ικανότατου καλλιτέχνη αποτελούν και οι τοιχογραφίες στο μικρό τρίκογχο ναό του Αγίου Σώζοντα στον Ορχομενό, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα. Στην κόγχη εικονίζεται ένθρονη η Παναγία ανάμεσα σε σεβίζοντες αγγέλους και κάτω Ιεράρχες μετωπικοί. Από τις υπόλοιπες παραστάσεις ξεχωρίζουν οι φυλακτήριοι σταυροί δεξιά και αριστερά της εισόδου, που σχετίζονται με τον κοιμητηριακό χαρακτήρα του ναού. Στον τρούλο απουσιάζει ο Παντοκράτορας, στο ιδιόμορφο τύμπανο όμως με τους οκτώ κοίλους τομείς, ένα στοιχείο κωνσταντινουπολίτικης προέλευσης, αποκαλύφθηκαν οι μορφές οκτώ προφητών. Ο Ιωνάς, με την ενδιαφέρουσα απόδοση της πτυχολογίας, προσφέρεται για σύγκριση με μνημεία του τέλους του 12ου αιώνα στην Καστοριά, στο Κουρμπίνοβο και στην Κύπρο.
2. Περίοδος Φραγκοκρατίας (13ος-14ος αιώνας)
2.1. Πρώιμη περίοδος
2.1.1. Δεσμοί με την Αττική
Η νέα πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την κατάκτηση των Φράγκων δεν εμπόδισε την καλλιτεχνική δημιουργία των ορθόδοξων κατοίκων στη Βοιωτία, όπως άλλωστε συνέβη και στις υπόλοιπες φραγκοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Αποκόπτονται όμως οι δεσμοί με την πρωτεύουσα και νέα καλλιτεχνικά κέντρα δημιουργούνται. Ο ζωγραφικός διάκοσμος που εντοπίζεται σε δύο σημαντικά μνημεία της Βοιωτίας στο α΄ μισό του 13ου αιώνα φαίνεται να συνδέεται με την Αττική. Το πρώτο είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου στα Λουκίσια, κοντά στην Ανθηδόνα, επίνειο της Θήβας προς την πλευρά του Ευβοϊκού κόλπου. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα αξιόλογο ναό του 11ου αιώνα με τον ιδιότυπο και σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο του μονόχωρου τετράκογχου με τρούλο ναού. Από τις τοιχογραφίες του ελάχιστα δυστυχώς στοιχεία διασώθηκαν και μόνο δύο διάκονοι που κοσμούν τα κογχάρια του Ιερού Βήματος προσφέρονται για εξέταση και σύγκριση με αντίστοιχες μορφές από τον ερειπωμένο ναό του Αγίου Γεωργίου στον Ωρωπό και από τον Άγιο Πέτρο στα Καλύβια Κουβαρά. Το δεύτερο μνημείο είναι ο ναός του Αγίου Ιωάννη στο νεκροταφείο του Σχηματαρίου. Ο Παντοκράτορας του τρούλου, σωζόμενος αποσπασματικά, αποτοιχίστηκε το 1960 και έκτοτε φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Ο συσχετισμός με τον ακριβώς χρονολογημένο στα 1232/1233 Παντοκράτορα στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου στη σπηλιά Πεντέλης φανερώνει κοινό εικονογραφικό πρότυπο.
2.2. Όψιμη περίοδος
2.2.1. Ανώνυμα έργα
Γύρω στο 1300 έχουν τοποθετηθεί οι τοιχογραφίες της κρύπτης του Αγίου Νικολάου στα Καμπιά, κοντά στον Ορχομενό, ένα εξαιρετικό μνημείο του 12ου αιώνα, μετόχι της μονής Οσίου Λουκά. Ο εσχατολογικός χαρακτήρας του εικονογραφικού προγράμματος, όπως μία μνημειακή παράσταση της Δέησης και η απεικόνιση του Αγίου Νικολάου σε ικεσία, σχετίζεται με τη χρήση της κρύπτης ως νεκρικού παρεκκλησίου. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι η απεικόνιση του μητροπολίτη Θηβών Ιωάννη Καλοκτένη. Σύγχρονες φαίνεται πως είναι και οι τοιχογραφίες του ναού, οι οποίες περιορίζονται μόνο στο χώρο του Ιερού Βήματος. Πρόκειται για έργα επαρχιακού εργαστηρίου που ακολουθούν όμως τις τάσεις της σύγχρονης ζωγραφικής.
Στην ίδια εποχή πρέπει να ανήκε και ο διάκοσμος ενός μικρού σταυρεπίστεγου ναού, αφιερωμένου στον άγιο Γεώργιο, που βρίσκεται στο χωριό Σκούρτα, στην περιοχή των Δερβενοχωρίων. Η μόνη μαρτυρία για τις λιγοστές τοιχογραφίες που υπήρχαν στο ναό, πριν καθαιρεθούν εντελώς από τους ντόπιους, είναι οι φωτογραφίες που τράβηξε το Δεκέμβριο του 1970 η Ρένα Ανδρεάδη. Επισκέφτηκε το μνημείο μαζί με τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό και οι φωτογραφίες της, όπως και τα σκαριφήματα του τελευταίου, φυλάσσονται στο φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε η παράσταση του ασπασμού των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, για την οποία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι εκφράζει την ευχή για ειρηνική συνύπαρξη του καθολικού και του ορθόδοξου κλήρου.
Προς το τέλος του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα ανήκουν και οι αποτοιχισμένες σήμερα τοιχογραφίες από τον ερειπωμένο ναό του Αγίου Νικολάου ή της Αγίας Παρασκευής στη θέση Καναβάρι Θηβών, κοντά στο αρχαίο Καβείρειο. Πρόκειται για διακοσμητικά κυρίως θέματα και τα κάτω τμήματα μορφών.
2.2.2. Επώνυμα και χρονολογημένα έργα
Ακριβώς χρονολογημένες στα 1311, σύμφωνα με γραπτή επιγραφή, είναι οι μορφές δύο αγγέλων στο αρκοσόλιο του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Ακραίφνιο. Πρόκειται για ευλαβικό αφιέρωμα του Φράγκου ηγεμόνα της περιοχής Antonio de Flama στον προστάτη άγιο, που συνέβαλε στη διάσωσή του στη φονικότατη μάχη μεταξύ Φράγκων και Καταλανών στον Αλμυρό, το 1311. Ο ένας από τους αγγέλους ξετυλίγει τον ουρανό που «απεχωρίσθη ως βιβλίον, ελισσόμενον», σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Πάνω στον ουρανό, κατάσπαρτο με εξάκτινα αστέρια, εικονίζονται σε μετάλλια οι προσωποποιημένες μορφές του Ήλιου και της Σελήνης, όπως στο ταφικό παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Η τεχνοτροπία όμως του Ακραιφνίου είναι λαϊκή, έργο των αδελφών Γερμανού και Νικοδήμου ιερομονάχων.
Ακριβώς χρονολογημένος είναι και ο διάκοσμος που βρίσκεται στο σπηλαιώδη ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωπαΐδα. Η γραπτή, με μαύρα γράμματα, αφιερωτική επιγραφή που διατηρήθηκε εξίτηλη πάνω από την Ωραία Πύλη του κτιστού τέμπλου μάς δίνει πληροφορίες όχι μόνο για τη χρονολόγηση αλλά και για το δωρητή:
ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ
ΙΕΡΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΕ
ΚΝΩΝ ΕΝ ΕΤΗ ΣΤ΄ Ω΄ Μ΄ Α΄ [6841 από κτίσεως κόσμου, δηλ. 1333 μ.Χ.]
Ο διάκοσμος περιορίζεται στο τέμπλο –και στις δύο όψεις του– και στο χώρο του Ιερού Βήματος. Στην κύρια όψη του τέμπλου εικονογραφείται η Δέηση. Αριστερά της Πύλης εικονίζεται ολόσωμη η Παναγία Βρεφοκρατούσα τυλιγμένη σε πλούσια πτυχωμένα φορέματα. Κατευθύνει το βλέμμα προς το θεατή, με μια αδιόρατη θλίψη στο σοβαρό πρόσωπό της. Τα χρώματα, η πτυχολογία και τα χαρακτηριστικά θυμίζουν έντονα την έξοχη Παναγία Γλυκοφιλούσα από το ταφικό παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, που φιλοτεχνήθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, γύρω στο 1320, αλλά και την Παναγία Βρεφοκρατούσα από το νάρθηκα του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη. Με το ίδιο μνημείο, αλλά και με την Αγία Αικατερίνη Θεσσαλονίκης, συνδέονται επίσης οι ολόσωμες μορφές του Χριστού και του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου που εικονίζονται στα δεξιά της Πύλης.
Στην πίσω πλευρά του τέμπλου παριστάνονται η Αγία Ειρήνη με βασιλική μαργαριτοστόλιστη αμφίεση και η Αγία Παρασκευή με λευκόφαιο μαφόριο. Στην κόγχη της πρόθεσης απεικονίζεται η Άκρα Ταπείνωση και πάνω από την παράσταση αυτή παριστάνεται η Παναγία σε προτομή δεομένη, όπως η Παναγία και πάλι από τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό. Ακολουθούν η μορφή ενός διακόνου και ενός Ιεράρχη, ενώ έχει καταστραφεί σχεδόν εντελώς από αρχαιοκάπηλους η παράσταση του Παλαιού των Ημερών, επάνω ακριβώς από τη θέση της Αγίας Τράπεζας.
Ο συγκεκριμένος ζωγραφικός διάκοσμος –προσφορά ευσεβών χριστιανών για τη σωτηρία της ψυχής τους και των οικογενειών τους, σε αυτό το χώρο που διάλεξαν για τη λατρεία τους, προφυλαγμένο από τις βιαιοπραγίες και τους εμπρησμούς των ιερών καθιδρυμάτων στους οποίους επιδόθηκαν οι Καταλανοί αμέσως μετά την επικράτησή τους– εκπλήσσει με την υψηλή ποιότητά του, που φανερώνει ότι ο άγνωστος ζωγράφος ακολουθεί τα ρεύματα της εποχής στα μεγάλα κέντρα του μακεδονικού χώρου.
Από τα μέσα του 14ου αιώνα πάντως φαίνεται πως η κατάσταση στη Βοιωτία είχε τόσο χειροτερέψει που ανάγκασε περίπου 30 οικογένειες να καταφύγουν μέσα στα τείχη της κλασικής πόλης Πάνακτο, στην περιοχή των Σκούρτων, και να χτίσουν εκεί το χωριό τους με την εκκλησία του, που τη ζωγράφισαν κιόλας, όπως δείχνουν τα λίγα σπαράγματα που διασώθηκαν και αποτελούν τα τελευταία δείγματα πριν από την οθωμανική κατάκτηση.
3. Οθωμανική περίοδος
3.1. Πρώιμοι χρόνοι (15ος-16ος αιώνας)
3.1.1. Εργαστήριο των Θηβαίων ζωγράφων Γεωργίου και Φράγγου Κονταρή (β΄ μισό 16ου αιώνα)
Ζωγραφικά έργα του 15ου και του α΄ μισού του 16ου αιώνα δεν έχουν επισημανθεί μέχρι σήμερα στη Βοιωτία. Δε γνωρίζουμε εάν αυτή την περίοδο υπήρξε κάμψη στην οικοδομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στο β΄ μισό όμως του 16ου αιώνα, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες στα οθωμανικά αρχεία, τέσσερα τουλάχιστον νέα μοναστήρια ιδρύθηκαν στην περιοχή των Θηβών και μάλιστα στο διάστημα 1540 έως 1570 περίπου. Σήμερα αγνοούμε ακόμα και τη θέση των τριών, ενώ το τέταρτο είναι εντελώς ανακαινισμένο. Η Θήβα όμως είναι ο τόπος καταγωγής τριών μεγάλων ζωγράφων του 16ου αιώνα, του Φράγγου Κατελάνου και των αδελφών Γεωργίου και Φράγγου Κονταρή. Είναι οι μόνοι επώνυμοι εκπρόσωποι του ζωγραφικού κινήματος που δημιουργήθηκε από το β΄ μισό του 16ου αιώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα απέναντι στη σύγχρονή του κρητική ζωγραφική. Τα περισσότερα έργα τους και μάλιστα χρονολογημένα εντοπίζονται στη βορειοδυτική Ελλάδα. Γι’ αυτό και η αρχική ονομασία «σχολή των Θηβών» δεν έγινε αποδεκτή από όλους τους μελετητές και προτάθηκαν οι ονομασίες «τοπική ηπειρωτική σχολή» ή «σχολή της βορειοδυτικής Ελλάδας». Κοντά στη Θήβα οι τοιχογραφίες που έχουν αποδοθεί έως τώρα στο εργαστήριο των αδελφών Κονταρή είναι στα καθολικά των μονών Γαλατάκη στην Εύβοια και Οσίου Μελετίου (λιτή) στον Κιθαιρώνα. Σε αυτές προστίθενται, έπειτα από πρόσφατες έρευνες, σπαράγματα από την ίδια τη Θήβα, αλλά και παραστάσεις στους ναούς Αγίου Γεωργίου στο Ακραίφνιο, Αγίου Νικολάου και Αγίου Αθανασίου στο Κόκκινο και Αγίου Σώζοντα στον Ορχομενό (β΄ στρώμα).
3.2. Όψιμοι Χρόνοι (17ος-19ος αιώνας)
Στις αρχές του 17ου αιώνα επιβιώνουν τα στοιχεία της λεγόμενης σχολής των Θηβών, δηλαδή τα καλογραμμένα χαρακτηριστικά, οι ήρεμες στάσεις και χειρονομίες που αποπνέουν κομψότητα και χάρη, οι σκούροι προπλασμοί και η περιορισμένη χρωματική κλίμακα με τα έντονα χρώματα, στις ολόσωμες μορφές που ζωγραφίστηκαν σε δεύτερη φάση εκατέρωθεν του τέμπλου του ναού του Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου στα Λουκίσια: του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου δεξιά και του Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου ένθρονου, στον τύπο του μάρτυρα, αριστερά.
Στο 17ο αιώνα μπορούν να αποδοθούν οι τοιχογραφίες του καθολικού της μονής Αγίας Τριάδας Πλαταιών, η οποία ανακαινίστηκε το 1632, σύμφωνα με επιγραφή, και τότε ίσως τοιχογραφήθηκε. Λίγα δείγματα όμως έχουν αποκαλυφθεί κάτω από νεότερη επιζωγράφιση, τα οποία προς το παρόν δεν είναι δυνατό να αξιολογηθούν. Στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα ανήκουν και οι λιγοστές μορφές στο σπηλαιώδη ναό του Αγίου Νικολάου του Νέου στην Κωπαΐδα: η παράσταση του Χριστού στο κτιστό τέμπλο, καθώς και του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και του τιμώμενου αγίου στο νότιο τοίχο. Σε έναν άλλο σπηλαιώδη ναΐσκο της Παναγίας Φανερωμένης, νοτιοανατολικά της μονής Ιερουσαλήμ, κοντά στη Δαύλεια, διασώθηκαν επίσης λίγες παραστάσεις του 17ου αιώνα στο τέμπλο: Ο Παντοκράτορας δεξιά και η Παναγία Βρεφοκρατούσα αριστερά της Ωραίας Πύλης, ενώ στα εσωτερικά μέτωπά της οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Η κάμψη της αυτοκρατορίας που άρχισε στο τέλος του 17ου αιώνα διαπιστώνεται και από την παντελή απουσία ζωγραφικής παραγωγής τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Από το 1750 έως το 1760 παρατηρείται δραστηριότητα στην περιοχή του Ορχομενού (ναοί Παναγίας Σκριπούς, Αγίου Γεωργίου και Αγίου Ανδρέα) και της Χαιρώνειας (ναοί Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίων Αποστόλων). Πρόκειται για έργα άγνωστων ζωγράφων χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές επιδόσεις. Αντίθετα καλής ποιότητας έργα είναι οι τοιχογραφίες στο Καθολικό της μονής Ταξιαρχών στον Πρόδρομο, που ζωγράφισε ο Γεώργιος Νάνιος το 1756, σύμφωνα με γραπτή επιγραφή. Προς το τέλος του αιώνα ο ζωγράφος Κυπριανός αγιογράφησε το ναό του Αγίου Γεωργίου στη Δάφνη, παραλαύριο της μονής Οσίου Μελετίου, η μορφή του οποίου συμπεριλαμβάνεται στο εικονογραφικό πρόγραμμα. Πολλά τέλος είναι τα μνημεία που αγιογραφήθηκαν με εντελώς λαϊκές δημιουργίες κατά το 19ο αιώνα. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως μετά τα μέσα του αιώνα, παρατηρείται επιζωγράφιση παλαιότερων έργων και είναι πολύ πιθανό να συνέβαλε σε αυτό ο σεισμός του 1853 που προκάλεσε πολλές καταστροφές στα μνημεία του βοιωτικού χώρου.
4. Αποτίμηση
Η συμβολή της Βοιωτίας στον εμπλουτισμό του χάρτη των τοιχογραφημένων βυζαντινών συνόλων της Ελλάδας είναι μικρή. Όπως διαπιστώνεται όμως, υπάρχει εκπροσώπηση από το τέλος του 10ου έως το τέλος του 16ου αιώνα με εξαιρετικά έργα. Και είναι βέβαιο ότι σε μελλοντική συντήρηση μνημείων, όπως για παράδειγμα του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στο Μαυρομάτι –όπου έχουν διαπιστωθεί τρία στρώματα τοιχογράφησης–, του Αγίου Γεωργίου στο Ακραίφνιο, του καθολικού της μονής Αγίας Τριάδας Πλαταιών και άλλων, θα έρθουν στο φως άγνωστα έργα.