Θήβα

1. Εισαγωγή

Ήδη από την αρχαιότητα η θέση της Θήβας ήταν το σταυροδρόμι όπου συναντώνταν οι δρόμοι από τη βόρεια Αττική και την Τανάγρα, από τη Χαλκίδα, από τη βόρεια Ελλάδα μέσω Λοκρίδας, από τη δυτική Ελλάδα μέσω Δελφών και από την Πελοπόννησο και τον Ισθμό μέσω Μεγαρίδας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης περιλάμβανε το Αόνιο πεδίο στα βόρεια και την Τενερική πεδιάδα στα δυτικά, που συναποτελούν και σήμερα τον εύφορο κάμπο των Θηβών, ενώ υπό τον έλεγχό της είχε και τμήμα της Παρασωπίας στα νότια. Έχει παρατηρηθεί ότι, σε γενικές γραμμές, η Βοιωτία πάντα υπόκεινταν, λόγω γεωμορφολογίας και ιστορικών συνθηκών, σε μιαν άτυπη γεωγραφική διαίρεση, που οριζόταν από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες πόλεις της. Η Θήβα υπήρξε πάντα η μία από τις πόλεις αυτές, ενώ στη βόρεια Βοιωτία το ρόλο του ανταγωνιστή της κατείχε ο Ορχομενός και στη συνέχεια η Λιβαδειά.

2. Προϊστορικά ευρήματα και μυθολογικά στοιχεία

Έστω και αποσπασματικά, τα υπάρχοντα στοιχεία επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι η κατοίκηση είχε αρχίσει στα Νεολιθικά χρόνια (στη θέση Πυρί, κοντά στο Καβείριο) και ότι ο οικισμός αναπτύχθηκε και κέρδισε σημαντική ισχύ από το τέλος της Πρωτοελλαδικής περιόδου μέχρι και το τέλος της εποχής του Χαλκού (περ. 2100 - 1200 π.Χ), φθάνοντας στο απόγειο της δύναμής της κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1200 π.Χ.). Στην περίοδο αυτή ανήκει το μυκηναϊκό ανάκτορο (14ος-13ος αιώνας π.Χ.), που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μυκηναϊκά διοικητικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τμήματα μόνο αυτού του ανακτόρου έχουν ανασκαφεί στο κέντρο της ακρόπολης, τής Καδμείας – από το όνομα του Κάδμου, μυθικού ιδρυτή της πόλης. Λίγα μέτρα νοτιότερα από το ανάκτορο αυτό, τμήματα ενός δεύτερου, ελαφρώς μεταγενέστερου, μυκηναϊκού ανακτόρου έχουν έρθει στο φως. Η επικρατέστερη –με βάση τα αποσπασματικά στοιχεία– ερμηνεία ανάγει το παλαιότερο ανάκτορο στον 14ο αιώνα π.Χ. Μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά στις αρχές του 13ου αιώνα, ξανακτίστηκε με διαφορετικό προσανατολισμό και καταστράφηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα τοιχογραφικά και τα κεραμικά ευρήματα και οι εκατοντάδες πήλινες πινακίδες Γραμμικής Β΄. Τμήμα της οχύρωσης έχει ανασκαφεί στην ακρόπολη, ενώ ένα πλήθος θαλαμωτών τάφων έχουν βρεθεί στις υπώρειες του λόφου γύρω από την τειχισμένη ακρόπολη, στη θέση Κολωνάκι (Ν), στο λόφο του Μεγάλου Καστελλίου (ΒΑ – όπου και ο μνημειώδης «τάφος των Οιδίποδος παίδων», του οποίου η νεότερη αρχιτεκτονική φάση κοσμούνταν με λαμπρές τοιχογραφίες) και στα νοτιοανατολικά του ναού του Απόλλωνα Ισμηνίου.

Ενδείξεις για την ιστορία της περιόδου αυτής αντλούμε, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, από τους θηβαϊκούς μύθους. Ο γιος του βασιλιά των Φοινίκων Κάδμος, που σύμφωνα με το μύθο έφτασε στην περιοχή της Θήβας στη διάρκεια των περιπλανήσεών του προς ανεύρεση της αδελφής του, της απαχθείσας από τον Δία Ευρώπης, και ίδρυσε την πόλη υπακούοντας σε δελφικό χρησμό, έχει συνδεθεί με διαφορετικές περιόδους: τη Μυκηναϊκή, τον 8ο π.Χ. αιώνα, αλλά και με τη μετάβαση από την Πρωτοελλαδική ΙΙ στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο, κατά την οποία διαπιστώνεται μια σημαντική ανάπτυξη της Θήβας. Ως προς την προέλευση της επιρροής που έδωσε το έναυσμα για την εξέλιξη αυτή, έχουν προταθεί οι Κυκλάδες και η Κρήτη. Ο Κάδμος ήταν επίσης πρόγονος του Διονύσου, αφού η μητέρα του τελευταίου, Σεμέλη, ήταν κόρη του Κάδμου. Η αντιπαράθεση του Διονύσου με τον θνητό εγγονό του Κάδμου και βασιλιά της Θήβας Πενθέα είναι το θέμα της τραγωδίας του Ευριπίδη «Βάκχες». Η φοινικική καταγωγή του Κάδμου προφανώς συνδεόταν με την πεποίθηση ότι από τη Θήβα εισήχθη το αλφάβητο στην Ελλάδα, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος.

Εξίσου σημαντικές μυθικές μορφές για τη Θήβα ήταν οι Ζήθος και Αμφίων, δίδυμοι γιοι της Αντιόπης, στους οποίους αποδιδόταν η οχύρωση της πόλης· της έδωσαν δε το όνομα της Θήβης, κόρης του μυθικού βασιλιά Ασωπού και συζύγου του Ζήθου. Σύζυγος του Αμφίονα ήταν η Νιόβη. Ο Παυσανίας αναφέρει μεταξύ άλλων τους τάφους του Αμφίωνα και του Ζήθου καθώς και των Νιοβιδών. Άλλη μια σημαντική μυθική μορφή που εμφανίζεται να έχει σχέση με τη Θήβα, κι απηχεί ενδεχομένως μια κάποια ανταγωνιστική σχέση με το Άργος (όπως άλλωστε και οι «Επτά επί Θήβαις»), είναι ο Ηρακλής. Η λατρεία του Ηρακλή στη Θήβα, και στη Βοιωτία γενικότερα, είναι πολύ πρώιμη και παρουσιάζει κάποιες σχέσεις με τη λατρεία του Ηρακλή Ιδαίου από την Κρήτη· ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη και αποτελούσε μια παράδοση παράλληλη προς τον πιο επιφανήκύκλο του Αργείου Ηρακλή. Ο Ηρακλής των Θηβών εμφανίζεται να ηγείται νικηφόρων για τη Θήβα πολέμων εναντίον του Ορχομενού, μαρτυρώντας την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο ισχυρές βοιωτικές πόλεις. Οι πανελλήνιοι αγώνες προς τιμήν του Ηρακλή συνέχισαν να αποτελούν πόλο έλξης στη Θήβα ακόμα και στα Ρωμαϊκά χρόνια, όταν η πόλη είχε συρρικνωθεί και χάσει τον ηγετικό της ρόλο. Τέλος, η δυναστεία των Λαβδακιδών (Λάβδακος, Λάϊος, Οιδίποδας, Ετεοκλής και Πολυνείκης, Κρέων και Λαοδάμας) έχει συνδεθεί με την περίοδο της μεγάλης ακμής της Μυκηναϊκής Θήβας, κατά την οποία χτίστηκε και αργότερα καταστράφηκε το δεύτερο ανάκτορο στην Καδμεία.

3. Αρχαιότητα

3.1. Οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της αρχαίας Θήβας

Τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ. η Θήβα εμφανίζεται επικεφαλής του Κοινού των Βοιωτών, στο οποίο δε συμμετείχε ο ανταγωνιστής της Ορχομενός. Αντιπαλότητα ανέπτυξε η Θήβα και με την Αθήνα, η οποία πέτυχε να αποσπάσει την στρατηγικής σημασίας πόλη των Πλαταιών από το Κοινό το 519 (ή 509) π.Χ. Στα Περσικά η Θήβα μήδισε, αν και 400 Θηβαίοι έλαβαν μέρος στη μάχη των Θερμοπυλών μαζί με τους Σπαρτιάτες· μετά την ήττα των Περσών στις Πλαταιές το 479, οι Έλληνες πολιόρκησαν τη Θήβα και απαίτησαν την παράδοση των ηγετών της φιλοπερσικής μερίδας. Η συμμαχία της Θήβας με τη Σπάρτη το 457 π.Χ., στο πλαίσιο της αντι-αθηναϊκής στρατηγικής της δεύτερης στη Στερεά Ελλάδα, βάθυνε την αντιπαλότητα ανάμεσα στη Θήβα και την Αθήνα, η οποία εισέβαλε στη Βοιωτία. Χρειάστηκαν 10 χρόνια για να ανατρέψουν τον αρνητικό εις βάρος τους συσχετισμό οι Θηβαίοι με τη νίκη τους στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ. Η Θήβα ανέκτησε τη θέση ισχύος στο Βοιοτικό Κοινό, ενώ με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου, στον οποίο τάχτηκε στο πλευρό των Σπαρτιατών, βρήκε την ευκαιρία να καταλάβει τις Πλαταιές, σύμμαχο των Αθηνών, και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη θέση της στη Βοιωτία και στο Κοινό. Μετά τη λήξη του πολέμου, ωστόσο, οι συμμαχίες μεταβλήθηκαν και στον Κορινθιακό πόλεμο, που ξέσπασε το 395 π.Χ., η Θήβα και το Βοιωτικό Κοινό συμμάχησαν με την Αθήνα, την Κόρινθο και το Άργος εναντίον της Σπάρτης. Με την Ανταλκίδειο ειρήνη όμως (387 π.Χ.) η Σπάρτη βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση και απαίτησε τη διάλυση του Κοινού. Πέντε χρόνια αργότερα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στη Θήβα και εγκατέστησε φρουρά στην ακρόπολη της Καδμείας.

Το 379 π.Χ. οι Θηβαίοι κατάφεραν να εκδιώξουν τη σπαρτιατική φρουρά και εγκαθίδρυσαν δημοκρατικό πολίτευμα· στη συνέχεια επανίδρυσαν το Κοινό των Βοιωτών, του οποίου κέρδισαν τον έλεγχο. Στα κατοπινά χρόνια άρχισαν να προβάλλουν αξιώσεις και για ηγεμονία στην Ελλάδα, αξιώσεις που δικαίωσε ο Επαμεινώνδας με τη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων το 371. Η Θηβαϊκή Ηγεμονία υπό τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα υπήρξε βραχύβια: ο θάνατος του πρώτου στη μάχη της Μαντίνειας το 362 π.Χ. σήμανε το τέλος της. Ο δεκαετής τρίτος Ιερός πόλεμος με τη Φωκίδα (356-346 π.Χ.) αποδυνάμωσε τη Θήβα ακόμα περισσότερο, ενώ ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας τον εκμεταλλεύτηκε για να αυξήσει τη δύναμή του: οι Θηβαίοι αντιτάχθηκαν σ' αυτόν το 338 π.Χ. στη μάχη της Χαιρώνειας, αλλά ηττήθηκαν. Το 335 π.Χ. η Θήβα στασίασε εναντίον του Αλεξάνδρου, μια στάση την οποία ενθάρρυνε μεταξύ άλλων και ο Δημοσθένης, στην προσπάθειά του να σφυρηλατήσει ένα μέτωπο των Αθηναίων με τους Θηβαίους ενάντια στη μακεδονική κυριαρχία. Ο Αλέξανδρος διέταξε την καταστροφή της πόλης, ενώ οι κάτοικοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι· σύμφωνα με την παράδοση, μόνο το σπίτι του Πινδάρου έμεινε άθικτο, δείγμα του σεβασμού του στρατηλάτη προς τον μεγάλο Θηβαίο ποιητή.

3.2. Μνημεία της κλασικής Θήβας

Από τα μνημεία της Κλασικής Θήβας έχουν ανασκαφεί τα λείψανα του ναού του Ισμηνίου Απόλλωνος, στο λόφο μεταξύ του νεκροταφείου των Θηβών (Άγιος Λουκάς) και των Ηλεκτρών Πυλών. Η λατρεία του Απόλλωνα μαζί με αυτήν της Δήμητρας Θεσμοφόρου ήταν από τις σημαντικότερες στη Θήβα. Ο ναός πρέπει να χτίστηκε στον 4ο αιώνα πάνω από τον παλαιότερο αρχαϊκό και τον γεωμετρικό ναό. Ταφές του 4ου αιώνα έχουν βρεθεί στο Τάχι, θέση που ταυτίζεται με τις Ποτνιές, κέντρο λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στη Θήβα των ιστορικών και ίσως και των μυκηναϊκών χρόνων, που καταγράφει ο Παυσανίας.

Το 316 π.Χ. ο Κάσσανδρος ξανάχτισε την Καδμεία· στην περίοδο αυτή χρονολογούνται οι πύργοι των Ηλεκτρών Πυλών, της μόνης από τις επτά πύλες των Θηβών (γνωστές από τη μυθολογική παράδοση) που διασώζει αρχαιολογικά κατάλοιπα. Τον 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ. έγιναν ανακαινίσεις και προσθήκες στο ναό του Καβειρίου, που σώζεται 6 χλμ. δυτικά της Θήβας, ένα ιερό του οποίου τα παλαιότερα λείψανα ανάγονται στον 6ο αιώνα π.Χ.

Η μυστηριακή λατρεία των Καβείρων –θεοτήτων που στη Θήβα συνδέονταν με τη Δήμητρα και τον Προμηθέα– μαρτυρείται στην πόλη τουλάχιστον από την αρχαϊκή περίοδο ενώ συνεχίστηκε μέχρι και τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Το ιερό τους, κάτω από το οποίο ανακαλύφθηκαν όστρακα που δείχνουν κατοίκηση από τους Νεολιθικούς χρόνους, ήρθε στο φως το 1887 και οι ανασκαφές συνεχίστηκαν στη δεκαετία του 1950 και του 1960. Το ιερό περικλειόταν από κτιστό περίβολο, που τον 2ο π.Χ. αιώνα διευρύνθηκε προς τα ανατολικά για να συμπεριλάβει και το Θέατρο, το οποίο χτίστηκε στην ελληνιστική περίοδο (3ος-1ος αιώνας π.Χ.). Το ιερό περιλαμβάνει επίσης τη στοά μήκους 40 μ. στα Ν.Α. του θεάτρου, που χρονολογείται στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., και αρκετούς κυκλικούς και ελλειψοειδείς χώρους, που χρησιμοποιούνταν για τις αιματηρές θυσίες και τους τελετουργικούς καθαρμούς. Ο μεγαλύτερος, που ίσως να μην ήταν στεγασμένος, βρίσκεται μεταξύ της στοάς και του ναού και χρονολογείται στο τέλος του 5ου αι. π.Χ.

4. Από την ύστερη αρχαιότητα στους σκοτεινούς αιώνες

Η Ελληνιστική και η Ρωμαϊκή Θήβα δεν ανέκτησε ποτέ την παλαιότερη δόξα και δύναμή της. Υπέστη καταστροφές από τους Ρωμαίους το 146 και το 86 π.Χ. και παρέμεινε συρρικνωμένη στην περιοχή της Καδμείας. Η παρακμή της πόλης κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ξεπεράστηκε προοδευτικά κατά τους Πρωτοβυζαντινούς χρόνους, οπότε η Θήβα μπήκε σε νέα φάση ανάπτυξης. Οι βαρβαρικές επιδρομές, και ιδιαίτερα αυτές των Γότθων του Αλάριχου το 396 μ.Χ., μετά το θάνατο του Θεοδοσίου Α΄, ευνόησαν τη συγκέντρωση πληθυσμού στην οχυρωμένη πόλη, καθώς μόνο τα τείχη της Θήβας κατόρθωσαν να αντισταθούν στους επιδρομείς. Η οικονομική σταθεροποίηση στη ζωή της αυτοκρατορίας διεύρυνε τις οικονομικές προοπτικές της Βοιωτίας.

Η οργάνωση της ζωής της πόλης καθορίστηκε από την επικράτηση του Χριστιανισμού, που πρέπει να είχε διαδοθεί ήδη από τους αποστολικούς χρόνους στην περιοχή: στην επιστολή του Παύλου προς Ρωμαίους αναφέρεται ο επίσκοπος της Θήβας Ρούφος, ενώ κατά τη βυζαντινή παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς είχε πεθάνει και ταφεί στη Θήβα, απ’ όπου τον 4ο αιώνα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στους Αγίους Αποστόλους στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στη φυσιογνωμία της περιοχής κατά την περίοδο αυτή έπαιξε η γεωργική καλλιέργεια, που αναδιοργανώθηκε και αξιοποιήθηκε συστηματικά κατά τον 4ο και τον 5ο μ.Χ. αι. Σπαράγματα ψηφιδωτών δαπέδων στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας, κατακόμβες και τμήμα της αψίδας της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας που φιλοξενούσε τη λεγόμενη σαρκοφάγο του Ευαγγελιστή Λουκά (ενσωματωμένη στο νεότερο ναό του Ευαγγελιστή Λουκά στη Θήβα) αποτελούν κατάλοιπα της παλαιοχριστιανικής περιόδου της πόλης.

Η άνθηση της πόλης ήταν αισθητή κατά τον 6ο αιώνα. Η εγκατάσταση σλαβικών φύλων στην ορεινή ύπαιθρο χώρα ήταν ειρηνική και δε δημιούργησε σοβαρές αντιδράσεις, γιατί εξυπηρετούσε γενικότερες ανάγκες της περιοχής. Η έλλειψη πληροφοριών για τη ζωή της πόλης κατά τον 6ο και 7ο αιώνα δεν είναι άσχετη προς την υπαγωγή των εκκλησιών του Ανατολικού Ιλλυρικού στην εποπτεία του παπικού θρόνου της Ρώμης με διάταγμα του Ιουστινιανού Α΄ (535).

Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που παρατηρείται σε πολλές πόλεις της Αυτοκρατορίας κατά τον 7ο αιώνα επηρέασε και τη Θήβα. Ο οικισμός περιορίστηκε στο λόφο της Καδμείας και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ένα τμήμα της πόλης παρέμεινε επί μακρόν εγκαταλειμμένο. Στα τέλη του 8ου αιώνα όμως η Θήβα, αναμφισβήτητα η κυριότερη πόλη της βυζαντινής Βοιωτίας και μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ελλαδικού χώρου, εξέρχεται από τους «Σκοτεινούς Αιώνες» ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή· κι αυτό ενώ στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους υπαγόταν στην Κόρινθο. Η μεταβολή αυτή ενδεχομένως πρέπει να συνδυαστεί με την ίδρυση της επαρχίας Ελλάδος κατά τον 7ο αιώνα με διοικητική πρωτεύουσα τη Θήβα.

5. Μέσοι χρόνοι: από το Βυζάντιο στη φραγκοκρατία

Η ανάκαμψη των αστικών κέντρων από τον 9ο αιώνα μετά από μακρά περίοδο συρρίκνωσης μαρτυρείται και στη Βοιωτία, όπου μεταξύ άλλων η Θήβα αναδεικνύεται σε έδρα του θέματος Ελλάδος, ενώ στην περιοχή σημειώνεται σημαντική οικοδομική δραστηριότητα (ο ναός του Αγίου Γρηγορίου, από το 871/2, ανήκει στην περίοδο αυτή, στην οποία ανάγεται και ο ναός της Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό). Η αναβίωση των πόλεων συνοδεύτηκε από ενδείξεις ανάκαμψης της αγροτικής οικονομίας. Η νομισματική μαρτυρία για τη Θήβα επιβεβαιώνει την εικόνα της ανασυγκρότησης. Προκειμένου για τον 9ο αιώνα έχει υποστηριχθεί (αν και δεν έχει επικρατήσει) η άποψη ότι η Θήβα υπήρξε ενδεχομένως έδρα νομισματοκοπείου. Κατά την εποχή των Μακεδόνων παρατηρείται δημογραφική ανάκαμψη στην περιοχή της Θήβας, έδρα διαμονής ισχυρών γαιοκτημόνων, η οποία άλλωστε διευρύνθηκε με νέες περιοχές που καλλιεργήθηκαν εντατικά. Τον 11ο αιώνα, το περίφημο «Κτηματολόγιο των Θηβών», μια από τις σημαντικότερες σωζόμενες πηγές για τη βυζαντινή Θήβα και γενικότερα για τη Βοιωτία, δείχνει ότι υπήρξε αύξηση της ζήτησης γης. Η γεωργία και η κτηνοτροφία υπήρξαν σημαντικότατοι παράγοντες ανάπτυξης για την πόλη.

Εκτός αυτού, η μεγάλη οικονομική και κοινωνική ακμή της Θήβας κατά τη Βυζαντινή περίοδο οφειλόταν και στη συνεχή ανάπτυξη της καλλιέργειας και της βιοτεχνικής επεξεργασίας του μεταξιού, που ανέδειξε την πόλη σε μεγάλο κέντρο παραγωγής μεταξωτών υφασμάτων και κατά συνέπεια σε μεγάλο εμπορικό κέντρο των ευρωπαϊκών επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Ως τέτοιο προσείλκυε Εβραίους, Αρμενίους, Βενετούς και άλλους εμπόρους που με τη σειρά τους συνέτειναν στην οικονομική άνθηση. Ιδίως ως προς τους πρώτους, οι πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη σημαντικής εβραϊκής κοινότητας στην πόλη, τα μέλη της οποίας θεωρούνταν πολύ επιδέξιοι τεχνίτες στη διακόσμηση των μεταξωτών υφασμάτων. Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, τα μεταξωτά υφάσματα από τη Θήβα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και συχνά προσφέρονταν ως αυτοκρατορικά δώρα. Ο κάμπος των Θηβών ήταν κατάφυτος από μουριές για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα, εξ ου και το όνομα «Μορόκαμπος» ή «Μωρόκαμπος», που διατηρείται μέχρι σήμερα.

Αποφασιστική καμπή στη ζωή της πόλης αποτέλεσε η άλωσή της από τους Νορμανδούς του Ρογήρου Β΄, το 1147. Η πόλη λεηλατήθηκε, ενώ πολλοί κάτοικοι, τεχνίτες επεξεργασίας του μεταξιού, αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη Σικελία, όπου, μαζί με αιχμαλώτους από την Κόρινθο, ενίσχυσαν την τοπική παραγωγή. Παρά την καταστροφή αυτή και τις αναπόφευκτες συνέπειές της, η Θήβα κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα συνεχίζει να είναι μια πόλη με ακμάζουσα οικονομική ζωή, με έντονη ακόμα την παρουσία των βενετών εμπόρων και του εβραϊκού στοιχείου (ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που επισκέφθηκε την πόλη στα τέλη της δεκαετίας του 1160, κάνει λόγο για μια κοινότητα 2000 Εβραίων). Επιπλέον, χάρη στα προνόμια που απέσπασε η Γένουα από τον Μανουήλ Α΄ μια σημαντική γενουατική κοινότητα αναπτύχθηκε στην πόλη. Κατά το β΄ μισό του 12ου αιώνα, εμβληματική είναι η μορφή του μητροπολίτη και πολιούχου της Θήβας Ιωάννη Καλοκτένη. Κατά τον αιώνα αυτό ανθεί και η θρησκευτική αδελφότητα της Παναγίας Ναυπακτιωτίσσης στην πόλη, η οποία συνδέεται με το ναό της Αγίας Φωτεινής του 12ου αιώνα στην πόλη (λείψανά του διατηρούνται κάτω από το νεότερο ναό του 1958), αλλά και με την περίφημη μονή του Οσίου Λουκά.

Στο τέλος του 12ου αιώνα η Θήβα είχε περιέλθει στις κτήσεις του άρχοντα του Άργους και Ναυπλίου Λέοντα Σγουρού. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204 και την κάθοδο των Σταυροφόρων στη Νότια Ελλάδα, η Θήβα παραχωρήθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό και στη συνέχεια, μαζί με την υπόλοιπη Βοιωτία, μέρος της Λοκρίδας, την Αττική και τη Μεγαρίδα, στον Όθωνα Ντε λα Ρος (Otto de la Roche). Σύντομα αναδείχθηκε σε μια από τις έδρες του Βουργουνδικού δουκάτου Αθηνών και Θηβών και κέντρο μιας αναζωογονημένης οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, καθώς και έδρα Λατίνου αρχιεπισκόπου. Κατά την περίοδο αυτή ο Νικόλαος ντε Σεντ Ομέρ ανήγειρε στην περιοχή της Καδμείας το κάστρο των Θηβών, περίφημο μεταξύ άλλων για τις τοιχογραφίες με παραστάσεις από τις μάχες των Φράγκων στην Παλαιστίνη που το κοσμούσαν. Από το κάστρο αυτό, που ισοπεδώθηκε μετά την άλωση της πόλης από την Καταλανική Εταιρεία (1311), σώζονται δύο πύργοι, εκ των οποίων ο ένας σήμερα βρίσκεται στον περίβολο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θήβας (Πύργος του Σεντ Ομέρ) και μερικά αποσπασματικά κατάλοιπα. Πάντως και μετά την καταστροφή που σήμανε η άλωση από τους Καταλανούς, η Θήβα διατήρησε τη σημασία της στο καταλανικό πλέον Δουκάτο. Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η Θήβα, μαζί με τη Λιβαδειά και την Αθήνα, αναφέρεται να έχουν στείλει αντιπροσώπους (πιθανότατα επιφανείς εμπόρους) στην Καταλανική βουλή. Το 1379 η ανοχύρωτη Θήβα έπεσε στα χέρια των Ναβαρραίων μισθοφόρων του Φλωρεντινού Νέριο Α΄ Ατζαγιόλι (Nerio I Acciauoli), που σταδιακά επεκτείνεται και σταθεροποιείται στα εδάφη της Αττικής, της Βοιωτίας και της Φωκίδας. Όμως ήδη το 1394, ο Ατζαγιόλι τέθηκε υπό την επικυριαρχία του οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄.

6. Οθωμανική Θήβα

Το 1435 η Θήβα πέφτει στα χέρια των Οθωμανών. Στην ταραγμένη αυτή περίοδο των ανταγωνισμών ανάμεσα στους Καταλανούς, τους Ατζαγιόλι, τους Βενετούς και τους Οθωμανούς, η εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή ήταν μια προσπάθεια ενίσχυσης του πληθυσμού και του αξιόμαχου δυναμικού από πλευράς των δουκών και στη συνέχεια των Οθωμανών. Στα χωριά γύρω από τη Θήβα εγκαθίσταται σημαντικός αρβανίτικος πληθυσμός, ενώ η ίδια η Θήβα καταγράφεται στα φορολογικά κατάστιχα ως ελληνική πόλη. Στα τέλη του 15ου αιώνα η Θήβα είναι μια πόλη με αρκετά σημαντικό πληθυσμό για τα δεδομένα της Βαλκανικής και αποτελεί το πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του φερώνυμου καζά. Η οικονομία της είναι σε μεγάλο βαθμό αγροτική, με σημαντικότερη την παραγωγή δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι), οσπρίων (κουκιά, φακές), βαμβακιού, λινού και κρασιού. Αλλά και η εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα στην πόλη κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Ο τοπικός κανουναμές (νομοθετικός κώδικας που ρυθμίζει τα οικονομικά, διοικητικά και φορολογικά ζητήματα μιας επαρχίας) καταγράφει τη διαδικασία εισόδου και διεξαγωγής αγοραπωλησιών, τους κανόνες για τη λειτουργία των σφαγείων, την ποικιλία των αγροτικών προϊόντων και των υφασμάτων που διακινούνται, την ετήσια ζωοπανήγυρη κλπ., σχηματίζοντας την εικόνα μιας δραστήριας διαρκούς αγοράς. Το λιμάνι της Λιβαδόστρας χρησιμοποιούνταν ως επίνειο για την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων. Η ανθηρή οικονομία της Θήβας θα πρέπει να είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προσείλκυσης πληθυσμού, ο οποίος σχεδόν τριπλασιάζεται, σύμφωνα με τις απογραφές, μεταξύ 1466 και 1570: από 487 νοικοκυριά φτάνει τα 1497. Τον 17ο αιώνα αντίθετα, η τάση απομείωσης του πληθυσμού που παρατηρείται στη Βοιωτία, υπό την πίεση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στην Οθωμανική αυτοκρατορία και των αρνητικών συνεπειών στην αγροτική οικονομία, επηρεάζει και τη Θήβα. Παρόλ' αυτά, η Θήβα του 17ου αιώνα παραμένει στα μάτια των ξένων περιηγητών μια πυκνοκατοικημένη πόλη, στην οποία οι συνθήκες ζωής περιγράφονται μάλλον θετικά, σε σύγκριση με την βοιωτική ύπαιθρο αλλά και με την Αθήνα την ίδια περίοδο.

Κατάλοιπα από την περίοδο αυτή της πόλης σώζονται ελάχιστα. Μια απεικόνιση έχει διατηρηθεί σε μια φορητή εικόνα του ευαγγελιστή Λουκά από τον ύστερο 17ο ή τον 18ο αιώνα, η οποία σήμερα βρίσκεται στον μητροπολιτικό ναό της πόλης. Στην απεικόνιση αυτή, στην πραγματικότητα λεπτομέρεια της εικόνας, δεσπόζει ένα επιβλητικό τζαμί –ενδεχομένως το τζαμί του Egribozlu Ahmed Pasha που περιγράφει με θαυμασμό ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή. Γενικά, μέσα από τις περιγραφές του Εβλιγιά Τσελεμπή αλλά και δυτικών περιηγητών τον ίδιο αιώνα, η Θήβα προβάλλει σαν μια πόλη με μάλλον φροντισμένα σπίτια, τζαμιά και εκκλησίες, χωρίς τείχη κατά την περίοδο αυτή.

7. Η νεότερη Θήβα: Επανάσταση και νεοελληνικό κράτος

Τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, στις αρχές του Απριλίου 1821, ο Βασίλης Μπούσγος υπό τις διαταγές του Αθανάσιου Διάκου κατέλαβε τη Θήβα αμαχητί, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στη Χαλκίδα μαζί με τις οικογένειές τους. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το ύψωμα του Ανηφορίτη, απ’ όπου, μετά την επιστροφή τουρκικής φρουράς στην πόλη, εξαπέλυαν επιθέσεις μέχρι τον Ιούνιο του 1821, όταν ο Ομέρ Βρυώνης ανακατέλαβε τη Θήβα για τους Οθωμανούς και διέλυσε τους εναπομείναντες επαναστάτες. Τα επόμενα χρόνια οι οι Βοιωτοί οπλαρχηγοί απέφευγαν να κινηθούν εναντίον της Θήβας για λόγους τακτικής· καθώς κυριαρχούσαν στα γύρω χωριά εξουδετέρωναν πρακτικά τη φρουρά της πόλης, ενώ από την άλλη θεωρούσαν ότι μια κατάληψη της Θήβας θα ενθάρρυνε τους Τούρκους να κινηθούν με σημαντική δύναμη εναντίον τους. Σώματα Θηβαίων ωστόσο συμμετείχαν σε διάφορες επιχειρήσεις, κυρίως υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών Αθανάσιου και Γεώργιου Σκουρτανιώτη (από τα Σκούρτα των Δερβενοχωρίων). Ο δεύτερος μάλιστα υπήρξε στενός συνεργάτης του Δημήτριου Υψηλάντη το 1829, στην επίθεση για την κατάληψη της Θήβας, όταν πλέον ήταν ζωτικής σημασίας η κατοχή της για τη διεκδίκηση στερεοελλαδίτικων εδαφών που θα περιέρχονταν στο Ελληνικό Κράτος.

Η απελευθέρωση βρήκε την πόλη, που μεταξύ άλλων είχε πυρποληθεί και από το Δράμαλη στα 1822, εντελώς ερειπωμένη. Μεγάλο μέρος των κατοίκων είχε καταφύγει στα βουνά, καθώς και στα νησιά Σαλαμίνα, Χίο και Τήνο. Όταν επέστρεψαν εγκαταστάθηκαν αρχικά στο προάστιο των Αγίων Θεοδώρων, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν στην περιοχή γύρω από τον πύργο του Σεντ Ομέρ.

Το 1835 αναγνωρίστηκε ο Δήμος Θηβαίων, που περιλάμβανε τη Θήβα και τους οικισμούς Πυρί, Άγιοι Θεόδωροι, Τάχι, Αμπελοσάλεσι και Σύρτσι, αγροτικούς οικισμούς με αρβανίτικο σε μεγάλο βαθμό πληθυσμό. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός αλλά και οι τάσεις αστικοποίησης της πόλης ενισχύθηκαν με την εγκατάσταση στη δυτική πλευρά της πόλης Βλάχων, οι οποίοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία αλλά και με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Η παρουσία των Βλάχων εκεί κληροδότησε στην πόλη ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ακόμα και σήμερα αποκριάτικα έθιμά της, το δρώμενο του Βλάχικου Γάμου, έθιμο που αναβίωσε μετά το 1950. Η ανάπτυξη της πόλης προσείλκυσε επίσης Σαρακατσάνους από τα μέσα του 19ου αι. και εξής, που εγκαταστάθηκαν στην ανατολική πλευρά της πόλης, στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων· τους βρίσκουμε επίσης εγκατεστημένους στο Πλατανάκι των Θηβών, θέση που έχει ταυτιστεί από μελετητές με τον αρχαίο Πετεώνα, πόλη που αναφέρεται από τον Όμηρο στον Νεών κατάλογο (κατ’ αλλους ο Πετεών ταυτίζεται με το σημερινό Μουρίκι).

Το 1833 η Θήβα ορίστηκε έδρα ενός από τα τρία δικαστήρια που ιδρύθηκαν στην επικράτεια, με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την ανατολική Ελλάδα. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και η Επισκοπή Βοιωτίας, που περιέλαβε τις επαρχίες Θηβών και Λεβαδείας και είχε έδρα τη Θήβα. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Αθήνα τέθηκε το ζήτημα των επικοινωνιών της πρωτεύουσας με τη Βοιωτία και άρχισε η κατασκευή της αμαξιτής οδού Αθηνών-Θηβών. Τον ίδιο καιρό οι Βαυαροί μηχανικοί ρυμοτόμησαν την πόλη των Θηβών. Όταν το 1905 ο περιηγητής John Pentland Mahaffy επισκέφθηκε την Ελλάδα για δεύτερη φορά μέσα σε 30 χρόνια, βρήκε το τοπίο της βόρειας Αττικής και της ανατολικής Βοιωτίας τόσο αλλοιωμένο εξαιτίας της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Αθήνα με τη Θήβα, που προτείνει μια εναλλακτική διαδρομή προς αποφυγή του «χυδαίου» (!!!), όπως το αποκαλεί, μέσου του σιδηροδρόμου.

Η εγκατάσταση προσφύγων στη Θήβα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας αλλά και νέων καλλιεργειών, όπως ο καπνός, στην περιοχή. Στα μεταπολεμικά χρόνια η Θήβα γνώρισε την εκβιομηχάνιση των δεκαετιών του ’60 και του ’70, και γενικότερα αναδείχτηκε σε βιομηχανικό, εμπορικό και διοικητικό αστικό κέντρο, με σημαντική αγροτική οικονομία.

Η συνεχής επί αιώνες κατοίκηση της πόλης με τις διαδοχικές οικοδομικές επεμβάσεις και το σημερινό πυκνό οικιστικό πλέγμα δεν επέτρεψαν ποτέ την εξαντλητική έρευνα της θέσης. Έτσι η αρχαιολογική μαρτυρία για την πόλη υπήρξε αναπόφευκτα αποσπασματική, καθώς προέρχεται από πλήθος σωστικών και λίγες συστηματικές ανασκαφές. Το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο και στην πενιχρή τουριστική αξιοποίηση του αρχαιολογικού της ενδιαφέροντος. Σήμερα η Θήβα συναποτελεί, μαζί με τις δημοτικές ενότητες Βαγίων, Θίσβης και Πλαταιών, τον Δήμο Θηβαίων. Το μακραίωνο παρελθόν της φωτίζεται από τα διάσπαρτα στην πόλη και αποσπασματικά αρχαιολογικά κατάλοιπα, αλλά και από το αρχαιολογικό της μουσείο, ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας. Από τις πιο όμορφες νεότερες εκκλησίες της πόλης, στη δυτική πλευρά του ιστορικού κέντρου, είναι ο ναός της Μεγάλης Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου (1867), πάνω στη θέση παλαιότερου ναού που καταστράφηκε στο σεισμό του 1853. Ο ναός, έργο του Ιωάννη και του Δημήτριου Φιλιππότη, ενσωματώνει στην τοιχοποιία του αρχαιολογικό υλικό από την περιοχή, ανάγλυφες πλάκες και θωράκια, επιγραφές και κίονες, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό αισθητικό αποτέλεσμα.