Ακραιφία (Αρχαιότητα)

1. Τοπωνύμιο

Το τοπωνύμιο είναι γνωστό στις αρχαίες πηγές ως Ακραιφία (Ηρόδοτος VIII 135.1· Στέφανος Βυζάντιος), Ακραιφίαι και Ακραίφιον (Στράβων ΙΧ 2.27, 2.34), Ακραίφνιον (Hellenica Oxyrhynchia XVI 3· Παυσανίας ΙΧ 23.5) και Ακραίφνια (FGrHist 115· Θεόπομπος, fr. 362), ενώ σε επιγραφές απαντά και ο τύπος Ακραίφια (IG VII 28711, 41356). Ο πολίτης της ονομάζεται Ακραιφιεύς (SEG XXXI 393), Ακραιφνιεύς (FGrHist 115· Θεόπομπος, fr. 362), Ακραίφνιος και Ακραιφνεώτης (FGrHist 70, Έφορος, fr. 229).

2. Γεωγραφική θέση

Η θέση της αρχαίας πόλης βρίσκεται στα νότια-νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού Ακραίφνιο (πρώην Καρδίτσα), κοντά στην ανατολική όχθη της άλλοτε λίμνης Κωπαΐδας και στα βορειοδυτικά της Υλίκης. Η εδαφική επικράτειά της (territorium) περιοριζόταν στα βόρεια από τo βραχώδες «ακρωτήριο» Φτελιά –επιγραφή (όρος) χαραγμένη στο βράχο καθόριζε τα σύνορα μεταξύ Ακραιφίας και Κωπών (IG VII 2792 = SEG XXXVI 411)– και το λόφο Μεγάλο Βουνό, στα ανατολικά από το όρος Πτώο και στα νότια από τη λοφώδη προέκταση του Σφίγειου ή Φίκιου όρους (κοιν. Φαγάς). Τα δυτικά όριά της χάνονταν στη λεκάνη της λίμνης Κωπαΐδας. Με έκταση 47 τ.χλμ. και περίμετρο 34,6 χλμ. η Ακραιφία συγκαταλέγεται μεταξύ των μικρών πόλεων της Βοιωτίας, εντός της χώρας των οποίων δεν υπήρχαν δευτερεύοντες οικισμοί (κώμες).

3. Ιστορική αναδρομή

Η Ακραιφία υπήρξε από τα πρώτα μέλη της ένωσης των βοιωτικών πόλεων που συσπειρώθηκαν υπό την ηγεσία της Θήβας, πιθανότατα πριν ακόμη από το 520 π.Χ. Στο διάστημα 446-387/386 π.Χ. η πόλη, μαζί με τις Κώπες και τη Χαιρώνεια, συγκροτούσε ένα από τα ένδεκα μέρη του πρώτου Βοιωτικού Κοινού (Hellenica Oxyrhynchia XVI 3). Αν και δεν υπάρχει ρητή μαρτυρία, μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη η συμμετοχή της και στο δεύτερο Κοινό (378-338 π.Χ.). Εξάλλου η αναφορά μιας επιγραφής (IG VII 2724a) σε «Ακραιφιέα αφεδριατεύοντα» βεβαιώνει τη συμμετοχή της πόλης και στο τρίτο βοιωτικό Κοινό (338-171 π.Χ.). Μετά την καταστροφική επίθεση του Ρωμαίου υπάτου Φλαμινίνου το 196 π.Χ. εναντίον της, η πόλη τέθηκε υπό την προστασία του Πόπλιου Κορνήλιου Λέντουλου. Η φιλορωμαϊκή στάση της στάθηκε η αιτία για την παραχώρηση ιδιαίτερων προνομίων από τη ρωμαϊκή διοίκηση, από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ.

4. Αρχαιολογικά κατάλοιπα

Η ακρόπολη της αρχαίας Ακραιφίας εντοπίζεται στο λόφο Σκοπιά (κοινώς Βίγλιζα). Είναι οχυρωμένη, με τείχος που ανήκει σε δύο οικοδομικές φάσεις, στον 4ο αι. π.Χ. και τους Ελληνιστικούς χρόνους. Ο οχυρωματικός περίβολος είναι χτισμένος εξωτερικά κατά το ακανόνιστο πολυγωνικό σύστημα, ενώ το εσωτερικό του μέτωπο κατά το ισόδομο. Τα μέτωπά του ενισχύθηκαν την Ελληνιστική περίοδο με σειρές πώρινων λιθόπλινθων, πιθανότατα έπειτα από καταστροφή του νοτιοδυτικού του τμήματος. Την Ελληνιστική περίοδο προστέθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου πεντάγωνος πύργος που φαίνεται ότι καταστράφηκε στα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 2ου αι. π.Χ., ίσως κατά την πολιορκία της πόλης από το Ρωμαίο ύπατο Φλαμινίνο. Ένα δεύτερο τείχος, αυτό της κάτω πόλης, περικλείει τις βόρειες και δυτικές υπώρειες του λόφου. Στο πλάτωμα της δυτικής πλευράς διακρίνονται επιφανειακά θεμέλια κτηρίων, όπως και έξω από την οχύρωση, στη βόρεια πλαγιά του λόφου. Ανάμεσα στο σημερινό χωριό και το βόρειο οχυρωτικό περίβολο βρίσκεται ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο είναι εντοιχισμένα πολλά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, ιωνικά κιονόκρανα, επιτύμβιες στήλες και επιγραφές. Πιστεύεται ότι ο χριστιανικός ναός έχει καταλάβει τη θέση αρχαίου ναού, πιθανότατα του Διονύσου, του οποίου η θέση αναζητείται από την έρευνα. Ακόμη έχουν αποκαλυφθεί η αγορά και ο βωμός του Διός Σωτήρος. Κανένα ίχνος δεν έχει εντοπιστεί από το γυμνάσιο, ούτε από το θέατρο, την ύπαρξη του οποίου γνωρίζουμε μόνο από επιγραφή (IG VII 4148).

Η γειτνίαση με τη λίμνη Κωπαΐδα, που υπερχείλιζε κατά τους χειμερινούς μήνες, δημιουργούσε συχνά προβλήματα, με κύρια συνέπεια την απώλεια μέρους της μόλις 6,37 τ.χλμ. καλλιεργήσιμης γης της πόλης. Για αυτό το λόγο οι κάτοικοι, όπως φαίνεται, ήδη τον 6ο αι. π.Χ. είχαν αποφράξει το στόμιο του «κόλπου της Ακραιφίας» με χωμάτινο ανάχωμα μήκους 12 σταδίων και πολυγωνικό τοίχο πάχους 1,5-2 μ. και ύψους πάνω από 2 μ. Το ανάχωμα, παρά την κατά τόπους διάρρηξή του κατά τον 4ο αι. π.Χ. και την πρόχειρη αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης, πρέπει να ήταν σε συνεχή χρήση έως την Πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο. Επί αυτοκράτορα Κλαύδιου (37-38 μ.Χ.) και παρά την ισχυροποίησή του με κονίαμα (κονίασις), που στοίχισε 6.000 δηνάρια στον πλούσιο Ακραιφιέα Επαμεινώνδα Επαμεινώνδου (IG VII 2712), ευεργέτη της πόλης και του Κοινού των Βοιωτών, αποδείχθηκε ανεπαρκές απέναντι στην ορμή των νερών, τα οποία σκέπασαν πολύ σύντομα (περί το 42 μ.Χ.) το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης (SEG XV 330). Όμως, από την άλλη πλευρά, η λίμνη υπήρξε ανέκαθεν σημαντική πηγή εσόδων για την πόλη εξαιτίας των περίφημων χελιών της (Αριστοφάνης, Αχαρνής 880-892· Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί VII 297d). Καθοριστική για την οικονομική ευμάρεια της πόλης υπήρξε και η διαχείριση του μαντείου του Απόλλωνος Πτώου. Το τελευταίο ήταν υπό τον έλεγχο και τη φροντίδα της πόλης, ακόμη και όταν το ίδιο το ιερό και η χώρα της Ακραιφίας βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Θήβας.

Ο Πλούταρχος (De defectu oraculorum 411Ε-412D, 414A) ισχυρίζεται ότι η πόλη βρισκόταν σε παρακμή έως τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., πιθανότατα εξαιτίας της υποχώρησης του φράγματος και της οριστικής απώλειας της καλλιεργήσιμης γης της. Ο Παυσανίας, μάλιστα, όταν επισκέφθηκε τη Βοιωτία, γύρω στο 175 μ.Χ., δεν αφιέρωσε ούτε γραμμή στην πόλη (ΙΧ 23.5-6, 24.1), παρά μόνο στο μαντείο του Πτώου. Μια τελευταία αναλαμπή βίωσε η Ακραιφία με την αναβίωση της γιορτής των Πτωίων, στο κοντινό ιερό του Απόλλωνα Πτώου, στα τέλη του 2ου με αρχές του 3ου αιώνα, ενώ ελάχιστες ενδείξεις για την ύπαρξή της στα Όψιμα Ρωμαϊκά χρόνια προσφέρει η τιμητική ενεπίγραφη βάση αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού Δέκιου (249-251). Το γεγονός ότι το αντίγραφο του διοκλητιάνειου διατάγματος Περί τιμών (301) στήθηκε στο ιερό του Απόλλωνα Πτώου –και όχι στην αγορά– λειτουργεί ως έμμεση ένδειξη της φθίνουσας σημασίας της πόλης στις αρχές του 4ου αιώνα.

Ωστόσο, οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην πεδιάδα (1994-1998), εκατέρωθεν της Εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, υπήρξαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα της πόλης και για τη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή. Στα δυτικά όρια του πεδινού νεκροταφείου της αρχαίας πόλης αποκαλύφθηκαν τέσσερις κεραμικοί κλίβανοι (τρεις ορθογώνιοι και ένας κυκλικός), τουλάχιστον τρία κτηριακά συγκροτήματα και κατάλοιπα πολλών τοίχων, που συνθέτουν την εικόνα μιας ανθηρής ρωμαϊκής εγκατάστασης, η οποία βρισκόταν εκεί από τον 1ο έως τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα.

Ακόμη δυτικότερα της ρωμαϊκής εγκατάστασης ανασκάφηκε παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο με διάρκεια χρήσης από τον προχωρημένο 5ο έως τον 7ο αιώνα. Κατά το 10ο-11ο αιώνα εντός του άλλοτε νεκροταφείου ιδρύθηκε οικισμός των Μέσων Βυζαντινών χρόνων, στον οποίο ανήκει και ο τρίκογχος ναΐσκος του Αγίου Βασιλείου· ο ναός αυτός είναι ορατός από την Εθνική οδό και επισκέψιμος. Ο οικισμός καταστράφηκε πιθανότατα στις αρχές του 13ου αιώνα, αν και ο ευρύτερος χώρος παρουσιάζει ενδείξεις κατοίκησης έως και τα τέλη του ίδιου αιώνα.

Ιδιαίτερα πλούσια και εκτεταμένα είναι τα αρχαία νεκροταφεία της πόλης. Νεκροταφείο με διάρκεια χρήσης από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ. ανασκάφηκε στις δυτικές, αλλά κυρίως στις βόρειες υπώρειες της αρχαίας ακρόπολης, στο σημερινό Ακραίφνιο, ανατολικά του μεσοβυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου. Στα βόρεια του σημερινού χωριού πρέπει να υπήρχε νεκροταφείο της Ύστερης Γεωμετρικής εποχής. Επίσης τάφοι Ρωμαϊκών χρόνων έχουν ανασκαφεί στα νότια, νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, ακόμη και σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων, βόρεια του σημερινού χωριού, στο δρόμο προς το Κόκκινο.

Αναμφίβολα όμως το πλουσιότερο όλων είναι το πεδινό νεκροταφείο, γνωστό πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Εκτείνεται στη στενή πεδινή λωρίδα γης που απλώνεται από το λόφο της ακρόπολης έως την κοίτη του Βοιωτικού Κηφισού. Σωστικές ανασκαφικές έρευνες (1974-1993) αποκάλυψαν 2.100 τάφους από τη Μέση Γεωμετρική Ι περίοδο (830-800 π.Χ.) έως τους ώριμους Ελληνιστικούς χρόνους (2ος αι. π.Χ.). Οι ανασκαφές των ετών 1993-1994 πρόσθεσαν επιπλέον 82 τάφους (6ος-3ος αι. π.Χ.), ενώ τα έτη 1994-1998 ανακαλύφθηκαν άλλοι 598, που χρονολογούνται από την Ύστερη Γεωμετρική έως το τέλος της Ύστερης Ελληνιστικής εποχής (1ος αι. π.Χ.). Δυτικότερα αυτού του νεκροταφείου ανασκάφηκε συστάδα ρωμαϊκών τάφων και οικογενειακό ταφικό κτήριο του ύστερου 2ου-πρώιμου 3ου αι. μ.Χ. Μεμονωμένα και χωρίς σύνδεση με τα άλλα ευρήματα είναι ένας λακκοειδής τάφος της Μέσης Νεολιθικής και ένας κιβωτιόσχημος της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής εποχής (900 π.Χ.). Η μελέτη των κτερισμάτων έδειξε την ύπαρξη ακμαίων τοπικών εργαστηρίων κεραμικής και μεταλλοτεχνίας ήδη από την Ύστερη Γεωμετρική Ι περίοδο.

5. Λατρείες

Οι γνωστές θεότητες της πόλης είναι ο Δίας Σωτήρας (IG VII 2733), προς τιμήν του οποίου διοργανώνονταν τα Σωτήρια, αθλητικοί και μουσικοί αγώνες, ο Διόνυσος (Παυσανίας ΙΧ 23.5), ίσως ο Ερμής και ο Ηρακλής, από τη στιγμή που αναφέρεται σε επιγραφές ο θεσμός της γυμνασιαρχίας, αλλά και ο Απόλλωνας και η Αθηνά στο όρος Πτώο (IG VII 4155)· σε αυτές τις λατρείες πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη αγροτικό ιερό, που ανασκάφηκε το 1997-1998 στην πεδιάδα. Το υπαίθριο ιερό, του οποίου η ίδρυση δύναται να τοποθετηθεί στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο, καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η λατρεία, που εξακολούθησε να ασκείται υπαίθρια έως τους Κλασικούς χρόνους, ανήκε στην Αθηνά, ίσως Εργάνη, κρίνοντας από τα ευρήματα ενός λάκκου-αποθέτη (πήλινη προτομή της θεάς που φέρει στο κεφάλι πόλο με ανάγλυφα ελικοειδή λοφία και πήλινα ομοιώματα χεριών που μοιάζουν να γνέθουν). Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των Ύστερων Κλασικών χρόνων συνδέονται πιθανότατα με τη στέγαση δραστηριοτήτων του ιερού την εποχή αυτή. Τέλος, στα χρόνια του Νέρωνα (54-68) μαρτυρείται στην Ακραιφία και η λατρεία του αυτοκράτορα, ιερέας της οποίας ήταν ο γνωστός ευεργέτης της πόλης Επαμεινώνδας Επαμεινώνδου (IG VII 2713).

6. Νομισματοκοπία

Στην Ακραιφία λειτουργούσε ένα από τα πρώτα νομισματοκοπεία του βοιωτικού Κοινού, το οποίο περί τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έκοβε αργυρούς στατήρες (δίδραχμα) και υποδιαιρέσεις (οβολούς, ημιώβολα) με βάση τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα και με το αρχικό γράμμα Η στο κέντρο του εγκοίλου της πίσω όψης. Στο διάστημα 456-446 π.Χ., που ανεξαρτητοποιήθηκε από την κυριαρχία της Θήβας, η πόλη έκοψε ξανά στατήρες με τον κάνθαρο ως οπισθότυπο, το σύμβολο της τοπικής λατρείας του Διονύσου.