Κορώνεια

1. Εισαγωγή

Ο τέως Δήμος Κορώνειας, σήμερα τμήμα του Δήμου Λεβαδέων, εκτείνεται από τις παρυφές του κάμπου της Κωπαΐδας μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο. Στα όρια του τέως δήμου συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω οικισμοί: Αλαλκομενές, Κορώνεια, Αγία Άννα, Αγία Τριάδα, Άγιος Γεώργιος.

2. Αρχαιότητα

Ο σημαντικότερος οικισμός της περιοχής κατά την αρχαιότητα ήταν η πόλη της Κορώνειας, χτισμένη κοντά στον αρχαίο ποταμό Φάλαρο (το σημερινό ρέμα της Πόντζας). Μαρτυρείται από τα ομηρικά χρόνια (ο Όμηρος τη συμπεριλαμβάνει στις πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο) και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, από το γιο του Αθάμαντα Κορωναίο, από τον οποίο πήρε και το όνομά της. Προστάτιδα θεά της πόλης ήταν η Ιτωνία Αθηνά· η ακριβής θέση του Ιτώνιου, του περίφημου ιερού της θεάς, δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές βρισκόταν στα βόρεια της ακρόπολης, ή κατά τον Fossey, στην περιοχή κοντά στο σύγχρονο οικισμό των Αλαλκομενών, με βάση επιγραφικό υλικό που βρέθηκε εκεί.

Η Κορώνεια υπήρξε μέλος του Βοιωτικoύ Κοινού, το οποίο συνερχόταν ορισμένες φορές στο ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς. Η πόλη επίσης έκοβε αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Για μεγάλη περίοδο η πόλη βρισκόταν κάτω από την ηγεμονία των Αθηναίων, ενώ έγινε ανεξάρτητη πόλη το 387 π.Χ. με την Ανταλκίδειο ειρήνη, όταν οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να διαλύσουν το Βοιωτικό Κοινό. Στην περιοχή της Κορώνειας διεξήχθησαν κατά την αρχαιότητα πολλές συγκρούσεις και μάχες. Το 447 π.Χ. ηττήθηκαν εκεί οι Αθηναίοι υπό τον στρατηγό Τολμίδη, όταν έπεσαν σε ενέδρα εξόριστων Βοιωτών, ενώ το 394 ο Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος νίκησε τον ενωμένο στρατό των Αθηναίων, Θηβαίων και Αργείων. Το 371 π.Χ. η ευρύτερη περιοχή αποτέλεσε το επίκεντρο των συγκρούσεων μεταξύ Λακεδαιμονίων και Θηβαίων. Την άνοιξη του 352 κατακτήθηκε από τον στρατηγό των Φωκέων Ονόμαρχο και έγινε Φωκικό οχυρό, μέχρι το 346, όταν παραχωρήθηκε από το Φίλιππο της Μακεδονίας στους Θηβαίους, και οι κάτοικοί της πουλήθηκαν σκλάβοι. Το 171 η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Προκόπιου η πόλη καταστράφηκε στο σεισμό του 551 μ.Χ.

Η ακρόπολη της αρχαίας Κορώνειας βρίσκεται στην κοιλάδα που διαρρέει το ρέμα Πόντζα, ανάμεσα στο χωριό Άγιος Γεώργιος και την περιοχή της Κωπαΐδας. Ο περιηγητής Leake που επισκέφτηκε την περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα, επισημαίνει τμήμα πολυγωνικού τείχους στο ανατολικό και νότιο μέρος της ακρόπολης και ερείπια ρωμαϊκής κατασκευής, ενώ άλλοι περιηγητές είχαν εντοπίσει τη θέση πιθανότατα θεάτρου και ερείπια δωρικού ναού. Σήμερα στην περιοχή σώζονται κατάλοιπα από τα πολυγωνικά τείχη της αρχαίας ακρόπολης, καθώς και κάποια ερείπια – κίονες, κιονόκρανα, λουτρά - ενώ βρέθηκε κεραμεική διαφόρων περιόδων, από την Νεολιθική μέχρι τη Ρωμαϊκή. Τα ερείπια τριών κτισμάτων, τα οποία αποκάλυψαν ανασκαφές στους βόρειους πρόποδες του λόφου και πιθανολογείται ότι αποτελούν τμήμα ιερού, αρχικά θεωρήθηκε ότι ταυτίζονται με το αρχαίο Ιτώνιο, ωστόσο η ταύτιση αυτή αμφισβητείται έντονα από τη νεότερη έρευνα. Στην κορυφή της ακρόπολης της Κορώνειας σώζεται επίσης μεσαιωνικός πύργος, ο οποίος θα χρησίμευε πιθανότατα ως παρατηρητήριο.

Η μεγάλη φήμη της αρχαίας Κορώνειας οφειλόταν στη μεγάλη γιορτή των Βοιωτών, τα Παμβοιώτια, που τελούνταν στο ναό της Ιτωνίας Αθηνάς και χρονολογούνται από την κλασική εποχή. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, η οποία περιλάμβανε ιππικούς αγώνες, σταματούσε κάθε εχθροπραξία.

Η λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς προέρχεται από τη Θεσσαλία και μεταφέρθηκε στη Βοιωτία, όταν οι Βοιωτοί μετοίκησαν στην περιοχή αφού απωθήθηκαν από τη Θεσσαλία. Μαρτυρείται ότι στη θεσσαλική πόλη Κραννών τελούνταν μεγάλη γιορτή προς τιμή της, τα Ιτώνια. Η φύση της θεάς ήταν πολεμική: στα θεσσαλικά νομίσματα παρουσιάζεται πάνοπλη (πρόμαχος), ενώ στον πόλεμο οι Θεσσαλοί επικαλούνταν τη συμπαράστασή της. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στο ναό της Αθήνας στην Κορώνεια υπήρχαν μπρούτζινα αγάλματα της θεάς και του Δία, έργα του Αγορακρίτου, μαθητή του Φειδία. Επίσης ψηφίσματα του κοινού των Βοιωτών και γλυπτά αναθήματα, τα οποία ήταν στημένα στο Ιτώνιο, χρησιμοποιήθηκαν μεταγενέστερα για τις οικοδομικές ανάγκες των κατοίκων και κάποια είναι εντοιχισμένα σε χριστιανικές εκκλησίες της περιοχής.

Άλλες σημαντικές λατρείες της πόλης ήταν του Ηρακλή Χάρωπα, ενώ σε επιγραφές του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα αναφέρεται και η λατρεία της Θεσμοφόρου Δήμητρας. Εκτός από το ναό της Ιτωνίας Αθηνάς, ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη βωμού του Επιμήλιου Ερμή και των Ανέμων στην αγορά, καθώς και ιερού της Ήρας. Επίσης, αναφέρεται ο ναός του Λαφύστιου Δία, ο οποίος βρισκόταν πολύ κοντά ή ήταν κοινός με το ιερό του Ηρακλή Χάρωπα, όπου ο Αθάμας επρόκειτο να θυσιάσει τον Φρίξο και την Έλλη. Η θέση του ιερού του Ηρακλή πιθανολογείται ότι βρίσκεται κοντά στο σημερινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Το εκκλησάκι , το οποίο βρίσκεται στις πηγές της Πόντζας, πιθανότατα χρονολογείται κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο και είναι χτισμένο κυρίως από πέτρες με αναθηματικές επιγραφές από το ιερό. Πολλές από τις επιγραφές του ιερού αναφέρονται στα υδραυλικά έργα που πραγματοποιήθηκαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού στην Κωπαΐδα. Επίσης, στην περιοχή σώζονται ερείπια ρωμαϊκής στοάς με ανάγλυφα και επιγραφές, ενώ στο εκκλησάκι διατηρούνται τοιχογραφίες που τοποθετούνται χρονικά πιθανότατα στις αρχές του 19ου αιώνα. Απελευθερωτικές επιγραφές δούλων από το ιερό του Ηρακλή Χάρωπα, βρέθηκαν επίσης εντοιχισμένες στο καθολικό της μονής Αγ. Παρασκευής, το οποίο πιθανότατα χρονολογείται τον 11ο ή 12ο αιώνα. Το μοναστήρι, το οποίο σήμερα διακονείται από καλόγριες, βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον οικισμό Αγ. Παρασκευή, στην πλαγιά του βουνού.

Κοντά στην αρχαία πόλη της Κορώνειας, σε υψόμετρο 823 μέτρων και σε απόσταση περίπου 1800 μ. δυτικά του χωριού Αγία Τριάδα, βρίσκεται ένα σπήλαιο, το οποίο ταυτίζεται με το άντρο των Λειβηθρίδων νυμφών του Ελικώνα, σύμφωνα με την αναφορά του Παυσανία. Στο σπήλαιο υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή της «ιδιοκτήτριας» για ένα τουλάχιστον διάστημα νύμφης, «Κορώνεια Νύμφη», η οποία φαίνεται ότι «συγκατοίκησε» ταυτόχρονα ή διαδοχικά με τις Λειβηθρίδες, όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Το σπήλαιο είχαν επισκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν λαθρανασκαφείς, ενώ ανασκαφικές έρευνες διεξήχθησαν από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας. Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται θραύσματα από αναθηματικά ανάγλυφα με τον Ερμή και τις Νύμφες, καθώς και πλήθος ειδωλίων, από αρχαϊκά του 6ου αιώνα μέχρι εκείνα των ελληνιστικών χρόνων. Επίσης έχει βρεθεί άφθονη κεραμεική, κυρίως μελανόμορφη αλλά και ερυθρόμορφη, με πλήθος παραστάσεων και αναθηματικές επιγραφές, που υποστηρίζουν την ταύτιση με το κείμενο του Παυσανία και υπογραμμίζουν τη σπουδαιότητα του χώρου κατά την αρχαϊκή κυρίως περίοδο.

Σημαντικός οικισμός της περιοχής κατά την αρχαιότητα ήταν και οι Αλαλκομενές, ιερή πόλη και πατρίδα της θεάς Αθηνάς, σύμφωνα με τη μυθολογία. Το όνομά της το πήρε από το Βοιωτό ήρωα Αλαλκομενέα. Η θέση της πόλης εντοπίζεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Παυσανία, κοντά στο σημερινό χωριό Σωληνάρι. Το περίφημο ιερό της θεάς Αλαλκομενείο, αφιερωμένο στη λατρεία της Αλαλκομενίας Αθηνάς, βρισκόταν σε μια πεδινή περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης. Από το Στράβωνα μνημονεύεται ως «πόλις», ενώ ο Παυσανίας χαρακτηρίζει τον οικισμό ως «κώμη». Σύμφωνα με τους ερευνητές οι Αλαλκομενές μπορούσαν να χαρακτηριστούν «πόλις» κατά την αρχαϊκή περίοδο, αργότερα ωστόσο ενσωματώθηκαν στην Κορώνεια. Κοντά της ήταν το ρυάκι Τρίτων στις όχθες του οποίου, κατά την παράδοση, γεννήθηκε η Αθηνά. Μετά τη λεηλασία της πόλεως και του ιερού από το Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα, οι Αλαλκομενές περιέπεσαν σε παρακμή.

3. Μέσοι χρόνοι και οθωμανική περίοδος

Ιδιαίτερα πενιχρές είναι οι πληροφορίες για την ιστορία της περιοχής κατά τη βυζαντινή περίοδο, ωστόσο με βάση τις φιλολογικές πηγές και την αρχαιολογική έρευνα μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το οικιστικό πλέγμα της περιοχής ελάχιστα μεταβλήθηκε σε σχέση με την αρχαιότητα. Μια φάση αναστάτωσης και οικιστικής αναδιάταξης παρατηρήθηκε κατά την περίοδο μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα λόγω της καθόδου σλαβικών φύλων στην περιοχή (τοπωνύμια σλαβικής προέλευσης, όπως Στεβενίκο, παραπέμπουν σε θέσεις που εγκαταστάθηκαν Σλάβοι), καθώς επίσης και από τα μέσα του 14ου μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, λόγω των οθωμανικών επιδρομών και κυρίως της εγκατάστασης αλβανικών πληθυσμών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η περιοχή της Κορώνειας ήταν ιδιαίτερα πυκνή οικιστικά κατά την ύστερη Φραγκοκρατία, και δέχτηκε μεγάλο κύμα Αλβανών μεταναστών. Τεκμήρια για τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής αποτελούν οι μεσαιωνικοί πύργοι στην ακρόπολη της Κορώνειας και στην Αγία Τριάδα, καθώς και οι ρωμαϊκές και βυζαντινές επιγραφές που έχουν βρεθεί στην περιοχή. Επίσης, σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1466 αναφέρονται οι παρακάτω οικισμοί: ως ελληνικά χωριά καταγράφονται: ο Άγιος Γεώργιος με 45 εστίες, η Αγόριανη (σήμερα Αγία Παρασκευή) με 10 εστίες, τα Κούκουρα (σήμερα Αγία Άννα) με 10 εστίες και το Στεβενίκο (σήμερα Αγία Τριάδα) με 35 εστίες, ενώ ο Κουτουμουλάς (σημερινή Κορώνεια) καταγράφεται ως αλβανικό χωριό με 24 εστίες. Τα Κούκουρα μαρτυρούνται επίσης σε πατριαρχικά έγγραφα (σιγίλλια) της Μονής Δομπούς, που χρονολογούνται το 1615 και 1798, καθώς και από τους περιηγητές Leake και Pouqueville στις αρχές του 19ου αιώνα. Γενικά, η οικονομία των χωριών της περιοχής βασιζόταν σε ένα συνδυασμό ημινομαδικής κτηνοτροφίας και υποτυπώδους γεωργίας, κυρίως καλλιέργειας ελαιών, αμπελιών και δημητριακών. Σχετική ανάπτυξη της γεωργίας παρατηρήθηκε με την παραχώρηση καλλιεργήσιμων εδαφών στους κατοίκους μετά την αποξήρανση της Κωπαΐδας, η οποία είχε ανατεθεί στην «Αγγλική Εταιρεία Λίμνης Κωπαΐδος» (Lake Copais Co Ltd). Μεταξύ των τεχνικών έργων που εκπονήθηκαν από την Αγγλική Εταιρεία Κωπαΐδος στα τέλη του 19ου αιώνα, στα πλαίσια του σχεδίου αποξήρανσης της Κωπαΐδας και οργάνωσης των αποκαλυπτόμενων γαιών, σώζονται μέχρι σήμερα η γέφυρα και ο σιδηροδρομικός σταθμός των Αλαλκομενών, κτίσματα που έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία.

Το σημαντικότερο ίσως θρησκευτικό μνημείο της περιοχής είναι η Μονή του Οσίου Σεραφείμ Δομβούς ή Δομπούς ή Δομβοΐτη, η οποία βρίσκεται στην κορυφή «Παλαιοβούνα» του Ελικώνα, κοντά στην παραλιακή περιοχή της Ζάλτσας. Το μοναστήρι χτίστηκε από τον Όσιο Σεραφείμ στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα (πιθανόν μεταξύ των ετών 1595-1600) στα ερείπια παλαιότερης μονής του 12ου αιώνα. Το καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, έχει ξυλόγλυπτο τέμπλο και αξιόλογες τοιχογραφίες διαφόρων περιόδων. Στον πρόναο του καθολικού βρίσκεται ο τάφος του Οσίου. Η μονή είναι σταυροπηγιακή, όπως φαίνεται από συνοδικό γράμμα του Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως (1638). Στη μονή ισχύει το άβατο των γυναικών, το οποίο αναφέρεται για πρώτη φορά σε σιγίλιο του οικουμενικού πατριάρχη Τιμοθέου Β΄ που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1615. Κατά την επανάσταση του 1821, εδώ έβρισκε συχνά κατάλυμα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του. Η μονή εορτάζει στις 6 Μαΐου, στη μνήμη του θανάτου του Οσίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λατρεία του Οσίου Σεραφείμ είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των αρβανίτικων πληθυσμών της Βοιωτίας.

4. Σύγχρονη εποχή

Μια τραγική σελίδα στη σύγχρονη ιστορία της περιοχής γράφτηκε στις 11 Ιουνίου 1944 στο χωριό Καλάμι, μια μέρα μετά την τραγωδία του Διστόμου. Αποτέλεσμα των εκτελέσεων που διέπραξαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ήταν 23 νεκροί και 2 τραυματίες, ενώ πυρπολήθηκαν σπίτια και διαρπάχτηκε η κινητή περιουσία των κατοίκων.

Τα τελευταία χρόνια η κτηνοτροφία έπαψε να αποτελεί τη βασική ασχολία των κατοίκων (με εξαίρεση το χωριό Αγία Άννα), λόγω της ανάπτυξης της γεωργίας και της βιομηχανίας στην περιοχή. Επίσης, καταβάλλονται προσπάθειες για την ανάπτυξη υποδομών αγροτουρισμού, με επίκεντρο το χωριό Αγία Άννα, όπου έχουν δημιουργηθεί παραδοσιακοί ξενώνες.