Δαύλεια

1. Εισαγωγή. Θέση, ονομασία, μυθολογία

1.1. Γεωγραφική θέση της Δαύλειας

Η Δαύλεια εντοπίζεται στους πρόποδες του Παρνασσού, στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού Βοιωτίας, και βρίσκεται 15 χλμ. βορειοδυτικά της πόλης της Λιβαδειάς. Έχει περίπου 2.000 κατοίκους και ανήκει στην επαρχία Λιβαδειάς. Η περιοχή της Δαύλειας περιλαμβάνει τους οικισμούς Μαυρονέρι και Παρόριο, καθώς και τη μονή Ιερουσαλήμ, και βρίσκεται ανάμεσα στη Χαιρώνεια, το Δίστομο και την Τιθορέα (της Φθιώτιδας).

1.2. Θέση της Δαύλειας στην Αρχαιότητα

Η περιοχή της Δαύλειας στην Αρχαιότητα ανήκε στη Φωκίδα. Βρισκόταν στο δρόμο από τη Χαιρώνεια προς τους Δελφούς, κοντά στη Σχιστή οδό. Είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς έδινε δυνατότητα ελέγχου στην κοιλάδα του Κηφισού ποταμού και επικοινωνούσε με τους βασικούς οδικούς άξονες της κεντρικής Ελλάδας: από τη βόρεια Ελλάδα προς τη Βοιωτία και την Αττική, και από την ανατολική Ελλάδα προς τον Κορινθιακό κόλπο. Είναι ίσως η μόνη πόλη της Φωκίδας με συνεχή κατοίκηση από την Προϊστορική εποχή μέχρι τα Υστεροβυζαντινά χρόνια, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Στους Νεότερους χρόνους ο οικισμός μεταφέρθηκε σε μικρή απόσταση βόρεια της ακρόπολης – ή του Κάστρου, όπως επικράτησε να λέγεται.

1.3. Ονομασία

Στις αρχαίες πηγές διασώζονται διαφορετικές εκδοχές του ονόματος της πόλης: Δαυλίων πόλις (Ηρ. 8.35), Δαυλία (Θουκ. 2.29 και αρχαίες επιγραφές), Δαύλιον (Πολύβ. 425.2), Δαύλεια (Στέφ. Βυζ. 221.10). Επικρατέστερη φαίνεται η εκδοχή Δαυλίς, η οποία αναφέρεται και από τον Όμηρο (Ιλ. 2.520). Στους Βυζαντινούς χρόνους ονομάζεται Δαύλια, την Οθωμανική περίοδο εμφανίζεται ο τύπος Διαύλεια, και τα Νεότερα χρόνια καθιερώνεται η ονομασία Δαύλεια. Σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος υπάρχουν επίσης αρκετές εκδοχές. Κατά το Στράβωνα (Γεωγρ. 9.3.13) το όνομα προέρχεται από τη λέξη δαυλός, δηλ. δασύς, πυκνός, πυκνόφυτος. Ο Παυσανίας, που επισκέφθηκε και περιέγραψε την περιοχή καθ’ οδόν προς τους Δελφούς, υιοθετεί τη σύνδεση του ονόματος με τη νύμφη Δαυλίδα, κόρη του Κηφισού (Παυσ. 10.4.7).

1.4. Μυθολογία

Ο βασικός μύθος της περιοχής ήθελε βασιλιά της Δαυλίδας το θρακικής καταγωγής Τηρέα. Ο Τηρέας παντρεύτηκε την Πρόκνη, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Ίτυ. Ακολούθως πήρε σύζυγο τη Φιλομήλα, ομορφότερη αδελφή της Πρόκνης· όμως, οι δύο αδελφές, για να τον εκδικηθούν, σκότωσαν και του πρόσφεραν τον Ίτυ για δείπνο. Καταδιωκόμενες από τον Τηρέα οι αδελφές κατέφυγαν στα δάση της Δαύλειας, όπου με τη βοήθεια των θεών η Πρόκνη μεταμορφώθηκε σε αηδόνι, η Φιλομήλα σε χελιδόνι, ενώ ο Τηρέας έγινε τσαλαπετεινός.

2. Ιστορία

2.1. Από την Προϊστορική μέχρι την Αρχαϊκή εποχή

Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή ανάγονται στη Νεολιθική περίοδο και εντοπίζονται κοντά στην κοίτη του Κηφισού. Από την Εποχή του Χαλκού (3η-2η χιλιετία π.Χ.) διασώζονται λείψανα οχυρώσεων, όπως τα «κυκλώπεια» τείχη της Δαύλειας, καθώς και κεραμική της Μυκηναϊκής περιόδου (περ. 1350-1180 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Όμηρο η Δαυλίς πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας μαζί με τις υπόλοιπες φωκικές πόλεις με κοινούς αρχηγούς το Σχεδίο και τον Επίστροφο. Τη συνέχεια της κατοίκησης κατά τη Γεωμετρική περίοδο επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα μέσα στον οχυρωματικό περίβολο.

2.2. Αρχαιότητα

2.2.1. Κλασική και Ελληνιστική εποχή

Κατά την Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή η τύχη της Δαυλίδας ήταν στενά συνδεδεμένη με την ιστορική πορεία του Κοινού των Φωκέων και της Αμφικτιονίας των Δελφών. Χάρη στο μαντείο του Απόλλωνα το κοινό βρέθηκε επανειλημμένα στο κέντρο των εξελίξεων, και οι εκάστοτε πολιτικές δυνάμεις της αρχαίας Ελλάδας επιδίωκαν τη συμμαχία προκειμένου να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των Δελφών. Έτσι οι Φωκείς τον 5ο αι. π.Χ. συμμάχησαν με τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, τον 4ο αι. π.Χ. με τους Θηβαίους και το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας και τον 3ο αι. π.Χ. με τους Αιτωλούς. Η σταθερή πολιτική γραμμή των φωκικών πόλεων μετά τον Α΄ Ιερό πόλεμο (αρχ. 6ου αι. π.Χ.) ήταν η προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής τους ακεραιότητας. Στους Περσικούς πολέμους η Δαυλίδα δε συμμάχησε με τους Πέρσες και καταστράφηκε από το στρατό του Ξέρξη το 480 π.Χ. Στη συνέχεια το Κοινό των Φωκέων μπόρεσε να ανακάμψει γρήγορα και επιχείρησε να θέσει υπό έλεγχο μέρος του εδάφους του δελφικού ιερού. Η στάση του έγινε αφορμή για αντιπαράθεση με τους Θηβαίους και οδήγησε στον Γ΄ Ιερό πόλεμο (357-346 π.Χ.), ο οποίος απέβη ολέθριος για τις φωκικές πόλεις Λίλαια, Υάμπολη, Αντίκυρα, Παραποτάμιοι και Πανοπέας. Ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας παρενέβη ως σύμμαχος της Θήβας και έγινε ο κυρίαρχος της σκηνής. Έτσι, το 346 π.Χ. οι φωκικές πόλεις, μεταξύ αυτών και η Δαυλίδα, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και υπέστησαν την ποινή του διοικισμού. Οι κάτοικοι της Δαυλίδας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και τους απαγορεύτηκε να φέρουν όπλα. Λίγα χρόνια αργότερα, ωστόσο, η πόλη ανέκαμψε και το 338 π.Χ. πολέμησε στη Χαιρώνεια στο πλευρό της Αθήνας και της Θήβας εναντίον του μακεδονικού βασιλείου. Προς τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. οι φωκικές πόλεις αμφισβήτησαν εκ νέου την κυριαρχία των διαδόχων του Αλεξάνδρου και του Κασσάνδρου στην κοιλάδα του Κηφισού και το 284 π.Χ. κατάφεραν να εξωθήσουν τους Μακεδόνες από την Ελάτεια. Οι τελευταίες σελίδες της ανεξάρτητης πολιτικής των Φωκέων γράφτηκαν το 279 π.Χ. στις Θερμοπύλες, στη μάχη με τους Θεσσαλούς κατά των Γαλατών. Από τότε το κοινό άρχισε να χάνει βαθμιαία την πολιτική και στρατιωτική του δύναμη.

2.2.2. Ρωμαϊκή περίοδος

Το 198 π.Χ. η Δαυλίδα καταλήφθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του Φλαμινίνου. Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο (32.18.7) οι Ρωμαίοι δυσκολεύτηκαν πολύ να καταλάβουν την πόλη, καθώς βρισκόταν σε ψηλό λόφο και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις πολιορκητικές μηχανές τους. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η Δαυλίδα γνώρισε χρόνια ευμάρειας και ανοικοδόμησης, όπως φανερώνουν οι επιγραφές και τα αρχαιολογικά ευρήματα από την ακρόπολη.

2.2.3. Μνημεία

Το 2ο αι. μ.Χ. ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην πόλη υπήρχε ναός της Αθηνάς Πολιάδος, ενώ από επιγραφές που βρέθηκαν στην ακρόπολη συνάγεται ότι λατρεύονταν η Άρτεμις Σώτειρα και ο Σάραπις. Σχετικά με την τοπογραφία της περιοχής, ο Παυσανίας σημειώνει ότι προς το τρίστρατο της Σχιστής οδού, πριν από το σημείο όπου ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του το Λάιο, υπήρχε το Φωκικό, το βουλευτήριο όπου συνεδρίαζαν οι εκπρόσωποι των φωκικών πόλεων (Παυσ. 10.4.7). Στην περιοχή της Δαυλίδας, στη θέση Τρωνίδα, κοντά στην Ιερά οδό, η οποία οδηγούσε στους Δελφούς, βρισκόταν και ο άλλος εμβληματικός τόπος για τους αρχαίους Φωκείς, το ηρώο του Αρχηγέτη, που κατά την παράδοση ερμηνεύεται ως τάφος του μυθικού γενάρχη Φώκου, εγγονού του Σισύφου. Η σύγχρονη έρευνα δεν έχει ταυτίσει με ασφάλεια τη συγκεκριμένη θέση.

2.3. Ύστερη Αρχαιότητα και Βυζαντινή εποχή

Στους Υστερορωμαϊκούς και Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους η πόλη ανήκε διοικητικά στην επαρχία Αχαΐας και αναφέρεται στη δέκατη θέση στο Συνέκδημο του Ιεροκλή. Κατά τους Μέσους χρόνους η Δαύλεια των βυζαντινών πηγών υπαγόταν στο θέμα Ελλάδος. Ακολούθως συνδέθηκε με τη Βοιωτία και τη Θήβα και γενικά διατήρησε τη σημασία της κατά τη διάρκεια των Μεσοβυζαντινών χρόνων. Αναφορικά με την εκκλησιαστική ιστορία, από τη σύνοδο της Νίκαιας, το 325, η Δαύλεια καταγράφεται ως επισκοπή και από τον 7ο αιώνα υπαγόταν στη μητρόπολη Αθηνών ως συνέχεια της επισκοπής Οπούντος και Ελατείας.

2.4. Περίοδος Λατινοκρατίας και η εκκλησιαστική ιστορία

Από την περίοδο της Λατινοκρατίας οι μνείες στην πόλη αφορούν κυρίως την ιστορία της επισκοπής Διαυλείας. Μετά το 1204 ο επίσκοπος της πόλης φαίνεται ότι είχε κάποια επιβολή επί των τοπικών ηγεμόνων, καθώς μεταξύ 1208 και 1212 διατηρούσε αλληλογραφία με τον πάπα Ονώριο Γ΄. Το 1233 η επισκοπή ανέλαβε μέρος της συντήρησης του επισκόπου που εξορίστηκε στην Άνδρο. Το 1311 ο επίσκοπος Déaublie ήταν ένας από τους εκτελεστές της διαθήκης του Γκωτιέ της Βρυέννης (Gautier de Brienne) και η εκκλησία του έλαβε το ποσό των 200 υπερπύρων. Από την περίοδο της ηγεμονίας των Καταλανών διασώζονται τα ονόματα μερικών επισκόπων, όπως ο Guliamos, ο οποίος αναφέρεται το 1384 ως μεσολαβητής μεταξύ του πατριάρχη Νείλου και του πάπα Ουρβανού ΣΤ΄. Μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα στα ανατολικά αναδείχθηκε σημαντικό κέντρο το Ταλάντιο (Talantium στις λατινικές πηγές, σημερινή Αταλάντη), το οποίο το 1393 αποσπάστηκε και προβιβάστηκε σε ανεξάρτητη επισκοπή. Η σημασία της Δαύλειας θεωρείται ότι βαθμιαία περιορίστηκε, καθώς από το 1441 ο επίσκοπός της ήταν πλέον τιτουλάριος. Στα τέλη του 15ου αιώνα οι δύο έδρες ενώθηκαν. Κατά τη σύντομη περίοδο 1653-1653 η επισκοπή Διαυλείας και Ταλαντίου προβιβάστηκε σε αρχιεπισκοπή με έδρα το Ταλάντιο, καθώς η Δαύλεια είχε ερειπωθεί. Η επισκοπή της Δαύλειας καταργήθηκε το 1833.

2.5. Ύστερη Μεσαιωνική και Οθωμανική περίοδος

Το 14ο και το 15ο αιώνα, η περιοχή κατακλύστηκε από επήλυδες. Οι νέοι κάτοικοι, οι Αρβανίτες, εγκαταστάθηκαν κυρίως στα πεδινά. Οι πληθυσμιακές αλλαγές αποτυπώθηκαν στα τοπωνύμια, π.χ. το Παρόριο ονομάστηκε Μούλκι και αργότερα Μπεσχένι. Εμφανίστηκαν και νέοι οικισμοί κοντά σε θέσεις αρχαίων πόλεων, π.χ. κοντά στους Παραποτάμιους δημιουργήθηκε το Κασνέσι (σημερινό Μαυρονέρι). Η Δαύλεια ήταν από τις ορεινές θέσεις που καταγράφηκε στις πηγές ως ελληνικός οικισμός. Με την κατάκτηση της Βοιωτίας από τους Οθωμανούς, το 1460, η μικρή πλέον πόλη περιλήφθηκε στον καζά της Λιβαδειάς. Στο εξής έχουμε περιορισμένα στοιχεία για την πόλη. Φαίνεται πάντως ότι επικράτησε το όνομα Διαύλεια. Κοντά στην μικρή πόλη που έχασε σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της αναδείχθηκε η μονή Ιερουσαλήμ ως το πλέον σημαντικό θρησκευτικό, πνευματικό και οικονομικό κέντρο στην περιοχή.

2.6. Νεότερη ιστορία

Στα Νεότερα χρόνια εδραιώθηκε η ονομασία Δαύλεια. Οι κάτοικοι της πόλης και η μονή Ιερουσαλήμ συνέβαλαν σε αξιομνημόνευτο βαθμό στον απελευθερωτικό αγώνα και συμμετείχαν σχεδόν σε όλα τα γεγονότα της περιοχής από την απελευθέρωση της Λιβαδειάς (1821) έως τη μάχη της Αράχοβας (1826). Το 1836 η Δαύλεια αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής οικισμός και υπαγόταν στη διοίκηση Βοιωτίας. Το 1856 στην περιοχή του Ζεμενού, κοντά στη Σχιστή οδό, νικήθηκε ο Χρήστος Νταβέλης και η συμμορία του από το καταδιωκτικό απόσπασμα της Χωροφυλακής υπό τον Ιωάννη Μέγα. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στις 5 Μαΐου 1943, η Δαύλεια υπέστη μεγάλη καταστροφή από τα ιταλικά στρατεύματα.

3. Μνημεία και αξιοθέατα

3.1. Η ακρόπολη της Δαύλειας

Η ακρόπολη της Δαύλειας βρίσκεται κοντά στο σημερινό οικισμό. Πρόκειται για μοναδική θέση που διασώζει ίχνη αδιάκοπης κατοίκησης από τα Προϊστορικά μέχρι τα Υστεροβυζαντινά χρόνια. Στην ακρόπολη διακρίνονται τρεις βασικές οικοδομικές φάσεις: προϊστορική οχύρωση, αρχαίο τείχος και μεσαιωνικές επεμβάσεις. Καλύτερα σώζονται τα λείψανα του αρχαίου τείχους και της πύλης της εισόδου στα δυτικά. Ο οχυρωματικός περίβολος είναι σχετικά μικρός, περί τα 200x250 μέτρα. Το τείχος έχει πολυγωνική, τραπεζιόσχημη ή και ακανόνιστη τοιχοδομία. Χρονολογείται στα Ύστερα Κλασικά ή Ελληνιστικά χρόνια, οπωσδήποτε πριν από το 198 π.Χ. Η ακρόπολη άντεξε σε πολλές επιθέσεις στην Αρχαιότητα και την Ύστερη Αρχαιότητα, όπως τις επιδρομές των Αβάρων, των Σλάβων κ.ά. Στους Μέσους χρόνους η οχύρωση ενισχύθηκε αμυντικά. Εντός του περιβόλου χτίστηκε ένας πύργος και ένας άλλος προστέθηκε στη μοναδική είσοδο στα δυτικά. Η ακρόπολη απέκτησε μορφή μεσαιωνικού οχυρωμένου οικισμού ή «κάστρου» και αρκετά κτήρια μετατράπηκαν σε κατοικίες. Οι μεσαιωνικοί πύργοι στη Δαύλεια και στο Παρόριο υποδηλώνουν ότι οι θέσεις αυτές αποτελούσαν μέρος του υστεροβυζαντινού αμυντικού συστήματος της περιοχής του Κηφισού. Στα Ύστερα Μεσαιωνικά χρόνια το κάστρο της Δαύλειας ήταν ίσως το μικρότερο στη Βοιωτία.

Κατά τα Βυζαντινά χρόνια στο κάστρο χτίστηκε ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, στην ανέγερση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν πολλά σπόλια, αρχαίες επιγραφές και οικοδομικό υλικό από άλλα κτήρια. Μέσα στο κάστρο λειτουργούσε και η μονή της Παναγίας της Παλαιοκαστρίτισσας, η οποία το 1611 παραχωρήθηκε στη μονή του Οσίου Λουκά.

3.2. Η μονή Ιερουσαλήμ

Η μονή Ιερουσαλήμ βρίσκεται περίπου 6 χλμ. ανατολικά από τη Δαύλεια στις πλαγιές του Παρνασσού. Είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου. Ιδρύθηκε κατά το 10ο αιώνα και, σύμφωνα με μια επιγραφή, η ανέγερση του καθολικού χρονολογείται το 1088. Η ονομασία Ιερουσαλήμ (Αγιαρσαλή ή Γερσαλή) εικάζεται ότι υποδηλώνει σύνδεση με την Παλαιστίνη, από όπου προέρχονταν οι ασκητές που εγκαταστάθηκαν στην Παρνασσίδα κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Η ανάπτυξη του μοναχισμού στην περιοχή συνδέεται και με τη μονή του Οσίου Λουκά στο Στείρι. Κοντά στη μονή Ιερουσαλήμ βρίσκεται η σπηλιά της Φανερωμένης, με το μικρό ναό του ασκητηρίου που κοσμείται με τοιχογραφίες της κρητικής σχολής, από τα μέσα του 17ου αιώνα. Το αρχικό καθολικό της μονής καταστράφηκε από σεισμούς και πυρκαγιές. Ανακαινίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα και ανοικοδομήθηκε το 1872. Στα μέσα του 18ου αιώνα η μονή τέθηκε υπό την προστασία της μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά που έχαιρε σημαντικών προνομίων. Στη μονή Ιερουσαλήμ σώζονται σημαντικά χριστιανικά κειμήλια και έγγραφα που πιστοποιούν και την ενεργό συμμετοχή της στην Επανάσταση.

3.3. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική και περιβάλλον

Στη Δαύλεια σώζονται εκτός από αρχαιότητες και αντιπροσωπευτικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, όπως τα πέτρινα σπίτια και τα μικρά μεταβυζαντινά ξωκλήσια: Άγιος Γεώργιος (με σημαντικές τοιχογραφίες), Άγιος Μηνάς, Άγιος Ιωάννης Μαυρονερίου. Το έμβλημα του οικισμού είναι το επιβλητικό ωρολόγιο στην κεντρική πλατεία που χτίστηκε το 1928.

Η περιοχή της Δαύλειας ανέκαθεν σχετιζόταν με το νερό και το ορεινό τοπίο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολλές παραδοσιακές πετρόκτιστες κρήνες και οι μεγάλοι νερόμυλοι. Δύο από αυτούς, του Κουκούτση και του Κοπανιά, σώζονται σε καλή κατάσταση. Σε άλλους δύο, των οικογενειών Κοσκινά και Μπάρλου, διατηρούνται μόνο οι μηχανισμοί λειτουργίας. Στα αξιοθέατα ανήκει και το ίδιο το τοπίο της περιοχής που προσφέρεται για εξερευνήσεις της φύσης. Μεγάλη ομορφιά έχει τόσο ο Παρνασσός με τις γραφικές λιμνούλες όσο και η κοιλάδα του Κηφισού και οι πηγές του Μαυρονερίου.