Ορχομενός

1. Μυθολογία – Ονοματολογία

Η πόλη πήρε το όνομά της από τον Ορχομενό, γιο του Μινύα. Παλαιότερα, όμως, την πόλη την έλεγαν Ανδρηίδα, από τον Ανδρέα, τον πρώτο οικιστή και πατέρα του άκληρου Ετεοκλή. Πάντως, πρώτος βασιλιάς του Ορχομενού ήταν ο Ανδρεύς, γιος του Πηνειού. Απέκτησε τον Ετεοκλή, όμως, επειδή ήταν άκληρος, η βασιλεία πέρασε σε έναν από τους γιους του Σισύφου, τον Άλμο, δισέγγονος του οποίου ήταν ο Μινύας. Κατά μια εκδοχή, ο Μινύας ηγήθηκε μιας νέας δυναστείας. Όχι τυχαία, ο Ορχομενός στον Όμηρο φέρει το προσωνύμιο «Μινύειος», σε αντιδιαστολή με τον Ορχομενό «Πολύμηλο», που βρισκόταν στην Αρκαδία. Και αυτό το γένος όμως σταματά με το γιο του Μινύα, τον Ορχομενό, δεδομένου ότι ο τελευταίος ήταν άκληρος. Έτσι ο επόμενος βασιλιάς προήλθε από τον κλάδο του Αθάμαντος, αδελφού του Σισύφου. Πρόκειται για τον Κλύμενο, γιος του οποίου ήταν ο Εργίνος, που απόκτησε δύο γιους, τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη. Οι Θηβαίοι σκότωσαν τον Κλύμενο, οπότε ο Εργίνος έγινε βασιλιάς του Ορχομενού. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των αδελφών του εκστράτευσαν κατά των Θηβαίων, για να εκδικηθούν επειδή δολοφονήθηκε ο Κλύμενος και, αφού τους νίκησαν, τους επέβαλαν μεγάλο φόρο. Όμως, όταν ενηλικιώθηκε στη Θήβα ο Ηρακλής, ανέλαβε να απαλλάξει τους συμπολίτες του από το φόρο, επιτέθηκε στους Ορχομένιους και τους προκάλεσε μεγάλες συμφορές, υποχρεώνοντάς τους να πληρώνουν το διπλάσιο φόρο στους Θηβαίους. Παρ’ όλα αυτά, ο Εργίνος φέρεται ότι ήταν ο πηδαλιούχος της Αργούς, του πλοίου με το οποίο πραγματοποιήθηκε η Αργοναυτική εκστρατεία. Μετά τον Εργίνο, η πόλη του Ορχομενού περιήλθε στον Ασκάλαφο και τον Ιάλμενο, οι οποίοι πήραν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας, όπως φαίνεται από το «Νηών κατάλογο» στην Ιλιάδα του Ομήρου· σε αυτό τον κατάλογο ο Ορχομενός εμφανίζεται μαζί με την Ασπληδόνα, αλλά διαχωρίζεται από 29 βοιωτικές πόλεις που αναφέρονται ως ομοσπονδία.

Λέγεται ότι ο Μινύας είχε τόσα πλούτη, που έχτισε θησαυροφυλάκιο για να τα αποθέσει. Πρόκειται για το γνωστό Τάφο του Μινύα, τον οποίο ο Παυσανίας αναφέρει ως Θησαυρό του Μινύα. Το μνημείο κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. και εκεί πρέπει να είχαν ταφεί μέλη της βασιλικής οικογένειας του μυκηναϊκού οικισμού. Πάντως, όλα τα πολύτιμα κτερίσματα των νεκρών αφαιρέθηκαν από τυμβωρύχους ήδη κατά την Αρχαιότητα. Ο θολωτός τάφος ήταν αναγνωρίσιμος και από τους περιηγητές του 19ου αιώνα. Ακολούθησαν ανασκαφικές εργασίες από ξένους και Έλληνες αρχαιολόγους, ενώ το 1915 αναστηλώθηκε από τον Ορλάνδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1862 ο δήμαρχος του χωριού Σκριπού αφαίρεσε μεγάλα κομμάτια από το δρόμο του θολωτού τάφου για να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση εκκλησίας.

Ο Μινύας θεωρείται ο αρχηγός μιας νέας δυναστείας, στην οποία οι αρχαίοι απέδιδαν μεταξύ άλλων και την αποξήρανση της Κωπαΐδας. Με το Μινύα συνδέεται και ο Διόνυσος. Ο θεός θύμωσε με τις κόρες του βασιλιά, που δε δέχονταν να μπουν στην ακολουθία του και να συμμετάσχουν στην οργιαστική λατρεία. Έτσι, έπειτα από διάφορες μεταμορφώσεις του θεού, οι κόρες του Μινύα οδηγήθηκαν στην τρέλα και κατασπάραξαν το παιδί μιας εξ αυτών, νομίζοντας ότι ήταν ελάφι. Στη συνέχεια κατέφυγαν στα βουνά, όπου ο Ερμής τις μεταμόρφωσε σε νυχτερίδα, κουκουβάγια και κουρούνα. Στον Ορχομενό ο Διόνυσος είχε το προσωνύμιο Αγριώνιος· η γιορτή προς τιμήν του, τα Αγριώνια, πραγματοποιούνταν κάθε Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. Εξαιτίας του φόνου του παιδιού, στα Αγριώνια οι μαινόμενες Ορχομένιες και οι ιερείς του Διονύσου κυνηγούσαν τις Μινυάδες (τις γυναίκες-απογόνους του Μινύα) με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι· οι ιερείς είχαν και το δικαίωμα να τις θανατώσουν, χωρίς όμως να το εκτελούν ποτέ. Στους άντρες των Μινυάδων και στους αρσενικούς συγγενείς τους δεν επιτρεπόταν να τις υπερασπιστούν.

Κατά την παράδοση, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα Βοιωτικά του, ο Ετεοκλής ήταν ο πρώτος που θυσίασε στις Χάριτες, οι οποίες επισημαίνει ότι είναι τρεις: η Ευφροσύνη, η Αγλαΐα και η Θάλεια. Ο αρχαιότερος ναός που είναι αφιερωμένος στις Χάριτες βρισκόταν σε αυτή την περιοχή, ο οποίος, με διαδοχικές φάσεις κατασκευής, υπήρχε και την εποχή του Παυσανία. Η θέση του εντοπίζεται στα δυτικά του ναού της Σκριπούς, σήμερα όμως δε σώζεται τίποτε. Αντίθετα, ο επισκέπτης μπορεί να δει την Ακιδαλία πηγή, στην οποία, κατά την παράδοση, γεννήθηκαν οι Χάριτες, γι’ αυτό και το όνομα «πηγή των Χαρίτων». Στις Χάριτες ήταν αφιερωμένοι και μουσικοί αγώνες, τα Χαριτήσια, για τους οποίους σώζεται πληροφορία ότι τελούνταν τον 3ο αι. π.Χ.

2. Προϊστορία

Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι ο Ορχομενός κατοικήθηκε από τη Νεολιθική περίοδο. Στις αρχές των Μυκηναϊκών χρόνων, την εποχή που, κατά τη μυθολογία, κυβερνούσαν οι Μινύες, η πόλη είχε κυρίαρχη θέση στην περιοχή – αυτό αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στο έργο της αποξήρανσης της Κωπαΐδας. Πρόκειται για έργο που θεωρείται μοναδικό για την εποχή εκείνη. Η λίμνη κάλυπτε περίπου 70 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το χειμώνα η στάθμη της ανέβαινε πολύ, εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων και από το λιώσιμο του χιονιού, ενώ το καλοκαίρι τα νερά έφευγαν μέσω των φυσικών ρωγμών και καταβοθρών. Επειδή η υπόγεια διαρροή των υδάτων γινόταν στα υψηλότερα επίπεδα του λεκανοπεδίου, καθώς εκεί βρίσκονταν οι καταβόθρες και οι ρωγμές, το καλοκαίρι η Κωπαΐδα μετατρεπόταν σε έλος. Η λίμνη ήταν ονομαστή για τα εξαιρετικά καλάμια που φύτρωναν στις όχθες της, με τα οποία κατασκευάζονταν αυλοί, για το σχοίνο, με τον οποίο έφτιαχναν τα «αλιάρτια σχοινιά», μα, προπαντός, για τα ψάρια της και τα νοστιμότατα χέλια της. Τα νερά της λίμνης ενισχύονταν και από τους ποταμούς Μέλανα, Κηφισό, Έρκυνα, Φάλαρο ή Κοράλιο, Τρίτωνα και άλλους μικρότερους.

Οι προσπάθειες να ελεγχθεί το νερό της λίμνης ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Ήδη μεταξύ του 2000 και του 1550 π.Χ. άρχισαν οι επεμβάσεις, με στόχο να γλιτώσουν οι παραλίμνιες πόλεις από τις πλημμύρες και έτσι να εξασφαλιστεί περισσότερη καλλιεργήσιμη γη. Γύρω στο 1550 π.Χ., εξαιτίας μιας καταστροφικής πλημμύρας, τα νερά της λίμνης ξεπέρασαν το 1 μέτρο· αρκετοί παραλίμνιοι οικισμοί καταστράφηκαν και πολλά υδατοφραγμένα βαθύπεδα χάθηκαν οριστικά λόγω του νερού. Αυτό οδήγησε στην προσπάθεια για συστηματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η επόμενη επέμβαση έγινε με απόφαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τελικά η Κωπαΐδα έμελλε να αποξηρανθεί οριστικά το 19ο αιώνα.

Μεταξύ του 900 και του 500 π.Χ. τα αρχαιολογικά κατάλοιπα υποδεικνύουν μια πληθυσμιακή έκρηξη και μεγάλη ευμάρεια στην περιοχή.

3. Ιστορία

3.1. Αρχαιότητα

Εξαιτίας της υπερχείλισης της λίμνης η Αρχαϊκή περίοδος χαρακτηρίζεται από τη μετακίνηση οικισμών σε υψηλότερα σημεία, η οποία σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε και σε αλλαγή ονόματος κάποιου οικισμού. Ο Ορχομενός έχασε τον ηγεμονικό ρόλο του με το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου. Η αλλαγή αυτή φαίνεται στο μύθο της νίκης των Θηβαίων με αρχηγό τον Ηρακλή επί των Ορχομενίων και συμπίπτει με την κάθοδο των Βοιωτών από τη Θεσσαλία. Κατά τον 8ο αι. π.Χ. ο Ορχομενός ηγείται των πόλεων Ασπληδών και Χαιρώνεια. Περίπου στο τέλος του 6ου μέχρι τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ο Ορχομενός συμμετείχε στο Κοινό των Βοιωτών, στο οποίο, μαζί με την Υηττό (4 χλμ. βορειοανατολικά του σημερινού χωριού Παύλος), εκπροσωπούνταν από 2 βοιωτάρχες. Την περίοδο αυτή στην επικράτειά του πρέπει να ανήκουν οι Όλμωνες, η Τεγύρα (κοντά στο σημερινό χωριό Διόνυσος) και οι Κύρτωνες (σήμερα ανήκει στη Φθιώτιδα). Περίπου το 500 π.Χ. φαίνεται ότι έκοψε και δικό του νόμισμα.

Κατά τους Περσικούς πολέμους, ο Ορχομενός, όπως και οι υπόλοιποι Βοιωτοί πλην Θεσπιέων, τάχθηκε με το μέρος των Περσών. Τόσο το 447 π.Χ. στη μάχη της Κορώνειας όσο και κατά τη μάχη του Δηλίου το 424 π.Χ., ο Ορχομενός συμμετείχε με στρατό στην προσπάθεια των Βοιωτών να απελευθερωθούν από την ηγεμονία των Αθηναίων. Το 427 π.Χ. η πόλη υπέστη σοβαρές ζημιές εξαιτίας ισχυρού σεισμού. Στη συνέχεια ο Ορχομενός παρέμεινε φιλικά διακείμενος προς τη Σπάρτη, παρότι το Κοινό των Βοιωτών ακολούθησε τη δική του πολιτική. Η φιλία του προς τη Σπάρτη εκδηλώθηκε έντονα στον Κορινθιακό πόλεμο, κατά τον οποίο τάχθηκε με το μέρος του Λυσάνδρου και κατ’ επέκταση κατά του Κοινού. Το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα την αυτονομία του Ορχομενού κατά την Ανταλκίδειο ειρήνη. Η ανεξαρτησία της πόλης αντανακλάται στο γεγονός ότι ξαναέκοψε νόμισμα με το όνομά της. Όλα άλλαξαν όταν η Σπάρτη κατατροπώθηκε από το συνασπισμό Αθηναίων και Θηβαίων. Οι τελευταίοι τιμώρησαν όλες τις πόλεις που είχαν ταχθεί με τη Σπάρτη, μεταξύ αυτών και τον Ορχομενό. Η πόλη υπέστη τις βαριές συνέπειες το 364 π.Χ., οπότε καταστράφηκε, ενώ οι κάτοικοί της είτε δολοφονήθηκαν είτε πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Κω.

Μέχρι τη μάχη της Χαιρώνειας η πόλη δεν έπαιζε κάποιο πολιτικό ρόλο. Η τοποθέτηση του Ορχομενού στο πλευρό του Φιλίππου και στη συνέχεια του Αλεξάνδρου είχε αποτέλεσμα την αναβίωσή της. Ο Αλέξανδρος έχτισε ξανά την πόλη και τον πύργο που βρισκόταν στην κορυφή του Ακοντίου, επέκτεινε την οχύρωση (τμήματα του μακεδονικού τείχους σώζονται και σήμερα) και της παραχώρησε προνόμια. Είναι επίσης η εποχή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η νέα προσπάθεια αποξήρανσης της Κωπαΐδας. Τέλη του 4ου αι. π.Χ. κατασκευάστηκε και το θέατρο που χρησιμοποιούνταν μέχρι την Ύστερη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Ορχομενός γνώρισε νέα περίοδο ακμής, έγινε πάλι μέλος του Βοιωτικού Κοινού και κάποιο διάστημα φαίνεται ότι ανέλαβε και την πρωτοκαθεδρία. Τον 3ο και το 2ο αι. π.Χ. ήταν πάλι μία από τις πέντε σημαντικότερες πόλεις της Βοιωτίας. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε την ιστορική πορεία όλης της περιοχής, με τους ελληνιστικούς βασιλείς να εναλλάσσονται στην κυριαρχία και με τη νίκη κατά των Γαλατών.

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο αρχικά η πόλη διατηρούνταν άθικτη, στη συνέχεια όμως έγινε το θέατρο της αντιπαράθεσης μεταξύ του Ρωμαίου Σύλλα και του Αρχέλαου, στρατηγού του Μιθριδάτη. Ο Σύλλας λεηλάτησε την πόλη και αυτό αποτέλεσε την αρχή της παρακμής της. Δε βοήθησε ούτε το γεγονός ότι, μαζί με άλλες βοιωτικές πόλεις, τάχθηκε στο πλευρό του Καίσαρα – ο Ορχομενός πλέον αποτελούσε ένα ασήμαντο χωριό.

Πριν παρακολουθήσουμε την ιστορική πορεία του Ορχομενού στα επόμενα χρόνια, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο Ορχομενός ήταν γνωστός για την εκτροφή ίππων. Δε φέρουν μόνο τα νομίσματα της πόλης ίππους, αλλά και ο Πίνδαρος, όταν αναφέρεται σε αυτήν, μιλά για τα άλογά της («Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν», 14ος Ολυμπιόνικος Πινδάρου).

3.2. Μέσοι Χρόνοι

Μέχρι τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ. ο Ορχομενός, όπως και η υπόλοιπη Βοιωτία, πληττόταν από τους Γότθους, αλλά και από αλλεπάλληλους σεισμούς. Από τα μέσα του 6ου αιώνα άρχισε η οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγή σιταριού επαρκούσε και για εξαγωγή. Παράλληλα γινόταν εκτροφή μεταξοσκώληκα και αναπτύχθηκε η βιοτεχνία μεταξιού. Στη συνέχεια ο Ορχομενός υπήχθη στο θέμα Ελλάδος και μέχρι το 1204 η ζωή των κατοίκων δε διαταράχθηκε, με εξαίρεση τη σύντομη προέλαση των Σλάβων. Αυτή την περίοδο, και μάλιστα το 873/874, χτίστηκε και η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή μονή της Παναγίας Σκριπούς, στην ομώνυμη περιοχή κοντά στον Ορχομενό, η οποία σήμερα ονομάζεται Αθάμας. Γραπτή επιγραφή ενσωματωμένη στο εξωτερικό της αψίδας του ιερού αναγράφει τον κτήτορα Λέοντα, βασιλικό πρωτοσπαθάριο, και τη χρονολογία κατασκευής του ναού. Στην τοιχοδομία του ναού έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο υλικό από τον αρχαιολογικό χώρο του Ορχομενού, με τον οποίο το μνημείο γειτνιάζει άμεσα. Άλλωστε, η ονομασία Σκριπού μάλλον οφείλεται στις πολυάριθμες εντοιχισμένες στο ναό επιγραφές (από το λατ. scriptus). Από το αρχικό συγκρότημα σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, όπως αποδεικνύει το τρισυπόστατο Ιερό Βήμα. Ο ναός ανήκει στους λεγόμενους μεταβατικούς ναούς, όπως έχει επικρατήσει για όνομάζεται μία από τις πιο πρώιμες παραλλαγές των τρουλαίων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για κτίριο όπου το σταυρικό σχήμα τονίζεται, με την εγκάρσια κεραία του σταυρού να χωρίζεται από τα γωνιακά διαμερίσματα με ισχυρούς τοίχους όπου ανοίγονται στενά και χαμηλά ανοίγματα και την προέκτασή της να είναι προβάλλει στην βόρεια και τη νότια όψη του ναού. Στον περιβάλλοντα χώρο βρίσκονται διάσπαρτες αρχαιότητες: το αρχαίο θέατρο, ο Τάφος του Μινύα, το μυκηναϊκό ανάκτορο, ο πιθανολογούμενος ναός των Χαρίτων. Λίγο αργότερα κατασκευάστηκε και ο ναός του Αγίου Σώζοντος (1010 ;), τον οποίο η παράδοση αποδίδει στον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο και τον συνδέει με τη νίκη του κατά των Βουλγάρων, των οποίων οι επιδρομές είχαν επί μακρόν δοκιμάσει την περιοχή. Ο ναός διατηρείται σε καλή κατάσταση, ενώ είναι φανερή και σε αυτό το κτίσμα η χρήση αρχαίου οικοδομικού υλικού.

Από το 1204 μέχρι το 1311 ο Ορχομενός είχε καταληφθεί από τους Φράγκους. Το 1311 έγινε το θέατρο της σύγκρουσης μεταξύ Καταλανών και του δούκα των Αθηνών Γκοτιέ ντε Μπριέν. Στη μάχη του Ορχομενού οι Καταλανοί νίκησαν και κατέλαβαν τη Θήβα και μετά την Αθήνα, καταλύοντας τη φραγκική κυριαρχία και εγκαθιδρύοντας την καταλανική στο δουκάτο των Αθηνών και, επομένως, και στον Ορχομενό, μέχρι το 1388.

Από το 1363 έως το 1365 Τούρκοι υπό το Μουράτ Β΄ εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία και την Αττική, ενώ το 1390 εισέβαλαν στη Λιβαδειά και τον Ορχομενό με αρχηγό τον Εβρέν μπέη και λεηλάτησαν τις πόλεις. Από το 1394 η περιοχή Λιβαδειάς και Ορχομενού περιήλθε στην κυριαρχία του Βαγιαζήτ Α΄. Οι Ατζαγιόλι όμως επανέκτησαν την περιοχή και, μέχρι την οριστική υποδούλωση στους Οθωμανούς, οι κάτοικοι έζησαν ήρεμα.

3.3. Οθωμανική περίοδος

Από το 1434 μέχρι την Επανάσταση ο Ορχομενός βρέθηκε υπό οθωμανική κυριαρχία. Την περίοδο αυτή η πόλη ανήκε στον καζά της Λιβαδειάς. Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας ο Ορχομενός δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα, δεδομένου ότι οι Οθωμανοί σεβάστηκαν τη γλώσσα και τη θρησκεία. Η γη περιήλθε απευθείας στο σουλτάνο και μέρος της στους βοεβόδες. Το 1770 οι κάτοικοι άρχισαν να καλλιεργούν βαμβάκι, δραστηριότητα η οποία συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, που ανακόπηκε μόνο από την επιδημία πανώλης του 1788-1789. Οι Ορχομένιοι Γούλας και Ζυγούρας συμμετείχαν στα προεπαναστατικά κινήματα, ενώ η προσφορά του Ορχομενού σε ανθρώπινο δυναμικό και επισιτιστικό υλικό καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης είναι ιδιαίτερα σημαντική.

3.4. Νεότερη και Σύγχρονη περίοδος

Ο Ορχομενός απελευθερώθηκε οριστικά το 1829, όμως η οικονομική κατάσταση των κατοίκων του ήταν άθλια εξαιτίας των καταστροφών από το πέρασμα του εχθρού. Επίσης, οι βάλτοι της περιοχής προκαλούσαν θανατηφόρες ασθένειες, με κυριότερη την ελονοσία. Το 1835 ανακηρύχθηκε δήμος με έδρα τη Σκριπού. Ο δήμος περιλάμβανε τη Σκριπού, την Πετρομαγούλα, την Καρυά, το Νησί, τον Άγιο Δημήτριο, το Βρανέζι και το Μολύβι. Σταδιακά άρχισε η οικονομική ακμή, που οδήγησε 20 χρόνια αργότερα στην ανάπτυξη συνολικά της πόλης με ειδικές παρεμβάσεις στο χωροταξικό ιστό της πόλης. Το 1882 ξεκίνησε η αποξήρανση της Κωπαΐδας. Το 1889 η έδρα του δήμου μεταφέρθηκε στην Πετρομαγούλα και προσαρτήθηκαν οι οικισμοί Τσαμάλι, Πολυγύρα, Καρυώτισσα, Καλύβια, Κίκυρα, Σύνος, Άνω και Κάτω Μονή Σκριπούς. Το 1912 ο δήμος Ορχομενού καταργήθηκε και δημιουργήθηκαν ξεχωριστές κοινότητες όπως η Σκριπού, η Πετρομαγούλα και το Τσαμάλι. Το 1920 η Σκριπού και η Πετρομαγούλα συνενώθηκαν και αποτέλεσαν την πόλη του Ορχομενού, ο οποίος έγινε έδρα του δήμου Ορχομενού· ο δήμος προήλθε από την εκ νέου συνένωση των γύρω οικισμών το 1948.