Ορχομενός (Αρχαιότητα)

1. Νεολιθική εποχή

Οι πρώτες συστηματικές έρευνες στην ανατολική πλαγιά του Ακοντίου έδειξαν ότι η πρωιμότερη κατοίκηση του Ορχομενού ανάγεται στη Νεολιθική εποχή. Άφθονα ευρήματα αυτής της περιόδου βρέθηκαν στα βαθύτερα στρώματα της πλαγιάς σε μικρή απόσταση από το θολωτό τάφο. Αντίθετα, στην πεδιάδα γύρω από την εκκλησία της Σκριπούς οι ανασκαφικές έρευνες δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν στο βαθύτερο αυτό στρώμα, επειδή σε βάθος 5 μ. συναντάται ήδη ο υδροφόρος ορίζοντας. Τα νεολιθικά ευρήματα, κεραμική και εργαλεία, βρέθηκαν ακριβώς κάτω από τα κτήρια της Πρωτοελλαδικής εποχής, χωρίς να έχουν επισημανθεί ακόμη αρχιτεκτονικά λείψανα της Νεολιθικής περιόδου. Η κατάταξη της κεραμικής με σημερινά χρονολογικά κριτήρια δείχνει ότι ο Ορχομενός κατοικήθηκε κατά την Αρχαία, τη Μέση και τη Νεότερη Νεολιθική εποχή. Οι κεραμικοί ρυθμοί που επικρατούν είναι η διακοσμημένηUrfirnis της Μέσης Νεολιθικής και η μαύρη στιλβωτή του ρυθμού της Λάρισας. Επίσης πολλά είναι τα δείγματα της πολύχρωμης αμαυρόχρωμης κεραμικής της Ύστερης Νεολιθικής περιόδου.

2. Πρωτοελλαδική εποχή

Η μετάβαση από τη Νεολιθική στην εποχή του Χαλκού δεν είναι αρκετά σαφής. Τα παλαιότερα οικοδομήματα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, τα «κυκλοτερή» κτήρια, είναι κατασκευασμένα μέσα στο παλαιότερο νεολιθικό στρώμα κατοίκησης και χρονολογούνται στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο. Τα κτίσματα αυτά δεν έχουν ακριβή παράλληλα στο προϊστορικό Αιγαίο. Πρόκειται για ομάδες κυκλικών κτισμάτων με συχνά εφαπτόμενες περιφέρειες τα οποία έχουν χαρακτηριστεί οικίες αλλά και σιταποθήκες.

Κατά τη διάρκεια της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ περιόδου εμφανίστηκαν τα οβάλ ή αψιδωτά κτήρια. Είναι ανεξάρτητα κτίσματα με τουλάχιστον τη μία στενή πλευρά τους σε αψιδωτό σχήμα και συνήθως δύο εσωτερικούς χώρους. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της οικιστικής περιόδου είναι οι πολλοί βόθροι, δηλαδή στεγανοποιημένοι λάκκοι όπου συγκεντρώνονταν τα οικιακά απορρίμματα. Αυτό το οικιστικό πρότυπο είχε μεγάλη διάρκεια στον Ορχομενό και παρατηρείται σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Παράλληλα με τα αψιδωτά κτήρια υπήρξε και ένας τύπος πρωτοελλαδικής οικίας με ορθογώνιο σχήμα, όπως δείχνει η «Οικία των Οστράκων», ένα οικοδόμημα που καταστράφηκε από φωτιά στα τέλη της Πρωτοελλαδικής ΙΙ. Παρά τις εκτεταμένες έρευνες στο χώρο, δεν έχει βρεθεί ακόμη το νεκροταφείο του πρωτοελλαδικού οικισμού.

Η λεπτότεχνη κεραμική αυτής της περιόδου είναι υψηλής ποιότητας, ενώ πρώτη φορά εμφανίζονται αγγεία κατασκευασμένα σε κεραμικό τροχό. Το λεπτό σκούρο επίχρισμα καλύπτει όλη την επιφάνεια ή μόνο τμήματα των τοπικών Urfirnis (πρωτοβερνικωτών) αγγείων. Στα καλύτερα δείγματα της κεραμικής αυτής ανήκει μία υδρία μεγάλων διαστάσεων και ένα σπάνιο όστρακο με χαραγμένη απεικόνιση πλοίου. Πρόκειται για μεγάλες λεκάνες, φιάλες, κύμβες, χωνιά, ασκούς και γωνιώδεις πρόχους. Παράλληλα, ακολουθώντας μια γενικότερη τάση της εποχής, η κεραμική παρουσιάζει κάποια σαφή ανατολικά στοιχεία, όπως δείχνει το τρωικό «δέπας αμφικύπελλο». Στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο χρονολογείται μια πολύ χαρακτηριστική κεραμική με λευκή γραμμική διακόσμηση σε σκουρόχρωμο βάθος που έχει ονομαστεί ρυθμός της Αγίας Μαρίνας. Αρκετά αντιπροσωπευτικά αγγεία της Πρωτοελλαδικής περιόδου είναι και τα χονδροειδή αποθηκευτικά σκεύη με ανάγλυφη σχοινοειδή διακόσμηση.

3. Μεσοελλαδική εποχή

Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, ο Ορχομενός παρουσιάζει πρώτη φορά ένα καλά οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο. Τα σπίτια, από το αψιδωτό σχήμα της Πρωτοελλαδικής, που μάλλον συνεχίζεται και κατά τις πρώτες περιόδους της Μέσης Χαλκοκρατίας, μεταβάλλονται σε ευρύχωρα ορθογώνια μεγαροειδή κτίσματα με δύο έως τρεις εσωτερικούς χώρους, εστίες και πλακόστρωτα. Η διάταξή τους είναι ακτινωτή, δημιουργώντας έτσι τριγωνικούς ελεύθερους χώρους ανάμεσα στα κτήρια. Σύμφωνα με τη συνήθεια των πρώτων ερευνών, στις διαδοχικές οικιστικές φάσεις δόθηκαν ονόματα χρωμάτων. Έτσι οι οικοδομικές φάσεις του μεσοελλαδικού Ορχομενού είναι η γαλάζια, η κίτρινη και πορτοκαλί. Η μεσαία από τις τρεις, η κίτρινη, είναι η καλύτερα διατηρημένη και παρουσιάζει την πιο στέρεη τοιχοδομία, ενώ η τελευταία, η πορτοκαλί, είναι σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη.

Πλούσια είναι και τα ταφικά κατάλοιπα της εποχής. Ένα σύνολο από 50 τάφους κατανεμημένους σε όλη την ανεσκαμμένη περιοχή της πλαγιάς του λόφου δίνει ένα τυπικό δείγμα των ταφικών εθίμων της εποχής. Οι τάφοι ενηλίκων, παιδιών και νεογνών είναι κιβωτιόσχημοι, σχηματισμένοι από πλάκες, κτιστοί με πέτρες ή απλοί λάκκοι, ενώ παράλληλα παρατηρείται και το φαινόμενο του εγχυτρισμού, δηλαδή η ταφή σε πιθάρια ή σε θραύσματα μεγάλων αγγείων. Οι νεκροί είναι θαμμένοι σε πλάγια, «συνεσταλμένη» στάση και συνήθως δεν έχουν καθόλου ή έχουν ελάχιστα ταφικά κτερίσματα. Οι τάφοι δεν βρέθηκαν σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο έξω από τον οικισμό, αλλά ανάμεσα στα σπίτια και μέσα σε δωμάτια. Η στρωματογραφική έρευνα αποκαλύπτει ότι οι τάφοι ανοίχθηκαν στο χώρο του οικισμού μάλλον μετά την εγκατάλειψή του κατά τα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου.

Κατά τη Μεσοελλαδική εποχή έκανε την εμφάνισή της μια ιδιότυπη κεραμική κατηγορία, η μινυακή κεραμική, που ονομάστηκε έτσι από το Μινύα, το μυθικό ηγεμόνα του Ορχομενού. Αυτά τα αγγεία κατασκευάζονταν σε εξελιγμένο, γρήγορο κεραμικό τροχό και ψήνονταν σε υψηλές θερμοκρασίες. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κεραμικής αυτής είναι η ιδιαίτερη στίλβωση, η «σαπωνοειδής αφή», όπως ονομάζεται, και τα γωνιώδη περιγράμματα των αγγείων. Η επιφάνειά τους είναι μονόχρωμη, συνήθως γκρίζα και σπανιότερα κίτρινη και κοκκινωπή. Ελάχιστες είναι οι κεραμικές εισαγωγές από τις Κυκλάδες και άλλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, ενώ ένα μεσομινωικό όστρακο αναγνωρίζεται ως η μοναδική αλλά αδιάψευστη εισαγωγή από την ανακτορική Κρήτη. Κατά το τελευταίο τμήμα της Μεσοελλαδικής περιόδου εμφανίστηκε και η τοπική αμαυρόχρωμη κεραμική, ένας υβριδικός ρυθμός με γραπτή διακόσμηση πάνω σε αγγεία ανοικτόχρωμης μινυακής τεχνοτροπίας. Μία δίχρωμη παραλλαγή της χαρακτηρίζει την τελευταία μεσοελλαδική κεραμική παράδοση κατά την πρώιμη Υστεροελλαδική Ι Α εποχή.

4. Υστεροελλαδική εποχή

Μια συστάδα τάφων που ανασκάφηκε στο χώρο βόρεια του θεάτρου δείχνει τη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία και ταυτόχρονα την εμφάνιση μιας κοινωνικής ελίτ που οδήγησε αργότερα στο ηγεμονικό μυκηναϊκό κράτος. Πρόκειται για τάφους πλούσια κτερισμένους με αγγεία και πολύτιμα κοσμήματα. Τόσο τα κτερίσματα όσο και η κατασκευή των τάφων και η τοπογραφία του ταφικού συμπλέγματος παρουσιάζουν ακριβείς αναλογίες με τους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών.

Το χαρακτηριστικότερο μνημείο-κατάλοιπο της Μυκηναϊκής εποχής στον Ορχομενό είναι ο θολωτός τάφος, γνωστός και ως Θησαυρός του Μινύα, τον οποίο αποκάλυψε ο Ερρίκος Σλήμαν το 1880. Ο κυκλικός θάλαμος είναι κατασκευασμένος με εκφορικό τρόπο και έχει διάμετρο 14 μ. Η οροφή του είναι σήμερα κατεστραμμένη, αλλά υπολογίζεται ότι πρέπει να είχε ύψος περίπου 8 μ. Ο δρόμος έχει μήκος 30 μ. και οδηγεί σε είσοδο με μονολιθικό υπέρθυρο. Στον ταφικό θάλαμο διατηρείται η λίθινη οροφή με την ανάγλυφη διακόσμηση από ρόδακες, συνεχόμενες σπείρες και άνθη παπύρου. Ο τάφος παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το θολωτό τάφο του Ατρέα στις Μυκήνες και χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α περίοδο. Αν και η παρουσία ενός τέτοιου μνημείου υποδεικνύει την εξέχουσα θέση του Ορχομενού ανάμεσα στα μυκηναϊκά κέντρα, δεν έχουν βρεθεί ακόμη σαφή κατάλοιπα ενός μυκηναϊκού ανακτόρου, παρά τις πολλές στοχευμένες έρευνες.

Μυκηναϊκή κεραμική βρέθηκε πάνω στο λόφο μέσα σε, κατά μεγάλο βαθμό, κατεστραμμένα στρώματα. Καλύπτει όλες τις υποπεριόδους της Ύστερης Χαλκοκρατίας, με το μεγαλύτερο αριθμό των δειγμάτων της να προέρχεται από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β εποχή. Εκτός από ορισμένα τοπικά χαρακτηριστικά παρουσιάζει πλήρη αντιστοιχία με τις καλύτερα ερευνημένες περιοχές της Αργολίδας. Στα σημαντικότερα μυκηναϊκά ευρήματα συγκαταλέγεται ένας ψευδόστομος αμφορέας με Γραμμική Β΄ επιγραφή. Βρέθηκαν και σπαράγματα τοιχογραφιών με τυπικά μυκηναϊκά διακοσμητικά θέματα και μία μικρογραφική σκηνή κυνηγιού. Η τελευταία εντοπίστηκε στο προαύλιο της εκκλησίας της Σκριπούς, σε ένα μεγαρόσχημο κτήριο της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β εποχής που ερμηνεύτηκε ως τμήμα του ανακτορικού συγκροτήματος. Εφόσον τα μυκηναϊκά κατάλοιπα είναι διεσπαρμένα σε μεγάλη περιοχή, διίστανται προς το παρόν οι απόψεις των μελετητών σχετικά με το αν το μυκηναϊκό ανάκτορο του Ορχομενού βρισκόταν πάνω στο λόφο ή στους πρόποδές του.

5. Γεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή

Η Γεωμετρική εποχή δε στοιχειοθετείται από κτηριακά κατάλοιπα, αλλά κυρίως από μεγάλο αριθμό ταφικών κτερισμάτων από την περιοχή βόρεια του θολωτού τάφου. Τα κεραμικά ευρήματα πιστοποιούν την Πρωτογεωμετρική και τη Γεωμετρική εποχή. Ανάμεσα στα αγγεία της Γεωμετρικής εποχής εντοπίστηκαν εισαγωγές από την Αθήνα και την Κόρινθο.

Οι γνώσεις μας για την Αρχαϊκή εποχή στον Ορχομενό προέρχονται κυρίως από ιστορικές πηγές και από διάσπαρτες αρχαιολογικές πληροφορίες. Δεν είναι ακόμη σαφές αν η οχύρωση του Ορχομενού περιλαμβάνει μια πρωιμότερη φάση χρονολογούμενη στην Αρχαϊκή εποχή. Γνωρίζουμε όμως ότι η πόλη έκοψε νόμισμα στα μισά του 6ου αι. π.Χ. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δίνουν κυρίως πληροφορίες για την άσκηση λατρείας. Σε ένα ψηλό πλάτωμα ανάμεσα στην οχύρωση και το χώρο του θεάτρου αποκαλύφθηκαν το 1893 τα ερείπια ενός αρχαϊκού ναού του Ασκληπιού, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες των επιγραφών. Τα κινητά ευρήματα από το χώρο αυτό ήταν πρωτοβοιωτική, πρωτοκορινθιακή και αττική μελανόμορφη κεραμική, αλλά και δείγματα μυκηναϊκής κεραμικής, που υποδηλώνει τη χρήση του υψώματος αυτού και κατά την Προϊστορική περίοδο. Κοντά στις εκβολές των πηγών του ποταμού Μέλα εντοπίστηκαν τα ερείπια ενός κτηριακού συγκροτήματος, το οποίο ταυτίστηκε με το ναό του Ηρακλή που περιγράφει ο Παυσανίας (IX 38.6).

Δείγματα της αρχαϊκής λατρείας αποτελούν οι δύο κούροι που προέρχονται από τον Ορχομενό. Ο πρωιμότερος είναι κατασκευασμένος από σκούρο πέτρωμα και θεωρείται δείγμα της τοπικής γλυπτικής τέχνης. Χρονολογείται γύρω στο 580 π.Χ. και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο δεύτερος είναι από λευκό μάρμαρο, ανήκει στην περίοδο 550-540 π.Χ. και φυλάσσεται στο Μουσείο της Χαιρώνειας.

6. Κλασικοί χρόνοι

Παρά τις ενδείξεις για την πρώιμη ακμή της πόλης, ο 6ος και ο 5ος αι. π.Χ. στον Ορχομενό δεν έχουν αφήσει πολλά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Το σημαντικότερο μνημείο είναι το κάστρο, η οχυρωμένη ακρόπολη της Ύστερης Κλασικής εποχής. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και τη συντριβή της Θήβας το 335 π.Χ., η οχύρωση επισκευάστηκε και ενισχύθηκε από τους Μακεδόνες για να προστατευτεί η πόλη από τυχόν αντίποινα των Θηβαίων. Ο πύργος που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κάστρου χτίστηκε αυτή την εποχή. Ένα μεγάλο τμήμα της οχύρωσης έχει καταστραφεί. Το δυτικό τμήμα διατηρείται αρκετά καλά, ενώ το ανατολικό διακρίνεται μόνο σε κοιλότητες των βράχων. Η πιο πρόσφατη αποτύπωση ανέδειξε και νέα τμήματα του τείχους, με πύλες και πύργους. Ο δυτικός πύργος προστατευόταν από μία τάφρο και ένα πρόσθετο τείχος, ενώ η λαξευμένη στο βράχο κλίμακα έκλεινε στα μισά του μήκους της με θύρα. Το λατομείο από το οποίο προέρχονται οι δόμοι της οχύρωσης εντοπίστηκε σε μια περιοχή 300 μ. δυτικά της ακρόπολης.

Οι ιστορικές πηγές αναφέρονται στη λατρεία διάφορων θεοτήτων στον Ορχομενό. Μια τοπική θρησκευτική γιορτή ήταν τα Αγριώνια, που πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Αγριώνιο προς τιμήν του Διονύσου. Aπό τις σωζόμενες επιγραφές μαρτυρείται η λατρεία του Μειλίχιου Δία, της Ήρας Τελείας, της Αρτέμιδος Ειλειθυίας, του Διονύσου και του Ερμή. Από την Ελληνιστική εποχή λατρεύονταν επίσης η Ίσις, ο Σέραπις και ο Άνουβις. Όμως η κύρια λατρεία στον αρχαίο Ορχομενό ήταν αυτή των Χαρίτων. Από τα αρχιτεκτονικά μέλη και τις επιγραφές που βρέθηκαν στην τοιχοδομία της Παναγίας της Σκριπούς και στο χώρο του θεάτρου προκύπτει ότι ο ναός των Χαρίτων μάλλον βρισκόταν στη θέση της βυζαντινής εκκλησίας, ενώ τα Χαριτήσια, δηλαδή οι μουσικοί και ποιητικοί αγώνες προς τιμήν των Χαρίτων, διεξάγονταν μέσα στο θέατρο.

Το θέατρο χτίστηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. βορειοανατολικά του θολωτού τάφου, μέσα στο διευρυμένο τείχος. Το κοίλο αποτελείται από δώδεκα σειρές εδωλίων χωρίς διαζώματα. Τα έδρανα είναι κατασκευασμένα από πωρόλιθο, ενώ οι κλίμακες από ασβεστόλιθο. Σε ορισμένα σημεία τα καθίσματα δεν είναι κτιστά αλλά λαξευμένα στο βράχο. Τα έδρανα του προεδρείου φέρουν ερεισίνωτο και ανάγλυφη διακόσμηση. Η πρόσοψη του προσκηνίου έφερε κιονοστοιχία δωρικών ημικιόνων και μια επιγραφή αφιέρωσης στις Χάριτες. Άλλες επιγραφές από το χώρο του θεάτρου αναφέρονται στον Ομολώιο Δία και το Διόνυσο. Από τον 3ο μέχρι τον 1ο αι. π.Χ. έγιναν διαδοχικές προσθήκες στο κοίλο, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή εποχή έγιναν προσθήκες και στο χώρο του προσκηνίου. Το θέατρο ίσως φιλοξενούσε και τις συνελεύσεις του Κοινού των Βοιωτών μετά την καταστροφή της Θήβας το 335 π.Χ.

7. Ρωμαϊκοί χρόνοι

Ο περιηγητής Παυσανίας (38.1) μας δίνει μια σαφή εικόνα για τα μνημεία του Ορχομενού κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Αναφέρει ένα ναό του Διονύσου, έναν παλαιότερο αφιερωμένο στις Χάριτες και ένα ναό του Ηρακλή σε απόσταση επτά σταδίων (1,5 χλμ.) από τον Ορχομενό, κοντά στις πηγές του Μέλα. Οι τάφοι του Μινύα και του Ησιόδου ήταν επισκέψιμοι εκείνη την εποχή και ο θολωτός τάφος που χαρακτηριζόταν ως Θησαυρός του Μινύα χρησιμοποιούνταν ως λατρευτικός χώρος. Κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών μέσα στο θολωτό τάφο ανακαλύφθηκε μία επιγραφή που συνδέει τη βάση σχήματος Π και το μνημείο με τη λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το αρχικό σχήμα της βάσης όμως παραπέμπει στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., οπότε εικάζεται ότι ίσως κατά την πρώτη περίοδο χρήσης της φιλοξενούσε απεικονίσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της οικογένειάς του. Με αυτή τη μεταγενέστερη φάση χρήσης της θόλου ίσως συνδέεται και το υπερμέγεθες κατώφλι του τάφου.