Ακραίφνιο

1. Το Ακραίφνιο και η περιοχή Ακραιφνία. Γεωγραφική θέση

Η περιοχή Ακραιφνία βρίσκεται στη βορειοανατολική Βοιωτία και περιλαμβάνει τους οικισμούς Ακραίφνιο (κέντρο της περιοχής), Κάστρο και Κόκκινο, καθώς και την παραλία του Σκροπονερίου στον Ευβοϊκό. Η Ακραιφνία καταλαμβάνει σημαντική γεωγραφική θέση, καθώς εξασφαλίζει τη διασύνδεση της Βοιωτίας με τον Ευβοϊκό κόλπο, στον όρμο Σκροπονερίου. Σήμερα την περιοχή τη διασχίζει η Εθνική οδός από βορρά προς νότο, ωστόσο το οδικό δίκτυο από την Αρχαιότητα έως τους Νεότερους χρόνους περνούσε νοτιότερα, μέσω Θηβών· με αυτό η Ακραιφνία συνδεόταν μέσω δευτερεύοντα δρόμου. Στα δυτικά και βορειοδυτικά η περιοχή οροθετείται από την άλλοτε λίμνη και σημερινή πεδιάδα της Κωπαΐδας, ενώ κεντρικά και ανατολικά βρίσκεται το όρος Πτώο. Νότια και νοτιοανατολικά γειτνιάζει με τις λίμνες Υλίκη και Παραλίμνη –μέσω της οποίας επικοινωνεί με τον Ευβοϊκό κόλπο– και την πόλη Ανθηδόνα, που υπαγόταν κατά την Αρχαιότητα στη Βοιωτία. Βορειοανατολικά η Ακραιφνία εκτεινόταν έως και τη Λάρυμνα Φθιώτιδας.

2. Ιστορική επισκόπηση της περιοχής

Η Ακραιφνία είναι πλούσια σε αρχαιολογικούς τόπους και μνημεία, τα οποία βρίσκονται κυρίως στο όρος Πτώο και στο ανατολικό μέρος της Κωπαΐδας. Κατοικήθηκε από την Προϊστορική εποχή. Η ακρόπολη του Γλα ήταν σημαντική θέση κατά την Υστεροελλαδική περίοδο, όταν η λίμνη είχε αποξηρανθεί από τους Μινύες του Ορχομενού. Στους ιστορικούς χρόνους, κυρίως από την Αρχαϊκή έως τη Ρωμαϊκή περίοδο, οι κυριότερες πόλεις ήταν οι Κώπαι και η Ακραιφία, ενώ το μαντείο του Πτώου Απόλλωνα αναδείχθηκε δεύτερο σε σημασία στη Στερεά Ελλάδα μετά τους Δελφούς. Ελάχιστα είναι τα στοιχεία για τη Βυζαντινή εποχή· ωστόσο, για την περίοδο της Φραγκοκρατίας και τους Νεότερους χρόνους έχουμε ασφαλέστερες πληροφορίες χάρη στις πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα που διαθέτουμε για τους οικισμούς (Τοπόλια, Καρδίτσα κ.ά.) και για το θρησκευτικό βίο (Άγιος Γεώργιος, Άγιος Βλάσιος, μονή Αγίας Πελαγίας κ.ά.). Στους Νεότερους χρόνους το Ακραίφνιο και η περιοχή του απέκτησε εκ νέου σημαντικό ρόλο χάρη στα έργα αποξήρανσης της λίμνης της Κωπαΐδας.

3. Προϊστορία

3.1. Από τη Νεολιθική περίοδο έως τη Μέση εποχή του Χαλκού

Στην περιοχή της Κωπαΐδας έχουν βρεθεί διάσπαρτα ίχνη κατοίκησης από τις πρώτες προϊστορικές περιόδους. Αρκετά σπήλαια στις βραχώδεις ακτές βορειοανατολικά της λίμνης κατοικήθηκαν κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο. Από το 1994 στην περιοχή ξεκίνησε το ερευνητικό και αρχαιολογικό Πρόγραμμα Κωπαΐδα (Kopais project), το οποίο έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα για την ανθρώπινη δράση και το περιβάλλον από τη Νεολιθική εποχή έως την Ύστερη Χαλκοκρατία. Το σπήλαιο του Σαρακηνού είναι το μεγαλύτερο και καλύτερα μελετημένο. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Ακραίφνιο, στο 100ό χλμ. της Εθνικής, σε ύψος 80 μ., πάνω στα βράχια που ορίζουν τη λεκάνη από τα ανατολικά, γεγονός που συνέβαλε στην προστασία του από τις πλημμύρες. Διατηρεί ίχνη συνεχούς κατοίκησης από την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (περίπου 18.000 π.Χ.) έως τη Μέση εποχή του Χαλκού (1800 π.Χ.), με σημαντική τη φάση της Μεσολιθικής (8η χιλιετία π.Χ.) και εντονότερη τη φάση της Νεολιθικής εποχής (7η-4η χιλιετία π.Χ.). Νότια της λίμνης Υλίκη, 12 χλμ. από τη Θήβα, στις Λιθαρές, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τη δεκαετία του 1970 έναν οικισμό με το νεκροταφείο του που χρονολογείται κυρίως κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Ο πρωτοελλαδικός αυτός οικισμός βρίσκεται σε μία φυσικά οχυρωμένη θέση και έχει μοναδικό σχεδιασμό και ρυμοτομία. Από τη Μεσοελλαδική εποχή διασώζονται διάσπαρτα ευρήματα. Προϊστορικά κατάλοιπα έχουν εντοπιστεί επίσης στην περιοχή της κοντινής Παραλίμνης.

3.2. Ύστερη εποχή του Χαλκού

Η περιοχή της βορειοανατολικής Κωπαΐδας απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κυρίως κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού ή Υστεροελλαδική εποχή (1600-1100 π.Χ). Τότε, ο Ορχομενός των Μινυών αναδείχθηκε η σημαντικότερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας και ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου.

3.3. Η αποξήρανση της Κωπαΐδας

Ο πλούτος και η δύναμη των Μινυών συνδέονταν με την αξιοποίηση της Κωπαΐδας. Η αποξήρανση της λίμνης αποτέλεσε το μεγαλύτερο εγγειοβελτιωτικό έργο όχι μόνο των Προϊστορικών χρόνων, αλλά γενικά της Αρχαιότητας. Στο πλαίσιο αυτού του έργου τα νερά τη λίμνης και των ποταμών που εκβάλλουν στη λεκάνη διοχετεύθηκαν μέσω μεγάλων καναλιών στις φυσικές καταβόθρες και ρωγμές του εδάφους. Δημιουργήθηκαν οδικές αρτηρίες και τα κατάλληλα αναχώματα. Το όλο έργο αποσκοπούσε στην αποστράγγιση της λίμνης, τη διαχείριση και τη διοχέτευση των υδάτων στις καλλιέργειες μέσω αποθετηρίων και καναλιών, και στη δημιουργία οδικού δικτύου. Ο ποταμός Κηφισός εκτράπηκε στις βόρειες παρυφές της λίμνης και δημιουργήθηκε τεχνητή διώρυγα που είχε μήκος περίπου 25 χλμ., πλάτος 40 μ., βάθος 2-3 μ. και σταθερή ελαφρά κλίση 0,1%. Η διώρυγα συνέδεε ως πλωτή αρτηρία την πρωτεύουσα των Μινυών, τον Ορχομενό, με την περιοχή ανατολικά του Γλα και του Ακραιφνίου, όπου βρίσκονταν η καταβόθρα των Σπιτιών και οι μεγάλες καταβόθρες απορροής των υδάτων. Από εκεί προς τον Ευβοϊκό, στον όρμο της Λάρυμνας, η διασύνδεση γινόταν με δρόμο. Μία δεύτερη, μικρότερη διώρυγα ακολουθούσε τις νότιες παρυφές της λίμνης περίπου από το ύψος της Αλιάρτου μέχρι την Αγία Μαρίνα, όπου ενωνόταν με τη βόρεια διώρυγα. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα στην αρχαία Κωπαΐδα προδίδουν εξαιρετικό σχεδιασμό και μελετήθηκαν επισταμένως από τους σύγχρονους ερευνητές. Η δε εμπειρία από την έρευνα αξιοποιήθηκε εν μέρει στα σύγχρονα έργα αποξήρανσης της λίμνης.

3.4. Η ακρόπολη του Γλα

Συγχρόνως με τα παραπάνω έργα κατασκευάστηκε στη νησίδα του Γλα ένα οχυρό, που πιθανόν ανήκε σε ένα ευρύτερο αμυντικό σύστημα με οχυρές θέσεις στα ανατολικά (Αγία Μαρίνα, Μύτικας, Κάντζα, Άγιος Ιωάννης, Στροβίκι κ.ά.) και στα δυτικά (Πετρομάγουλα στον Ορχομενό). Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση μυκηναϊκό οχυρό με ισχυρό κυκλώπειο τείχος μήκους 3 χλμ. και επιφάνεια περί τα 200 στρέμματα. Οι ανασκαφές στα μέσα του 20ού αιώνα διερεύνησαν τον περίβολο και τις πύλες, ενώ αποκάλυψαν αποθήκες και δύο μεγάλα κτήρια με συμμετρική διάταξη, τα οποία ονομάστηκαν συμβατικά «μέλαθρα» (δηλ. παλάτια). Αυτά ερμηνεύτηκαν ως κατοικίες των αξιωματούχων που επέβλεπαν τη λειτουργία των αποστραγγιστικών έργων και τη συγκέντρωση και αποθήκευση των προϊόντων της πεδιάδας. Η λειτουργία της ακρόπολης που έλεγχε όλη την περιοχή τοποθετείται από τις αρχές του 13ου αι. π.Χ. έως περίπου το 1200 π.Χ. Η καταστροφή των έργων οφείλεται μάλλον σε κάποιο δυνατό σεισμό που έκλεισε τις μεγάλες καταβόθρες ανατολικά του Ακραιφνίου. Η μυθολογική εκδοχή ότι ο Ηρακλής έκλεισε με δέρματα τα μεγάλα σπήλαια απορροής των νερών της λίμνης απηχεί μάλλον την αντιπαράθεση μεταξύ Ορχομενού και Θήβας, η οποία από την εποχή εκείνη και εξής κέρδισε την κυριαρχία στη Βοιωτία.

3.5. Το Ακραίφιον και η «πολυστάφυλος Άρνη» του Ομήρου

Ο Όμηρος, στον κατάλογο των πλοίων (νεών κατάλογος, Β 500), αναφέρει από την περιοχή τις πόλεις Ύλη, Κώπαι και τη θρυλική «πολυστάφυλον Άρνην». Για την τελευταία ο Στράβωνας (Θ 34) αναφέρει ότι λέγεται πως δεν ήταν άλλη από το Ακραίφιον, που βρίσκεται στο όρος Πτώο, πάνω από το Τηνερικό πεδίο. Ίσως όμως «Άρνη» ήταν το αρχαίο όνομα του Γλα, καθώς η ταύτιση με το Ακραίφιον δεν επιβεβαιώνεται, αφού τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η πόλη αυτή ιδρύθηκε περί τον 8ο αι. π.Χ.

4. Αρχαιότητα

4.1. Η περιοχή και οι οικισμοί της αρχαίας Ακραιφίας. Οι Κώπαι

Από τους Αρχαϊκούς έως τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους, οι σημαντικότερες πόλεις ήταν οι Κώπαι και η Ακραιφία. Στη θέση όπου βρίσκονται οι Κώπαι η λίμνη είχε μεγαλύτερο βάθος και γι’ αυτό ονομάστηκε Κωπαΐδα. Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη στα βόρεια κράσπεδα της λίμνης, σε έναν παραλίμνιο λόφο που σε περιόδους πλημμυρών μετατρεπόταν σε νησί. Βόρεια του λόφου έρρεε ο Κηφισός. Στο λόφο και βόρεια της κοίτης του Κηφισού βρέθηκαν αρχαιολογικά λείψανα και εγκαταστάσεις. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, στη θέση αυτή υπήρχαν ιερά της Δήμητρας Ταυροπόλου, του Διονύσου και του Σαράπιδος (Παυσανίας, Θ 24.1). Στο λόφο το αρχαίο πολυγωνικό τείχος μετασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε κατά τους Μέσους χρόνους, όταν η θέση ονομάστηκε Τοπόλια. Στα Νεότερα χρόνια ο οικισμός άλλαξε θέση και επικράτησε το όνομα Κάστρο. Κάποια αξιόλογα γλυπτά από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο Θηβών. Οι Κωπαίοι φιλονικούσαν με τους κατοίκους της αντικρινής Ακραιφίας για τη λίμνη. Το Κοινό των Βοιωτών ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό, όπως διαπιστώνουμε από επιγραφή που βρέθηκε χαραγμένη σε βράχο πετρώδους υψώματος μεταξύ των δύο πόλεων.

4.2. Μυθολογία και ονομασία της Ακραιφίας

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρυτής της Ακραιφίας ήταν ο Ακραιφεύς, γιος του Απόλλωνα. Οι αρχαίες πηγές μάς παραδίδουν για την πόλη τα ονόματα Ακραιφία (Ηρόδοτος, Η 125.6), Ακραιφίαια ή Ακραίφιον (Στράβωνας, Θ 27, 34). Η πόλη έφτασε στην ακμή της τον 6ο και τον 5ο αι. π.Χ. Η εύρωστη οικονομικά πόλη έκοψε δικό της νόμισμα με τη βοιωτική ασπίδα και τον κάνθαρο, ενώ στις κοπές νομισμάτων των αρχών του 4ου αι. π.Χ. υπάρχει η επιγραφή ΑΚΡΗ. Κατά τις περιόδους 447-387 π.Χ. και 378-338 π.Χ., μαζί με τις οικισμούς της περιοχής της Κωπαΐδας και της Χαιρώνειας, αποτελούσε μία από τις πόλεις του Κοινού των Βοιωτών. Από το 446 έως το 395 π.Χ. η Ακραιφία εξέλεγε ένα βοιωτάρχη από κοινού με τις Κώπες. Στα μετέπειτα χρόνια το Ακραίφιον συνέδεσε άμεσα τις τύχες του με τη Θήβα. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Θ 23.5), το 355 π.Χ. εκεί κατέφυγαν πολλοί Θηβαίοι προκειμένου να σωθούν από την οργή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της πόλης τους λόγω της εξέγερσής τους κατά της μακεδονικής φρουράς. Το 196 π.Χ. η Ακραιφία καταλήφθηκε από το ρωμαϊκό στρατό του Άππιου Κλαύδιου. Τα Ρωμαϊκά χρόνια διακρίθηκε ο επιφανής Ακραιφέας Επαμεινώνδας, ο οποίος ήταν πρεσβευτής του Βοιωτικού Κοινού στον αυτοκράτορα Καλιγούλα και ιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας επί Νέρωνα. Η πόλη αναφέρεται ως Ακραιφία έως και τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους (5ος-6ος αιώνας), ενώ φαίνεται πως δεν κατοικήθηκε κατά τους Πρώιμους και τους Μέσους Βυζαντινούς χρόνους.

4.3. Η ακρόπολη της Ακραιφίας

Η ακρόπολη βρίσκεται στο λόφο Βίγλιζα ή Σκοπιά, νότια της πόλης. Στην επίπεδη κορυφή διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση το τείχος των Ελληνιστικών χρόνων. Τα Νεότερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από την ακρόπολη για την ανέγερση του σημερινού χωριού. Για την κάτω πόλη έχουμε ελάχιστα αρχαιολογικά στοιχεία. Νότια της ακρόπολης ανασκάφηκε περί το 1980 ένα πολύ μεγάλο νεκροταφείο με ευρήματα χρονολογούμενα από τους Αρχαϊκούς έως τους Ελληνιστικούς χρόνους. Αποκαλύφθηκαν πάνω από 2.000 τάφοι, αριθμός ενδεικτικός για το μέγεθος του πληθυσμού. Τα πλούσια και ποικίλα κτερίσματα σε κεραμική και κοροπλαστική φανερώνουν επαφές με την Αθήνα και την Κόρινθο.

4.4. Το ιερό του Πτώου

4.4.1. Ίδρυση, οργάνωση και μνημεία

Ανατολικά του Ακραιφνίου, στο όρος Πελαγία, βρίσκεται το ιερό του τοπικού ήρωα Πτώου, η λατρεία του οποίου εκτοπίστηκε από τον Πτώο Απόλλωνα. Το ιερό του τελευταίου χτίστηκε ανατολικότερα, κοντά στην Περδικόβρυση, όπου ήταν και η αρχαία ιερή πηγή. Το ιερό άρχισε να ανασκάπτεται από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή το 1885. Αποκαλύφθηκαν τμήματα από τα θεμέλια του ναού, της δεξαμενής κοντά στη πηγή χρησμών, του ξενώνα και άλλων κτισμάτων. Στο ιερό υπήρχαν και πολλά άνδηρα, όπου βρέθηκαν σημαντικά γλυπτά της Αρχαϊκής περιόδου, κούροι, αναθήματα, τρίποδες και πολλές επιγραφές (σήμερα στο Μουσείο Θηβών). Ένα από τα σημαντικά ευρήματα είναι ανάθημα του Ιππάρχου, γιου του Πεισιστράτου και τυράννου της Αθήνας από το 527 π.Χ. Ο ναός βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του ιερού και ανοικοδομήθηκε κατ’ επανάληψη με τελευταία και καλύτερα τεκμηριωμένη φάση αυτή στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Ήταν δωρικού ρυθμού περίπτερος εν παραστάσι, με επιμήκη σηκό και πρόναο.

4.4.2. Οι λατρείες και ο ρόλος του μαντείου στον ύστερο κλασικό κόσμο

Το ιερό βρισκόταν σε έναν αρχαίο δρόμο που συνέδεε τη Θήβα με τη βορειοανατολική Βοιωτία και, όπως και στους Δελφούς, ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και στην Αθηνά Προναία. Το μαντείο ήταν το δεύτερο σε σημασία στην κεντρική Ελλάδα, μετά τους Δελφούς, και εκεί συνέρρεαν πιστοί από πολλά μέρη, καθώς φημιζόταν για τους αλάθητους χρησμούς. Κατά την παράδοση, το 480 π.Χ., ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος επισκέφθηκε το ιερό και έλαβε ένα χρησμό που μόνο εκείνος κατάλαβε, καθώς, όπως ισχυρίστηκε, η γλώσσα ήταν καρική (από την Καρία της Μικράς Ασίας). Το 226-224 π.Χ. η Ακραιφία, που έλεγχε το ιερό, επανίδρυσε τα Πτώια, τους τοπικούς ιερούς αγώνες που τελούνταν ανά 5 χρόνια και περιλάμβαναν κυρίως καλλιτεχνικά αγωνίσματα (μουσική, τραγούδι, ποίηση), καθώς και ιππικούς αγώνες.

5. Ρωμαϊκή περίοδος

Τους Ρωμαϊκούς χρόνους η Ακραιφία περιήλθε σε ένδεια και οι τοπικοί αγώνες διακόπηκαν για περίπου 30 χρόνια. Το 37-42 μ.Χ. ο πλούσιος πολίτης της Ακραιφίας Επαμεινώνδας αναβίωσε τους αγώνες και ενίσχυσε το ιερό με γενναιοδωρία, αποτυπώνοντας σε μεγάλες επιγραφές τη φιλορωμαϊκή στάση του και την πολιτική στήριξη των αυτοκρατόρων. Την ίδια περίοδο μαρτυρούνται οι λατρείες του Διός Σωτήρος, του Ηρακλή και του Ερμή. Περί το 100 μ.Χ. το μαντείο είχε πάψει να λειτουργεί, μολονότι οι αγώνες συνέχισαν να διεξάγονται έως τον 3ο αιώνα, αλλά πλέον ετησίως.

6. Βυζαντινή περίοδος

Για την ιστορία της Ακραιφίας κατά την Πρώιμη και τη Μέση Βυζαντινή περίοδο γνωρίζουμε ελάχιστα. Διαθέτουμε αποσπασματικά αρχαιολογικά στοιχεία, κυρίως για τις οχυρωμένες θέσεις της Τοπόλιας (αρχ. Κώπαι) και του Γλα (με ερείπια μικρής εκκλησίας). Φαίνεται ότι η ζωή στις αρχαίες πόλεις της βορειοανατολικής Βοιωτίας συρρικνώθηκε μετά την Ύστερη Αρχαιότητα ή διακόπηκε. Σημαντική μαρτυρία για τους Μέσους Βυζαντινούς χρόνους είναι ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Βασιλείου κοντά στον κόμβο του Ακραιφνίου με την Εθνική οδό. Ο ναός χρονολογείται από τα γλυπτά του τέμπλου τον 11ο αιώνα. Αργότερα προστέθηκε στη δυτική πλευρά στενός νάρθηκας. Γύρω από το ναό ανασκάφηκαν ένας εκτεταμένος οικισμός Βυζαντινών χρόνων και τάφοι από την περίοδο της Φραγκοκρατίας.

7. Ύστερος Μεσαίωνας – Πρώιμη Οθωμανική περίοδος

7.1. Αλλαγές στην ονοματολογία των οικισμών

Στις πηγές από το 13ο έως το 15ο αιώνα παρατηρούμε ότι η ονοματολογία της περιοχής άλλαξε και δε διατηρήθηκε κανένα από τα γνωστά αρχαία τοπωνύμια. Στις θέσεις των αρχαίων πόλεων Ακραιφία και Κώπαι αναφέρονται τα ονόματα Καρδίτσα, Τοπόλια, Κόκκινο κ.ά. Στα τοπωνύμια ανιχνεύονται σλαβικά κατάλοιπα (Τοπόλια, δηλ. λεύκες) και καταλήξεις σε -ιτσα, όπως και αρβανίτικες ρίζες, όπως Γλας από το (Μα)γουλάς (οχυρό). Στα οθωμανικά αρχεία, από τα μέσα του 15ου αιώνα, μόνο η Τοπόλια καταγράφεται ως ελληνικός οικισμός, ενώ η Καρδίτσα, το Κόκκινο και γενικά όλη η βορειοανατολική Βοιωτία κατοικούνταν κυρίως από Αρβανίτες. Οι οθωμανικές πηγές περιγράφουν τη λίμνη της Κωπαΐδας με μικρότερες διαστάσεις συγκριτικά με την Αρχαιότητα και τα Νεότερα χρόνια και την ονομάζουν Βάλτο Τοπόλια, καθώς η πόλη αυτή ήταν πλέον η σημαντικότερη.

7.2. Ιστορία

Μετά το 1204 η Καρδίτσα περιλήφθηκε στο δουκάτο των Αθηνών. Από την περίοδο της Φραγκοκρατίας διασώζονται περισσότερα στοιχεία και μαρτυρίες. Η περιοχή βρισκόταν στον άξονα προς την Αταλάντη και τη Βοδονίτσα και ανήκε μάλλον στη μητρόπολη Δαυλείας/Ταλάντης. Το πλέον γνωστό μνημείο είναι ο παλιός ναός του Αγίου Γεωργίου στην Καρδίτσα –ή Gardanitsa στις λατινικές πηγές– στο κέντρο του σημερινού Ακραιφνίου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, ο ναός ανεγέρθηκε το 1311. Χτίστηκε από το Φλαμανδό αυθέντη της λατινοκρατούμενης βοιωτικής Καρδίτσας, τον Αντώνιο ντε Φλάμα, ως δώρο ευγνωμοσύνης προς το Θεό για τη σωτηρία του στη μάχη κατά των Καταλανών στην Κωπαΐδα, όπου κατεστράφη το άνθος του δυτικού στρατού και καταλύθηκε το δουκάτο των Αθηνών και Θηβών. Ο ναός ήταν καθολικό μονής και η αρχιτεκτονική του διατηρεί τα βυζαντινά πρότυπα του 12ου αιώνα. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και έχει μεταγενέστερες προσθήκες. Η τοιχοποιία ακολουθεί το ψευδοπερίκλειστο σύστημα με κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις ιδίως στα ανατολικά τμήματα, ενώ περιλαμβάνει και σπόλια (αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές σε δεύτερη χρήση) από αρχαία οικοδομήματα. Εσωτερικά αποκαλύφθηκαν εξαιρετικές τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, πιθανόν έργο των Θηβαίων ζωγράφων Κονταρήδων.

7.3. Μνημεία και κατάλοιπα μνημείων

Από το 13ο έως το 17ο αιώνα διασώζονται κάποια αξιόλογα μνημεία, όπως ο υστεροβυζαντινός πύργος στην Αγία Μαρίνα, η «φραγκική γέφυρα» πάνω από τον ποταμό Μέλανα και τα ερείπια του ναού του Αγίου Νικολάου με τοιχογραφίες του 17ου αιώνα στο Κόκκινο. Στα σπήλαια της Κωπαΐδας βρίσκουμε μικρές εκκλησίες, όπως οι ναοί της Αγίας Τρίτης (13ος αιώνας) στη θέση «Βυστικά» και του Αγίου Βλασίου ή της Ζωοδόχου Πηγής με χτιστό τέμπλο του 14ου αιώνα και εξαιρετικές τοιχογραφίες της μακεδονικής σχολής του 16ου αιώνα. Σε μικρή απόσταση είναι και σπήλαιο με το ναό του Αγίου Νικολάου του Νέου (17ος αιώνας).

8. Νεότερη περίοδος

8.1. Μονή Πελαγίας

Το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο κατά τη Νεότερη εποχή είναι η μονή Πελαγίας, σε απόσταση 5 χλμ. ανατολικά του Ακραιφνίου, στο Πτώο. Η μονή είναι αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου. Η ανέγερσή της χρονολογείται το 16ο αιώνα, το δε καθολικό, ναός σταυροειδής με τρούλο, απέκτησε τη σημερινή μορφή του το 19ο αιώνα.

8.2. Μονή Σαγματά

Νότια της Υλίκης, στο Υπάτιο όρος, 30 χλμ. ανατολικά της Θήβας, βρίσκεται η μονή Σαγματά, όπου ασκήτεψε ο όσιος Κλήμης το 12ο αιώνα. Υπάρχουν διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα από τους Μέσους χρόνους, αλλά η ανέγερση της μονής, που είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, χρονολογείται με βεβαιότητα το 16ο αιώνα. Στη σχεδίαση και στην αρχιτεκτονική ακολουθούνται τα πρότυπα του 11ου και 12ου αιώνα. Το καθολικό είναι στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, με τρίκογχο Ιερό Βήμα στα ανατολικά και μεγάλη λιτή στα δυτικά. Στο δάπεδο διατηρούνται περίτεχνα μαρμαροθετήματα. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η περιουσία της μονής διανεμήθηκε στους ακτήμονες πρόσφυγες. Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο υπέστη καταστροφές και ερημώθηκε, ενώ επαναλειτούργησε το 1971.

8.3. Από τον Αγώνα του 1821 έως τη Σύγχρονη εποχή

Η Καρδίτσα και η μονή Πελαγίας έλαβαν μέρος στον Αγώνα του 1821, ενώ η περιοχή αποτέλεσε χώρο συγκρούσεων μεταξύ του Οδυσσέα Ανδρούτσου και των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ. Στις 29 Ιανουαρίου 1829, στο κοντινό Μαρτίνο, έλαβε χώρα η καθοριστική για την απελευθέρωση μάχη, όπου ο Δημήτριος Υψηλάντης νίκησε το στρατό του Μαχμούτ. Το 1835 η Καρδίτσα έγινε η έδρα του ομώνυμου δήμου. Η περιοχή συνδέθηκε με τα έργα αποξήρανσης της Κωπαΐδας, καθώς τα νερά της λίμνης διοχετεύτηκαν μέσω σήραγγας στην Υλίκη. Το 1901 κατασκευάστηκε το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής στην Μπούκα, το οποίο αρχικά εξυπηρετούσε μόνο την αγγλική εταιρεία Lake Copáis, που δραστηριοποιούνταν στα έργα αποξήρανσης. Το 1935 η Καρδίτσα μετονομάστηκε σε Ακραίφνιο. Οι κάτοικοι του Ακραιφνίου πρωτοστάτησαν στο κίνημα των αγροτών για την επίλυση του «κωπαϊδικού ζητήματος», ενώ το πρόβλημα της εκμετάλλευσης της καλλιεργήσιμης γης ρυθμίστηκε μόλις το 1952.

Σήμερα η περιοχή έχει ποικίλη αγροτική παραγωγή, ενώ μέρος του πληθυσμού απασχολείται στα μεταλλεία της ΛΑΡΚΟ στον Άγιο Ιωάννη (στο Νέο Κόκκινο) και στο εργοστάσιο της εταιρείας στη Λάρυμνα. Η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και οι φυσικές ομορφιές της περιοχής τελευταία έλκουν αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών.