1. Θέση – Όνομα
Η αρχαία πόλη Μυκαλησσός βρισκόταν στην ανατολική Βοιωτία και στην Αρχαιότητα ανήκε στην εδαφική περιφέρεια της Ταναγραϊκής. Τοποθετείται στη θέση της σημερινής Ριτσώνας, και συγκεκριμένα στη διασταύρωση της παλαιάς εθνικής οδού Χαλκίδας-Θηβών με τον επαρχιακό δρόμο Ριτσώνας-Βαθέος Αυλίδας (θέση Χάνι), όπου εντοπίστηκαν ταφικές συστάδες των ιστορικών χρόνων. Ήταν χτισμένη στο κέντρο εύφορης πεδιάδας που ορίζεται Β-ΒΔ από το Μεσσάπιον όρος (σημερινός Κτυπάς), ενώ Ν-Α από λόφους που χωρίζουν την Ταναγραϊκή από την παραλία του Ευβοϊκού στο ύψος του πορθμού του Ευρίπου. Η εδαφική έκταση (χώρα) που ανήκε στην πόλη υπολογίζεται στα 50-100 τ.χλμ.
Το τοπωνύμιο απαντά στον Όμηρο (Ιλ. 2.498) και στον Θουκυδίδη (7.29.2-3), αλλά δεν είναι γνωστό από επιγραφικές πηγές. Σχετίζεται με τη μυθολογική παράδοση της Βοιωτίας και σημαίνει το μυκηθμό που έβγαλε η αγελάδα στο σημείο αυτό, καθώς οδηγούσε το βασιλιά-οικιστή Κάδμο και την ακολουθία του στη Θήβα.
2. Ιστορία
Η πρωιμότερη αναφορά στη Μυκαλησσό γίνεται στον ομηρικό κατάλογο νηών, όπου απαριθμούνται οι πόλεις των Αχαιών που έστειλαν στρατό και πλοία για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Ωστόσο, η περιοχή είχε κατοικηθεί ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (α΄ μισό 3ης χιλιετίας π.Χ.), όπως τεκμαίρεται από όστρακα κεραμικής και μικροευρήματα, τα οποία πιστοποιούν αδιάλειπτη συνέχεια ζωής από την Προϊστορική έως την Ελληνιστική περίοδο. Ως πόλις, με την πολιτική και πολεοδομική σημασία του όρου, άκμασε στα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια (6ος-5ος αι. π.Χ.), όπως πιστοποιούν τα ευρήματα από το νεκροταφείο της. Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή η Μυκαλησσός αναφέρεται ως μέλος της τετρακωμίας, δηλαδή ως πολίχνη που μαζί με άλλες τρεις (Ελεών, Άρμα, Φαραί) συγκροτούσαν μία από τις πόλεις της Ταναγραϊκής (Στράβων 9.2.11, 14). Η τετρακωμία, η Τανάγρα, το Δήλιον, η Αυλίς και ο Σαλγανεύς συμμετείχαν στο Κοινό των Βοιωτών συναποτελώντας μία από τις 11 περιφέρειες της Βοιωτικής Ομοσπονδίας. Στην εποχή του Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) η πόλη ήταν μερικώς τουλάχιστον ερειπωμένη.
Η Μυκαλησσός έμεινε στην ιστορία λόγω της φρικτής σφαγής των κατοίκων της από τον Αθηναίο στρατηγό Διιτρέφη και τους Θράκες μισθοφόρους του το έτος 413 π.Χ. Οι τελευταίοι είχαν πάει στην Αθήνα για να συμμετάσχουν στη Σικελική εκστρατεία, αλλά η εκπρόθεσμη άφιξή τους, σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία της πόλης, είχε αποτέλεσμα να αποσταλούν σε επιδρομές εναντίον της εχθρικής Βοιωτίας. Στο πλαίσιο της εξιστόρησης του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), ο Θουκυδίδης (7.27-30) αναφέρει ότι οι επιτιθέμενοι πέρασαν το στενό του Ευρίπου από τη Χαλκίδα, στρατοπέδευσαν στο όρος Ερμαίον και, αφού εισήλθαν αιφνιδιαστικά στο χαμηλό, παραμελημένο και αφύλακτο τείχος της Μυκαλησσού, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν σπίτια και ιερά και κατέσφαξαν αδιακρίτως τους κατοίκους, ανάμεσά τους και τα παιδιά ενός διδασκαλείου. Οι Θηβαίοι έστειλαν στρατιωτικό απόσπασμα εναντίον τους και στη μάχη σκοτώθηκαν 250 Θράκες και 20 Θηβαίοι πεζοί και ιππείς. Η Μυκαλησσός συνέχισε να κατοικείται ως πόλις στον 4ο αι. π.Χ. και στα Ελληνιστικά χρόνια. Μάλλον ήταν άσημη κώμη κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.
3. Θρησκεία και νομίσματα
Κατά την περιήγησή του στην περιοχή ο Παυσανίας (9.19.5-6, 9.27.8) σημείωσε ιερό της Μυκαλησσίας Δήμητρας, χωρίς να παραθέτει άλλες πληροφορίες.
Η Μυκαλησσός έκοψε αργυρά νομίσματα με τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα από το 500 έως το 480 π.Χ. και από το 386 π.Χ. (ή νωρίτερα) έως το 374 π.Χ. (ή αργότερα). Οι πρώιμες κοπές είχαν τη βοιωτική ασπίδα στον εμπροσθότυπο και το γράμμα Μ (ή ΜΥ) σε έγκοιλο τετράγωνο ή φτερωτή στον οπισθότυπο, ενώ στις ύστερες εμφανίζεται και ο κεραυνός στον οπισθότυπο.
4. Τοπογραφία και μνημεία
Δεν έχουν εντοπιστεί ερείπια της πόλης, εκτός από υπολείμματα ενός περιβόλου με πολυγωνικούς λίθους. Έχουν επίσης βρεθεί αρχιτεκτονικά θραύσματα λιθοπλίνθων, αράβδωτου μονολιθικού κίονα και ιωνικής βάσης, προφανώς από σημαντικό κτήριο. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η συστηματική ανασκαφή μέρους του νεκροταφείου των Αρχαϊκών και Κλασικών χρόνων της Μυκαλησσού, η οποία έγινε στα έτη 1907-1908 και 1921-1922 από τους Ronald M. Burrows, Percy N. Ure και Annie D. Ure. Οι τάφοι χρονολογούνται από τα Ύστερα Γεωμετρικά χρόνια μέχρι τον ύστερο 3ο αι. π.Χ., αλλά οι περισσότεροι χρονολογούνται από τα Αρχαϊκά χρόνια έως τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ., με ιδιαίτερα πλούσιους αυτούς του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. Ήταν κτερισμένοι με πληθώρα αγγείων και ειδωλίων, καθώς και με μετάλλινα και οστέινα μικροαντικείμενα, τα οποία συνόδευαν τους νεκρούς ως ταφικά δώρα.
Η συστηματική ανασκαφή της νεκρόπολης από τους Άγγλους αρχαιολόγους, σε μια εποχή μάλιστα εκτεταμένων λαθρανασκαφών στην Ταναγραϊκή, έθεσε τα θεμέλια της βοιωτικής αρχαιολογίας. Η μελέτη των ευρημάτων ως ενιαίων κλειστών συνόλων ανά ταφή πρόσφερε άφθονα στοιχεία για μια επιστημονική έρευνα η οποία εφεξής δε θα προσλάμβανε τα αρχαία τέχνεργα αποκλειστικά με αισθητικούς όρους, αλλά θα τα εξέταζε στο ευρύτερο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιό τους, για να αντλήσει πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση, το εμπόριο, τα ταφικά έθιμα και τα στοιχεία πολιτισμού που χαρακτήριζαν την αρχαϊκή και κλασική Βοιωτία. Επιπλέον, αναδείκνυαν τις σχέσεις της Μυκαλησσού με τις υπόλοιπες βοιωτικές πόλεις και με γειτονικές περιοχές όπως η Αττική, η Κορινθία και η Εύβοια. Οι τύποι των τάφων της Μυκαλησσού ήταν λακκοειδείς, κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς και πυρές. Από τα κτερίσματά τους διαπιστώνουμε ότι συχνότεροι τύποι αγγείων ήταν οι μελανόμορφοι σκύφοι και λήκυθοι, κυρίως αττικού αλλά και βοιωτικού εργαστηρίου, τα κορινθιακά αγγεία πόσης και καλλωπισμού και οι ντόπιοι μελαμβαφείς κάνθαροι. Από το ρεπερτόριο της κοροπλαστικής συνήθη ήταν τα ειδώλια ιππέων, καθώς και οι καθιστές και όρθιες ανδρικές και γυναικείες μορφές, ενώ ορισμένοι νεκροί έφεραν και μετάλλινα στολίδια. Κάποια αγγεία ήταν ενεπίγραφα με το όνομα του κατόχου ή του κατασκευαστή τους, ενώ βρέθηκαν και ελάχιστες ενεπίγραφες καλυπτήριες πλάκες. Η νεκρόπολη της Μυκαλησσού συνεχίζει να αποκαλύπτεται με σωστικές ανασκαφές μέχρι σήμερα.