Ιερά του Απόλλωνα και του ήρωα Πτώου

1. Ιερό Πτώου Απόλλωνος και ιερό του ήρωα Πτώου

Το ιερό του Πτώου Απόλλωνος βρίσκεται στα ανατολικά του Ακραιφνίου και της Κωπαΐδας, βόρεια της λίμνης Υλίκης, στις δυτικές πλαγιές του ομώνυμου όρους Πτώου, σήμερα γνωστού ως Πελαγία, στη θέση Περδικόβρυση, σε υψόμετρο περίπου 370 μ. Σε απόσταση 1 χλμ. δυτικότερα, στην κοιλάδα μεταξύ της αρχαίας Ακραιφίας και του ιερού του Απόλλωνος, στη βόρεια πλαγιά του λόφου Καστράκι, βρίσκεται το ιερό του ήρωα Πτώου. Τα δύο ιερά ανασκάφηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών κατά τα έτη 1884-1891, ενώ πραγματοποιήθηκαν και συμπληρωματικές ανασκαφές αργότερα.

2. Ιερό Πτώου Απόλλωνος

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ιερού εκτείνονται σε τρία επίπεδα με γενικό προσανατολισμό από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά (εικ. 1). Στο χαμηλότερο προς βορρά επίπεδο αποκαλύφθηκαν δεξαμενές νερού. Σε δεύτερο, υψηλότερο επίπεδο βρέθηκαν δύο στοές και ένα τετράγωνο πώρινο κτήριο, ενώ στο υψηλότερο άνδηρο στεκόταν ο ναός του Απόλλωνος. Πάνω ακριβώς από το ιερό δεσπόζει επιβλητικός ένας κατακόρυφος βράχος, στους πρόποδες του οποίου αναβλύζει νερό (εικ. 2).

2.1. Μαντείο

Βασική λειτουργία του ιερού του Πτώου Απόλλωνος ήταν η μαντική, στην οποία το νερό πρέπει να έπαιζε καταλυτικό ρόλο, είτε ως θεραπευτικό μέσο είτε ως μέσο κάθαρσης των επισκεπτών. Για τις τελετές καθαρμών είχαν πιθανόν διαμορφωθεί και οι δεξαμενές στο χαμηλότερο άνδηρο. Ένα σπηλαιώδες χάσμα πίσω από το ναό πιθανότατα λειτουργούσε ως ιερή πηγή με μαντικές δυνάμεις. Η διαδικασία χρησμοδότησης στο Πτώον μάς είναι σε γενικές γραμμές γνωστή από την επίσκεψη ενός απεσταλμένου του Μαρδόνιου, του Μυός από την Καρία (Ηρ. 8.135, Παυσ. IX 23.6). Ο προφήτης ή πρόμαντις, αφού λάμβανε τη θεϊκή έμπνευση –πιθανόν κατά την επίσκεψή του στην ιερή πηγή πίσω από το ναό–, έδινε προφορικά το χρησμό στον ειδικό σύμβουλο που συνόδευε τον επισκέπτη, ο οποίος στη συνέχεια τον μετέγραφε. Ο προφήτης προφανώς χρησιμοποιούσε γλώσσα ακατάληπτη, στην οποία ο Μυς από την Καρία φαίνεται, σύμφωνα με την αφήγηση του Ηροδότου, ότι αναγνώρισε λέξεις από τη γλώσσα του.

2.2. Ιστορία του ιερού του Απόλλωνος

2.2.1. Απαρχές και ακμή κατά την Αρχαïκή περίοδο

Ο χώρος του ιερού παρουσιάζει δείγματα κατοίκησης από τους Ύστερους Νεολιθικούς-Πρώιμους Ελλαδικούς χρόνους έως τη Μυκηναϊκή περίοδο, ενώ το τοπωνύμιο του Πτώου μαρτυρείται και σε πινακίδα Γραμμικής Β΄ από τη Θήβα (Πτîιά-δε). Η λατρευτική χρήση του χώρου ξεκινά με βεβαιότητα κατά την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο (τέλη 8ου αι. π.Χ.). Κατά την Αρχαϊκή περίοδο το ιερό στο Πτώον ακμάζει, όπως φαίνεται από τα αναθήματα και, κυρίως, από τα εντυπωσιακά σε αριθμό και τέχνη αγάλματα των κούρων. Η ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας, το όνομα δηλαδή του Πτώου Απόλλωνος, μαρτυρείται επιγραφικά σε ευρήματα του 640-620 π.Χ. Από το τέλος τουλάχιστον της Αρχαϊκής περιόδου λατρευόταν στο ιερό και η Αθηνά Προναία.

Τα μόνα βέβαια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Αρχαϊκής περιόδου είναι δύο δεξαμενές στο κατώτερο επίπεδο του ιερού. Στη μεγαλύτερη, που έχει πολύ προσεγμένη πολυγωνική τοιχοδομία, συγκεντρωνόταν το νερό, το οποίο στη συνέχεια διοχετευόταν ακριβώς μπροστά σε μία άλλη μικρότερη δεξαμενή, μέσω χάλκινων αγωγών (εικ. 3,4). Το νερό της πηγής του Πτώου σήμερα καταλήγει σε μια κρηνική κατασκευή Νεότερων χρόνων χτισμένη με αρχαίο υλικό, τη λεγόμενη Περδικόβρυση, στα νοτιοανατολικά του ναού. Στην Αρχαιότητα όμως το νερό πρέπει να ανέβλυζε στο σπηλαιώδες άνοιγμα στα δυτικά του ναού, όπου ακόμη και σήμερα τρέχει σε μικρή ποσότητα. Το χάσμα αυτό ήταν εν μέρει τεχνητά διαμορφωμένο με χτιστά τοιχώματα και οροφή από λίθινες πλάκες, ίσως ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο (εικ. 4). Το ερώτημα εάν υπήρχε και ναός κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους παραμένει ανοιχτό. Κατά την άποψη του Ορλάνδου, στη θέση του σωζόμενου ελληνιστικού ναού υπήρχε παλαιότερος πώρινος ναός του 6ου αι. π.Χ., που παρέμεινε σε χρήση μέχρι την καταστροφή της Θήβας και πιθανόν και του ιερού του Πτώου από τον Αλέξανδρο το 335 π.Χ. Πριν από αυτόν ίσως υπήρχε ένας ξύλινος ναός.

Από τα σημεία εύρεσης των κούρων γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι στέκονταν στο άνδηρο του ναού πάνω σε χαμηλές βάσεις και σπανιότερα πάνω σε κίονες. Στο σύνολό τους έχουν βρεθεί στο Πτώον τουλάχιστον ενενήντα κούροι, οι περισσότεροι σε θραύσματα, ενώ ο αριθμός τους πιθανόν ανέρχεται στους εκατόν είκοσι (εικ. 5). Οι κούροι είναι είτε από ντόπιο πωρόλιθο ή από μάρμαρο, βοιωτικό ή εισηγμένο, κυρίως από την Πάρο και τη Νάξο. Όλοι οι κούροι χαρακτηρίζονται από κοινά τεχνοτροπικά γνωρίσματα, το λεγόμενο «μειδίαμα», δηλαδή το συγκρατημένο χαμόγελο, και τη φαινομενικά ακίνητη και αυστηρά μετωπική στάση του σώματος. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των βοιωτικών κούρων είναι η όχι τόσο ρεαλιστική απόδοση της ανατομίας, η απλότητα, ένας σχεδόν άγριος δυναμισμός και η ζωντάνια.

Η ακτινοβολία του ιερού αντικατοπτρίζεται και στην προσέλκυση επιφανών αναθετών. Ξεχωρίζουν δύο επιγραφές που μαρτυρούν την ανάθεση γλυπτών από σημαντικούς Αθηναίους, τον Αλκμεωνίδη, γιο του Αλκμέωνος, καταγόμενο από το φημισμένο αθηναϊκό γένος των Αλκμεωνιδών (550-540 π.Χ.), και τον Ίππαρχο, γιο του Πεισιστράτου (γύρω στο 520 π.Χ.). Άλλα σημαντικά αναθήματα, που ξεκινούν ήδη από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και συνεχίζουν έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους, είναι οι τρίποδες. Αξιόλογα είναι και τα μικρά χάλκινα αναθήματα από το ιερό του Απόλλωνος, όπως αγαλματίδια, αγγεία, όπλα, σφυρήλατα ελάσματα σε μορφή ανθρώπων, ζώων κ.λπ.

2.2.2. Κλασική περίοδος

Το ιερό διατήρησε την ακτινοβολία του έως και τους Περσικούς πολέμους, όπως φαίνεται από το επεισόδιο της επίσκεψης του Μυός από την Καρία. Στη συνέχεια όμως, κατά τον 5ο και το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ., ο περιορισμένος αριθμός των αναθημάτων, δημόσιων και ιδιωτικών, υποδηλώνει μια οπισθοχώρηση της σημασίας και της ακτινοβολίας του ιερού. Το 335 π.Χ., με την καταστροφή της Θήβας από τους Μακεδόνες, επήλθε ίσως και η καταστροφή του ιερού.

2.2.3. Ελληνιστική περίοδος

Κατά την Ελληνιστική περίοδο, πιθανότατα μετά την ανοικοδόμηση της Θήβας από τον Κάσσανδρο το 316 π.Χ. και την επανένταξή της στο Βοιωτικό Κοινό (287 π.Χ.), χτίστηκε και ο ναός του Απόλλωνος. Ο ναός είναι ακόμη ορατός στο υψηλότερο, νότιο άνδηρο του ιερού, αλλά δυστυχώς σήμερα βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης λόγω κυρίως της κατασκευής του από τον ντόπιο, πολύ εύθρυπτο πωρόλιθο. Πρόκειται για ένα δωρικό περίπτερο ναό, διαστάσεων 11,65x24,72 μ., με 6x13 κίονες στο πτερό, με ένα βαθύ δίστυλο πρόναο, χωρίς οπισθόδομο, και με έναν πολύ μακρύ αναλογικά σηκό, χωρίς εσωτερική κιονοστοιχία (12x4 μ.). Μπροστά στο ναό υπάρχουν τα θεμέλια μιας ορθογώνιας κατασκευής διαστάσεων 4,30x6,70 μ., που αντιστοιχεί είτε στο βωμό του Απόλλωνος είτε στο ναΐσκο της Αθηνάς Προναίας, σύμφωνα με τον Ορλάνδο. Με τη βοήθεια ενός αναλημματικού τοίχου είχε διαμορφωθεί άνετος χώρος μπροστά από το ναό, όπου ίσως βρισκόταν το θέατρο των αγώνων, των Πτωίων. Στο κατώτερο άνδηρο χτίστηκε επίσης την Ελληνιστική περίοδο μία μακρόστενη υπόγεια δεξαμενή με επτά χώρους, από την οποία ξεκινούσε ένας αγωγός που διοχέτευε το νερό σε μία λεκάνη λίγο χαμηλότερα.

Κατά την περίοδο αυτή το ιερό μάλλον ήταν το επίσημο μαντείο του Βοιωτικού Κοινού, όπως φαίνεται από την ανάθεση τριπόδων και την υποστήριξη που πρόσφερε το Κοινό προς την Ακραιφία για την οργάνωση των αγώνων προς το τέλος του 3ου αι. π.Χ. (228-226 π.Χ.). Οι αγώνες αυτοί, τα Πτώια, ξεκίνησαν –ή ίσως αναδιοργανώθηκαν– το 228-226 π.Χ., σύμφωνα με διάταγμα της αμφικτιονίας και άλλες επιγραφικές μαρτυρίες. Τίποτα δε μας είναι γνωστό από την πρωιμότερη ιστορία των αγώνων, οπότε συμπεραίνεται ότι, αν διεξάγονταν και παλαιότερα, πρέπει να είχαν μόνο τοπικό χαρακτήρα και ίσως στην αρχή διοργανώνονταν προς τιμήν του λατρευόμενου ήρωα. Στα Πτώια υπήρχε συμμετοχή από ολόκληρη τη Βοιωτία, ενώ κατά την περίοδο διεξαγωγής τους στις αρχές Αυγούστου, κάθε πέντε χρόνια, ανακηρυσσόταν εκεχειρία για τα μέλη της αμφικτιονίας. Οι αγώνες ήταν μουσικοί και είχαν ως έπαθλο ένα στεφάνι. Έπειτα από διάφορα διαστήματα διακοπής και επαναλειτουργίας, τελικά διήρκεσαν έως και τον 3ο αι. μ.Χ., ενώ αυτή την εποχή το ιερό μάλλον δεχόταν επισκέπτες μόνο κατά την περίοδο διεξαγωγής των αγώνων.

3. Ιερό του ήρωα Πτώου

3.1. Αρχαιολογικά κατάλοιπα

Το ιερό είναι διαμορφωμένο σε δύο άνδηρα (εικ. 6-7). Στο ανώτερο προς νότια βρίσκεται ο ναός και στο κατώτερο προς βόρεια το ηρώο και η οδός των τριπόδων. Ο ναός είναι μακρόστενος, περίπτερος με μονή εσωτερική κιονοστοιχία, με προσανατολισμό από δυτικά-βορειοδυτικά προς ανατολικά-νοτιοανατολικά (εικ. 8). Στα ανατολικά του ναού υπήρχε μεγάλος τετράγωνος βωμός. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και πιθανόν χτίστηκε στη θέση ενός παλαιότερου αρχαϊκού ναού των αρχών του 6ου αι. π.Χ. Στο κατώτερο άνδηρο έχουν βρεθεί δύο διαδοχικοί βωμοί και τα κατάλοιπα επάλληλων αρχαϊκών κτηρίων, ένα εκ των οποίων έχει ερμηνευτεί ως το ηρώο του Πτώου. Από το άνδηρο αυτό του ιερού ξεκινούσε μία «ιερά οδός τριπόδων», δηλαδή ένας φαρδύς, πλακόστρωτος δρόμος, πλαισιωμένος με μεγάλους χάλκινους τρίποδες ύψους 2-2,50 μ., που οδηγούσε στην Ακραιφία. Οι τρίποδες, επίσημα αναθήματα της πόλης της Ακραιφίας, χρονολογούνται από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Λόγω της ύπαρξης και ναού και ηρώου στο ιερό, έχει υποτεθεί ότι ίσως στο ναό λατρευόταν κυρίως μια γυναικεία θεότητα, ίσως η μητέρα του ήρωα, η Γη Κουροτρόφος ή η Γη Δήμητρα, κατ’ αντιστοιχίαν με άλλα βοιωτικά ιερά, ενώ στο κατώτερο άνδηρο λατρευόταν κυρίως ο ίδιος ο ήρωας. Είναι ενδιαφέρον ότι ανδρικά ειδώλια έχουν βρεθεί μόνο στο κάτω άνδηρο, ενώ γυναικεία ή ζώων και στα δύο.

3.2. Πολιτική σημασία και σχέση με το ιερό του Απόλλωνος

Το ιερό προφανώς ανήκε στην Ακραιφία και πρέπει να είχε ιδιαίτερη σημασία για την ταυτότητα και την αυτονομία της πόλης. Η λατρεία ενός καθαρά τοπικού ήρωα στα όρια της επικράτειας της πόλης εξυπηρετούσε σίγουρα πολιτικούς σκοπούς, κυρίως εάν τον έλεγχο του γειτονικού ιερού του Απόλλωνος τον είχε η Θήβα, όπως μας λέει με σαφήνεια ο Ηρόδοτος για τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Κατά μία παράδοση (Πίνδαρος, fr. 51c: Schol.), ο ήρωας Πτώος ήταν ο γιος του Απόλλωνος και της Ευξίππης ή Ζευξίππης, κόρης του Αθάμαντος, ενώ κατά μία άλλη (Άσιος, fr. 3: Ki) ήταν γιος του Αθάμαντος και της Θεμιστούς. Η γενεαλογική σύνδεση του Πτώου με τον Αθάμαντα, το βασιλιά των μυθικών Μινυών, κατοίκων της βορειοανατολικής Κωπαΐδας και παραδοσιακών εχθρών της Θήβας, πιθανόν είχε και αυτή αξιοποιηθεί στην πολιτική προπαγάνδα των Ακραιφνίων.

Έχει μάλιστα προταθεί ότι ο ήρωας αρχικά λατρευόταν στο ιερό της Περδικόβρυσης και στη συνέχεια «εκδιώχθηκε» από τους Θηβαίους, όταν ίσως πήραν τον έλεγχο του ιερού προς τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και εισήγαγαν τη λατρεία του Απόλλωνος. Τότε πιθανόν οι Ακραιφνείς μετέφεραν τη λατρεία του τοπικού ήρωά τους στο Καστράκι. Το σίγουρο είναι ότι η Αρχαϊκή περίοδος είναι μια εποχή ακμής και πλούτου για την Ακραιφία, όπως συνάγεται από το πλούσιο νεκροταφείο που έχει ανασκαφεί, καθώς και από τις αναθέσεις κούρων και τριπόδων στα δύο ιερά· έτσι η ίδρυση ενός νέου ιερού δε θα ήταν πέραν των δυνατοτήτων της πόλης αυτής. Ενδεικτικό είναι ότι η λατρεία στο Καστράκι διήρκεσε έως περίπου τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., ενώ τα ευρήματα της Ελληνιστικής εποχής είναι ελάχιστα. Την περίοδο αυτή η δύναμη της Θήβας είχε πλέον υποχωρήσει, οπότε και το ενδιαφέρον της Ακραιφίας είχε στραφεί στο ιερό του Απόλλωνος.