Πλαταιαί (Αρχαιότητα)

1. Τοποθεσία

Ο αρχαίος οικισμός των Πλαταιών (Πλαταιαῖ, εναλλακτικές γραφές Πλάταια και Πλατεαί) βρίσκεται στη νοτιοδυτική Βοιωτία, στους κάτω πρόποδες του Κιθαιρώνα, περίπου 15 χλμ. από τη Θήβα (Εικ. 1). Την πόλη περιβάλλει η Παρασωπία, μια έκταση πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων όπου εναλλάσσονται λόφοι και πεδιάδες με εύφορα εδάφη, ενώ ο τόπος διαθέτει άφθονες φυσικές πηγές νερού. Κοντά της περνά ένας δρόμος που διασχίζει την περιοχή του Κιθαιρώνα και συνδέει τη Βοιωτία με τη δυτική Αττική, τη Μεγαρίδα και την Πελοπόννησο. Προς τα δυτικά υπάρχει πρόσβαση στον Κορινθιακό Κόλπο μέσω των κόλπων του Αγίου Νικολάου και της Λιβαδόστρας.

2. Ιστορία

Στον «Κατάλογο Νεών» της Ιλιάδας εντοπίζεται η αρχαιότερη γραπτή αναφορά στις Πλαταιές (Ιλιάδα 2. 504). Η ανάπτυξη των Πλαταιών, ωστόσο, είχε ξεκινήσει αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν. Τα αρχαιότερα ευρήματα κεραμικής από τον αρχαιολογικό της χώρο χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική Εποχή (5η χιλιετία π.Χ.). Ο οικισμός άκμαζε κατά την Πρώιμη Ελλαδική I, μολονότι προφανώς εγκαταλείφθηκε αργότερα, για να κατοικηθεί εκ νέου κατά τη Μέση Ελλαδική II. Εκεί βρίσκουμε μυκηναϊκή κεραμική, ο οικισμός όμως δεν φαίνεται να ήταν εκτεταμένος ή σημαντικός. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της Πρωτογεωμετρικής και της Γεωμετρικής περιόδου και εντάθηκε στα τέλη του 7ου και τον 6ο αιώνα π.Χ., οπότε και ο οικισμός εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη πόλη-κράτος. Τα ευρήματα εισηγμένης κεραμικής πιστοποιούν ισχυρές εμπορικές σχέσεις με την Κόρινθο.

Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η επιδίωξη της Θήβας να ενσωματώσει τις Πλαταιές στο Κοινό των Βοιωτών προκάλεσε συγκρούσεις, που οδήγησαν στην ήττα των Θηβαίων και την οικειοθελή προσχώρηση των Πλαταιών και της περιοχής της στην επικράτεια των Αθηνών (509/8 π.Χ.). Την εποχή εκείνη ο πληθυσμός των Πλαταιών και των εξαρτώμενων οικισμών της Παρασωπίας (Υσιαί, Ερυθραί) αριθμούσε περί τους 5000 κατοίκους. Στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Πλαταιές συμμάχησαν με τους ελεύθερους Έλληνες. Οι πολίτες της πολέμησαν στο Μαραθώνα, το Αρτεμίσιο και το φθινόπωρο του 479 π.Χ., στη μάχη των Πλαταιών που διεξήχθη πολύ κοντά στην πόλη τους. Επειδή «παρείχαν το πεδίο της μάχης», οι θριαμβευτές Έλληνες έδωσαν στους κατοίκους των Πλαταιών διαβεβαιώσεις για την ελευθερία τους και ασυλία.

Αυτό δεν εμπόδισε τους Σπαρτιάτες και τους Θηβαίους να επιτεθούν στην πόλη στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά από μακροχρόνια πολιορκία, οι Πλαταιές παραδόθηκαν το 427 π.Χ. Τα μέλη της φρουράς της πόλης που αιχμαλωτίστηκε εκτελέστηκαν μέχρι ενός και οι Θηβαίοι ισοπέδωσαν την πόλη. Ο άμαχος πληθυσμός είχε διαφύγει στην Αθήνα πριν από την πολιορκία και έμειναν εκεί εξόριστοι για τις επόμενες δεκαετίες.

Με την Ανταλκίδειο ειρήνη (πήρε το όνομά της από τον σπαρτιάτη διπλωμάτη που την διαπραγματεύτηκε με το βασιλιά της Περσίας) το Κοινό της Βοιωτίας καταργήθηκε, οι δε Πλαταιές ανοικοδομήθηκαν από τους πρώην κατοίκους τους που επέστρεψαν από την Αθήνα (386 π.Χ.). Κατόπιν η πόλη αποτέλεσε πιστό σύμμαχο των Σπαρτιατών. Η επανίδρυση της πόλης, ωστόσο, αποδείχθηκε βραχύβια, καθώς θηβαϊκά στρατεύματα κατέλαβαν αιφνιδιαστικά τις Πλαταιές το 373 π.Χ. και ανάγκασαν τον πληθυσμό της να φύγει ξανά στην εξορία.

Μόνο μετά τη νίκη του Φιλίππου Β’ επί των Θηβαίων (και των Αθηναίων) στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. μπόρεσαν οι εξόριστοι Πλαταιείς να επανιδρύσουν την πόλη τους. Δύο χρόνια αργότερα βοήθησαν τον Μ. Αλέξανδρο να καταστείλει την επανάσταση των Θηβαίων. Ως επιβράβευση για τη στήριξη που του παρείχαν έλαβαν ένα μεγάλο τμήμα των περιοχών της Θήβας. Η νέα τους πόλη οργανώθηκε στη βάση ενός φιλόδοξου πολεοδομικού σχεδίου που προέβλεπε χώρο για έως και 10,000 κατοίκους. Η επανίδρυση των Θηβών από τον Κάσσανδρο το 316 π.Χ., ωστόσο, ανάγκασε τους Πλαταιείς να εγκαταλείψουν τις φιλοδοξίες τους να καταστήσουν την πόλη τους νέα μητρόπολη της νότιας Βοιωτίας.

Κατόπιν οι Πλαταιές παρέμειναν εξέχον μέλος του ελληνιστικού Κοινού των Βοιωτών. Πολλοί από τους πολίτες της συνέβαλαν στη διαμόρφωση των πολιτικών της ομοσπονδίας. Η πόλη δεν επλήγη από την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους και οι Πλαταιές συνέχισαν να αποτελούν τοπικό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο, ενώ εκεί είχε στηθεί και ένα αντίγραφο του περί τιμών διατάγματος του Διοκλητιανού. Ελάχιστα γνωρίζουμε για το ρόλο των Πλαταιών κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ., ωστόσο μια σημείωση στο De Aedeficiis (4. 2. 23) του Προκόπιου αποδεικνύει ότι η πόλη υπήρχε την εποχή του Ιουστινιανού. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα άφθονα ευρήματα ρωμαϊκής και υστερορωμαϊκής κεραμικής στον αρχαιολογικό της χώρο καθώς και από την πρόσφατη ανακάλυψη πολλών μεγάλων βασιλικών.

Δεν υπάρχουν στοιχεία για την περίοδο από τον 7ο έως τον 10ο αιώνα μ.Χ. Ενδεχομένως ο οικισμός να εγκαταλείφθηκε. Από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα μ.Χ. υπάρχουν ενδείξεις για οικιστικές δραστηριότητες στο χώρο και οι Πλαταιείς είχαν την οικονομική δυνατότητα να αναγείρουν πολλές μικρές εκκλησίες, οι περισσότερες από τις οποίες χτίστηκαν στα ερείπια των αρχαιότερων και μεγαλύτερων προκατόχων τους. Τα οθωμανικά φορολογικά μητρώα περιέχουν πληροφορίες για δύο οικισμούς στη θέση ή πέριξ των αρχαίων Πλαταιών. Ένα από αυτά εξελίχθηκε στο σύγχρονο χωριό Πλαταιές και βρίσκεται κοντά στην περίμετρο του αρχαίου οικισμού.

3. Νομισματικές μαρτυρίες

Οι Πλαταιές έκοψαν νομίσματα μόνο κατά τις περιόδους 387–374 (ασημένια, φέρουν κεφαλή της Ήρας στον εμπροσθότυπο και τη βοιωτική ασπίδα στον οπισθότυπο, Εικ. 2) και 338–315 (χάλκινα, φέρουν την επιγραφή ΠΛΑ στο εμπροσθότυπο και τη βοιωτική ασπίδα στον οπισθότυπο).

4. Θεότητες και λατρείες

Η πλέον διαδεδομένη λατρεία στις Πλαταιές ήταν αφιερωμένη στην Ήρα, η οποία έφερε τα λατρευτικά επίθετα Νυμφευομένη, Τελεία και Κιθαιρωνία. Ιερό αφιερωμένο στη θεά υπήρχε τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του 6ου π.Χ. αιώνα (την εποχή εκείνη βρισκόταν εκτός των ορίων της πόλης), το οποίο κοσμήθηκε με ναό το 426 π.Χ. (Θουκυδίδης 3. 68. 3). Ο Πραξιτέλης είχε φιλοτεχνήσει το λατρευτικό άγαλμα της θεάς. Τα Μεγάλα Δαίδαλα, μια γιορτή που διοργανωνόταν κάθε 60 χρόνια προς τιμήν του Δία, αποτελούσε λατρευτικό γεγονός με ακτινοβολία σε όλη τη Βοιωτία. Τα Μικρά Δαίδαλα διοργανώνονταν κάθε έξι χρόνια και είχαν μάλλον τοπικό χαρακτήρα.

Τόσο ο Παυσανίας (9. 4. 3) όσο και ο Πλούταρχος (Αριστείδης 11) αναφέρουν ένα λατρευτικό τόπο αφιερωμένο στην Ελευσίνια Δήμητρα, αλλά η τοποθεσία του παραμένει άγνωστη. Το ίδιο ισχύει για το σπήλαιο των Σφραγιτίδων Νυμφών, το λατρευτικό τόπο της νύμφης Πλάταιας και τα ηρώα του Λείτου και του Ανδροκράτη, λατρείες που θα πρέπει να είχαν μακραίωνη ιστορία στις Πλαταιές. Νέες λατρείες ιδρύθηκαν για τον εορτασμό των θριάμβων των Περσικών Πολέμων: το ιερό της Αθηνάς Αρείας και του Ελευθερίου Διός. Το ιερό της Αθηνάς κοσμήθηκε με λατρευτικό άγαλμα που φιλοτεχνήθηκε από τον Φειδία. Καμία από αυτές τις τοποθεσίες δεν έχει εντοπιστεί. Πέραν των λατρευτικών τόπων, οι οποίοι καταγράφονται στη γραμματεία, ενδέχεται να υπήρχε και ναός του Διονύσου, κοντά στο θέατρο, και ένα ιερό στην αγορά.

5. Μνημεία

Η πρώιμη ιστορία των Πλαταιών τεκμηριώνεται από την παρουσία κεραμικής και μερικά μικρά τμήματα τειχών που ανασκάφηκαν πρόσφατα. Τα τείχη αυτά χρονολογούνται στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα και πιθανότατα περιβάλλουν ένα λατρευτικό κτίσμα ή σκευοθήκη αφιερωμένη στη λατρεία της Ήρας. Η τοποθεσία του ιερού της Ήρας είναι γνωστή αλλά ο ίδιος ο ναός δεν έχει αποκαλυφθεί.

Το πλέον περίοπτο σύνολο μνημείων στον αρχαιολογικό χώρο των Πλαταιών είναι το οχυρωματικό σύστημα (Εικ. 3, Εικ. 4). Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις οικοδομικές φάσεις: αυτές χρονολογούνται στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, στα χρόνια μετά την περίοδο 338-336 π.Χ., στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και στον ύστερο 3ο αιώνα μ.Χ.. Τα περιμετρικά τείχη της φάσης του 338-336 π.Χ. αντιπροσωπεύουν την μέγιστη έκταση των Πλαταιών, καθώς είχαν σχεδιαστεί με την πρόθεση η πόλη να καταστεί νέα μητρόπολη της νότιας Βοιωτίας (βλ. παραπάνω). Όταν συνειδητοποίησαν ότι οι φιλοδοξίες αυτές δεν ήταν ρεαλιστικές, η περίμετρος μίκρυνε με την προσθήκη διατειχίσματος.

Η διαρκής απειλή των βαρβαρικών επιδρομών τον 3ο μ.Χ. αιώνα και αργότερα κατέστησε αναγκαία την ανέγερση ενός νέου, μικρότερου περιμετρικού τείχους στο βορειοδυτικό τμήμα του χώρου.

Εντός του περιμετρικού τείχους της φάσης του 338-336 π.Χ. η πόλη αναπτύχθηκε στη βάση ενός πολεοδομικού σχεδίου με παράλληλους δρόμους και παραλληλόγραμμα οικοδομικά τετράγωνα. Μολονότι δεν είναι ορατά με γυμνό μάτι στην επιφάνεια, πρόσφατες γεωφυσικές αποτυπώσεις επέτρεψαν την αναγνώριση μεγάλων τμημάτων αυτού του πολεοδομικού σχεδίου (Εικ. 5). Το αστικό κέντρο των Πλαταιών περιλάμβανε μεγάλη αγορά με ένα μικρό ναό στο κέντρο της και στοές εκατέρωθεν. Η κεντρική οδός της πόλης με βορειοδυτική κατεύθυνση ξεκινούσε στο δυτικό άκρο της στοάς, κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της πλατείας. Η αγορά είχε χτιστεί συνειδητά δίπλα στο σεπτό ιερό της Ήρας, στα βόρειά του. Δίπλα σε αυτό προς τα ανατολικά υπήρχε ιερό του Διονύσου, στο οποίο ήταν ενσωματωμένο το θέατρο των Πλαταιών.

Μια μεγάλη οδός με κατεύθυνση Α-Δ διασκέλιζε το βόρειο άκρο της αγοράς. Στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης υπήρχε ένα μεγάλο σύμπλεγμα, προφανώς δημόσιου χαρακτήρα, το οποίο μπορεί να ταυτιστεί με το γυμνάσιο. Κατά μήκος της οδού εντοπίζονται πολλές μεγάλες οικίες, με μεγέθη που κυμαίνονται από 1000 έως 4000 τετραγωνικά μέτρα. Αυτές οι κατοικίες ανήκαν σε επιφανείς οικογένειες των Πλαταιών της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου και αναπτύχθηκαν αφομοιώνοντας πολλά ίσης έκτασης οικοδομικά τετράγωνα με εμβαδόν περίπου 400 τετραγωνικών μέτρων το καθένα, που είχαν διανεμηθεί στους αποίκους το 338-336 π.Χ.

Ένα υπόγειο κανάλι υδροδοσίας τέμνει την αγορά στο ιερό του Διονύσου και περνά κάτω από την κεντρική ΒΔ οδό κατευθυνόμενο προς ένα νυμφαίο στο βόρειο τμήμα της πόλης. Πιθανόν απέναντι από το νυμφαίο να υπήρχαν ρωμαϊκά λουτρά. Η υπόλοιπη πόλη περιείχε μικρότερες οικίες και άκτιστα οικόπεδα. Στις κατοπινές οικοδομικές προσθήκες περιλαμβάνονται τουλάχιστον τρεις βασιλικές που πιθανότατα χρονολογούνται μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. Τη μεσαιωνική περίοδο ενδέχεται να χτίστηκαν πολλά μικρά παρεκκλήσια.

Οι νεκροπόλεις των Πλαταιών βρίσκονταν ολόγυρα στην πόλη. Πολλές απλές πέτρινες σαρκοφάγοι βρίσκονται διάσπαρτες στο δυτικό τμήμα της μεγάλης περιφέρειας. Παλαιότερες σωστικές ανασκαφές βορείως της πόλης έφεραν στο φως μια ρωμαϊκή μαρμάρινη σαρκοφάγο που απεικονίζει το μύθο της Φαίδρας, εύρημα που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο της Θήβας. Πιο πρόσφατες σωστικές ανασκαφές της 9ης Εφορίας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Βοιωτίας στην ίδια περιοχή αποκάλυψαν επίσης πολλούς άλλους τάφους, ενώ στα βόρεια και τα βορειοδυτικά του αρχαιολογικού χώρου της πόλης εντοπίστηκαν επιφανειακά ευρήματα της Μέσης Ελλαδικής, Ύστερης Ελλαδικής και της Πρωτογεωμετρικής περιόδου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η περιοχή λειτουργούσε ως τόπος ταφής από πολύ πρωιμότερη εποχή.